Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

Η ώρα του διαβόλου


«Αλλά εγώ δεν είμαι αυτό που νομίζουν. Οι Εκκλησίες με μισούν. Οι πιστοί τρέμουν στο όνομά μου. Αλλά, είτε το θέλουν είτε όχι, έχω έναν ρόλο στον κόσμο. Δεν είμαι ούτε επαναστατημένος εναντίον του θεού ούτε το πνεύμα που αρνείται. Είμαι ο Θεός της Φαντασίας, απολωλώς γιατί δεν δημιουργώ. […]
Είμαι το πνεύμα που δημιουργεί χωρίς να δημιουργεί, που η φωνή του είναι καπνός και η ψυχή του ένα λάθος. Ο θεός με δημιούργησε για να τον μιμούμαι τη νύχτα. Αυτός είναι ο Ηλιος, εγώ είμαι η Σελήνη.
Το φως μου αιωρείται πάνω από το καθετί που είναι μάταιο ή ψεύτικο, φωσφορισμούς, όχθες ποταμών, έλη και σκιές».

Το διήγημα «Η ώρα του διαβόλου» (απόσπασμα του οποίου μόλις διαβάσατε) αποτελεί ένα από τα πιο πρώιμα έργα του Φερνάντο Πεσόα.
Κρυμμένο στο μυθικό μπαούλο με τα χειρόγραφα, το έργο εκδόθηκε πενήντα χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή.
Ο διάβολος συναντά μια συνηθισμένη Μαρία. Σε ελάχιστο χρόνο τής αποκαλύπτει μυστικά του κόσμου και της ύπαρξης και της αναγγέλλει τη γέννηση του ποιητή, του γιου της.
Ο διάβολος-ποιητής, μορφή βαθιά, ευγενική και οικεία, οντολογεί περιγράφοντας τη δική του ιστορία, το πλέγμα των σχέσεων ανάμεσα στον ίδιο, τον θεό και τους ανθρώπους.
Ποίηση και πραγματικότητα ταυτίζονται σε ένα σύντομο διαμάντι που δεν ηθικολογεί, δεν θεολογεί, αλλά παραχωρεί στη φαντασία μια κοσμογονική δύναμη.
Πόσο περίεργο, πόσο άβολο και παράδοξο είναι να μιλάς για τον Φερνάντο Πεσόα με αφορμή επεισόδια σαν αυτά έξω από το θέατρο «Αριστοτέλειον» της Θεσσαλονίκης!
Εδώ που οι χριστιανοί Ταλιμπάν των τριών συμφώνων συναντούν τους χουλιγκάνους ιερολοχίτες τον δύο φωνηέντων.
Είμαστε μπροστά στην επιστροφή σε μια προγλωσσική εποχή, όταν ο ήχος ήταν το ίδιο το νόημα του ήχου, το μούγκρισμα το νόημα του μουγκρίσματος.
Σε μια εποχή που δεν μπορεί να υπάρξει διάκριση ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αναπαράστασή της, στο γεγονός και το είδωλό του.
Σε μια εποχή που δεν υπάρχει απόσταση ανάμεσα σε αυτό που μου ανήκει και σε αυτό που μπορεί να ανήκει ή να αναφέρεται σε άλλους.
Σε μια εποχή που η επιβολή είναι απλώς προέκταση του σώματός μου.
Ολη αυτή η σκοτεινή μάζα, η μαύρη ύλη που έρχεται συμπαγής μέσα από την ιστορία και φέρνει τα στοιχεία της περιόδου πριν από την ίδια την ιστορία, είναι παρούσα στις σύγχρονες κοινωνίες.
Ενα κομμάτι που όσο ψηλά κτίρια κι αν χτιστούν, όσες ανακαλύψεις κι αν καταγραφούν, όση παιδεία κι αν μοιραστεί ισόποσα, το αυτό θα παραμείνει.
Το σκοτάδι αυτό ίσως να μη μετακινείται, υπάρχει εκεί για να μας θυμίζει μια άλλη εκδοχή της ανθρώπινης εμπειρίας που πεισματικά προσπαθούμε να παρακάμψουμε, χρησιμοποιώντας το πιο αναίμακτο και υποκριτικό μας ξόρκι: αν κάτι το αγνοήσεις ηθελημένα, παύει να υπάρχει.
Υπάρχουν όμως κάποιοι που φυσικά και δεν θα τους αγνοήσουν. Γιατί αυτό που έχει σημασία είναι πως η μάζα αυτή είναι πιο εύκολα χειραγωγήσιμη από οποιαδήποτε άλλη κατηγορία ανθρώπων.
Η Χρυσή Αυγή έστησε την εκλογική της άνοδο αντλώντας ακριβώς από αυτή τη δεξαμενή. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο πως εμφανίστηκε για ακόμα μία φορά, τώρα έξω από το «Αριστοτέλειον».
Οπως έγινε γνωστό, βουλευτές της Χρυσής Αυγής κατέθεσαν μηνυτήρια αναφορά κατά των συντελεστών της παράστασης. Η δικογραφία θα αποσταλεί στο εισαγγελέα.
Οι διαμαρτυρίες των σκοταδιστών δεν έχουν να κάνουν ούτε με κάποια θρησκευτική αντίθεση ούτε με κάποια πίστη ούτε με τίποτα.
Είναι η επιθυμία του σκοταδιού να επαληθεύσει τον εαυτό του. Να τον επιβάλει ως μόνη επιλογή σε έναν κόσμο χωρίς επιλογές. Οπως το απόσπασμα του έργου που παραθέτουμε αποδεικνύει, είναι αντίθεση απέναντι στην ίδια τη φαντασία των κοινωνιών.
Την ελευθερία, την έκφραση, οτιδήποτε διαχωρίζει τον άνθρωπο από την τετράποδη εκδοχή του που διαδηλώνει έξω από το θέατρο.
Για τον λόγο αυτό, όσο γραφικά και αν μας φαίνονται τέτοια περιστατικά, στην πραγματικότητα μας αφορούν όλους άμεσα.
Και ο εναγκαλισμός των χρυσαυγιτών έξω από το θέατρο μας υποδεικνύει ξεκάθαρα όλους τους λόγους που κάτι τέτοιο ισχύει.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2017

Το επείγον θέατρο της Λούλας Αναγνωστάκη




Ελισάβετ: Έχω την εντύπωση πως ούτε καν μ’ ακούς. Όταν σκοτείνιαζε εντελώς ανεβαίναμε στην ταράτσα. Μου ’δειχνε μακριά τις παλιές συνοικίες και τα κάστρα που τις περιβάλλουν… Τα’ χεις δει ποτέ αυτά τα κάστρα;
Κίμων: Δε φαίνονται από το παράθυρο.
Ελισάβετ: Όχι, δε φαίνονται από το παράθυρο. Μόνο από ψηλά – πολύ ψηλά. Αυτά τα κάστρα που άλλοτε ήταν το φρούριο της πόλης και τώρα έχουν γίνει φυλακές.
Κίμων: Φυλακές;
Ελισάβετ: Ναι, υγρές, σκοτεινές φυλακές.
Κίμων: Τι κάνατε στην ταράτσα;
Ελισάβετ: Κοιτάζαμε. Εκείνος τέντωνε το δάχτυλό του σε ένα σημείο. «Εκεί», μου έλεγε, «εκεί πέρα, τα χαράματα ντουφεκίζουν τους καταδικασμένους σε θάνατο». Δεν καταλάβαινα γιατί επέμενε να μου το λέει αυτό κάθε βράδυ και να μου δείχνει τεντώνοντας το δάχτυλό του προς το βορρά. Έπειτα χαθήκαμε κι έπειτα μια μέρα διάβασα το όνομά του στην εφημερίδα. Ήταν κι αυτός ανάμεσα στους καταδικασμένους σε θάνατο και είχε εκτελεστεί την αυγή. Δεν είναι παράξενο;
(Λούλα Αναγνωστάκη, Η Πόλη)


Έρχεται κάποια στιγμή που φτάνει η ώρα του απολογισμού. Η ώρα αυτή που η ζωή, το έργο μπορούν να συσσωρευτούν σε μια πυκνή φράση που θα εμπερικλείει τις αξίες, τις επιτυχίες και την ουσία, μιλώντας γρήγορα, αλλά όχι βιαστικά, για την αυλακιά που αφήνει ο καλλιτέχνης στο σώμα της τέχνης που διάλεξε να υπηρετεί. Πολλές φορές η ώρα αυτή έρχεται με το θάνατο του συγγραφέα. Σε επικήδειους, άρθρα απολογισμού, αναμνηστικά αφιερώματα. Για την Λούλα Αναγνωστάκη η ώρα αυτή δεν έχει φτάσει. Πάντοτε είχα την αίσθηση πως παρά τη δημοφιλία των έργων της, τις συχνές παραστάσεις και επαναλήψεις τους, την καθολική αποδοχή της αξίας τους η σημασία της, η θεατρική και η λογοτεχνική προσφορά της δεν έχουν αναγνωριστεί στο βαθμό που τους αντιστοιχεί, παρά μόνο ως ένα βαθμό. Το όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον της νέας γενιάς για τα έργα της, ο όλο και αυξανόμενος αριθμός παραστάσεων από νεότερους σκηνοθέτες, το αγκάλιασμα του έργου της από νεότερους ηθοποιούς και συγγραφείς συντείνουν στο γεγονός πως αυτό θα αλλάξει.
Η Λούλα Αναγνωστάκη έφυγε στις 8 του Οκτώβρη. Υπήρξε η μικρότερη αδελφή του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, γυναίκα του Γιώργου Χειμωνά και μητέρα του Θανάση Χειμωνά. Έκανε την πρώτη της εμφάνιση το 1965 στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν το 1965 με την τριλογία της Πόλης, τα μονόπρακτα Η διανυκτέρευση, Η Πόλη, Η Παρέλαση σκηνοθετημένα από τον Κάρολο Κουν σε μια ενιαία παράσταση. Σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά που συναντούμε στην μετέπειτα εργογραφία της είναι κυρίαρχα και εδώ. Η Αναγνωστάκη εμφανίζεται ως έτοιμη συγγραφέας με ξεχωριστή δική της γλώσσα ήδη από την πρώτη της εμφάνιση.
Τα έργα της που θα ακολουθήσουν θα μας χαρίσουν μια σειρά από παραστάσεις- σταθμούς μέσα από εξαιρετικές σκηνοθεσίες. Από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν οι παραστάσεις «Αντόνιο ή το Μήνυμα» (1972), «Η νίκη» (1978), «Η κασέτα» (1982) και «Ο ήχος του όπλου» (το 1987, τελευταία σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν). Το 1990 ο θίασος Τζένης Καρέζη – Κώστα Καζάκου παρουσίασε το έργο «Διαμάντια και μπλουζ», σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου. Το 1995 ανέβηκε το «Ταξίδι μακριά» από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή. Το 1998 το μονόπρακτο «Ο ουρανός κατακόκκινος» από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Βίκτορα Αρδίττη και το 2003 το έργο «Σ’ εσάς που με ακούτε» από τη Νέα Σκηνή, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή και πολλές ακόμη. Τα έργα της Αναγνωστάκη μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και παίχτηκαν σε πολλές σκηνές εκτός Ελλάδας (Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία, Γερμανία, Κύπρο, Ισπανία, ΗΠΑ).

Ρεαλισμός και παράλογο

Αν θέλουμε να τοποθετήσουμε το έργο της Αναγνωστάκη σε κάποια θεατρική κατηγορία αυτό θα ήταν το θέατρο του παραλόγου. Έστω ως αφετηρία. Πολύ συχνά ο χρόνος και ο χώρος (ακόμη και όταν αναφέρονται) είναι σχετικοί. Οι ήρωες βιώνουν το υπαρξιακό κενό ως ατομική, αλλά και ως συλλογική συνθήκη. Αυτό που διαχωρίζει την Αναγνωστάκη από τους υπολοίπους εκπροσώπους του είδους είναι η κοινωνική της γείωση και η πολιτική διάσταση των έργων της. Οι αναφορές σε ένα κατοχικό και εμφυλιακό παρελθόν και ένα παρόν συχνά αστυνομοκρατούμενο. Είναι σε πολλές περιπτώσεις που έχεις την αίσθηση πως η πληγή του εμφυλίου (μοτίβο κοινό σχεδόν σε όλα τα έργα της) είναι το ίδιο το παράλογο για την Αναγνωστάκη.
Σε αντίθεση με το θέατρο του παραλόγου, τα έργα της Αναγνωστάκη δεν έχασαν ποτέ το ρεαλιστικό τους περίβλημα. Πολύ συχνά ελλειπτικά, ποιητικά, με συμβάντα στα όρια του πιθανού είναι έργα αυτού του κόσμου. Το ίδιο και η γλώσσα της. Η ποιητική της Αναγνωστάκη προκύπτει από μια γλώσσα ειπωμένη, πατημένη από καθημερινές φωνές και φράσεις που ακόμα και όταν φτάνουν στο όριό τους ελέγχονται και επικοινωνούνε πλήρως. Η χαμηλόφωνη μουσική των τσεχωφικών ηρώων, οι εσωτερικές συγκρούσεις και η αποτύπωσή τους σε εξωτερικά γεγονότα, οι απογοητεύσεις, η μοναξιά και η μελαγχολία, ο αποκλεισμός και η πληγή του παρελθόντος έχουν κλίμακα ανθρώπινη. Ταυτόχρονα, όμως, η καθημερινή συνύπαρξη με το θάνατο και τη σκληρότητα, η διάλυση των ταυτοτήτων και η διάχυση των χαρακτήρων, η υπερβατική παρουσία της ιστορίας και ο τρόπος που ορίζει τις ανθρώπινες μοίρες γεννούν γεγονότα και καταστάσεις που ανήκουν στις πιο χαρακτηριστικές σκηνές του θεατρικού παραλόγου.
Ίσως σε αυτή τη συνύπαρξη ρεαλισμού και παραλόγου να οφείλεται το γεγονός πως τα καλύτερά της έργα προκύπτουν όταν τα στοιχεία του παραλόγου, του ρεαλισμού και της κοινωνίας υπάρχουν ισόποσα σε ένα αρμονικό σύνολο. Στο αριστούργημά της, την «Κασέτα» του 1982, η συνύπαρξη αυτή είναι απόλυτη. Το παράλογο συνυπάρχει με το απολύτως ρεαλιστικό, το παγκόσμιο με το απολύτως ελληνικό, το αφηρημένο με το απολύτως συγκεκριμένο σε ένα σύνολο με πλήρη έλεγχο των εκφραστικών μέσων, της θεατρικής οικονομίας, της ανάπτυξης των χαρακτήρων. Καταφέρνοντας να εντυπώσει ταυτόχρονα και με απόλυτη ακρίβεια τους μεταπολιτευτικούς ελληνικούς ανθρωπότυπους με το αδιέξοδο του ανθρώπου στις δυτικές μεταπολεμικές κοινωνίες. Τον κοινωνικό αποκλεισμό ενός ήρωα σε μια συγκεκριμένη συνθήκη με το υπαρξιακό άγχος του ανθρώπου συνολικά.

Η θέση που της αναλογεί

Όχι λοιπόν, η ώρα του απολογισμού για τη Λούλα Αναγνωστάκη δεν έχει φτάσει. Θα έλθει μόλις λάβει τη θέση που της αξίζει, όχι μόνο στο χώρο του θεάτρου, αλλά και στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Μια ιστορία που συστηματικά υποβαθμίζει το θεατρικό κείμενο σε σχέση με μυθιστόρημα ή την ποίηση, προσπαθώντας να αγνοήσει συγγραφείς που δεν γίνεται πια να αγνοηθούν. Η ώρα του απολογισμού για τη Λούλα Αναγνωστάκη θα έλθει μόλις αποκτήσει τη θέση που της αναλογεί στην ιστορία αυτή: ως μια από τους σημαντικότερους εκπροσώπους ενός σημαντικού λογοτεχνικού είδους και μια από τις σημαντικότερες συγγραφείς της ελληνικής γλώσσας.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

Νεκρά κουνέλια στην αγορά του κρέατος: ο θάνατος του Χιου Χέφνερ



Ο Χιου Χέφνερ υπήρξε ένας Γουόλτ Ντίσνεϊ του σώματος. Ο Ντίσνεϊ ουσιαστικά ανακάλυψε την αγορά των παιδικών ηλικιών και την ενέταξε στην κατανάλωση δημιουργώντας πρότυπα, πολιορκώντας ένα συλλογικό φαντασιακό και δίνοντας απαντήσεις σε επιθυμίες που ο ίδιος κατασκεύασε. Δημιουργώντας μια αχανή δυνατότητα κέρδους σε μια μέχρι τότε σχεδόν αχαρτογράφητη περιοχή.
Ο Χέφνερ έκανε ακριβώς το ίδιο στη σφαίρα της σεξουαλικής επιθυμίας. Μιας επιθυμίας όμως που φρόντισε να μείνει αποκλειστικά αντρική, σεξιστική και διατυπωμένη φανατικά με όρους εκμετάλλευσης.
Το πρώτο τεύχος του «Playboy» κυκλοφόρησε το 1953 και από την πρώτη του εμφάνιση εκτινάχτηκε σε πωλήσεις.
Η χρυσή του περίοδος θα διαρκέσει μέχρι και τη δεκαετία του 1970, όταν οι πωλήσεις θα αρχίσουν να πέφτουν λόγω ανταγωνιστικών περιοδικών στην αρχή (όπως π.χ. το αρκετά πιο σεξουαλικό «Penthouse») και στη συνέχεια λόγω της ανόδου των ταινιών πορνό.
Στην πραγματικότητα λοιπόν το προϊόν μεσουρανούσε μόνο την περίοδο που η εταιρεία κρατούσε το μονοπώλιο.
Η βιομηχανία πορνό (και όχι η πορνογραφία, που είναι διαφορετικό πεδίο, ευρύτερο και με πολλές ακόμα διαστάσεις) σήμερα έχει μεγαλύτερο τζίρο από το Χόλιγουντ.
Το «Playboy» απλώς είναι αυτό που τα ξεκίνησε όλα. Το σύμβολο ενός τρόπου θέασης, τοποθέτησης των ανθρώπων απέναντι στη σεξουαλικότητά τους, αλλά τελικά και απέναντι στην ίδια την κοινωνία.
Γράφτηκαν πολλά όλες αυτές τις μέρες για τον νεκρό Χέφνερ. Για τον ρόλο του στη σύγχρονη κουλτούρα, για τους σημαντικούς Αμερικανούς συγγραφείς που πέρασαν από το περιοδικό, για τον ρόλο του στην κατοχύρωση των ελευθεριών. Περιγράφηκε περίπου ως ένας μαχητής των ελευθεριών. Γιατί ο Χέφνερ όντως προήγαγε ελευθερίες. Αλλά ελευθερίες αποκλειστικά για τους άντρες.
Οχι, το «Playboy» δεν πριμοδότησε τη σεξουαλική απελευθέρωση. Την εκμεταλλεύτηκε.
Και αν έπαιξε ρόλο σε κάτι, αυτό είναι η περιχαράκωσή της σε ένα πλήρως σεξιστικό, φαλλοκρατικό και καταναλωτικό πλαίσιο.
Στην πραγματικότητα πήρε μια κουλτούρα που ήδη υπήρχε. Κρυφή, στα πεζοδρόμια, σε καρτ-ποστάλ και ημερολόγια.
Ο Χέφνερ ρετουσάρισε την κουλτούρα αυτή και την τοποθέτησε εντός του αμερικανικού σπιτιού στο ημίφως της ενοχής και της νομιμότητας (με τη σχεδόν κρυφή παρουσία των περιοδικών να τα κάνει στην πραγματικότητα ακόμη πιο νόμιμα) και από εκεί στους προβολείς της Wall Street, κατασκευάζοντας μια γραμμή παραγωγής προτύπων. Ηδονιστικών προτύπων επιτυχίας για τους άντρες και προτύπων υποταγής για τις γυναίκες.
Η γυναίκα-Μπάρμπι-κουνελάκι, πάντοτε ξανθιά και με μεγάλο στήθος, λίγο πόρνη και λίγο ηλίθια και πάντοτε πρόθυμη να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του κυρίαρχου αρσενικού.
Φορώντας μια γκλάμουρους διάφανη μπούρκα που επιβάλλει τη γυμνότητα. Και το πρότυπο του άντρα: πετυχημένος, επιδειξιομανής, γυναικάς.
Ενας κάφρος σεξιστής με γραβάτα, ένας προβλέψιμος απρόβλεπτος με την ισχύ του να του εξασφαλίζει ατομικές ελευθερίες, γυναίκες και ακόμη περισσότερη ισχύ.
Ενας Ντόναλντ Τραμπ με καλύτερο κούρεμα (για την ιστορία, σε άρθρο του το 2015 με τίτλο «The Conservative Sex Movement» στο «Playboy», ο Χέφνερ περιέγραφε τη νίκη του Τραμπ απέναντι στον συντηρητικό Τεντ Κρουζ ως «σεξουαλική επανάσταση στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα»).
Ο Χέφνερ πήρε μια διαδικασία ατομικής απελευθέρωσης και ατομικής εξερεύνησης και τη μετέτρεψε σε ατομικισμό.
Περιχαρακωμένο σε ιεραρχήσεις, τρόπους και ρόλους των φύλων όπως τα κληρονόμησε από το πουριτανικό παρελθόν.
Εναν ατομικισμό μετρήσιμο, ικανό να παράγει κέρδη και απώλειες. Εύκολα μετατρέψιμο σε αγορές, τρόπους ζωής, τρόπους τοποθέτησης του εαυτού στο γύρω περιβάλλον.
Και όλη αυτή η επιταγή, μεταμορφωμένη σε χίλιες μικρότερες προστακτικές, έγινε καθημερινότητα, τρόπος ομιλίας και πολιτική.
Και λίγη σημασία έχουν τελικά οι απόψεις του για την ελευθερία του Τύπου, τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών ή των ομοφυλοφίλων.
Οχι, ο Χιου Χέφνερ δεν ήταν ένας μαχητής των ελευθεριών, όπως πολλοί έγραψαν. Ηταν ένας επιχρυσωμένος νταβατζής, φασκιωμένος σε μια ρόμπα.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

Γονατίζοντας στην Αμερική



Αφορμή του συγκεκριμένου άρθρου είναι μια φωτογραφία. Η φωτογραφία ενός ηλικιωμένου μαύρου άντρα να στέκει γονατισμένος κοιτώντας επιθετικά -και με βλέμμα που δεν αφήνει πολλά περιθώρια παρανόησης- την κάμερα.
«Είμαι υπερήφανος που γονατίζω και υψώνω το παράστημά μου απέναντι στην κοινωνική αδικία», γράφει ο σχολιασμός στην ηλεκτρονική ανάρτηση της φωτογραφίας.
O 83ος Αφροαμερικανός δεν είναι ένας τυχαίος διαμαρτυρόμενος. Είναι ο θρυλικός Μπιλ Ράσελ, ο σέντερ και αρχηγός της μεγαλύτερης μπασκετικής δυναστείας που είδε ποτέ ο πλανήτης: των Boston Celtics των δεκαετιών του '50 και του '60.
Οι Celtics από το 1957 μέχρι το 1969 κέρδισαν 11 πρωταθλήματα, όλα με αρχηγό τον Ράσελ.
O Ράσελ, πέρα από ένας από τους πιο επιτυχημένους μπασκετμπολίστες όλων των εποχών, είναι επίσης από τους πρώτους μαύρους παίκτες στο αμερικανικό μπάσκετ και ο πρώτος μαύρος προπονητής στην ιστορία του αμερικανικού ομαδικού αθλητισμού.
Βίωσε τον ρατσισμό σε όλη του τη ζωή, από τα παιδικά του χρόνια στο σχολείο ή απέναντι στους γονείς του μέχρι την εποχή που ήταν διάσημος, όταν οι λευκοί ξενοδόχοι αρνούνταν να τον αφήσουν να μείνει στο ίδιο ξενοδοχείο με την υπόλοιπη ομάδα στα εκτός έδρας παιχνίδια.
Ενας παίκτης που δεν δίστασε ποτέ να πάρει θέση απέναντι στον ρατσισμό ακόμα κι όταν αυτό σήμαινε πως έπρεπε να μιλήσει ενάντια στην ομάδα ή ενάντια στην πόλη του.
Ταυτόχρονη φωνή της συνείδησης, όχι μόνο της μπασκετικής αλλά και της αφροαμερικανικής κοινότητας.
Με τη φωτογραφία του ο Ράσελ έρχεται να σταθεί αλληλέγγυος με τους παίκτες του αμερικανικού φούτμπολ και τη στάση διαμαρτυρίας τους κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου πριν από τους αγώνες.
Ολα ξεκίνησαν όταν ο Κόλιν Κάπερνικ, παίκτης των San Francisco 49ers, γονάτισε και διαμαρτυρήθηκε κατά τη διάρκεια της ανάκρουσης του ύμνου την προηγουμένη χρονιά για να υπογραμμίσει το ζήτημα της αστυνομικής βίας και των φυλετικών διακρίσεων.
Η επιμονή του και το κόστος της επιλογής του (πολύ έντονη κριτική από τα μίντια και το γεγονός πως καμία ομάδα δεν ήθελε να υπογράψει μαζί του φέτος) έκαναν πολλούς παίκτες να ακολουθήσουν το παράδειγμά του.
Ειδικά μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ αλλά και των δηλώσεών του πως οι παίκτες που γονατίζουν είναι «πουτάνας γιοι» και πρέπει να απολυθούν, η στάση διαμαρτυρίας πήρε τεράστια έκταση.
Την περασμένη Κυριακή η διαμαρτυρία απλώθηκε σε κάθε ένα παιχνίδι του NFL κατά τη διάρκεια παιανίσματος του εθνικού ύμνου.
Ορισμένοι παίκτες γονάτισαν, κάποιοι κάθισαν, κάποιοι ύψωσαν τη γροθιά τους και κάποιοι σταύρωσαν τα χέρια τους.
Οι πρωταθλητές του NBA Warriors αρνήθηκαν να πάνε στην καθιερωμένη επίσκεψη στον Λευκό Οίκο και μετά την αντίδραση του Τραμπ ο Λεμπρόν Τζέιμς τον χαρακτήρισε «αλήτη» (bum) παίρνοντας το μέρος των Warriors.
Η φωτογραφία του Russell στην πραγματικότητα ενώνει τη στάση των παικτών του αμερικανικού φούτμπολ με τη δική του γενιά, την πολιτικοποίηση του Μοχάμεντ Αλί ή των Τζον Κάρλος και Τόμι Σμιθ (των μαύρων αθλητών που στους ολυμπιακούς του Μεξικού το 1968 ύψωσαν τη γαντοφορεμένη γροθιά των Μαύρων Πανθήρων κατά τη βράβευσή τους).
Και τη νομιμοποιεί ως συνέχεια του αγώνα των δικαιωμάτων. Ενός αγώνα που στην πραγματικότητα δεν τελείωσε ποτέ.
Οι διαμαρτυρίες των αθλητών αποτελούν αποτύπωση της διεύρυνσης της δυσαρέσκειας, αντικειμενικοποίηση του αρνητικού και εστίαση στη βαθιά διαίρεση των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν αποτελεί πια απλώς έναν ακροδεξιό ακραίο πρόεδρο. Είναι η ίδια η ενσάρκωση της αμερικανικής παρακμής, ο φορέας του εγκληματικού της παρελθόντος και του σκοτεινού της μέλλοντος.
Ενας θλιβερός, επικίνδυνος άνθρωπος νομιμοποιημένος αποκλειστικά από τον διευρυμένο κυνισμό και την καλπάζουσα μισαλλοδοξία.
Ναι, λοιπόν. Οπως είπε και ο Μπιλ Ράσελ, oι Αμερικανοί αθλητές γονατίζουν για να σταθούν στο ανάστημά τους, δημιουργώντας μια εντυπωσιακή συστράτευση γύρω από τη ριζοσπαστικότητα του αυτονόητου.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Ο Κυριάκος και το νευρόσπαστο


Δύο περιστατικά σε σχέση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη βάδισαν προς εμάς από τη βόρεια πόλη της Θεσσαλονίκης. Το πρώτο έρχεται σε μορφή βίντεο με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να περπατά στους δρόμους της Θεσσαλονίκης και να χαιρετά κόσμο στα μαγαζιά και στα πεζοδρόμια. Ξαφνικά περνά μπροστά από μια βιτρίνα και χαιρετά την κούκλα. «Τι κάνετε;», ρωτάει χαμογελαστός ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ενώ η αγενής κούκλα μένει να κοιτά με αυτό το αινιγματικό της μειδίαμα. Το δεύτερο περιστατικό έρχεται από τον λόγο του Μητσοτάκη στη ΔΕΘ και πιο συγκεκριμένα από το απόσπασμα: «Δεν τρέφω αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες. Κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στην ανθρώπινη φύση και όσοι το επιχείρησαν καταστρατήγησαν τελικά την ίδια τη δημοκρατία και τα ατομικά δικαιώματα».
Μπορεί το πρώτο περιστατικό να είναι κωμικό και να προκαλεί γέλιο, ενώ το δεύτερο είναι απολύτως σοβαρό και προκαλεί ανατριχίλα. Και μπορεί το βίντεο να διαψεύστηκε από τη Νέα Δημοκρατία και να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (αν δει και ακούσει κανείς καλύτερα θα καταλάβει πως κάποιος μη ορατός στο βίντεο τον χαιρετά μέσα από το μαγαζί), αλλά αντίθετα το πρόβλημα είναι πως το απόσπασμα του λόγου του ανταποκρίνεται πλήρως στην πολιτική του πραγματικότητα.
Ακόμη και αν τα δύο περιστατικά είναι τελείως διαφορετικά από άποψη περιεχομένου, σοβαρότητας, ακόμη και πραγματικότητας, σε κάποιο σημείο συνομιλούν. Και τα δύο έχουν να κάνουν με τους όρους αντίληψης του ανθρώπου από μια συγκεκριμένη ιδεολογία και τον πιο φανατικό εκπρόσωπό της στη χώρα μας, τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Κάπου ανάμεσα στην ψυχρότητα του ανθρώπου-κούκλα και την αντίληψη ότι η ανισότητα καθαγιάζεται και νομιμοποιείται ως φύση του ανθρώπου προκύπτει μια ολόκληρη κοσμοθεωρία κυνισμού, σκληρότητας και αποθέωσης του κέρδους. Σε μια κοινωνία όπου η ανισότητα είναι απαράβατος κανόνας (κάτι το οποίο είναι απαράβατος νόμος γιατί έτσι προστάζει η φύση), ο άνθρωπος γίνεται αναλώσιμη στατιστική, ένα νευρόσπαστο προς έκθεση σε μια θρυμματισμένη κοινωνική βιτρίνα. Ο άνθρωπος εντός του πολιτικού λόγου που καθαγιάζει την ανισότητα δεν έχει αίμα στις φλέβες, δεν έχει μόχθο, δεν έχει καν πρόσωπο. Είναι η ψυχρή όψη μιας γραμμής παραγωγής που κατασκευάζει όμοιες άψυχες κούκλες. Χρηστικές, άκαμπτες, αναλώσιμες.
Η συζήτηση για τη σχέση ανάμεσα στην ανθρώπινη φύση και την κοινωνία των ανθρώπων είναι παλιά όσο η φιλοσοφία η ίδια. Το θέμα είναι όχι μια άποψη καθ’ εαυτή, αφού εδώ δεν μιλάμε για μια υπόθεση εργασίας αλλά για την άποψη κάποιου που αύριο μπορεί να γίνει πρωθυπουργός. Η φράση είναι ειπωμένη σε μια συγκεκριμένη συγκυρία και στρέφεται προς μια συγκεκριμένη κοινωνία σε ένα συγκεκριμένο μέλλον. Ο καθαγιασμένος κοινωνικός δαρβινισμός του Κυριάκου Μητσοτάκη ουσιαστικά μας ενημερώνει πως όποιος δεν δέχεται την κοινωνική ανισότητα ως κάτι το αυτονόητο είναι ενάντια στη δημοκρατία και την ελευθερία. Προχωρώντας τη σκέψη του μπορούμε να πούμε πως όποιος δεν είναι ευχαριστημένος με τα μνημόνια και την κρίση (στη διάρκεια της οποίας η κοινωνική ανισότητα έφτασε σε πρωτόγνωρα όρια) δεν ανήκει στο δημοκρατικό τόξο.
Οσο κραυγαλέα και αν ακούγεται η συγκεκριμένη πρόταση, στην πραγματικότητα δεν είναι και τόσο πρωτότυπη. Αν δεχτούμε πως ο νεοφιλελευθερισμός, που εφαρμόστηκε από τη δεκαετία του ’80 σε κάποιες χώρες και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 έγινε απαράβατο πολιτικό και οικονομικό δόγμα για τις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου, περιγράφει και ενσαρκώνει ακριβώς αυτή τη νομιμοποίηση του κυνισμού, την αποθέωση του κοινωνικού δαρβινισμού, την ανισότητα ως απαράβατη αρχή υπέρ των ισχυρών, μπορούμε να καταλάβουμε πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν απέχει από άλλους πολιτικούς που έκαναν τα πάντα για να τροφοδοτήσουν την ανισότητα αυτή. Αυτό που τώρα διαφέρει είναι η απόλυτη έλλειψη προσχημάτων, κάνοντας τον κυνισμό να ακούγεται ακόμα κυνικότερος. Γνωρίζαμε φυσικά πως αυτή είναι η ιδεολογία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αλλά η διατύπωσή της με αυτούς τους όρους και στη δεδομένη συγκυρία μοιάζει σχεδόν σαδιστική.
Οχι λοιπόν, ο Κυριάκος δεν χαιρέτησε το νευρόσπαστο. Απλά μας έδειξε τη σημασία και τον ρόλο του στην κοινωνία που μας υπόσχεται.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Ο βουλιαγμένος κόσμος


«Πρέπει να φύγετε - όχι απόψε, όχι σε μια ώρα, αλλά ΤΩΡΑ αμέσως», προειδοποίησε τους κατοίκους που ζουν σε ζώνες εκκένωσης ο κυβερνήτης της Πολιτείας. «Οι πλημμύρες θα είναι καταστροφικές και τα νερά θα καλύψουν τα σπίτια», δήλωσε με έμφαση. «Μην πιστέψετε ότι η καταιγίδα πέρασε όταν κοπάσουν οι άνεμοι. Η πλημμύρα θα ακολουθήσει και θα σας σκοτώσει». Οι τυφώνες έρχονταν από την Καραϊβική και την Κούβα.
Η Πολιτεία ερήμωσε, οι πόλεις εκκενώθηκαν, τα καταφύγια γέμισαν. 70.000 άνθρωποι σε 300 κρατικά καταφύγια. Ο τυφώνας «Χοσέ» εξασθένησε κάπου πάνω από τον Ατλαντικό. Ο τυφώνας «Ιρμα» χτύπησε ανελέητα τη Φλόριντα και συνέχισε βόρεια μέχρι να εξασθενήσει. Ο αριθμός των νεκρών μόνο στη Φλόριντα έχει ανέβει στους 36, ενώ 77 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στην Καραϊβική, 4,3 εκατομμύρια σπίτια και επιχειρήσεις παραμένουν σήμερα βυθισμένα στο σκοτάδι στη Φλόριντα και τις γειτονικές Πολιτείες, πολλές κατοικημένες περιοχές στο βόρειο τμήμα της Πολιτείας βρίσκονται ακόμη κάτω απ' το νερό.
Οι εικόνες έφτασαν σε εμάς με την ένταση του επείγοντος, με τη μορφή που αποκτά η πληροφορία για κάποιον άμεσα ενδιαφερόμενο. Παρακολουθήσαμε το γεγονός μέρα με τη μέρα. Την αναμονή, το χτύπημα, τον απολογισμό. Κάτι που δεν συμβαίνει ποτέ για μια πλημμύρα στο Μπανγκλαντές ή για έναν τυφώνα στην Ιαπωνία (ποιος θυμάται σήμερα τον τυφώνα «Lionrock» του 2016 με τους 550 νεκρούς του;). Θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτό που βιώνουμε είναι μια παγκοσμιοποίηση του κέντρου προσοχής, της εστίασης και του ειδικού βάρους. Του βάρους των πόλεων, των ανθρώπων, των ζωών.
Η είδηση δεν είναι η πλημμύρα ή ο τυφώνας. Η είδηση είναι η εισβολή του φυσικού φαινομένου σε έναν κόσμο οικείο. Ακόμα και αν αυτή η οικειότητα είναι απόλυτα πλαστή, προβληματική και κατασκευασμένη. Η εισβολή των λέξεων που περιγράφουν την καταστροφή, τη βίαιη μετατόπιση από το συνηθισμένο και την κατάρρευση στο καθημερινό λεξιλόγιο.
Στο πρώτο του μυθιστόρημα «The Drowned World» (ελληνικά «Η πλημμύρα» από τις εκδόσεις Αίολος) ο J. G. Ballard περιγράφει τη ζωή σε έναν κόσμο που έχει πλημμυρίσει. Τη ζωή στην επιφάνεια ενός βυθισμένου Λονδίνου, εκεί όπου τα αμφίβια επικρατούν, οι θερμοκρασίες εκτοξεύονται στα ύψη και οι άνθρωποι επιβιώνουν σε στρατόπεδα κάπου στους πόλους της Γης. Γραμμένο το 1962 σε έναν κόσμο αρκετά μακριά από τους φόβους της οικολογικής καταστροφής και του φαινομένου του θερμοκηπίου, ο Ballard περιγράφει ένα παγκόσμιο συναίσθημα με όρους φυσικού φαινομένου. Τις αναμνήσεις του μεγάλου πολέμου που ήταν ακόμα ζωντανές, το πυρηνικό του τέλος και τον πυρηνικό μετεωρισμό του ψυχρού πολέμου. Το μοτίβο και η χρήση του είναι λίγο-πολύ κοινά σε όλες τις post-apocalyptic αφηγήσεις: το κοντινό μέλλον ως αποτύπωση φόβων, αποτελεσμάτων και ευθυνών της σύγχρονης ανθρωπότητας.
Αυτό που διαχωρίζει το μυθιστόρημα του Ballard είναι το γεγονός πως χρησιμοποιεί το περιβάλλον και το σκηνικό της Αποκάλυψης για να αποτυπώσει τον ψυχισμό και το ασυνείδητο των πρωταγωνιστών του. Ενα κοινό χαρακτηριστικό σε όλα τα μυθιστορήματα του Ballard (ακόμα και αυτά που διαδραματίζονται στο παρόν) είναι πως οι άνθρωποι κατασκευάζουν το περιβάλλον τους για να αποτυπώσουν εκεί τον ψυχισμό τους. Ο,τι μας περιβάλλει είναι ένας ατελείωτος καμβάς όσων εμπεριέχουμε.
Η αφήγηση της πλημμύρας του Ballard και η αφήγηση της οικειότητας των αμερικανικών τυφώνων μιλούν για την ίδια ιστορία: για τη συνόρευσή μας με την καταστροφή, για την κοινοτοπία των σπόρων της και την τάση μας να τους προβάλλουμε στην πλήρη τους άνθηση. Οι εικόνες από τη Φλόριντα είναι ταυτόχρονα κομμάτια από ένα μέρος του συλλογικού ασυνείδητου. Μιας αφήγησης που περιλαμβάνει την καταστροφή, το καταφύγιο, τη μετάλλαξη του προσώπου του κόσμου όπως τον γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Την ένταση στη Βόρεια Κορέα ή τη Μέση Ανατολή, την αλλαγή του κλίματος και την αποτύπωση της εγκληματικής ανθρώπινης ασυδοσίας. Από την πολιτική του Τραμπ σε σχέση με το περιβάλλον και τις επιχειρήσεις, μέχρι την Eldorado Gold στις Σκουριές και το έγκλημα του Σαρωνικού.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Οι πόλεμοι της μνήμης


Είναι καμιά φορά περίεργο να ξεκινάς ένα άρθρο που έχει να κάνει με την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα με στίχους του Τ.Σ. Ελιοτ. Το βάθος του λόγου του Ελιοτ έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το τετριμμένο και το φθαρμένο του πολιτικού και του δημόσιου λόγου. Είναι όμως αυτή η αντίθεση στην οποία βασιζόμαστε, αυτή η αντίθεση στην οποία ελπίζουμε. Ακριβώς γιατί ένας λόγος όπως ο ποιητικός μάς βοηθάει να βυθομετρούμε τις επιφάνειες, να ανακαλύπτουμε το φόντο σε εικόνες δύο διαστάσεων και τελικά να εμμένουμε στο γεγονός πως κάθε γεγονός έχει το δικό του βάθος.
Πώς αλλιώς άλλωστε να αναμετρηθούμε με την Ιστορία (πολύ περισσότερο με τον χρόνο); Χωρίς το βάρος του λόγου, χωρίς το λογοτεχνικό δέρμα της πραγματικότητας, κάθε μας φράση κινδυνεύει να εκπέσει στην οπαδική διατύπωση της μιας ή της άλλης πρότασης.
Ολο αυτό που ονομάζουμε μνήμη είναι μια άσκηση στο παρόν. Μια προσπάθεια να επαναφέρουμε και να κατονομάσουμε. Μια τέτοια διαδικασία –το πιο συχνό– είναι να γίνεται με συγκεκριμένες προθέσεις. Αυτό που μένει για κάθε έναν που ανακαλεί –και η ανάκληση αυτή μας αφορά– είναι να εξετάσουμε τους λόγους της ανάκλησής του και γιατί αυτοί μας αφορούν.
Οι πόλεμοι της μνήμης έχουν ξεσπάσει και κάθε στρατός διεκδικεί τη φαντασιακή του επικράτεια. Με πεδίο μάχης το παρελθόν, μάχες δίνονται στο παρόν μας. Γιατί, αντίθετα από όσα μπορούμε να θεωρούμε, το παρελθόν δεν είναι ούτε συμπαγές, ούτε στατικό, ούτε οριοθετημένο. Είναι εξίσου ρευστό με το παρόν και με το μέλλον μας.
Η ρευστότητα που έφερε η κρίση στο παρόν μας μετατόπισε βεβαιότητες, συρρίκνωσε κόμματα, άλλαξε ταυτότητες και προσδιορισμούς, στρατόπεδα και καθημερινότητες, τύχες και ατυχίες. Είναι λογικό πως σύντομα θα άλλαζε και ο τρόπος που βλέπουμε το παρελθόν. Και στη συνέχεια ο τρόπος που το αντιμετωπίζουμε και το επικαλούμαστε. Ο ίδιος ο τρόπος που πιστεύουμε πως θυμόμαστε.
Ο πολιτικός λόγος προσπαθεί με τον ίδιο τρόπο που διεκδικεί τον χώρο του στο παρόν να επεκταθεί και στο παρελθόν. Εάν η ισχύς είναι θέμα έκτασης επιρροής, αυτό δεν σημαίνει πως η έκταση αυτή θα περιοριστεί στον χώρο. Αντίθετα θα διεκδικήσει και τον χρόνο. Και με τον ίδιο τρόπο που κάθε πολιτική δύναμη διεκδικεί την επέκτασή της στο μέλλον, με τον ίδιο τρόπο επεκτείνεται και στο παρελθόν.
Η αρθρογραφία στην «Καθημερινή» γύρω από τον Εμφύλιο, ο τρόπος προσέγγισης του κομμουνισμού από μια σειρά από πολιτικούς και δημοσιογράφους, η αρθρογραφία του πρωθυπουργού και η διεκδίκηση της συνέχειας του «παλιού καλού» ΠΑΣΟΚ εντάσσονται στο ίδιο πλαίσιο πολέμων της μνήμης.
Μπορεί η Ιστορία να είναι κατασκευή και το παρελθόν ρευστό, αυτό όμως δεν σημαίνει πως είναι εύκολο να κάνουμε τους γύρω να ξεχάσουν. Γιατί ό,τι και να πούμε είναι πολλοί αυτοί που θυμούνται το τι ήταν και το τι δεν ήταν ο κομμουνισμός και ακόμα περισσότεροι αυτοί που θυμούνται τι ήταν και τι δεν ήταν το ΠΑΣΟΚ.
Η αίσθησή μου είναι πως όλες αυτές οι κουβέντες, που τόσο συχνά στο παρόν μας μπορεί να ακούγονται κακόηχες (ή πολλές φορές και γελοίες), δεν διεκδικούν το παρελθόν αλλά το μέλλον. Ενα μέλλον που θα επιστρέφει σε αυτές ακριβώς τις δηλώσεις και δεν θα τις βρίσκει κακόηχες. Γιατί οι πόλεμοι της μνήμης δημιουργούν αποτέλεσμα ακριβώς στο μέλλον. Αυτό που κρίνεται στο παρόν είναι το στρατόπεδο που θα επιλέξεις. Ακόμα και όταν (και ακριβώς περισσότερο τότε) όταν το μέλλον αυτό που περιγράφουν δεν σε χωράει.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Ευαίσθητη ισορροπία



Οι μέρες περνούν μέσα στην αναμονή. Η στραβή ροπή των γεγονότων, εδραιωμένη εδώ και τόσο καιρό, σε κάνει να περιμένεις κάποια αλλαγή. Και όταν αυτή η αλλαγή δεν έρχεται βάση κάποιου συγκεκριμένου σχεδίου, ο κόσμος σου ανοίγει διάπλατα αναμένοντας σε διάφορες κλίμακες ταυτόχρονα. Στο προσωπικό επίπεδο όσο και στο συλλογικό. Σε πράγματα κοντινά και απτά, όσο και σε αλλαγές σε παγκόσμιο επίπεδο. Μάθαμε να συλλαβίζουμε τον κόσμο μας με τη βεβαιότητα της προδιαγεγραμμένης ροής, μέσα σε μια συνθήκη όπου κάθε τι οριζόταν εκ των προτέρων προς μια δεδομένη κατεύθυνση. Μονίμως αναμέναμε την επιβεβαίωση στο νέο της στάδιο, επιβεβαίωση μιας διαδικασίας που ήταν εκ τον προτέρων εξασφαλισμένη. Όλα αυτά φάνηκαν το πόσο μάταια ήταν τα τελευταία χρόνια. Τόσο στο επίπεδο της χώρας μας, όσο και σε διεθνές επίπεδο. Παρόλα αυτά η ρευστότητα τα τελευταία χρόνια μοιάζει να κινείται με αργό βήμα. Σαν τα μελλοντικά γεγονότα να συσσωρεύονται σιγά σιγά, ώστε να ξεσπάσουνε στη συνέχεια.
Έχω την αίσθηση πως εδώ και μερικές μέρες έχουμε μπει σε μια συνθήκη ευαίσθητης ισορροπίας που δεν ξέρουμε πώς και πού θα ξεσπάσει. Και κυρίως πότε. Μια συνθήκη αναμονής γεγονότων νέας ιστορικής ταχύτητας. Το Brexit, η εκλογή Τραμπ, η παραδοχή της παρακμής της ισχύος των Ηνωμένων Πολιτειών, η συνεχιζόμενη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή, η όλο και πιο βαθιά κρίση, είναι τα στοιχεία αυτά που επιταχύνουν διαδικασίες διαφορετικές και φτιάχνουν διαφορετικές συνθήκες σε διαφορετικά μέρη του κόσμου. Η παλιά γεωμετρία του ψυχρού πολέμου, όπου κάθε γεγονός οριζόταν από ένα παιχνίδι ανάμεσα σε δύο πόλους αποτελεί παρελθόν. Έχουμε εισέλθει σε μια πολύ πιο σύνθετη κατάσταση με πολλά κέντρα ισχύος. Μια συνθήκη ακόμη πιο παγκοσμιοποιημένη ως προς τις απειλές και τις επιπτώσεις, πολύ πιο δύσκολη στο να την αποκωδικοποιήσεις.

Η ολοένα και αυξανόμενη υπόσχεση σύγκρουσης ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βόρεια Κορέα και η πυρηνική αντιπαράθεση απειλών, η επιθυμία απόσχισης της Καταλονίας και η αυταρχική αντίδραση του ισπανικού κράτους, η ραγδαία άνοδος της ακροδεξιάς στη Γερμανία και η είσοδος για πρώτη φορά μεταπολεμικά ενός ακροδεξιού κόμματος στη βουλή, το δημοψήφισμα στο βόρειο Ιράκ για τη δημιουργία κουρδικού κράτους μαζί με τις απειλές πολέμου από τρεις χώρες, αλλά ακόμη περισσότερο η συνύπαρξη όλων αυτών των γεγονότων στην ίδια ακριβώς χρονική συγκυρία, δημιουργούν μια σύνθετη συνθήκη, που δεν γνωρίζουμε πού θα καταλήξει και τι αποτελέσματα θα φέρει. Όλα αυτά τα γεγονότα διατρανώνουν το θάνατο των βεβαιοτήτων μας και την ιστορική, γεωγραφική και ταυτοτική καταγραφή και επιβεβαίωση της ρευστότητας του κόσμου μας.
Είναι καλό να δεχτούμε πως μια τέτοια συνθήκη θα είναι από εδώ και πέρα η κανονικότητά μας. Πως οι χθεσινές βεβαιότητες είναι οι αυριανές ψευδαισθήσεις. Πως οι αξίες, τα σύνορα στον χάρτη, η απειλή και η εξουσία είναι θέματα πλέον ρευστά. Ταυτόχρονα προς το καλύτερο και το χειρότερο. Ο ένας και μοναδικός δυνατός κόσμος θάβεται μέρα με τη μέρα στα εξώφυλλα των εφημερίδων. Τη θέση του διεκδικεί ταυτόχρονα ένας καλύτερος και ένας χειρότερος. Και στην κατάσταση αυτή των άγνωστων εκβάσεων, των πολλαπλών κέντρων ισχύος και των νέων δεδομένων. έχουμε ακριβώς τους ίδιους λόγους για να απαισιοδοξούμε όσο και για να αισιοδοξούμε.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Αντίγραφα και αριστείες


106 φοιτητές του τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πατρών αποκλείστηκαν από την εξεταστική περίοδο του Σεπτεμβρίου. Ο λόγος ήταν πως και οι 106 φοιτητές κατέθεσαν την ίδια εργασία. Ή πιο σωστά, αγόρασαν την ίδια εργασία από την ίδια πηγή και την κατέθεσαν. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, τόσο η τοπική ΔΑΠ (όσο και η ΠΑΣΠ) τάχθηκαν στο πλευρό των φοιτητών και ζήτησαν οι φοιτητές να αποκλειστούν μόνο από το συγκεκριμένο μάθημα και όχι από όλα, όπως αποφασίστηκε από τη Γενική Συνέλευση του Τμήματος. Ύστερα από την αποδοκιμασία τοπικών παραγόντων και βουλευτών, η αξιωματική αντιπολίτευση και ο πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ ζήτησαν την παραίτηση του υπευθύνου της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ στη σχολή.

Το γεγονός προκαλεί εντύπωση προφανώς, όχι για την αντιγραφή καθεαυτή, όσο για την έκταση και τη βλακεία των συμμετεχόντων. Για το γεγονός πως 106 άτομα δεν σκέφτηκαν να συνομιλήσουν ή έστω να παραλλάξουν την εργασία που αγόρασαν. Το ζήτημα δεν είναι βέβαια η αντιγραφή. Το ζήτημα είναι η δημιουργία μιας παράτυπης δομής για τη διεκδίκηση πολιτικού οφέλους. Οι όροι, δηλαδή, οργάνωσης στα Πανεπιστήμια γύρω από ευνοϊκές προσφορές με αντάλλαγμα την ψήφο. Η βιομηχανία σημειώσεων, γελοίων πάρτι και πακέτων ταξιδιών. Οι όροι που ακολουθεί και διδάσκει η ΔΑΠαρα (και η ΠΑΣΠ φυσικά, αν υπάρχει ακόμη) στα πανεπιστήμια εδώ και δεκαετίες.
Για τη ΔΑΠ, άλλωστε, το πανεπιστήμιο ήταν πάντα ένας προθάλαμος για την κοινωνία. Ένα εργαστήρι κατασκευής αντιλήψεων, τρόπων και τάσεων. Μια συνθήκη κατά την οποία ο φοιτητής-πολίτης θα έμενε πάντοτε εγκλωβισμένος στο βαθμό μηδέν του πολιτικού προβληματισμού και θα μετέφραζε το απολιτίκ του πολιτικά, με την παροχή μιας ανώδυνης ψήφου την ώρα των εκλογών. Θα αντιλαμβανόταν την κοινωνικοποίηση ως ένα κοκτέιλ γλειψίματος καθηγητών και ηδονισμού με κουπόνια. Πειθήνιος, με σκυμμένο το κεφάλι να προσπαθεί να ελιχθεί ανάμεσα σε χαιρετούρες και κονέ. Ζητώντας την επιτυχία μέσω παράκαμψης, μέσω του γνωστού ή των σημειώσεων. Χωρίς να δημιουργεί προβλήματα σε κανέναν, κοιτώντας τη δουλειά του, αγοράζοντας εργασίες και φιλίες μιας χρήσης στα τραπεζάκια. Και πίσω απ’ όλα αυτά μια καθόλα πολιτική ατζέντα ειπωμένη ως κοινή λογική: φοιτητικά δάνεια, κατάργηση ασύλου, σεκιούριτι στο πανεπιστήμιο, ιδιωτικά πανεπιστήμια κτλ.

Το σύνολο αυτών των στάσεων, σου είναι αντιπαθές και προσπαθείς να επιστρέψεις τις εικόνες μαζί με το φοιτητικό πάσο όταν τελειώσεις τη σχολή. Στην πραγματικότητα, όμως, εύκολα αντιλαμβάνεσαι ότι όλα αυτά είναι κομμάτια της κοινωνίας στην οποία ζεις. Οι κολεγιές, οι νομότυπες παρακάμψεις, η σχέση με την εξουσία με όρους υποτέλειας. Η μαγκιά του μαλάκα κλαρινογαμπρού, ο σεξισμός που κατοικεί στις αφίσες της ΔΑΠ όσο και στο διπλανό σου, ο τρόπος που δομούνται τα κέντρα εξουσίας σε δημόσιες υπηρεσίες και επιχειρήσεις. Στην πραγματικότητα η ΔΑΠ ετοίμαζε τόσα χρόνια εσένα και το στομάχι σου για ένα σεβαστό κομμάτι μιας κοινωνίας, που σε μεγάλο βαθμό ακόμα αγοράζει σημειώσεις ανεξάρτητα από την ηλικία της.
Όλα αυτά γίνονται ακόμα πιο ενδιαφέροντα, όταν συνδυαστούν με το κυρίαρχο ιδεολόγημα της Νέας Δημοκρατίας, την αριστεία. Η αριστεία της ΝΔ είναι νεοφιλελευθερισμός μικροκυμάτων σερβιρισμένος σε βαλκάνιο χάνι. Με τον ίδιο τρόπο που μιλά κατά της οικογενειοκρατίας, ενώ ο πρόεδρός της είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα «γόνου» στην πολιτική ιστορία της χώρας, με τον ίδιο τρόπο μιλά για αξιοκρατία, όταν εδώ και δεκαετίες η βασική της παρέμβαση στα Πανεπιστήμια είναι ακριβώς η παράκαμψή της αξιοκρατίας μέσω των σημειώσεων.
Αν, λοιπόν, για τη Νέα Δημοκρατία αριστεία στα Πανεπιστήμια σημαίνει θάνατος της γνώσης και απόλυτη επικράτηση των πελατειακών σχέσεων, φανταζόμαστε εύκολα τι θα σημαίνει εφαρμογή της αριστείας στην υπόλοιπη κοινωνία.

(στην εφημερίδα Εποχή)