Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

Λαθροθήρες


Αχ θεούλη μου, τι ωραία που θα’ ταν να’ γραφα ένα ποιηματάκι 
Ραυμόν Κενώ


 

Είναι δύσκολο πολύ κανείς
να πιάσει ένα ποίημα
Όλοι το γνωρίζουν
Στα ποιήματα αρέσει
Να μένουν μακριά απ τους ανθρώπους

Από απόσταση τα παρατηρείς και όλα μοιάζουν ήσυχα, μα προσοχή:
Με τις αισθήσεις τεντωμένες,
-ακόμη και τις ώρες που πίνουνε νερό-
Θα αντιληφθούν τον ελάχιστο ήχο,
θα τρέξουνε μακριά από τον θηρευτή
και θα χαθούνε
πίσω απ τη σιωπή.

Τα ποιήματα συνήθως κινούνται κατά μόνας:
Πλάσματα αυτοαναφορικά και εγωιστικά
Μασούν χορτάρι σε σαβάνες και σε μοναξιά.

Το πιο εύκολο:
Να πετύχει κανείς
Ένα σονέτο
Μορφές δυσκίνητες, ανάσες ομοιοκατάλληκτες.
Συνήθως επιλέγουν να μετακινούνται σε αγέλες.

Αφού αιχμαλωτίσεις τα ποιήματα:
Αρχικά τους αφαιρείς το αγκάθι.
Ύστερα τα παραφράζεις
τα επεξηγείς
τα ταξινομείς
Και τ’ αφήνεις να τριγυρνούν
Δίπλα σε βοηθήματα
Και οδηγούς μαγειρικής.

Αν και φιλήσυχα ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος:
Όλα τα βιβλία το γράφουν
Πως πάει καιρός από τότε που ένα ποίημα επιτέθηκε σε ανθρώπους
Ναι, πάει καιρός,
από τότε που τα ποιήματα σκοτώνανε ανθρώπους.

«Σέβομαι τα ποιήματα, γι αυτό και τα σκοτώνω»

Εδώ και χρόνια οι άνθρωποι κυνηγούνε τα ποιήματα

Στην μαύρη αγορά
Πληρώνει κανείς όσο όσο
Προσθέτει κύρος
Είναι ζήτημα κυρίως στυλ και ύφους

Το γόητρο
η μόνιμη έκπληξη
η φαντασμαγορία
Μπροστά στο λογοτεχνικό απόκτημα των ημερών:
Ένα σαλόνι στολισμένο με κεφάλια ποιητών.

(στο περιοδικό Θράκα)

Τρίτη 29 Αυγούστου 2017

Ησυχες μέρες αντικομμουνιστικού Αυγούστου


Και έτσι ξαφνικά, κάτω από τα ήσυχα φεγγάρια του Αυγούστου, οι μέρες μας γέμισαν με αντικομμουνιστικές στριγκλιές, αντισταλινικές επισημάνσεις, ιστορικές αντιπαραθέσεις σε αμφίβολα εδάφη.
Η απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης Σταύρου Κοντονή να μην πάρει μέρος στο Διεθνές Συνέδριο στο Ταλίν της Εσθονίας δημιούργησε μια σειρά αντιδράσεων και συζητήσεων.
Η όλη συζήτηση γίνεται υπέρ ή κατά μιας μακροσκελούς εξίσωσης: ο Στάλιν ήταν εξίσου εγκληματίας με τον Χίτλερ, άρα ο σταλινισμός είναι εξίσου κακός με τον ναζισμό, άρα ο κομμουνισμός είναι εξίσου κακός με τον ναζισμό, άρα οι κομμουνιστές είναι φασίστες, άρα οι αριστεροί είναι φασίστες.
Χάσματα λογικής, παιδαριώδη και ηθελημένα λογικά άλματα πέρα από την Ιστορία, τις λεπτομέρειες και την ουσία της, ρητορικές σκοπιμότητες.
Μια σειρά ερωτημάτων για τους όρους της συζήτησης προκύπτουν αβίαστα: γιατί ο σταλινισμός οφείλει να συγκρίνεται με κάτι άλλο ώστε να καταδικαστεί;
Από πού αντλείται η ηθική βεβαιότητα πως ο ναζισμός ως το απόλυτο κακό του 20ού αιώνα γίνεται να χρησιμοποιηθεί ως ένα απλό εργαλείο πολιτικής αντιπαράθεσης;
Από πότε η αυθαίρετη σύγκριση αποτέλεσε ιστορικό εργαλείο;
Γιατί οποιοσδήποτε δηλώνει αριστερός να πρέπει να απολογηθεί για γεγονότα άλλων χρόνων και άλλων χωρών, ειδικά όταν δεν προκύπτουν από την ιδεολογία αλλά από μια πολύ συγκεκριμένη και παραποιημένη εκδοχή και εφαρμογή της;
Γιατί όταν μιλούμε για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στον 20ό αιώνα αφήνουμε απέξω τα δικτατορικά καθεστώτα στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Πορτογαλία, ή τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, ή τα εγκλήματα της Γαλλίας στην Αλγερία, ή τις εκατόμβες νεκρών που άφησε και αφήνει πίσω της η αμερικανική εξωτερική πολιτική; Δεν είναι εγκλήματα;
Ή μήπως δεν εντάσσονται στον δυτικό κόσμο; Γιατί τελικά γίνεται αυτή η συζήτηση;
Ο νέος αντικομμουνισμός στην πραγματικότητα δεν έχει να κάνει με το παρελθόν. Εχει να κάνει με τη χρήση του παρελθόντος στο παρόν.
Και η χρηστική του αυτή διάσταση μπορεί εύκολα να παρακάμψει το ίδιο το παρελθόν.
Να το σχετικοποιήσει, να εστιάσει σε πτυχές ανάλογα με το επιχείρημα που προσπαθεί να κατασκευάσει και να παραποιήσει.
Η πρόφαση αυτή για συζήτηση γίνεται με πολιτικούς όρους. Το ιστορικό επιχείρημα είναι απλώς μια επίφαση επιχειρηματολογίας.
Το παρελθόν υπάρχει αποκλειστικά αν είναι χρήσιμο και υπάρχει με όρους τέτοιους ώστε να είναι χρήσιμο. Με απλουστεύσεις, με απλοποιήσεις, με βιασμούς της ιστορικής σημασίας.
Πρέπει να αντιληφθούμε πως η όλη συζήτηση είναι αποκλειστικά πολιτική, άρα οποιοδήποτε επιχείρημα απέναντι στη μακροσκελή αντικομμουνιστική εξίσωση πρέπει να είναι πολιτικό και όχι ιστορικό.
Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει είναι τι εξυπηρετεί πολιτικά ο αντικομμουνισμός στο σήμερα;
Για χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ ο αντικομμουνισμός έχει και εθνικά χαρακτηριστικά, αφού τα καθεστώτα τους ήταν δορυφόροι απόλυτα εξαρτημένοι από τη Σοβιετική Ενωση.
Για τον μέσο νεοφιλελεύθερο η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού ταυτίστηκε με την απόλυτη επικράτηση του καπιταλισμού, την ταύτισή του με την εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού και την εξίσωσή του με τον μόνο αποδεκτό κόσμο.
Ο αντικομμουνισμός του είναι μια επιβράβευση της πληγωμένης (λόγω της κρίσης που προκάλεσε) βεβαιότητας, μια επανάληψη της ιστορικίστικης υπεροψίας του.
Ο νέος αντικομμουνισμός στην Ελλάδα τού σήμερα μπαίνει με όρους ταυτότητας.
Για έναν χώρο που περιλαμβάνει τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη αλλά εκτείνεται και πέραν αυτής.
Για τον χώρο αυτό υφίσταται ως μια (κατά κύριο λόγο υποκριτική) ευκαιρία ώστε να τεθούν ζητήματα ελευθεριών, σμίκρυνσης του κράτους κ.ά.
Ως ένα καχεκτικό στοιχείο ταυτότητας όμοιο με την αριστεία. Ταυτόχρονα όμως είναι ένα κλείσιμο του ματιού προς τα κομμάτια αυτά εντός της Νέας Δημοκρατίας -είτε σε επίπεδο βάσης, είτε σε επίπεδο στελεχών- που υφίστανται ακόμη ως φορείς του παλιού καλού αντικομμουνισμού: του εθνικιστικού, εκκλησιαστικού και φιλοβασιλικού αντικομμουνισμού που κάνει ακόμα λόγο για συμμοριτοπόλεμο.
Του κομματιού αυτού που σήμερα μπορεί να νιώθει παραγκωνισμένο αλλά ταυτόχρονα κολακευμένο αρκετές φορές από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Του κομματιού αυτού που είναι περισσότερο από πιθανό να διαδεχτεί στην εξουσία του κόμματος τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Ο αντικομουνισμός δεν είναι λοιπόν τόσο μια κουβέντα για το παρελθόν της Ευρώπης, αλλά μια κουβέντα για το παρόν και το μέλλον της Νέας Δημοκρατίας.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τετάρτη 23 Αυγούστου 2017

Χρόνος καταγωγής


Δίσεκτος

Γεννημένος 29 Φεβρουαρίου
Να μεγαλώνεις μία
Κάθε τέσσερα χρόνια
Οι παιδικοί φίλοι
Να γερνούν, να σκύβουν και να χάνονται
Τα παιδιά σου να σε προσπερνούν σε ηλικία
Οι απόγονοι να σκορπούν
Ατόφια την ενηλικίωση σού
Γεννημένος 29 Φεβρουαρίου
Σε μία μέτρια ώρα
Στα πατώματα μιας μέρας χαμηλοτάβανης
Ο ύπνος να χρονολογεί την απώλεια
Κρεμώντας τον ίσκιο σου σε ράθυμους μετρονόμους
Δυο ημερομηνίες και όλη η ζωή ανάμεσα
Έτσι κουτσαίνοντας μέσα μου μεγαλώνει
Δίσεκτος
Μία κάθε τέσσερα χρόνια
Έτσι όπως τον συνάντησα
Μια μέρα λίγων ετών
Μέρα πολλών δεκαετιών
Μέρα των γενεθλίων του
29 Φλεβάρη
(θ. τσ.)


Επιστρέφουμε, συνεχώς επιστρέφουμε, χωρίς να είμαστε βέβαιοι που. Ταξινομούμε σταθμούς και ξέφωτα αναμνήσεων, ώρες που απλώνονται στη μνήμη και γίνονται εποχές, μήνες συρρικνωμένοι, σταφιδιασμένοι σαν υπερήλικο δέρμα, που φτάνουν να χωράνε σε μια στιγμή. Δεκαετίες μας διεκδικούν, εποχές μας κουβαλάνε, ζώδια ζητούν να μας εντάξουν στον αυθαίρετο λαμέ σκοταδισμό τους. Επαναλαμβάνοντας ημερομηνίες εθιμοτυπικά, υπενθυμίζοντας στο χρόνο το χρόνο μας. Σημειώνουμε, καραδοκούμε, γιορτάζουμε την επανάληψη. Απλώνουμε στην ημερολογιακή συνεύρεση τα σημεία που θα ορίσουν τη διαδοχή του χρόνου, την έκταση του έτους. Γενεθλιάζουμε ατελείωτα, φορτίζοντας κάθε φορά την επιστροφή μας στην αρχική ημερομηνία με νέα επείγοντα φορτία. Φορτία ωρίμανσης και ωριμότητας, στάσης και στασιμότητας, προσδοκίας και ορίζοντα. Ημερομηνίες της νιότης και του γήρατος πλεγμένες γύρω από την ίδια ημερομηνία.
Προς τι, όμως, η επιστροφή μας στην ημερομηνία που εμείς ή οι γύρω γεννηθήκαμε; Προς τι η υπενθύμιση του γεγονότος με τέτοια χρονική ακρίβεια; Μοιάζει σαν να προσπαθούμε να μετρήσουμε. Αλλά να μετρήσουμε αργά. Σαν για να ξορκίσουμε την ταχύτητα του ίδιου του χρόνου που περνά.
Πώς μας ορίζει η αυθαιρεσία της τυχαιότητας αυτής που είναι η γέννησή μας; Σαν ακριβώς να επιθυμούμε να την ξορκίσουμε με όλη τη μετέπειτα πορεία μας. Σαν να επιστρέφουμε απλώς για να αποδείξουμε πως κανένα ταξίδι δεν είναι άσχετο του χρονικού και τοπικού σημείου εκκίνησης. Σαν για να δώσουμε νόημα σε αυτό που στερείται νοήματος. Επιθυμώντας τελικά να υπογραμμίσουμε την αφετηρία που μας χωρίζει από την εκκίνηση, αναζητώντας την απόσταση που μας χωρίζει από τον τερματισμό.
Και όμως είναι η τυχαιότητα αυτή που τελικά ορίζει τα όσα πέρασαν, τα όσα έρχονται. Η ημερομηνία στέκει εκεί σταθερή. Τρέχει κατά πάνω μας κάθε φορά, ξεκινώντας από τη στιγμή που θα παρέλθει. Χωρίς να σημαίνει, αποκτάει σημάδια. Πλησιάζει άλλες γιορτές και άλλες ημερομηνίες, πλέκει τα δικά τους χαρακτηριστικά με τα δικά της. Άλλες γιορτές και διακοπές, άλλα γεγονότα που συνέβησαν την ίδια ημέρα, τους όρους με τους οποίους ο χρόνος διπλώνεται και ξεδιπλώνεται την συγκεκριμένη εποχή.
Δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ γεννήθηκα 29 Αυγούστου. Τη μέρα δηλαδή που κόπηκε το κεφάλι του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου και την ημέρα που κόπηκε πρώτη φορά χάλκινο νόμισμα στην Ιαπωνία. Τη μέρα που η Πορτογαλία αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Βραζιλίας και που η Σοβιετική Ένωση έκανε την πρώτη της πυρηνική δοκιμή. Τη μέρα που ο ΔΣΕ εγκατέλειψε τον Γράμμο και διέφυγε προς την Αλβανία σημαίνοντας το τέλος του ελληνικού εμφυλίου, και την ημέρα που τέλειωσαν οι Ολυμπιακοί αγώνες του 2004. Τη μέρα που γεννήθηκε ο Τζων Λοκ, ο Μώρις Μαίτερλινγκ, ο Τσάρλι Πάρκερ, η Σωτηρία Μπέλου, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Μάικλ Τζάκσον (και πολλοί ακόμα φαντάζομαι). Α, επίσης και η Ίγκριντ Μπέρκμαν. Η οποία πέθανε την ημέρα των γενεθλίων της. 29 Αυγούστου. Μαζί με τον Λη Μάρβιν, τον Αττίκ και τον Ιωάννη τον Βαπτιστή (λογικά επειδή του έκοψαν το κεφάλι).
Αυτή είναι η δική μου ημερολογιακή πινακοθήκη, η δική μου τυχαιότητα. Ανάμεσα σε ελεύθερους Βραζιλιάνους, κομμένα κεφάλια και γουέστερν με τον Λη Μάρβιν. Ενώ πίσω μας ακούγονται ατομικές βόμβες να σκάνε και το «μαραμένα τα γιούλια και οι βιόλες». Τι σημαίνουν όλα αυτά; Μάλλον τίποτα. Είναι απλά ο δικός μου γενέθλιος χρόνος. Η τυχαία πατρίδα μου. Τυχαία, όπως όλες οι πατρίδες.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 21 Αυγούστου 2017

Θερινό αντίο στον Σαμ Σέπαρντ


Στις 27 του Ιούλη ο Σαμ Σέπαρντ αποχαιρέτησε τα 73 του χρόνια, στο σπίτι του στο Κεντάκι των Ηνωμένων Πολιτειών.
Παρά την ενασχόλησή του με την ηθοποιία ή τα κινηματογραφικά σενάρια, ο Σαμ Σέπαρντ υπήρξε πάνω απ' όλα θεατρικός συγγραφέας και μάλιστα ο σημαντικότερος της γενιάς του.
Ο συγγραφέας που κατάφερε να μεταφέρει τη γενιά αυτή, τους φόβους, τα αδιέξοδα και την ταυτότητά της μέσα στα έργα του.
Μέσα από τις 44 θεατρικές του καταθέσεις μίλησε για την πτώχευση της αμερικανικής κουλτούρας, για την απομόνωση των Αμερικανών από τον υπόλοιπο κόσμο, για τα κάλπικα πρότυπα και τους κίβδηλους ήρωες του σύγχρονου πολιτισμού, για τον αποκαλυπτικό εξορκισμό μιας αδιέξοδης κουλτούρας· τις αποτυχημένες, μα αναγκαίες προσπάθειες επιστροφής στις οικογενειακές σχέσεις και στην οικία.
Στο θέατρό του ο Σέπαρντ μίλησε μέσα από έναν ήπιο μοντερνισμό. Ο μοντερνισμός αυτός προκύπτει από μια ελαφρά απόκλιση από τον ρεαλισμό, μια ελλειπτικότητα στο σχήμα του καθημερινού, η οποία επιτρέπει στο βάθος να αναδειχθεί διακριτικά.
Το στοιχείο αυτό δεν διαπερνά συχνά το σύνολο των έργων, αλλά στιγμές και σημεία τους, που μεταμορφώνουν το σύνολο.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως σε μεγάλο βαθμό το θέατρο του Σέπαρντ θυμίζει τους πίνακες του Εντουαρντ Χόπερ.
Σε πρώτο επίπεδο, η αναπαράσταση του τοπίου είναι ρεαλιστική, όμως η σχέση των επιμέρους στοιχείων αλλά και η σκηνοθεσία της σχέσης αυτής, η διάταξη δηλαδή των μονάδων, δημιουργεί το μοντέρνο.
Η εικονοποιία συχνά περιγράφει κάτι άρρητο αλλά σημαίνον, ένα σχόλιο που ταυτίζεται με την ουσία, το υπέδαφος που γεννά αλλά υπάρχει εκτός του έργου.
Η λάσπη που γεμίζει τη σκηνή στο φινάλε του «Angel City» περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο όλη τη σαπίλα στον κόσμο του θεάματος· το κατεστραμμένο σκηνικό της τελευταίας σκηνής στο «True West», τη σχέση και τη σύγκρουση ανάμεσα στα δύο αδέρφια· και ο καουμπόης πρωταγωνιστής του «Fool For Love», ενώ πιάνει με το λάσο του και καταστρέφει το κρεβάτι, μιλά ταυτόχρονα για την ψυχολογία και την πτώση του αρσενικού στην αμερικανική μυθολογία και ψυχή.
Ο Σέπαρντ σημειώνει: «Το υπέροχο με το θέατρο είναι πως μπορεί να μετατρέψει σε ορατό κάτι το αόρατο και είναι ακριβώς αυτό το στοιχείο που με ενδιαφέρει, το γεγονός πως μπορείς να παρακολουθείς μια παράσταση με ηθοποιούς, κουστούμια, φωτισμούς, σκηνικά ακόμα και με μια παραδοσιακή πλοκή, αλλά κάτι να αναδύεται πάντα πέρα από αυτά· αυτήν την εικόνα είναι που αναζητώ, αυτήν την επιπλέον διάσταση». 
Πέρα από το σύνολο ενός έργου, ο Σέπαρντ διαχειρίζεται με τρόπο παρόμοιο και τους χαρακτήρες του.
Ενώ πολλές φορές παρουσιάζονται ως ήρωες συμβατικοί ακόμα και τυπικοί στους διαλόγους και τις κινήσεις τους, υπάρχει πολύ συχνά μια πράξη που φανερώνει κρυφά κίνητρα, κομμάτια ενός χαρακτήρα που τελικά μένει σχεδόν στο σκοτάδι, επιτρέποντας στον θεατή απλώς να μαντεύει το άγνωστο βάθος.
Μιλώντας για τον πρωταγωνιστή του «Angel City», αλλά ουσιαστικά για το σύνολο των χαρακτήρων που δημιούργησε, ο συγγραφέας θα επισημάνει: «Ο όρος “χαρακτήρας” μπορεί να γίνει αντιληπτός με έναν διαφορετικό τρόπο σε αυτό το έργο. Αντί για την ιδέα ενός ολοκληρωμένου χαρακτήρα με λογικά κίνητρα πίσω από τη συμπεριφορά του, θα μπορούσαμε να φανταστούμε ένα κομματιασμένο σύνολο με μέρη και κομμάτια χαρακτήρων να πετούν γύρω από το κομματιασμένο κεντρικό θέμα. Μια κατασκευή που θυμίζει κολάζ ή έναν τζαζ αυτοσχεδιασμό, μουσική ή ζωγραφική στον χώρο». 
Ασχετα με τους μορφικούς του όρους, το θέατρο του Σαμ Σέπαρντ μίλησε για κάτι που παραμένει ατόφιο στον χρόνο.
Για μια γενετήσια πληγή στη συγκρότηση των σχέσεων, των κοινωνιών και της ταυτότητας. Για μια πληγή μέσα από την οποία γεννιέται και το ίδιο το θέατρο.
Τόσο του Σέπαρντ όσο και το θέατρο στο σύνολό του. Και όλοι οι επικήδειοι του κόσμου δεν είναι άλλο από μια υποσημείωση στην πραγματική προσφορά ενός συγγραφέα, με τα έργα του διαμπερή στον χρόνο.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)