Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Πράγματα που ξέρω για τα σύννεφα



Του Γιάννη Στίγκα*

Ο Κάρολος Μποντλέρ ρωτά τον Ξένο, στο ομώνυμο πεζοποίημά του, ποιον αγαπάει περισσότερο αυτός ο αινιγματικός άνθρωπος.
Ο Ξένος αρνείται διαδοχικά την αγάπη προς τους γονείς, τους φίλους, την πατρίδα, την ομορφιά και το χρυσάφι.
«-Ε ! λοιπόν, εσύ τι αγαπάς παράξενε ξένε;».
«-Αγαπώ τα σύννεφα…, τα σύννεφα που περνούν…, εκεί πέρα…, τα υπέροχα σύννεφα!»
Η παρουσία των νεφών στην καθημερινότητά μας έχει κάτι το συντριπτικό.
Ομοια με Ζέπελιν κάποιου μακρινού ολοκληρωτισμού εποπτεύουν το σύνολο της εξωτερικής μας δραστηριότητας.
Μονίμως ψιθυρίζουν μια απειλή. Κυρίως όταν μαζευτούν πολλά μαζί, όταν νιώσουν την ασφάλεια του πλήθους να επιβεβαιώνει την εκδικητική τους φύση. Τότε ξεσπούν σε άκριτες καταδίκες.
Φτύνοντας νερό και φωτιά προς οποιονδήποτε βρεθεί στο πέρασμά τους.
Η ματαιότητα του να τα βάλεις με τα σύννεφα προσδιόρισε τη σχέση των ανθρώπων μαζί τους ήδη από την πρώτη επαφή τους.
Ο άνθρωπος έμαθε να αγαπά τα σύννεφα ακριβώς γιατί δεν μπορούσε να τα δαμάσει.
Αφού στη συνέχεια εξάντλησε κάθε τι άλλο και κάθε τι άλλο δαμάστηκε, η σχέση μετατοπίστηκε.
Πια τα σύννεφα δεν απειλούν, αλλά περιφέρονται υπενθυμίζοντας στον άνθρωπο τα όριά του.
Γιατί ακόμα και αν ο παλιός εκείνος φόβος έχει μεταμορφωθεί τώρα σε περιφρόνηση, ή έστω ενόχληση, τα σύννεφα πορεύονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο πάνω από τα κεφάλια μας.
Υπενθυμίζοντάς μας πως αυτά –τα τώρα αγαθά αλλά μέχρι χθες απειλητικά– δεν καταφέραμε να τα δαμάσουμε.
Πιο πολύ περιπλάνηση παρά ταξίδι, πιο πολύ απορία παρά σχήμα, τα σύννεφα συνεχώς μετακινούνται.
Δεν είναι όμως αυτά που αλλάζουν σχήμα. Το βλέμμα του θεατή αλλάζει.
Προβάλλει εκεί επιθυμίες και φόβους, εικόνες και μνήμες. Κάθε φορά το σύννεφο –ακόμα και αν δεν του μοιάζει καθόλου– παίρνει τη μορφή αυτού που το παρατηρεί.
Γι' αυτό άλλωστε και δύο παρατηρητές δεν συμπίπτουν ποτέ στο ίδιο συμπέρασμα για το τι απεικονίζει το όμοιο σύννεφο που απλώνεται μπροστά τους.
Η ρευστότητα των νεφών προσδιορίζει έναν αβέβαιο ορίζοντα. Ετσι το μακρινό γίνεται ταυτόχρονα και ασχημάτιστο, άγνωστο, ξένο.
Τα σύννεφα ορίζουν το φυσικό ως γρίφο, αυτό που μας περιβάλλει και βρισκόταν εδώ πριν από εμάς ως κάτι το άγνωστο, συχνά αδιαπέραστο.
Η φύση στο σύνολό της έχει σχήμα όμοιο με αυτό του σύννεφου.
Απεχθάνεται εξίσου τη γεωμετρία και σχετικοποιεί τη γεωγραφία.
Ακόμα και αν παραμένει σταθερή, ριζωμένη σε δέντρα και σε βουνά εκείνη ταξιδεύει. Και όλο αυτό χάρη στα σύννεφα.
Στην προσπάθειά του να οικειοποιηθεί τη μάζα και τον τρόπο των νεφών, ο άνθρωπος εφηύρε τα φουγάρα, τις εξατμίσεις, τα τσιγάρα.
Και δεν είναι τυχαίο το τίμημα που πληρώνει γι' αυτή τη διατάραξη της ισορροπίας.
Τα δύο πρώτα σοδομίζουνε τη φύση (τη φύση που στο σύνολό της έχει σχήμα όμοιο με αυτό του σύννεφου), το δε κάπνισμα σκοτώνει τους ανθρώπους.
Προσπαθώντας να επιτύχει κάτι πιο ανώδυνο ο άνθρωπος προσπάθησε να εντάξει τα σύννεφα στη γλώσσα μέσα από μια σειρά παρομοιώσεων και μεταφορών.
Αν και κοινότοπη σκέψη η συσχέτιση και η παρομοίωση των νεφών με τα πρόβατα δεν είναι λανθασμένη.
Οχι όμως ως προς το σχήμα ή την ομοιότητα των νεφών με την προβιά του προβάτου.
Αλλά κυρίως επειδή και τα δύο είδη απειλούνται από τα σαγόνια μιας αγέλης που καραδοκεί (ποια η αγέλη που παραφυλάει τα σύννεφα για να τους καταφέρει μια δαγκωματιά δεν θα το ομολογήσω. Η άλλη αγέλη είναι –φυσικά– αυτή των λύκων).
Παλιά οι άνθρωποι χρησιμοποιούσανε τα σύννεφα για να γεμίζουν μαξιλάρια.
Σύντομα όμως έγινε γνωστό πως πολλοί άνθρωποι ήταν αλλεργικοί.
Ηταν συχνό εκείνοι οι λίγοι άτυχοι να ξυπνήσουν ξαφνικά σε μία πτώση από τα 3.000 μέτρα με τα μάτια τους να ανοίγουνε με μιας ανάμεσα στα σύννεφα.
Αυτά τα λίγα γνωρίζω για τα σύννεφα. Και ένα ακόμη.
Ο ποιητής απ' όσο ξέρω παραμένει –εφόσον εξακολουθήσει να πετυχαίνει τη σωστή λέξη– στεντόρειος ποιμένας των νεφών.

*γραμμένο μετά την ανάγνωση του ποιήματος "Σύννεφα" από το νέο του βιβλίο «Εξυπερύ σημαίνει χάνομαι»

Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

Ο Στάθης Ψάλτης και ο θάνατος






Πριν από λίγες μέρες που τριγύριζα τους δρόμους με τον σκύλο μου έπεσα πάνω σε ακόμη ένα κλειστό βιντεοκλάμπ της ευρύτερης περιοχής της Κυψέλης.
Είναι περίεργο αλλά άδεια τα μαγαζιά μοιάζουν μικρότερα. Και τώρα που τα μαγαζιά κλείνουν το ένα μετά το άλλο στη σειρά, κάπως σαν η γειτονιά να μικραίνει, να σφίγγει.
Κι όμως ένα κλειστό βιντεοκλάμπ μάλλον δεν αντιστοιχεί με το κλείσιμο ενός οποιουδήποτε μαγαζιού. Δεν είναι η κρίση που τα ξεριζώνει.
Κάποτε θυμάμαι ήμουν γραμμένος σε 6 βιντεοκλάμπ στην ευρύτερη περιοχή. Το συγκεκριμένο ήταν το τελευταίο που έμενε ανοιχτό.
Νομίζω δεν πρόλαβα τη χρυσή εποχή της βιντεοκασέτας. Ημουν αρκετά μικρός καθ' όλη τη διάρκεια των 80's.
Κάπου με τον ερχομό της ιδιωτικής τηλεόρασης τα βιντεοκλάμπ άρχισαν να πέφτουν.
Το ίντερνετ, οι γρήγορες συνδέσεις και το εύκολο κατέβασμα τα αποτελείωσαν.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά παρ' όλο που έχω περάσει άπειρες ώρες ψάχνοντας σε ράφια και προθήκες για ταινίες, καμία μελαγχολία δεν προκύπτει για το κλείσιμό τους.
Σε αντίθεση με τα βιβλιοπωλεία και τα δισκάδικα, το βιντεοκλάμπ έμενε μονίμως αποστειρωμένο από ενδιαφέρον (Σιλβέστρο στην οδό Κυψέλης, εξαιρώ εσένα).
Οι υπάλληλοι ήταν συνήθως οι ιδιοκτήτες τους ή παιδιά μικρής ηλικίας που έψαχναν ένα πρόχειρο εισόδημα.
Σπάνια πετύχαινες κουβέντες για ταινίες, ακόμη πιο σπάνια κάποια πρόταση που να αξίζει την προσοχή σου.
Μόνο έψαχνες σε ατελείωτες στοίβες μπας και πετύχεις κάτι να σε ενδιαφέρει.
Ποτέ δεν πετύχαινες το μεράκι (τι απαίσια λέξη, ω θεοί) ή έστω μια στοιχειώδη εξειδίκευση.
Τα βιντεοκλάμπ ήταν πάντοτε λιγότερο χώρος και περισσότερο διάδρομος υπηρεσιών.
Ασχετα με το τι έπαιρνες, δεν νοίκιαζες ταινίες, νοίκιαζες ώρες ψυχαγωγίας. Τα βιντεοκλάμπ, μια νοσταλγία φθαρμένη πριν συμβεί.
Την επόμενη μέρα διάβασα στο διαδίκτυο πως πέθανε ο Στάθης Ψάλτης. Θυμήθηκα πάλι το βιντεοκλάμπ που έκλεισε και μαζί τις πρώτες ενοικιάσεις με τα παιδιά της γειτονιάς.
Και αυτό το σφίξιμο που σου προκαλεί το χιούμορ των τηλεταινιών, η προχειρότητά τους, η οτινάναι αισθητική τους.
Τις ψευδείς νεανικές διαλέκτους τους, τον πούρο ηθικισμό τους, τις μούτες, τις φράσεις-σλόγκαν της δεκάρας, τα ατελείωτα υπονοούμενα.
Την κοινωνία ως ένα άθροισμα στερεοτύπων και κατασκευών (οι νέοι, τα καμάκια, οι ομοφυλόφιλοι, οι μονδέρνες γυναίκες, οι καμικάζι), τον πιο βαθύ συντηρητισμό ειπωμένο ως νεανική μοντερνιά, γραμμένη από αραχνιασμένους βαμπίρ σεναριογράφους.
Η επέλαση και η εμπορική κατοχύρωση της μη ιδεολογίας σε μια εποχή αναζήτησης, μοναξιάς και ριζοσπαστικοποίησης.
Κι όμως η είδηση για τον θάνατο του Στάθη Ψάλτη μού έφερε μια μελαγχολία.
Κάπως όταν μαθαίνεις κάτι κακό για έναν ξάδελφο που δεν κάνατε ποτέ παρέα (και ούτε ήθελες άλλωστε) αλλά τον πέτυχες σε ένα-δυο οικογενειακά τραπέζια, σε κάποιες διακοπές, κάποιες φορές στον δρόμο.
Σαν να κάνεις ζάπινγκ Κυριακή απόγευμα πετυχαίνοντας και πάλι την τηλεταινία που αποφεύγεις μια ζωή.
Και τόσες φορές την απέφυγες που σχεδόν σου έγινε οικεία.
Κι όμως μέσα στην αυτογελοιοποίηση της περσόνας του ο Στάθης Ψάλτης είχε μια αυθεντικότητα και ίσως να μην είμαι ο μόνος που δεν ντρέπεται που γέλασε με ένα απόλυτα χαζό αστείο.
Ο Στάθης Ψάλτης είναι ο χρόνος που περνά τυχαία. Χωρίς να τον εξετάζεις, χωρίς να σε ικανοποιεί, χωρίς να σου προσφέρει ή να του προσφέρεις.
Ενα σκόρπιο βλέμμα, μια άνευρη ρουτίνα, ένα αδιάφορο συναπάντημα στον δρόμο ή στην οθόνη της τηλεόρασης που λίγο μετά θα ξεχάσεις. Τυχαία, χωρίς να μπορείς να πεις αν είναι κούραση ή ξεκούραση.
Ενας χρόνος που απλώνεται ανάμεσα στις στιγμές που ενεργείς, ανάμεσα σε δυο δουλειές ή υποχρεώσεις.
Ενας χρόνος που μέσα στην εποχή της ανεργίας και της κρίσης καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητας, επεκτείνεται σαν τα παρατημένα μαγαζιά και τα άδεια βιντεοκλάμπ.
Τώρα πια μαζί του περνά και μια ολόκληρη εποχή. Που ακόμα και αν πολλές φορές θες να την ξεχάσεις, εκείνη συνέβη και μαγκώνει μέσα της και κάτι από σένα.
Οι εποχές ξεφυλλίζουν τον εαυτό τους, τα μαγαζιά κλείνουν, ο χρόνος περνά.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τετάρτη 24 Μαΐου 2017

Ανατομία κόρης



«Καλοκαίρι στον Κήπο της Εδέμ. Η μαμά λιάζεται σε μια καρέκλα με ξεθωριασμένο πανί. Ξάφνου τη βλέπω να ξεκαρδίζεται σ’ ένα γάργαρο γέλιο. Φέρνει τα γόνατα κοντά στο πρόσωπο για να προστατευτεί. Ο μπαμπάς τη σημαδεύει με το ανοιχτό λάστιχο του ποτίσματος. Ο μπαμπάς ψιχαλίζει τη μαμά».
Μαρία Φακίνου, «Ανατομία κόρης»,
εκδόσεις Αντίποδες, 2017

Ηλικιακές τομές και «τομές μικρής κλίμακας», λόγος αποσπασματικός, σε σύντομα σπαράγματα. Το τραύμα της γέννησης και τα τραύματα του βιώματος. Η «Ανατομία κόρης» έχει τη δομή και την υφή ενός αντίστροφου ημερολογίου. Το βιβλίο δανείζεται την αποσπασματικότητα, την τυχαιότητα και τη μη δεδομένη ροή που έχει ο ημερολογιακός λόγος. Γραμμένο, όμως, σε παρελθοντικούς κυρίως χρόνους, αποκτά την απόχρωση ημερολογίου της ανάμνησης, ροή ενός ταυτόχρονου πλήθους εξομολογήσεων. Μοιάζει σαν κάποιος να έγραφε ξανά και ξανά τις ίδιες σελίδες ημερολογίου. Από την ημερομηνία του βιώματος και της καταγραφής του, να πέρασε στη λογοτεχνική αφαίρεση της διόρθωσης και της γλωσσικής μορφοποίησης, στη συνέχεια, αποστασιοποιημένος λόγω του χρόνου να προχώρησε στο σχολιασμό και τέλος να έδωσε μορφή στο σύνολο επιλέγοντας τα αποσπάσματα.
Μέσα από την επιλεκτική εστίαση της συγγραφέως, την αρχιτεκτονημένη παράθεσή τους και την ελλειπτικότητα στους χαρακτήρες, τα γεγονότα και τις αφηγήσεις το βιβλίο αποκτά μια υφή σχεδόν ονειρική. Και όταν μιλούμε για όνειρα, δεν εννοούμε φυσικά εύκολες καταστάσεις χωρίς κανόνες. Εννοούμε συνθήκες που μπορεί να είναι συχνά σκληρές, αν και αφηρημένες, γεγονότα που δεν είμαστε σίγουροι για το εάν έχουν όντως συμβεί ή κατοικούν στο κείμενο ως εγκιβωτισμοί συναισθημάτων και ασυνειδήτου, πρόσωπα αποσπασματικά και αφηρημένα, πιο πολύ αισθήσεις πάνω στο σώμα και τη γλώσσα του ονείρου, παρά άνθρωποι.
Φιλτραρισμένη μέσα από αυτό τον τρόπο αφήγησης, μας παρατίθεται η ιστορία: Ένα κορίτσι μεγαλώνει κάπου στη δεκαετία του ΄80 στην Ελλάδα. Γύρω της ο μικρόκοσμός της, ο πατέρας, η μάνα και ο αδερφός της. Και μαζί η σταδιακή συνείδηση του σώματος, η σχέση της με το φύλο και τους φίλους , η ταυτότητα όπως σταδιακά δομείται και αποδομείται μέσα από τη συγγραφική ανατομία. Μέσα στη ροή του βιβλίου περνούμε από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση, από την υπόγεια σύγκρουση στη συμφιλίωση, από την καταγραφή των εμπειριών μαθητείας στην αξιολόγηση και στην ονειρική τακτοποίησή τους.

Το νέο βιβλίο της Μαρίας Φακίνου κουβαλά πολλά από τα χαρακτηριστικά του προηγούμενου βιβλίου της, της «Αρχής του κακού». Η αφαίρεση στα πρόσωπα και τα μέρη, η ακρίβεια και η απλότητα της αφήγησης, το παράλογο και το ξαφνικό συναντιούνται και στα δύο βιβλία. Η σκληρότητα υπάρχει και εδώ, αλλά είναι μια σκληρότητα απογυμνωμένη από το κοινωνικό, μια σκληρότητα της παιδικής ηλικίας. Στις αφηγήσεις συνήθως η παιδικότητα ταυτίζεται με την αθωότητα, γι΄ αυτό βιβλία που παρουσιάζουν παιδικούς χαρακτήρες αφιλτράριστους από την ηθική των μεγάλων, μας ξενίζουν. Στην πραγματικότητα, όμως, πετώντας με τον πιο καταφατικό τρόπο τον μανδύα της πιο χαζοχαρούμενης ηθικολογίας κερδίζουν –μέσω της ειλικρίνειάς τους- την προσοχή και την ταύτισή μας. Η παιδική ηλικία δεν είναι μόνο ανεμελιά, είναι και πεδίο μάχης, ένα πεδίο που μονίμως βαθαίνει, μέχρι να αποκρυσταλωθεί ως χαρακτήρας. Η ταυτόχρονη παρουσία μιας συχνά απλής παιδικής γλώσσας και μαζί αρχετύπων, όπως ο λύκος, ο κήπος της Εδέμ κτλ, σε συνδυασμό με εικόνες βίας και κυρίως σεξουαλικής αφύπνισης, δημιουργούν ένα αποτέλεσμα που στην προσέγγισή του –αν αποφασίσουμε και εμείς να είμαστε ειλικρινείς- είναι τελικά οικείο.
Η ανατομία κόρης μοιάζει με την παράθεση ενός παρελθόντος από ένα απόλυτα υπαρκτό πρόσωπο. Από τη στιγμή, όμως, που αγνοούμε (σχεδόν εξ ολοκλήρου) τα χαρακτηριστικά αυτού του προσώπου στο παρόν, η αφήγηση της κόρης ανοίγει. Γίνεται μια εκδοχή της παιδικής ηλικίας ένα σπάραγμα κοινό και ατόφιο. Και αυτό το σημείο όπου όλοι συναντιόμαστε, αυτό το άβολο και ταυτόχρονα ειλικρινές σημείο, είναι κατά την άποψή μου το σημαντικότερο επίτευγμα του βιβλίου.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Παρασκευή 19 Μαΐου 2017

Το θέατρο της σφαγής


Στις δύο ταινίες του, The act of killing και The look of silence, ο κινηματογραφιστής Τζόσουα Οπενχάιμερ εξετάζει τα γεγονότα γύρω από τη σφαγή των κομμουνιστών στην Ινδονησία το 1965-66. Κατά τη διάρκεια των γεγονότων που έριξαν από την εξουσία τον πρόεδρο Σουκάρνο εκτελέστηκαν περίπου 1.000.000 κομουνιστές (κάποιοι κάνουν λόγο για δύο ή ακόμη και τρία εκατομμύρια). Στα δύο αυτά ντοκιμαντέρ ο Οπενχάιμερ εξετάζει τους βασανιστές και τα θύματα της σφαγής. Βάζει μια κάμερα μπροστά στους δημίους και τους ζητά να αφηγηθούν τις πράξεις τους. Οι δήμιοι χαμογελούν. Δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό να περιγράψουν, σχεδόν αναπολούν νοσταλγικά τις εποχές εκείνες, μοιράζονται μαζί μας τις εμπειρίες τους όπως κάποιος μεσήλικας θα περιέγραφε κάποιες διακοπές της νεότητάς του. Οι δήμιοι μας ενημερώνουν για τους τρόπους βασανισμού, για τα ευρήματα που τους βοήθησαν να σκοτώσουν με μεγαλύτερη άνεση, για την εμπειρία του να έχεις σκοτώσει πάνω από 1000 άτομα μόνος σου. «Πρέπει να πίνεις ανθρώπινο αίμα αν δεν θες να τρελαθείς» μας ενημερώνει ένας γερασμένος δολοφόνος. «το τι είναι νόμιμο το ορίζει πάντοτε ο νικητής. Και εγώ είμαι νικητής. Άρα είμαι και νόμιμος. Γάμα τη συνθήκη της Γενεύης. Εγώ  σου υπογράφω τη συνθήκη της Τζακάρτα». Οι βασανιστές μέχρι και σήμερα είναι ήρωες στη χώρα τους. Βγαίνουν σε τηλεοπτικές εκπομπές γίνονται δεκτοί από υπουργούς και στελέχη της πολιτικής ηγεσίας. Οι παραστρατιωτικές οργανώσεις που έδρασαν στην εποχή της αναταραχής είναι ακόμη ενεργές, έχουν ημικρατικό χαρακτήρα και ορίζονται σχεδόν ως θεσμοί στην Ινδονησία.
Ο Οπενχάιμερ καταφέρνει να αποτυπώσει το αισθητικό γκροτέσκο που αντιστοιχεί στον ηθικό σχετικισμό που δημιούργησε τη σφαγή στην Ινδονησία. Μέσα από τις δύο ταινίες του καταφέρνει χωρίς ίχνος ηθικολογίας να μας μεταδώσει το βάρος των γεγονότων μιας μακρινής εποχής σε μια μακρινή ήπειρο. Και το ερώτημα που πρέπει να τεθεί για όλους μας είναι το εξής: Γιατί μας αφορούν αυτά τα γεγονότα που συνέβησαν κάπου παλιά και κάπου μακριά; Οι ταινίες είναι αφορμές (και αφορμή αυτού του άρθρου) για να αποτυπωθεί μια ανθρώπινη συμπεριφορά πολύ πέρα από τα όρια του ανθρώπινου. Το πώς άνθρωποι και κοινωνίες διαμορφώθηκαν μέσα από το θέατρο της σφαγής.
Και τελικά απαντώντας στην πρώτη ερώτηση φτάνουμε στο έσχατο, στο αμείλικτο ερώτημα: πως μια κοινωνία μετατρέπεται στην κοινωνία που απεικονίζει ο Οπενχάιμερ; Ποια είναι η απόσταση της δικής μας κοινωνία (και επίσης της κάθε κοινωνίας) από αυτή την κατάληξη; Δεν υπάρχει τίποτα πιο εύκολο –και ταυτόχρονα πιο προβληματικό- από το να ηθικολογήσεις βλέποντας τους ήρωες της ταινίας. Να τους ονομάσεις ανθρωπόμορφα τέρατα, αποβράσματα, κλινικές περιπτώσεις. Αυτό που έχει σημασία– και αποτελεί ταυτόχρονα αρχή προς κάθε μελλοντική αποφυγή- είναι να περιγράψεις με ειλικρίνεια τις συνθήκες που δημιούργησαν και διαμόρφωσαν τις συγκεκριμένες περιπτώσεις και τους συγκεκριμένους ανθρώπους. Ο δρόμος του εκφασισμού και της αναβάθμισης του πολιτικού ρόλου των λούμπεν εγκληματικών συμμοριών είναι κάτι που πρέπει να φοβίζει και να ανησυχεί κάθε κοινωνία, ιδιαίτερα σε μεταιχμιακούς καιρούς σαν αυτούς που ζούμε. Γιατί πολλές φορές η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ως φάρσα αλλά ως μια προπαίδεια της σφαγής και του εγκλήματος.  Η Ινδονησία του χθες δεν ανήκει στο παρελθόν, ανήκει στο ενδεχόμενο μέλλον του κάθε φόβου μας.
Κάθε στιγμή κάπου στον κόσμο η ίδια η ανθρωπότητα δικάζεται. Στη μορφή ενός δικαστή, ενός δολοφόνου, ενός ήρωα. Συνήθως δεν μαθαίνουμε ποτέ τα γεγονότα, την έκβασή τους, τις λεπτομέρειές τους. Και όμως το αποτέλεσμα αυτής της καθημερινής δίκης μας επηρεάζει όλους, διαμορφώνει και το δικό μας γίγνεσθαι κάπου μακριά και συσσωρεύει τα ανθρώπινα φορτία που κρίνουν το παρόν μας.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

Η πληγή και η μνήμη


Ο τριαντάχρονος Φερνάν Ιβτόν εκτελείται από τη γαλλική κυβέρνηση. Βρισκόμαστε στην Αλγερία του 1956. Ο Ιβτόν τοποθετεί μια βόμβα στο εργοστάσιο που δουλεύει με στόχο η βόμβα να μην σκοτώσει κανέναν, αλλά η έκρηξή της να λειτουργήσει συμβολικά υπέρ του αγώνα των αλγερινών για ανεξαρτησία. Η βόμβα δεν σκάει, ο Ιβτόν συλλαμβάνεται ανακρίνεται και οδηγείται στην εκτέλεση. Αριστερός, εργάτης ο Ιβτόν υπήρξε ο μόνος Pied-Noir (μαυροπόδαρος, δηλαδή χριστιανικής ή εβραϊκής καταγωγής κάτοικος της γαλλικής Αλγερίας) οπαδός του FLN που εκτελέστηκε από τις γαλλικές αρχές.
Γαλλία 2016. Ο Τζοζέφ Αντράς (γεννημένος το 1984) αρνείται το βραβείο Γκονγκούρ για τον καλύτερο πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα. Το βιβλίο του με τίτλο «Για τα πληγωμένα μας αδέρφια» αφηγείται την υπόθεση Ιβτόν. Την τοποθέτηση της βόμβας, τη σύλληψη και τον βασανισμό του, το δρόμο προς την εκτέλεση. Και μαζί τη ζωή του, τη σχέση του με τη γυναίκα του, όλα όσα έχασε από μια παράλογη, εγκληματική και εκδικητική δικαστική απόφαση.

Το «Για τα πληγωμένα μας αδέρφια» είναι ένα επείγον βιβλίο. Όχι μόνο λόγω της έντασης και της ορμής της γραφής του, όχι μόνο για τον τρόπο της εξιστόρησης και για τους όρους με τους οποίους πολιτικοποιεί το συναίσθημά σου, όταν βλέπεις πως ένας άντρας –και μαζί μνήμες, σχέσεις, όνειρα και ιδανικά- οδηγείται στον τάφο για να χορτάσει η δίψα των έξαλλων αποικιοκρατών. Αλλά κυρίως για τις επιλογές του ίδιου του βιβλίου.
Για την επιλογή του συγκεκριμένου θέματος από έναν νέο Γάλλο, ο οποίος δεν έζησε την αιματηρή υπόθεση της Αλγερίας. Για την επιλογή να βγάλει την ιστορία αυτή το 2016 εν μέσω ανόδου του ρατσισμού, κανονικοποίησης της ξενοφοβίας και της ισλαμοφοβίας. Γιατί η ίδια η υπόθεση Ιβτόν αποδεικνύει πως κανένας δεν ήταν αθώος σε σχέση με το παρελθόν της Γαλλίας. Γιατί ο Ιβτόν εκτελέστηκε από «προοδευτική» κυβέρνηση και μάλιστα ο υπουργός Δικαιοσύνης που υπέγραψε την εκτέλεσή του ήταν ο Φρανσουά Μιτεράν.
Το βιβλίο μάλιστα ξεκινά με ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Ο Φρανσουά Μιτεράν και ο πόλεμος της Αλγερίας» των Στόρα και Μαλί. Το απόσπασμα μας ενημερώνει: « ο Ιβτόν παραμένει κάτι σαν καταραμένο όνομα.[..] Είναι να αναρωτιέσαι πώς μπόρεσε να το κάνει ο Μιτεράν. Πρέπει να είπα το όνομά του [του Ιβτον] δύο ή τρεις φορές μπροστά του, και πάντα του προκαλούσε τρομερή δυσφορία, που μετατρεπόταν σε ρέψιμο. […] Η κρατική σκοπιμότητα είναι αχώνευτο πράγμα.»

Ο Αντράς δεν προσπαθεί να κουνήσει ηθικά δάκτυλα μπροστά στο πρόσωπό μας. Δεν πέφτει σε εύκολα άλματα αιτίου- αιτιατού σε σχέση με τη σημερινή κατάσταση στη Γαλλία. Δεν ηθικολογεί. Η μόνη ηθική είναι η ένταση της γραφής τους, ο τρόπος με τον οποίο τα γεγονότα γίνονται λέξεις, ο τρόπος με τον οποίο μια απλή ζωή, κεντρισμένη μοναχά από το αίσθημα του δικαίου, τσαλακώνεται και πετιέται στα άχρηστα. Το βάρος της ζωής και των γεγονότων τοποθετείται με την τεχνική του μοντάζ απέναντι στην ελαφρότητα και την ευκολία της καταδικαστικής απόφασης.
Τα γεγονότα καταγράφονται όπως συνέβησαν με την ένταση και τον παλμό του αυτόπτη μάρτυρα. Όχι ως παράθεση ντοκουμέντων αλλά ως ένα ρεπορτάζ συναισθημάτων, ως μια φλούδα πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας πολύ βολικής να ξεχαστεί ή να θαφτεί.
Η ταύτισή σου με το θύμα του γαλλικού κράτους γίνεται πολιτικό επιχείρημα. Για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Και εκείνο το «μας» και το «αδέλφια» πολιτική δήλωση που ξεπερνά σε σημασία τον οποιοδήποτε εύκολο συναισθηματισμό, ξεσκεπάζει την υποκρισία της Γαλλίας και της Ευρώπης και μιλά με όρους ξεκάθαρους πολύ περισσότερο για το τώρα παρά για το τότε.
Ο Τζοζέφ Αντράς γίνεται η φωνή της συνείδησης της Γαλλίας. Μιας Γαλλίας πληγωμένης από το παρελθόν και το παρόν τους όπου οι σκελετοί βγήκαν από τις ντουλάπες και χορεύουν στους δρόμους. Με τη στάση του και το παράδειγμά του καταφέρνει όμως πολλά περισσότερα. Σε μια Γαλλία που το πρότυπο του διανοούμενου κοκοβιού τηλεπερσόνας (τύπου Ανρί Λεβί) κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος στν δημόσιο χώρο, περιπτώσεις σαν αυτές του Αντράς σώζουν τη θέση του διανοουμένου και του καλλιτέχνη στις σύγχρονες κοινωνίες. Μια θέση που αποδεικνύει πως η λέξη μπορεί να είναι μια υπόθεση επείγουσα όσο και η πράξη.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Όλοι οι ξεριζωμένοι





Οι πλη­γές τα­ξι­δεύουν. Με­τα­δί­δο­νται α­πό γε­νιά σε γε­νιά, α­πλώ­νο­νται σαν βρα­δυ­φλε­γής ε­πι­δη­μία, χω­ρίς γνώ­ση της ύ­παρ­ξής τους, χω­ρίς να α­φή­νουν ση­μά­δια πί­σω. Κα­τοι­κούν μέ­σα μας σιω­πη­λές. Χω­ρίς να κραυ­γά­ζουν, χω­ρίς έ­στω να α­να­δεύο­νται. Τραύ­μα­τα συλ­λο­γι­κά, ε­μπει­ρίες ε­νός αιώ­να, τραύ­μα­τα πε­ρα­σμέ­να σε μια λή­θη που υ­πό­γεια υ­πεν­θυ­μί­ζουν πιο έ­ντο­να και α­πό μνή­μη.
Το ε­ξώ­φυλ­λο πε­ρι­γρά­φει: «Ο Δρ. Χέν­ρυ Σέλ­γουιν, πρό­σφυ­γας α­πό τη Λι­θουα­νία, φτά­νει το 1899 στο Λον­δί­νο, ό­που χτί­ζει μια λα­μπρή κα­ριέ­ρα ως χει­ρουρ­γός, αλ­λά ό­σο περ­νά­ει ο και­ρός, α­πο­μο­νώ­νε­ται ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό τον κό­σμο, ο Πά­ουλ Μπε­ράι­τε­ρ, δη­μο­δι­δά­σκα­λος σε μια γερ­μα­νι­κή κω­μό­πο­λη, χά­νει τη θέ­ση του και την α­γα­πη­μέ­νη του υ­πό το να­ζι­στι­κό κα­θε­στώς, ο Άμπροζ Άντελ­βα­ρ, με­τα­νά­στης των αρ­χών του 20ου αιώ­να στη Νέα Υόρ­κη, γί­νε­ται μπάτ­λερ στο σπί­τι ε­νός ε­βραίου τρα­πε­ζί­τη και ε­πι­στρέ­φο­ντας α­πό τη μο­να­δι­κή του ε­πί­σκε­ψη στη με­τα­πο­λε­μι­κή Γερ­μα­νία ει­σέρ­χε­ται σε ψυ­χια­τρι­κό ί­δρυ­μα και, τέ­λος, ο ζω­γρά­φος Μάξ Φέρ­μπε­ρ, που έ­χει φυ­γα­δευ­τεί το 1939 στην Αγγλία και ό­λο του το καλ­λι­τε­χνι­κό έρ­γο εί­ναι μια διαρ­κής πά­λη με τον ό­λε­θρο.»
Κα­λω­σήρ­θα­τε στον κό­σμο των «Ξε­ρι­ζω­μέ­νων». Κα­λω­σήρ­θα­τε στον κό­σμο του W.G. Sebald. Ο συγ­γρα­φέ­ας μάς κα­τα­θέ­τει τέσ­σε­ρις δια­φο­ρε­τι­κές πε­ρι­πτώ­σεις, τέσ­σε­ρις υ­πο­θέ­σεις που δεν συν­δέ­ο­νται με­τα­ξύ τους. Κι ό­μως, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, κε­ντρι­κό θέ­μα του βι­βλίου εί­ναι α­κρι­βώς αυ­τή η αό­ρα­τη σύν­δε­ση των αν­θρώ­πων και των ι­στο­ριών. Ο συγ­γρα­φέ­ας κοι­τά σιω­πη­λός κα­θ’ ό­λη τη διάρ­κεια. Σχε­δόν δεν πράτ­τει, υ­φί­στα­ται σε μια ε­νερ­γη­τι­κή πα­θη­τι­κό­τη­τα. Πα­ρα­τη­ρεί, α­κούει, κα­τα­γρά­φει. Ψά­χνει τις ι­στο­ρίες των τεσ­σά­ρων προ­σώ­πων. Χω­ρίς πο­τέ να μας λέει το για­τί, χω­ρίς πο­τέ να ε­ξη­γεί ή να α­πο­λο­γεί­ται. Η πλη­γή τους εί­ναι αυ­τό που δί­νει ε­νό­τη­τα. Η πλη­γή α­πό το διωγ­μό, το ξε­ρί­ζω­μα και την α­πώ­λεια. Και ταυ­τό­χρο­να η δρά­ση που δεν ει­πώ­νε­ται αλ­λά υ­πάρ­χει πα­ντού μπρο­στά στα μά­τια μας. Η συγ­γρα­φή του βι­βλίου α­πό τον Sebald. Δεν μα­θαί­νου­με πο­τέ για ποιον λό­γο ο ί­διος ψά­χνει, κα­τα­γρά­φει και με­τα­δί­δει τη ζωή των αν­θρώ­πων αυ­τών. Σαν η πραγ­μα­τι­κή ση­μα­σία να κρύ­βε­ται στη σιω­πή. Αυ­το­νό­η­τη και ταυ­τό­χρο­να α­διό­ρα­τη.

Δεν έ­χω δια­βά­σει πο­τέ μου βι­βλίο ό­που το συλ­λο­γι­κό και το α­το­μι­κό να υ­πάρ­χουν τό­σο αρ­μο­νι­κά. Ο ί­διος ο ρό­λος του αό­ρα­του συγ­γρα­φέα, αλ­λά και της δια­χεί­ρι­σης του ρό­λου του εί­ναι το βα­σι­κό ερ­γα­λείο που ο­ρί­ζει τη δο­σο­λο­γία. Από την μία η πα­ρου­σία του, ο ρό­λος του μάρ­τυ­ρα-κα­τα­γρα­φέα δί­νει στις ι­στο­ρίες την αί­σθη­ση του πραγ­μα­τι­κού, του ντο­κου­μέ­ντου. Της συμ­με­το­χής ε­νός ή­ρωα στο πα­γκό­σμιο βίω­μα. Η μη δια­τυ­πω­μέ­νη α­γω­νία του συγ­γρα­φέα πε­ρι­γρά­φει έ­να α­το­μι­κό βίω­μα. Ταυ­τό­χρο­να ό­μως —μέ­σα α­πό την έλ­λει­ψη συ­γκε­κρι­μέ­νων χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών του προ­σώ­που που α­φη­γεί­ται— συν­δέει τις ι­στο­ρίες μ’ ε­μάς. Με τον τρό­πο του ο Sebald κα­τα­φέρ­νει κά­τι μο­να­δι­κό. Όχι να μας κά­νει να μά­θου­με ή να δια­βά­σου­με μια ι­στο­ρία. Κα­τα­φέρ­νει να μας κά­νει να συμ­με­τέ­χου­με στον ι­στο­ρι­κό χρό­νο. Να α­ντι­λαμ­βα­νό­μα­στε την πλη­γή και τον ξε­ρι­ζω­μό. Τον αν­θρώ­πι­νο μόχ­θο ως στοι­χείο συ­γκρό­τη­σης της πραγ­μα­τι­κό­τη­τάς μας.
Οι «Ξε­ρι­ζω­μέ­νοι» (εκ­δό­σεις Άγρα, με­τά­φρα­ση Γιάν­νη Κα­λι­φα­τί­δη) α­πο­τε­λούν έ­να υ­βρί­διο προ­σω­πι­κής μαρ­τυ­ρίας, τα­ξι­διω­τι­κού, ι­στο­ρι­κής κα­τα­γρα­φής, μυ­θο­πλα­σίας. Χω­ρίς ε­ξάρ­σεις, χω­ρίς κο­ρυ­φώ­σεις κου­βα­λούν την η­ρε­μία που έ­χουν οι στιγ­μές με­τά τον κα­τα­κλυ­σμό. Σαν οι στιγ­μές, ό­μως, να κου­βα­λούν ό­λη τη ση­μα­σία και το μέ­γε­θος του κα­τα­κλυ­σμού που προ­η­γή­θη­κε. Ταυ­τό­χρο­να, ό­μως, το βι­βλίο μάς μα­θαί­νει τον τρό­πο με τον ο­ποίο συ­νο­μι­λού­με με την ι­στο­ρία, με το χρό­νο, με την πλη­γή.
Για­τί οι πλη­γές εί­μα­στε ε­μείς.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Τετάρτη 17 Μαΐου 2017

Ποια είναι η μνήμη που χάνουμε στην καταγραφή ;


«Ολόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου μέσα σε ένα άλλο όνειρο»
(Τάσος Λειβαδίτης)

«Σιχαίνομαι τις φωτογραφικές μηχανές. Θέλω να θυμάμαι τα πράγματα με τον δικό μου τρόπο, προτιμώ να θυμάμαι τα γεγονότα όχι υποχρεωτικά με τον τρόπο που συνέβησαν». Κάπως έτσι περιγράφει την σχέση του με τη μνήμη ο πρωταγωνιστής της «Χαμένης λεωφόρου», της ταινίας του David Lynch. Η μνήμη αυτή συγκεχυμένη και ταυτόχρονα ορατή διαμορφώνει την ιστορία που εξελίσσεται μπροστά μας στη συνέχεια της ταινίας. Ο πρωταγωνιστής είναι κάποιος άλλος, η ιστορία είναι μια άλλη ιστορία κι όμως ο ιδιοκτήτης της μνήμης είναι ο ίδιος ο πρωταγωνιστής. Το να «θυμόμαστε τα πράγματα με τον δικό μας τρόπο», το να παρεμβαίνουμε, δηλαδή, στο παρελθόν έχει ως αποτέλεσμα να αλλοιώνεται το παρόν, το πρόσωπο, τα όρια ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο. Το παρελθόν χύνεται μέσα στο μέλλον και όλα συμβαίνουν σε έναν χρόνο ταυτόσημο με τον χρόνο του ονείρου.
«Είναι πράγματα που θυμάμαι και που μπορεί να μην έγιναν ποτέ, καθώς όμως τα ξαναφέρνω στη μνήμη μου συμβαίνουν», λέει η Άννα, η πρωταγωνίστρια στους «Παλιούς καιρούς», το θεατρικό έργο του Χάρολντ Πίντερ. Η μνήμη μέσα στην ρευστότητά της παύει να λειτουργεί ως ντοκουμέντο, ως αποδεικτικό στοιχείο. Η ρευστότητα της επιβάλει κίνηση, μεταμόρφωση. Η μνήμη γίνεται πεδίο αντιπαράθεσης, ένα τερέν όπου το παρόν παίζει τον εαυτό του με κίνδυνο να συντριβεί. Δύο άνθρωποι έρχονται σε αντιπαράθεση παλεύοντας να δώσουν σχήμα σε ένα παρελθόν, το οποίο με τη σειρά του θα δώσει σχήμα στο παρόν τους. Γιατί κανένα παρελθόν δεν είναι δεδομένο. Δεν είναι ιστορία, δεν είναι καταγραφή. Το παρελθόν είναι η πορεία των ανθρώπων που εκβάλει κάθε στιγμή στο παρόν τους. Και όπως ο άνεμος που περνάει μέσα από κορμούς και κλαδιά δίνοντας στο δέντρο σχήμα, έτσι και η ατελείωτη ροή του παρελθόντος προς τη στιγμή που είναι τώρα και πάλι τώρα, δίνει σχήμα στο παρόν μας.
Και, όμως, αν δούμε όλο τον πολιτισμό από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, δεν βλέπουμε τίποτα άλλο από καταγραφές, από μνημεία μνήμης λαξευμένα σαν κυματοθράυστες του χρόνου. Ως μια αντίσταση στη λήθη, μάταιη και ταυτόχρονα θριαμβική στις πιο ευτυχείς εξάρσεις της. Εδώ στην Αθήνα ολόκληρη η πόλη θυμάται ταυτόχρονα. Παρελθόντα μακρινά που φυτρώνουν κολώνες μέσα από την άσφαλτο, χόρτα βυζαντινά να πνίγουν τα σύγχρονα πεζοδρόμια, συνθήματα στους τοίχους που βάφτηκαν και ξεβάφτηκαν. Στοιβαγμένες στρώσεις από διαφορετικά θυμάμαι σε μια πόλη καταδικασμένη σε ένα μόνιμο παρόν του παρελθόντος της.

Πόσο εύκολο είναι πια να ξεχάσουμε; Τι μας περισσεύει ενώ γύρω όλα καταγράφονται, ενώ όλα μπαίνουν σε φωτογραφίες κονσέρβες ανίκανες να σταθούν ως τεκμήρια αφού μέσα στον μεγάλο αριθμό και το θόρυβο η αναφορά τους χάνεται; Τι μένει πια να θυμηθείς, όταν κάθε τι καταγράφεται με άγχος, με ταχύτητα, ορισμένο από το καθήκον να εκτεθεί και στη συνέχεια το καθήκον να ξεχαστεί μέσα σε μια βιαστική καταλογράφηση;
Ζούμε στις ψηφιακές χωματερές της μνήμης. Εδώ όπου το βίωμα παίρνει υπόσταση μόνο από την απόδειξη του βιώματος. Κάθε πράξη μας μας προτρέπει να την παραδεχτούμε, αφού μια φωτογραφία κινητού συνηγορεί ως απόδειξη. Απαιτούμε από την πραγματικότητα φωτογένεια, συνεχώς απαιτούμε πόζες από τα τοπία, πόζες στριμωγμένες που δεν αφήνουν χώρο στην ανάσα, τον παλμό και τελικά την μνήμη. Η ρευστότητα του παρελθόντος περνάει στο παρόν. Βιώνουμε συγκεχυμένα, ώστε να καταφέρουμε να θυμηθούμε με ακρίβεια μέσα από μια φωτογραφία, ένα βίντεο πρόχειρο κοινοποιημένο στους αγνώστους.
Και, όμως, το παρελθόν συνεχίζει να τρέχει ρευστό κατά πάνω μας. Μας επιβάλει να ξεχνούμε. Με νέους τρόπους, με νέα δεκανίκια.
Σχεδόν τυφλοί περπατούμε το πλήθος της μνήμης. Ακόμα και σήμερα που χρειαζόμαστε χάρτες και πυξίδες για να χαθούμε μέσα της. Σήμερα το να ξεχνάς μοιάζει ο μόνος τρόπος για να καταφέρεις κάποια στιγμή να θυμηθείς.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Quelle «Decadence»!


«Το Club Decadence επιστρέφει. Χωρίς τίτλους, όπως ιστορικό ή θρυλικό. Με ανασηκωμένα πουκάμισα ως ένα νέο κλαμπάκι, μπαράκι ή μπαρόκλαμπο (…)
Η πρώτη μας κίνηση είναι η επανακυκλοφορία των Decadence Times -ίσως και στα περίπτερα- με νέα διάθεση και πλάνα και η δημιουργία ιντερνετικού ραδιοσταθμού -που ήταν άλλωστε βασικός μας στόχος από το …1990!
Το De μαζί με τις πρώτες βραδιές ποίησης- σκηνοθετημένες από τον Στέλιο Λύτρα- για τον Μίλτο Σαχτούρη, Κική Δημουλά κ.α. εγκαινίασε το πρώτο -πρωτοποριακό για την εποχή του- bar theater, όπως και την Γκαλερί Decadence- βασικά για νέους καλλιτέχνες.
Η μουσική σκηνή του έκανε ελάχιστα live -σε κατανυκτική ατμόσφαιρα για νέα σχήματα, όπως οι Bocobolech, οι Ίρις, οι Gad, oι Mary and the Boy κ.α. ή το ελληνικό σχήμα των Mecano με τον Dirk Polak.
Δεν θα μιλήσουμε για το Cine Decadence, το πιο μικρό σινεμά του κόσμου- με ιδιαίτερη ατμόσφαιρα προβολών -με …ψαρόσουπα! (…)
Όσοι θέλετε να συμμετέχετε στη νέα -εξ αρχής- πορεία, καταταγείτε. Δηλώστε συμμετοχή και προτάσεις στο decaclub@gmail.com
Aποκλείονται οι ξενέρωτοι, οι κρυόκωλοι, οι δήθεν, οι «καθώς πρέπει» και πάνω από όλα ο προαιώνιος εχθρός μας. Οι Φιρφιρίκοι!
Δεν ήρθαμε να ενώσουμε τον λαό, αλλά να τον διχάσουμε, χτυπώντας ανελέητα τον καθωσπρεπισμό, την παρακμή και τη βλακεία -όταν παίρνει την μορφή τέχνης (…)».
Ο τροπικός του οικείου
Με την ανακοίνωση αυτή μάθαμε -μέσω Facebook- πως το Decadence επιστρέφει κάπου εκεί στο Στρέφη, στη γωνία Βουλγαροκτόνου και Πουλχερίας, κάπου στο σβέρκο του λόφου. Χτισμένο λοξά στην ανηφόρα, κέντρο και ταυτόχρονα απόκεντρο, διατηρώντας τη συνομιλία του με την υπόλοιπη περιοχή, συντηρώντας ταυτόχρονα την απόστασή του απ όλα τα άλλα μαγαζιά. Έτσι φύτρωσε κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 το κλαμπ, για να μεταμορφωθεί ξανά και ξανά στο ίδιο κλαμπ, να αλλάξει μορφές για να παραμείνει σταθερό. Ο χώρος ήταν το παλιό σπίτι του χουντικού αντιβασιλέα Ζωιτάκη και πώς σκέφτομαι πόσο ξεχωριστή απόλαυση σου δίνει να μεθάς και να χορεύεις, να φλερτάρεις ή απλά να χάνεις το χρόνο σου φωναχτά μέσα στο σαλόνι ενός πρώην χουντικού αντιβασιλέα.
Μιλώντας για το decadence πρέπει καταρχήν να προσδιορίσεις σε πια περίοδο πήγαινες, μιας και το μαγαζί άλλαξε πολλές φορές χέρια, διανύοντας το χρόνο, όμοιο, αλλά ταυτόχρονα διαφορετικό, ταξιδεύοντας σταθερό σε εμπειρίες θαμώνων, σε ατελείωτες νύχτες, σε μισογεμάτα ποτήρια. Κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 λοιπόν…
Υπάρχουν πολλά στοιχεία που μπορεί κάποιος να παραθέσει. Ανεκδοτολογικές μαρτυρίες, θρυλικών μορφών της αθηναϊκής νύχτας, επώνυμους θαμώνες ελληνικής και ξένης κοπής, στοιχεία, τεκμήρια, παραθέματα. Αλλά εδώ δεν είναι αφιέρωμα free-press. Εδώ μιλάμε για εμάς. Για έναν πληθυντικό που συστέγασε τον ενικό του στο συγκεκριμένο μαγαζί, ζητώντας μονίμως να αλλάξει αριθμό. Για μια ηλικία που το είδος της μουσικής που άκουγες ήταν αρκετό για να πιάσεις φιλίες, να κοινωνικοποιηθείς και να ανήκεις. Γιατί πέρα από τη μυθολογία ενός χώρου, πέρα από τις ιστορίες των άλλων για αυτόν, αυτό που τελικά μένει, είναι τι αφήνεις εσύ εκεί (άρα και τι περιμένεις να ξανασυναντήσεις τώρα που ανοίγει). Υπήρξε μια περίοδος που για πολλούς από εμάς το Decadence υπήρξε ο τροπικός του οικείου, η γραμμή αυτή πάνω στο χάρτη που διανύεις για να βρεθείς σε πιο ενήλικους τρόπους. Διασκέδασης, κοινωνικοποίησης, ζωής. Για τη δική μου παρέα ήταν η πρώτη επίσημη έξοδος κάποια στιγμή σε κάποια από τις τελευταίες σχολικές χρονιές. Και μαζί κάποια πρωτοχρονιά, μια-δυο φορές που έφαγες πόρτα γιατί δεν είχες να πληρώσεις, κάποιες φορές που το βρήκες άδειο ή φίσκα, μια άλλη φορά που πέρασες όλη τη βραδιά στα σκαλάκια έξω συζητώντας, η πρώτη επαφή μιας σχέσης, ένα κορίτσι που δεν έμαθες ποτέ πώς το λένε, αλλά θυμάσαι ακόμη την όψη του. Γιατί ένα μέρος πρέπει να είναι ξεχωριστό για να σε κάνει να αισθανθείς ξεχωριστός. Έστω για λίγο.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Στε­ρεό­τυ­πα, κα­φρί­λες και ευ­ρω­παϊκό κε­κτη­μέ­νο



«Ας γί­νει κα­τα­νο­η­τό: Η α­νά­λη­ψη θέ­σεων “ι­σχύος” στο Eurogroup και στην τρόι­κα προϋπο­θέ­τει χα­μη­λό ε­πί­πε­δο ή­θους και τε­χνο­γνω­σίας», σχο­λία­σε ο Γιάν­νης Βα­ρου­φά­κης. «Ανα­ρω­τιέ­μαι πραγ­μα­τι­κά πώς έ­νας άν­θρω­πος με τέ­τοιες α­πό­ψεις μπο­ρεί α­κό­μη να θεω­ρεί­ται ι­κα­νός να εί­ναι πρό­ε­δρος του Γιού­ρο­γκρουπ», α­πά­ντη­σε ο ε­πι­κε­φα­λής της ο­μά­δας των Σο­σια­λι­στών στο Ευ­ρω­παϊκό Κοι­νο­βού­λιο, Τζιά­νι Πι­τέ­λα. Ο πορ­το­γά­λος υ­πουρ­γός Εξω­τε­ρι­κών, Αου­γκού­στο Σά­ντος Σίλ­βα, α­πά­ντη­σε πως οι δη­λώ­σεις εί­ναι «α­πο­λύ­τως α­πα­ρά­δε­κτες», ε­κτι­μώ­ντας ό­τι «δεν εί­ναι σε θέ­ση να πα­ρα­μεί­νει ε­πι­κε­φα­λής του Eurogroup». Ο τέως πρω­θυ­πουρ­γός της Ιτα­λίας, Μ. Ρέ­ντσι, α­νέ­φε­ρε πως «αν θέ­λει να προ­σβά­λει την Ιτα­λία, να το κά­νει σε έ­να μπαρ κο­ντά στο σπί­τι του και ό­χι με το θε­σμι­κό του ρό­λο».
Ο λό­γος φυ­σι­κά για τις πρό­σφα­τες δη­λώ­σεις του προέ­δρου του Γιού­ρο­γκρου­π, Γε­ρούν Ντάι­σελ­μπλου­μ, σύμ­φω­να με τον ο­ποίο: «Στη διάρ­κεια της κρί­σης στην ευ­ρω­ζώ­νη οι χώ­ρες του βορ­ρά έ­δει­ξαν αλ­λη­λεγ­γύη στις χώ­ρες που α­ντι­με­τώ­πι­ζαν κρί­ση. Εγώ, έ­νας σο­σιαλ­δη­μο­κρά­της, πι­στεύω ό­τι η αλ­λη­λεγ­γύη εί­ναι ε­ξαι­ρε­τι­κά ση­μα­ντι­κή. Όμως αυ­τός που τη ζη­τά έ­χει και υ­πο­χρεώ­σεις. Δεν μπο­ρώ να σπα­τα­λάω ό­λα μου τα χρή­μα­τα για σνα­πς και γυ­ναί­κες και στη συ­νέ­χεια να ζη­τώ υ­πο­στή­ρι­ξη». Με­τά τη θύελ­λα α­ντι­δρά­σεων που ξε­σή­κω­σαν οι δη­λώ­σεις, ο Ντάι­σελ­μπλουμ κλή­θη­κε να α­να­κα­λέ­σει —κά­τι το ο­ποίο αρ­νή­θη­κε— ε­νώ μια μέ­ρα με­τά τε­λι­κά ζή­τη­σε συ­γνώ­μη «αν ο­ποιοσ­δή­πο­τε έ­νιω­σε προ­σβε­βλη­μέ­νος α­π’ ό­σα δή­λω­σα».
Οι δη­λώ­σεις του Ντάι­σελ­μπλουμ εί­ναι η χα­ρά του ση­μειο­λό­γου. Ρα­τσι­στι­κές, ο­ριε­ντα­λι­στι­κές και σε­ξι­στι­κές. Ει­πω­μέ­νες α­πό μια θλι­βε­ρή φι­γού­ρα, ε­νός ε­πι­κε­φα­λής ε­νός μη θε­σμι­κού ορ­γά­νου, που έ­χει α­ντι­κα­τα­στή­σει κά­θε θε­σμι­κή πρό­φα­ση δη­μο­κρα­τίας ε­ντός της Ευ­ρω­παϊκής Ένω­σης, δο­τή υ­πό της ευ­λο­γίες του Σόι­μπλε. Ενός πο­λι­τι­κού που μό­λις εί­δε το κόμ­μα του να «πα­σο­κο­ποιεί­ται», με βά­ση την προ­σφι­λή, ευ­ρω­παϊκή έκ­φρα­ση, και να φτά­νει στην έ­βδο­μη θέ­ση στις πρό­σφα­τες ολ­λαν­δι­κές ε­κλο­γές.
Ο Ντάι­σελ­μπλου­μ, συν­δυά­ζο­ντας δύο ε­πι­κίν­δυ­να στε­ρεό­τυ­πα –αυ­τό του τε­μπέ­λη νό­τιου και αυ­τό της γυ­ναί­κας πόρ­νης- κα­τά­φε­ρε να α­να­δεί­ξει τη γε­λοιό­τη­τα και τη χυ­δαιό­τη­τα του πρώ­του στε­ρε­ο­τύ­που, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να να α­πο­δεί­ξει το πό­σο βα­θιά ρι­ζω­μέ­νο εί­ναι το δεύ­τε­ρο.

Ο βα­θιά ρι­ζω­μέ­νος σε­ξι­σμός

Μέ­σα στον πα­ρα­μορ­φω­τι­κό κα­θρέ­φτη των γε­ρούν­διων στε­ρε­ο­τύ­πων, τα κρά­τη της νό­τιας Ευ­ρώ­πης νοού­νται ως έ­να ε­νιαίο σύ­νο­λο αν­δρών, με κοι­νούς τρό­πους δια­σκέ­δα­σης και δια­βίω­σης, κρά­τη που τρώ­νε λε­φτά στην α­πό­λαυ­ση, κρά­τη διο­νυ­σια­κά με προ­σω­πι­κές α­πο­λαύ­σεις και βίους ε­κτός των ο­ρίων. Μέ­σα στη μπουρ­δου­κλω­μέ­νη του δια­τύ­πω­ση, και λό­γω της κε­κτη­μέ­νης βε­βαιό­τη­τας που του δί­νει η αέ­ναη ε­πα­νά­λη­ψή του, το σχό­λιο α­πο­κα­λύ­πτει τη γύ­μνια του.
Η ρα­τσι­στι­κή και ο­ριε­ντα­λι­στι­κή πλευ­ρά του σχο­λίου δεν α­πο­τε­λεί κά­τι το και­νού­ριο. Εί­ναι ο λό­γος που ξε­κί­νη­σε α­πό την αρ­χή της κρί­σης, ο λό­γος που υιο­θε­τή­θη­κε α­πό πολ­λούς και στη χώ­ρα μας, ώ­στε να δι­καιο­λο­γή­σει τα α­δι­καιο­λό­γη­τα. Τα μέ­τρα, την α­νερ­γία, την αιώ­νια λι­τό­τη­τα. Το νέο στοι­χείο εί­ναι η σύν­δε­ση του λό­γου αυ­τού με τον σε­ξι­σμό. Για­τί στον συν­δυα­σμό αυ­τών των δύο στοι­χείων, το σχό­λιο δεν εί­ναι α­πλά σε­ξι­στι­κό. Δεν εί­ναι ο κα­θη­με­ρι­νός σε­ξι­σμός ε­νός ά­ντρα που θεω­ρεί αυ­το­νό­η­τη τη χα­ζο­μά­ρα που εκ­στο­μί­ζει. Εί­ναι ο σε­ξι­σμός του ι­σχυ­ρού, που δεν μπαί­νει καν στον κό­πο να αμ­φι­βά­λει. Αυ­τού που νιώ­θει πως έ­χει τη δυ­να­τό­τη­τα να ο­ρί­ζει ταυ­τό­τη­τες, να μοι­ρά­ζει ρό­λους και ταυ­τό­χρο­να κα­τα­δί­κες. Η κου­στου­μα­ρι­σμέ­νη μα­τσί­λα, που ζέ­χνουν οι δη­λώ­σεις αυ­τές, γί­νε­ται πο­λι­τι­κό ε­πι­χεί­ρη­μα υ­πέρ της ε­πι­βο­λής της τι­μω­ρίας. Ως μια α­τσού­μπα­λη ε­πί­δει­ξη πυγ­μής α­πό έ­να πε­ρι­στα­σια­κά ι­σχυ­ρό αν­θρω­πά­κι.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Άρθρο χωρίς άποψη για το δυστύχημα στην Εθνική Οδό


Γιατί υποχρεωτικά να μιλήσω;
Μανώλης Αναγνωστάκης, ΥΓ.

Με αφορμή το δυστύχημα στην Αθηνών-Λαμίας, που στοίχισε τη ζωή μίας μητέρας, του παιδιού της, αλλά και του οδηγού και του συνοδηγού της Πόρσε ξεκίνησε ένας ατελείωτος αριθμός συζητήσεων με διαφορετικές κατευθύνσεις. Για την ταξικότητα του δυστυχήματος, για την οδική συμπεριφορά των Ελλήνων, για τα πραγματικά αίτια του συμβάντος και άλλα πολλά. Βασικός λόγος για όλες αυτές τις συζητήσεις ήταν η συνύπαρξη πολλών στοιχείων. Ο θάνατος μιας μητέρας και ενός παιδιού που απλά έτυχε να βρίσκονται στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή, το γεγονός πως ο οδηγός ήταν γιος της αλυσίδας των «Jumbo» και επίσης το γεγονός πως το συμβάν καταγράφηκε σε κάμερα και ήταν ορατό από τον οποιονδήποτε.
Στην εποχή τη νομαδικής εξειδίκευσης
Είναι λογικό όσο πιο έντονο είναι ένα συμβάν τόσο περισσότερη κουβέντα να προκαλεί. Τα στοιχεία του συμβάντος έφεραν την ένταση στον υπερθετικό της βαθμό. Ξαφνικά όλοι ένιωσαν την ανάγκη να εκφραστούν για αυτό. Να πάρουν θέση, να βρίσουν, να σχολιάσουν, να αναπαράγουν ή απλώς να δηλώσουν παρόντες στη ροή μιας είδησης που έφτασε άμεσα σε όλους. Νομίζω πως μια τέτοια συνθήκη είναι απολύτως αναμενόμενη. Άλλωστε, τα μέσα δικτύωσης λειτουργούν εδώ και πολύ καιρό με παρόμοιο τρόπο. Μονοθεματικά και με ταχύτητα αλληλεπίδρασης σε καλούν να πάρεις θέση. Αλλιώς εξαιρείσαι της δημόσιας σφαίρας, γίνεσαι αόρατος και ανώνυμος. Ένας ιδιώτης της σιωπής η οποία ταυτίζεται με την αδιαφορία. Είναι όμως έτσι; Και όπως λέει και ο ποιητής, γιατί υποχρεωτικά να μιλήσω;
Δεν επιθυμώ ούτε να σνομπάρω, ούτε να κρίνω ως αρνητική κάποια άποψη, πόσο μάλλον την ανάγκη κάποιου να πάρει θέση απέναντι σε ένα συμβάν που τον αγγίζει. Αυτό που διεκδικώ είναι το ταυτόχρονα δικαίωμα κάποιου να μην τοποθετηθεί, ή τουλάχιστον να μην τοποθετείται για κάθε γεγονός που απασχολεί —ακόμη και πλειοψηφικά— τον δημόσιο λόγο.
Ζούμε στην εποχή τη νομαδικής εξειδίκευσης. Ανά περιόδους γινόμαστε ειδικοί στην οικονομία, τους σεισμούς, την ηθική, τα μπρόκολα, την αρχαιολογία, την λογοτεχνία. Ανάλογα με το θέμα που έρχεται κάθε φορά στην επιφάνεια. Οπλίζουμε το επιχείρημά μας με βιαστική γνώση και ιντερνετική τεκμηρίωση, το δημοσιεύουμε ώστε να αναμετρηθεί με άλλα επιχειρήματα. Περιμένοντας κάθε φορά την επόμενη περίπτωση που θα πρέπει να τοποθετηθούμε σε έναν ατελείωτο κύκλο ρητορικού άγχους. Η γνώση δεν συσσωρεύεται, μόνο λιμνάζει περιστασιακά σε διαδικτυακές λακκούβες μέχρι ο χρόνος να τη στεγνώσει.
«Η σοφία που χάσαμε μέσα στη γνώση»

Τόσο συχνά άλλωστε οι λόγοι στέκουν ανεξάρτητα από το πραγματικό τους βάρος, παίρνουν διαστάσεις από την ένταση με την οποία ειπώνονται, από τη δημοφιλία αυτού που τους εκφέρει. Δεν αποζητούν γεγονότα και τεκμηρίωση, τους αρκεί η φωτογένεια αυτού που μοιάζει ορθό ή αληθές. Στις ταχύτητες με τις οποίες εκφέρεται και κινείται ο δημόσιος λόγος ελάχιστος χρόνος υπάρχει για τη λεπτομέρεια, την επαλήθευση ή την έρευνα. Άλλωστε ο στόχος μας δεν είναι η αλήθεια. Είναι ο τρόπος της και ο χώρος που αυτή καταλαμβάνει.
Η σιωπή μοιάζει κάποιες φορές με μια εναλλακτική λύση. Με την έκφραση μιας ανάγκης να αντιληφθείς τα μέτρα και τα όριά σου. Άλλωστε η γνώση δεν είναι θέμα ποσότητας είναι θέμα στάσης απέναντι στην ίδια την γνώση. Για να θυμηθούμε τον γνωστό στίχο του Τ.Σ. Έλλιοτ από τα «Χωρικά του βράχου»: Ποια είναι η σοφία που χάσαμε μέσα στη γνώση; Ποια είναι η γνώση που χάσαμε μέσα στην πληροφόρηση;». Πολλές φορές η απόσταση από την πληροφορία στη γνώση και από τη γνώση στη σοφία διανύεται μέσα από τη σιωπή. Αυτό που έχει σημασία είναι να αντιλαμβανόμαστε πότε ακριβώς πρέπει να σιωπούμε.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Αναζητώντας τον παρόντα χρόνο



«Και τώρα που ξεμπερδέψαμε πια με τα μεγάλα λόγια, τους άθλους, τα όνειρα, καιρός να ξαναγυρίσουμε στη ζωή μας -αλλά μάταια, το σχέδιο της πόλης άλλαξε, κατά που πέφτει ο δρόμος που αγαπηθήκαμε παιδιά, που πήγε ο άνεμος που σκόρπισε τόσους συντρόφους, υπάρχει ακόμα ο κόσμος; -τώρα στη γλώσσα μας μπερδεύονται παλιά τραγούδια, κανείς δεν μας καταλαβαίνει και μόνο τα παιδιά μαντεύουν πιο πολλά, μα μεγαλώνουν γρήγορα και τα πουλιά πετάνε για να μη θυμούνται ένα τέτοιο παρελθόν και δεν απόμεινε παρά λίγη στάχτη, όπου σκυμμένοι τα βράδια σχεδιάζουμε σημαίες, άστρα, λόφους, άλογα κι ανάμεσά τους την τύψη ότι δεν τα δώσαμε όλα ελευθερώνοντας έτσι όρκους αλλοτινούς και τις πιο ωραίες χειρονομίες του μέλλοντος.»
(Από τη συλλογή «Ο Τυφλός
με τον Λύχνο» εκδόσεις Κέδρος)


Το παρελθόν δεν έφυγε ποτέ, δεν είναι καν παρελθόν. Είναι μια κατάσταση στο τώρα που αναζητά να εκβάλει. Περνώντας ξανά και ξανά μέσα από τις εκτάσεις του παρόντος, αναζητώντας να σκάψει την κοίτη του μέχρι την εκβολή.
Το παρελθόν υπάρχει στο παρόν όλο και πιο έντονα, κυρίως όταν το τώρα μας είναι πικρό, όταν τα βήματά μας είναι στον αέρα, όταν δεν γνωρίζουμε πώς να σταθούμε και που πάμε. Καμία αφήγηση δεν πείθει το παρόν μας, κανένα τώρα δεν μοιάζει ικανό να γίνει το δικό μας τώρα. Αναπολούμε, συνεχώς, αναπολούμε αναζητώντας καταφύγιο. Ο καθένας με τον τρόπο που του αντιστοιχεί. Πρόσωπα και στιγμές, καταστάσεις και περιόδους.
Ολόκληρο το εδώ έγινε μια αναδρομική έκθεση, ένα ιστορικό μυθιστόρημα, ένα μουσείο των περασμένων, μια προβολή απ’ όσα έφυγαν. Και το παρόν γίνεται μέλλον ενός άλλου παρελθόντος μας, όχι αυτού που ζήσαμε, αλλά μιας άλλης στιγμής που δεν ήλθε, που δεν επικυρώθηκε, που δεν αρκεί να μας εξαπατήσει. Στην ασυνέχεια αυτή το παρόν μας μένει ξεκρέμαστο, δεν προκύπτει και δεν αντιστοιχεί. Στέκει εκεί με απορία, αναζητώντας ένα άλλο παρελθόν που το δημιούργησε.
Ανοίγεις την τηλεόραση και τα φαντάσματα ξεχύνονται στο σαλόνι. Δεν φορούν σεντόνια, αλλά σακούλες πλαστικές σούπερ μάρκετ. Εξαντλημένες φιγούρες μιας ποπ κουλτούρας, που γέρασε, αφού βίασε με μακαριότητα ό,τι συνάντησε στον δρόμο του. Καρβέλας, Βίσση, Κωστόπουλος και λοιποί κλειδούχοι του lifestyle. Γερασμένοι, πτωχευμένοι, με ιλουστρασιόν ρυτίδες και εκείνο το ύφος πετυχημένης ανωτερότητας που είχαν τότε –ακόμη πιο κραυγαλέο, ακόμα πιο απωθητικό σήμερα. Βγαίνεις στους δρόμους και ακούς τον κόσμο να συζητά για ένα ριάλιτι δεύτερης διαλογής με ακατανόητη επιτυχία. Σαν να ξύπνησαν οι αρχές των 00s και να μας κυνηγούν και πάλι τα μηδενικά.
Το παρόν ως φάρσα
Λίγο πιο κει ο Κώστας Σημίτης να μας επεξηγεί πόσο μέλλον είχε το δικό του παρελθόν, πόση δόξα, πόση αθωότητα και πόση επιτυχία. Και το εκστασιασμένο βλέμμα των παρουσιαστών, αναδρομικό και αυτό, όμοιο με τότε μπροστά σε κάθε εκσυγχρονιστική αφήγηση. Και φυσικά, ούτε λόγος για τους Ολυμπιακούς που ξετίναξαν κάθε οικονομικό και οικολογικό δείκτη, για τον Τσουκάτο, τα υποβρύχια, τον Οτσαλάν, το χρηματιστήριο και τόσα ακόμη. Και μαζί το Βατοπέδι που επιτέλους φτάνει στο τέλος του και όλοι ως εκ θαύματος αθωώνονται. Και ο σιωπηλός βούδας της Ραφήνας και μέγας πολιτικός ανήρ δηλώνει δικαιωμένος. Το παρελθόν μας, είναι το παρόν ως φάρσα.
Μα ακόμη κι έτσι το παρελθόν δεν ησυχάζει. Δεν ζητά εκπροσώπους να το εκπροσωπήσουν, ανθρώπους να το ενσαρκώσουν γερασμένοι. Το παρελθόν πάλλεται με την ένταση του ακαριαίου και του επειγόντως. Γιατί το παρελθόν δεν έφυγε ποτέ, δεν είναι καν παρελθόν. Και θα ησυχάσει μόνο όταν ξημερώσει διέξοδος. Το παρελθόν ησυχάζει μόνο όταν το μέλλον κάνει το πρώτο βήμα.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Τρίτη 16 Μαΐου 2017

4 STELLE HOTEL: Μια συ­νη­θι­σμέ­νη μέ­ρα σε έ­ναν α­συ­νή­θι­στο τό­πο



Κά­θε χρό­νο στη Ρώ­μη 10.000 σπί­τια οι­κο­γε­νειών εκ­κε­νώ­νο­νται. Χι­λιά­δες άν­θρω­ποι πε­τιού­νται στους δρό­μους μιας πό­λης γε­μά­της α­πό ά­δεια κτή­ρια. Μπρο­στά σε αυ­τή την α­πάν­θρω­πη και πα­ρά­λο­γη συν­θή­κη οι άν­θρω­ποι δια­δη­λώ­νουν, ορ­γα­νώ­νο­νται και δια­μαρ­τύ­ρο­νται, ζη­τώ­ντας το αυ­το­νό­η­το. Στέ­γη, κα­τοι­κία, και κυ­ρίως α­ξιο­πρέ­πεια. Στις 6 Δε­κεμ­βρίου του 2012, 250 οι­κο­γέ­νειες κα­τέ­λα­βαν έ­να πα­ρα­τη­μέ­νο ξε­νο­δο­χείο στα πε­ρί­χω­ρα της Ρώ­μης. Μέ­χρι και σή­με­ρα ζού­νε ε­κεί. Το 4 Stelle Hotel εί­ναι η ι­στο­ρία τους.
Το δια­δι­κτυα­κό ντο­κι­μα­ντέρ «4 Stelle Hotel: An ordinary day in an extra ordinary place», των Valerio Muscella και Paolo Palermo, α­πο­τε­λεί μια ψη­φια­κή ε­μπει­ρία αλ­λη­λεγ­γύης και συμ­με­το­χής. Ο θε­α­τής – χρή­στης του δια­δι­κτύου κα­λεί­ται να ε­πι­σκε­φτεί το σάιτ http://www.4stellehotel.it/ και να βιώ­σει δια­δι­κτυα­κά μια μέ­ρα στην κα­τά­λη­ψη προ­σφύ­γων της Ρώ­μης στο πα­ρα­τη­μέ­νο ξε­νο­δο­χείο 4 Stelle Hotel. Οι ει­κό­νες και τα βί­ντεο δη­μιουρ­γούν την αί­σθη­ση του ντο­κι­μα­ντέρ. Εί­ναι, ό­μως, ο ε­πι­σκέ­πτης αυ­τός που ο­ρί­ζει το ρυθ­μό, το δρό­μο και την τα­χύ­τη­τά του, ε­πι­λέ­γο­ντας κά­θε φο­ρά τι θέ­λει να δει και α­πό πού θέ­λει να πε­ρά­σει.
Χω­ρι­σμέ­νο σε 4 πε­ριό­δους της η­μέ­ρας, το σάιτ προ­σφέ­ρει στον ε­πι­σκέ­πτη μια σει­ρά α­πό ντο­κου­μέ­ντα σχε­τι­κά με την κά­θε μέ­ρα στο ξε­νο­δο­χείο: πρωί, με­ση­μέ­ρι, α­πό­γευ­μα, βρά­δυ. Ο ε­πι­σκέ­πτης βλέ­πει φω­το­γρα­φίες, α­κούει ή­χους της κά­θε στιγ­μής, βλέ­πει βί­ντεο με ε­ξο­μο­λο­γή­σεις και ι­στο­ρίες, μα­θαί­νει πλη­ρο­φο­ρίες, πα­ρα­κο­λου­θεί γιορ­τές. Έρχε­ται σε ε­πα­φή με μια συ­νη­θι­σμέ­νη μέ­ρα, με μια φλού­δα ζωής μέ­σα στο 4 Stelle Hotel.

Στο ξε­νο­δο­χείο ζουν κα­τά κύ­ριο λό­γω οι­κο­γέ­νειες, πολ­λές α­πό τις ο­ποίες έ­χουν παι­διά κά­τω των 3 ε­τών. Από αυ­τές, 52 προέρ­χο­νται α­πό την α­να­το­λι­κή Αφρι­κή, 85 α­πό τη βό­ρεια Αφρι­κή, 20 α­πό την υ­πο­σα­χά­ρια Αφρι­κή, 28 α­πό την α­να­το­λι­κή Ευ­ρώ­πη, 29 α­πό την Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή, 4 α­πό την Ιτα­λία, ε­νώ 12 εί­ναι μει­κτές. Όπως μπο­ρεί κα­νείς εύ­κο­λα να κα­τα­λά­βει, το ξε­νο­δο­χείο 4 Stelle δεν α­πο­τε­λεί μό­νο μια κα­τά­λη­ψη στέ­γης, αλ­λά πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο έ­να πεί­ρα­μα συ­νύ­παρ­ξης. Στα βί­ντεο του ντο­κι­μα­ντέρ μπο­ρεί κά­ποιος να δει αν­θρώ­πους δια­φο­ρε­τι­κής προέ­λευ­σης να συμ­με­τέ­χουν σε κοι­νές γιορ­τές, να μα­θαί­νουν με πε­ριέρ­γεια τα ή­θη και τα έ­θι­μα των γει­τό­νων τους, να δια­σκε­δά­ζουν και να α­να­πνέ­ουν μα­ζί τους. Η α­νά­γκη στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση γεν­νά­ει συ­νύ­παρ­ξη.
Μέ­σα α­πό την η­μέ­ρα που περ­νά­με στο ξε­νο­δο­χείο, μα­θαί­νου­με τις δια­δρο­μές των κα­τοί­κων, τις χί­λιες σκλη­ρές στιγ­μές που τους έ­φε­ραν έως ε­δώ, τις φι­λο­δο­ξίες και τα ό­νει­ρα, τις α­πό­ψεις για το πα­ρελ­θόν, το πα­ρόν και το μέλ­λον. Μας ξε­να­γούν στα δω­μά­τιά τους, μοι­ρά­ζο­νται μα­ζί μας το πε­ρι­βάλ­λον και τα α­ντι­κεί­με­νά τους. Το βλέμ­μα ε­δώ εί­ναι αλ­λη­λεγ­γύη.

Η πε­ριή­γη­ση στο ξε­νο­δο­χείο εί­ναι έ­να τα­ξί­δι στο πα­ρελ­θόν και το πα­ρόν της Ευ­ρώ­πης. Στις α­ποι­κίες και τους ξε­ρι­ζω­μούς για τους ο­ποίους εί­ναι υ­πεύ­θυ­νη και ταυ­τό­χρο­να στη ση­με­ρι­νή φτώ­χεια και στους χί­λιους λά­θος τρό­πους δια­χεί­ρι­σης του ζη­τή­μα­τος. Μέ­σα, ό­μως, α­πό την αλ­λη­λεγ­γύη και τη συ­νύ­παρ­ξη, το εγ­χεί­ρη­μα γί­νε­ται προ­βο­λή ε­νός εν­δε­χό­με­νου μέλ­λο­ντος. Ίσως του μό­νου μέλ­λο­ντος με θε­τι­κό πρό­ση­μο. Ίσως γι’ αυ­τό τε­λι­κά το ί­διο το α­πο­τέ­λε­σμα, πα­ρά τις σκλη­ρές α­πο­χρώ­σεις του, κα­τα­φέρ­νει να α­πο­πνέει αι­σιο­δο­ξία. Αυ­τό που κυ­ριαρ­χεί εί­ναι η δρά­ση και η συ­μπό­νια ως α­πά­ντη­ση στη δυ­σκο­λία και τη σκλη­ρό­τη­τα. Άλλω­στε, τί­πο­τα δεν έ­χει τε­λειώ­σει. Η α­στυ­νο­μία και ο δή­μος α­κό­μα προ­σπα­θούν να εκ­κε­νώ­σουν το ξε­νο­δο­χείο. Το δια­δι­κτυα­κό ντο­κι­μα­ντέρ μέ­σα α­πό την πρω­το­τυ­πία και τη διά­δρα­ση, την τε­ρά­στια έ­κτα­ση και το ά­πει­ρο υ­λι­κό (οι δη­μιουρ­γοί μά­ζευαν υ­λι­κό και δού­λευαν πε­ρί­που 2 χρό­νια, ζώ­ντας μέ­σα στην κα­τά­λη­ψη), με την ε­ξαι­ρε­τι­κή αι­σθη­τι­κή του, την ει­λι­κρί­νεια και την α­με­σό­τη­τα, τη σχε­δόν ποιη­τι­κή ελ­λει­πτι­κό­τη­τα –ό­πο­τε αυ­τή χρειά­ζε­ται- κα­τα­φέρ­νει να γί­νει κά­τι πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό μια α­πλή κα­τα­γρα­φή. Γί­νε­ται μια χει­ρο­νο­μία έ­μπρα­κτης αλ­λη­λεγ­γύης και ταυ­τό­χρο­να μια ξε­κά­θα­ρη πο­λι­τι­κή πρό­τα­ση. Και ε­πί­σης, μια πρό­τα­ση που α­να­ζη­τά αρ­χι­κά ε­πι­σκέ­πτες και στη συ­νέ­χεια μι­μη­τές.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

Ανταπόκριση από τα Τίρανα



Ο ουρανός στα Τίρανα μένει στριμωγμένος ανάμεσα στους βιαστικά σηκωμένους ουρανοξύστες και τα βουνά που τα περιβάλλουν.
Βαρύς ουρανός σαν γλώσσα γεμάτη σύμφωνα, σχεδόν μεταλλική στον ήχο της. Κάθε τι σε αυτήν την πόλη είναι ταυτόχρονο.
Η μικρή και η μεγάλη κλίμακα, η πολυτέλεια και η εξαθλίωση, ο γερασμένος κομμουνισμός και ο καπιταλισμός καζίνου των Βαλκανίων, το χθες και το σήμερα. Μια πόλη ταυτόχρονη που αλλάζει ταυτότητες σχεδόν τυχαία.
Το κέντρο των Τιράνων μοιάζει με εργοτάξιο. Η μεγάλη τους πλατεία να πλακοστρώνεται, νέοι ουρανοξύστες να σηκώνονται στον σβέρκο χαμόσπιτων, παντού να επικρατεί οικοδομικός αναβρασμός.
Οι κακές γλώσσες στα παγκάκια και στα μπαρ λένε πως κάτι τέτοιο συμβαίνει γιατί τα Τίρανα είναι ο παράδεισος ξεπλύματος ιταλικού παράνομου κεφαλαίου.
Η αίσθηση όμως της ανοικοδόμησης δεν ζητά διαπιστευτήρια νομιμότητας.
Δεν έχω δει πουθενά εργάτες να δουλεύουν με τις ταχύτητες και την επιμονή εκείνων των Αλβανών στο κέντρο της πόλης.
Ενα έργο που εδώ θα χρειαζόταν βδομάδες για να γίνει τελείωσε σε λίγες μόνο μέρες μπροστά στα ξαφνιασμένα μας μάτια.
Παραπέρα το τεχνητό ποτάμι διασχίζει τεχνητά την πόλη, πιο πέρα μια τεράστια τεχνητή λίμνη.
Τα Τίρανα είναι μια πόλη που κάθε στιγμή εκθέτει την επιθυμία της για αλλαγή, για βιασύνη, προσπαθώντας να καλύψει τον χρόνο που χάθηκε.
Γι' αυτό κάποιες όψεις του κέντρου θα σου θυμίσουν Κηφισιά, κάποιες Γαλάτσι και κάποιες άλλες φτωχογειτονιές κάποιας ξεχασμένης ελληνικής επαρχίας. Ολα σε απόσταση ενός δρόμου.
Γιατί εδώ ο χρόνος και ο χώρος είναι σχετικοί. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μιας ξεχασμένης ιδεολογίας με τα ογκώδη κτίρια και τους ανοιχτούς δρόμους, η κυριαρχία του τσιμέντου και της πέτρας συνορεύουν με το γυαλί και το σίδερο ενός όρθιου ονείρου οικονομικής ευμάρειας.
Και μαζί τα χαμόσπιτα, οι οικοδομές χωρίς κουφώματα, χωρίς πόρτες πολλές φορές, ακόμα και χωρίς σοβά.
Τα μπούνκερ του Χότζα είναι ακόμα εκεί. Ανενεργά, μουσεία προς έκθεση ή φωλιά για νυχτερίδες.
Αποτύπωση του φόβου μιας αποκάλυψης που δεν ήρθε αλλά άφησε πίσω τα τσιμέντα της.
Μια οχύρωση ορφανή από επιθέσεις, πιο πολύ φόβος παρά άμυνα. Κούφια πόλη, μια άδεια ηχώ τρέχει στις υπόγειες φλέβες σου.
Μα τα Τίρανα αφήνουν το μακρινό παρελθόν γιατί τα Τίρανα είναι η πρωτεύουσα των 90s. ίσως να είναι μια από τις λίγες πόλεις στην Ευρώπη που βρίσκονται εντός του άπιαστου ονείρου μιας οικονομικής ευμάρειας.
Οι οικοδομές, τα καζίνα (ακόμη και στο κέντρο της πόλης), τα εμπορικά κέντρα κλείνουν το μάτι τους προς τα εκεί.
Και αυτό που καταλαβαίνεις είναι πως πολλοί κάτοικοι ζούνε τη δεκαετία αυτή που δεν μπόρεσαν να ζήσουν στην ώρα της.
Η πολιτική αστάθεια και η μετανάστευση τους έκλεψαν τη δεκαετία, μια δεκαετία που επιστρέφει στο κέντρο των Τιράνων.
Ετσι, δεν είναι τυχαίο που θα ακούσεις στη σειρά πολλές 90s ποπ επιτυχίες.
Του παρελθόντος της Δύσης, του παρόντος των Τιράνων: U2, Backstreet Βoys, Placebo, Savage Garden, No Doubt και Βασίλης Καρράς.
Η Ελλάδα είναι έντονη στους δρόμους των Τιράνων. Στις επιχειρήσεις (Goody's, Γρηγόρης), στις τράπεζες (Αλφα Μπανκ, Εθνική, Πειραιώς), στα προϊόντα (Καρέλια, Μύθος κ.ά.).
Θα συναντήσεις περισσότερους Αλβανούς να μιλούν ελληνικά παρά αγγλικά (αν και αυτοί που μιλούν ιταλικά είναι ακόμη περισσότεροι).
Να σου απαντούν με ενθουσιασμό στη γλώσσα σου και να σε ρωτούν σε ποια γειτονιά της Αθήνας μένεις.
Κάποιες φορές το άκουσμα των ελληνικών φέρνει σκυθρωπή όψη κι εσύ προσπαθείς να σκεφτείς ποια ιστορία κρύβεται από πίσω της.
Ο εθνικισμός άλλωστε κατοικεί ως καθημερινή χειρονομία. Στις άπειρες σημαίες, στις κόκκινες μπλούζες με τον μαύρο αετό, σε μαγνητάκια ψυγείων που δείχνουν τη Μεγάλη Αλβανία.
Οπως περίπου σε κάθε βαλκανική πρωτεύουσα.
Παρ' όλα αυτά, έχεις την αίσθηση του ασχημάτιστου στον χώρο και τον χρόνο.
Μια πόλη που δεν έχει βρει πλήρως τους τρόπους, τις γεύσεις, την ταυτότητά της.
Δεν έχει ορίσει πλήρως τα τοπόσημα του κέντρου της, τις όψεις που παραπέμπουν στη δική της όψη. Σύντομα αυτό θα συμβεί.
Μέχρι τότε, για εμάς τους ξένους, τους τουρίστες, κατακτητές ή επενδυτές, τα Τίρανα θα παραμένουν μια ντροπαλή πόλη.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)