Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017

Ο ποιητής και το παγκάκι




Ηταν αρκετά χρόνια πίσω όταν επισκέφτηκα την Ιρλανδία και το Δουβλίνο. Νομίζω πως σε εκείνο το ταξίδι κατάλαβα πως σε κάθε τόπο επισκέπτεσαι αυτά που εσύ ο ίδιος κουβαλάς . Για εμένα η Ιρλανδία ήταν η μόνη χώρα που ήθελα πραγματικά να επισκεφτώ. Ένας τόπος προσκυνήματος όπου όλοι οι αγαπημένοι μου καλλιτέχνες περπάτησαν και ανέπνευσαν. Ο Όσκαρ Γουάιλντ, ο Γέητς, ο Συνγκ, ο Τζόυς, ο Μπέκετ και πολλοί ακόμη. Μια σπιθαμή γης που έθρεψε την ομορφιά και την ιδιοφυΐα. Και ακόμη και αν τελικά όλοι οι συγγραφείς εγκατέλειψαν το «αγαπημένο βρωμοδουβλίνο», κάτι από την πόλη αυτή παρέμενε γαντζωμένο στην ανάσα και την ανάμνησή τους. Γιατί το Δουβλίνο μπορεί να μην είναι η ομορφότερη πόλη, αλλά διατρέχει με τόσο παρόν φράσεις και στίχους, ώστε όταν την επισκέπτεσαι –και εφόσον το επιθυμείς- να νομίζεις πως τα βήματά σου απλώνονται στην επικράτεια του μύθου.

Οι μέρες είχανε περάσει και το προσκύνημα είχε σχεδόν τελειώσει. Για το τέλος είχα αφήσει ένα άγαλμα ενός σχετικά άγνωστου σε εμάς ποιητή, του Πάτρικ Κάβανα. Πέρα από το γεγονός πως η ποιητική του σύνθεση «Η μεγάλη Πείνα» (εκδόσεις Καστανιώτη, 1999) υπήρξε ένα από τα ωραιότερα ποιητικά βιβλία που είχα διαβάσει, το άγαλμα είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον με την πρωτοτυπία του. Η μορφή του ποιητή δεν εμφανίζεται με την ρομαντική ένταση του βάρδου ή τον απόμακρο σεβασμό του διανοουμένου, αλλά με την επιθετική κοινοτοπία του καθημερινού. Ο ποιητής με χέρια και πόδια σταυρωμένα αράζει σε ένα παγκάκι. Το γλυπτό σε φυσικό μέγεθος δύσκολα ξεχωρίζει από την κοινοτοπία μιας καθημερινής εικόνας. Αν προσπεράσεις βιαστικά, δεν θα καταλάβεις καν πως πρόκειται για άγαλμα .

Κι όμως πολλές φορές η κοινοτοπία είναι το καλύτερο καμουφλάζ για να κρυφτείς. Μετά από μία περίπου ώρα περπάτημα κατά μήκος του Λίφεϋ, τα παγκάκια παρέμεναν εμφανώς άδεια από πρασινισμένους ποιητές. Το άγαλμα παρέμενε άφαντο. Μέσα στην απόγνωση ρώτησα τον πρώτο περαστικό που συνάντησα να μου πει πού στο καλό είναι το άγαλμα. Ο περαστικός, ένα μεγαλόσωμος 60άρης με 4 δόντια και ένα τσιγάρο να πηγαινοέρχεται ανάμεσά τους με κοίταγε με απορία. «Από πού είσαι;», με ρώτησε. «Από την Ελλάδα» του απάντησα, «Ελλάδα! Κόλλα πέντε» μου είπε ενθουσιασμένος βάζοντάς με σε μια διαδικασία παρατεταμένης χειρονομίας που δεν μπορούσα να ακολουθήσω. «Ελλάδα ε; Ξέρεις τον Ντέμη Ρούσσο; Έτρωγε πάρα πολλές μπριζόλες», μου είπε. «Το άγαλμα δεν θυμάμαι πού βρίσκεται. Αλλά μια φορά τα είχα πιει στο δίπλα τραπέζι με το Κάβανα», για να προσθέσει στη συνέχεια: «βέβαια αυτό δεν είναι κάτι πρωτότυπο. Όλο το Δουβλίνο έχει πιει κάποια στιγμή σε κάποιο διπλανό τραπέζι με τον γέρο Πάτρικ. Έπινε πολύ βλέπεις. Και το υπόλοιπο Δουβλίνο επίσης», για να λήξει το μονόλογό του λέγοντας «πρέπει να φύγω. Αν κάποτε συναντήσεις τον Ντέμη Ρούσσο μετέφερε του το θαυμασμό μου. Πολλές μπριζόλες πράγματι». Έφυγε βιαστικός και εμείς συνεχίσαμε να ψάχνουμε το καθιστό άγαλμα στις όχθες του Λίφεϋ. Τελικά, το άγαλμα δεν το βρήκαμε ποτέ και καταλήξαμε στο λογικό συμπέρασμα πως το πιθανότερο είναι να το ξερίζωσε από τη θέση του ο Ντέμης Ρούσσος, να το έβαλε στην έπαυλη του και να το κοιτά ενώ συνέχιζε να τρώει τις διεθνώς αναγνωρισμένες μπριζόλες του.

Καμιά φορά σκέφτομαι αυτή την ασήμαντη ιστορία. Και κάποιες φορές σκέφτομαι το άγαλμα (τον Ντέμη Ρούσσο ομολογώ πως τον σκέφτομαι όλο και λιγότερο). Κάποιες φορές ενώ διασχίζω το πάρκο το πρωινό, βλέπω τα άδεια παγκάκια στη σειρά, χωρίς ποιητές, χωρίς ποτάμι. Άδεια παγκάκια, λέω, περιμένετε και σεις στην ταπεινή άκρη αυτού του κόσμου τον ποιητή να απλώσει πάνω σας τα πόδια του και τη μοναξιά του. Ακόμα και αν η όψη σας δεν αντικρίζει τίποτα παραπάνω από το απέναντι παρτέρι, η θέα σας θα είναι πάντοτε η αιωνιότητα ενός ποταμού που κυλά σιωπηλός μέσα απ το στήθος μας. Και αν τελικά οι ποιητές προτιμήσουν και πάλι κάποιο αλκοολούχο μπαρ και κάποιο ξενέρωτο καφενείο, εσείς παγκάκια μου να θυμάστε του στίχους του Πάτρικ Κάβανα: «Ω μην με τιμήσετε με κάποιον τάφο που εξιστορεί κατορθώματα ηρώων /μόνο με ένα παγκάκι δίπλα στο ποτάμι για να κάθονται εκεί οι περαστικοί».

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

Ορθόδοξο ΠΑΣΟΚ, ανορθόδοξες πρακτικές


Οι δημιουργοί της σελίδας-παρωδία στο Facebook «Παλιό Πα.Σο.Κ. - Το Ορθόδοξο» αποφάσισαν να ανοίξουν ένα μαγαζί με λίγο-πολύ τα χαρακτηριστικά των αναρτήσεών τους. Πασοκικά αντικείμενα και στερεότυπα, αφίσες, αναφορές σε πρόσωπα και πράγματα της πασοκικής δυναστείας. Με μότο το «Σαμπάνια – Σολομός – Σοσιαλισμός» και υπόκρουση τα Carmina Burana και τη Ρίτα Σακελλαρίου.
Οk λες, σαν χαβαλές ακούγεται και η σελίδα πλακίτσα έχει και τι σημασία έχει και τι γράφετε για όλα αυτά;
Ενα ακόμα αστείο μιας κουλτούρας που δομείται πάνω στην ειρωνεία και οι μόνες της ωδές αποτελούν παρωδίες.
Μιας κουλτούρας λίγο-πολύ κοινής και οικείας για όσους βρίσκονται εκεί στα 30-40, μιας κουλτούρας που μοιραζόμαστε σε διαφορετικές δόσεις ο καθένας. Είναι όμως μόνον αυτό;
Ναι, όπως φαίνεται το ΠΑΣΟΚ ως νοσταλγία είναι πιο αποδεκτό από το ΠΑΣΟΚ ως πολιτική (π.χ. η σελίδα του Ορθόδοξου ΠΑΣΟΚ έχει περισσότερα μέλη από την κανονική σελίδα του κόμματος).
Αλλά, συγγνώμη, τι εννοούμε νοσταλγία; Στο πλαίσιο αυτό εννοούμε ουσιαστικά την υπογράμμιση εξωτερικών χαρακτηριστικών, την εστίαση μέσω της υπερβολής σε αισθητικά σημεία, πρόσωπα και γεγονότα ώστε να αναδειχτεί ένας κώδικας και ένα λεξιλόγιο με όρους παρωδίας.
Η ίδια η μνήμη μάς οδηγεί σε κορυφές παγόβουνων, σε λέξεις και ονόματα που συμπύκνωναν πολιτικές και πράξεις.
Και ναι, η ανάμνηση της γραφικότητας πτυχών του πασοκισμού (τα πράσινα καφενεία, τα πακέτα Ντελόρ -κυρίως ως άκουσμα-, το «ο κόσμος έφαγε ψωμάκι») φέρνει γέλιο, όταν όμως αναπαράγεται εμμονικά ως καλτ, χωρίς καμία κριτική, χωρίς καμία υπενθύμιση των πολιτικών και των γεγονότων που αυτές οι πολιτικές προκάλεσαν -και προκαλούν έως και σήμερα- τότε δεν είναι τίποτα περισσότερο από ξέπλυμα και εκμετάλλευση.
Το καλτ περιγράφει την ένταξη του αισθητικά περιθωριακού στον κυρίαρχο λόγο με όρους παρωδίας αλλά ταυτόχρονα συμπάθειας και κατανόησης. Είναι μια κίνηση κατευνασμού και οικειοποίησης.
Μια πραγματικά κακή ταινία γίνεται καλτ, ακριβώς γιατί η αισθητική της έλλειψη είναι εμφανής και την καταδικάζει να μην μπορεί ποτέ να γίνει κομμάτι του κυρίαρχου λόγου.
Το γέλιο που προκαλεί είναι μια συνεχής υπενθύμιση για το πόσο «ακίνδυνη» είναι η ταινία στο να θεωρηθεί κάτι περισσότερο από περιθώριο.
Η σύγχρονη κοινωνία της συνεχούς αναπαραγωγής αποθεώνει το «κακό» αισθητικά και το εντάσσει στον λόγο της ακόμα και με όρους εμπορικής εκμετάλλευσης.
Ως κάτι δεδομένα κακό που ως κέντρο της ταυτότητάς του δεν έχει αυτό που θέλει να πετύχει ο δημιουργός (ή οι δημιουργοί) αλλά την παγιοποίηση της αποτυχίας του να το καταφέρει.
Το πρόβλημα με τη συγκεκριμένη κίνηση του ορθόδοξου ΠΑΣΟΚ και των λοιπών προϊόντων του είναι πως όλα αυτά που εκλαμβάνονται ως περιθωριακά υπήρξαν κομμάτια μιας κυρίαρχης, διαδεδομένης και ταυτόχρονα άκρως επιθετικής κουλτούρας.
Μιας πασοκικής κουλτούρας που ισοπέδωσε, δημιούργησε συγκεκριμένους ανθρωπότυπους και βίασε ένα συλλογικό φαντασιακό.
Που βασίστηκε σε οικονομικά στηρίγματα ύποπτης καταγωγής ώστε να στηθεί, μάσησε, ρεύτηκε και έστειλε τον λογαριασμό στις επόμενες γενιές.
Μια κουλτούρα που επιβιώνει μέχρι και σήμερα, ακόμη και χωρίς Κωστόπουλους, χωρίς «Αυριανή», ακόμη και χωρίς ΠΑΣΟΚ. Σε καθημερινές συμπεριφορές, τρόπους και στάσεις, σε αξιακές κλίμακες και επιθυμίες, στον νεοαυριανισμό και σε συγκεκριμένους πολιτικούς (όχι απαραίτητα στον χώρο του ΠΑΣΟΚ). Μια στάση ζωής που καιροφυλακτεί ώστε να καταστεί ξανά κυρίαρχη και να πάρει την εκδίκησή της.
Ολη αυτή η ιστορία μοιάζει με νοσταλγία για το ίδιο το σήμερα. Ως απενοχοποίηση των στοιχείων αυτών που, αν και υπάρχουν στο παρόν, δεν μπορούν να επιδειχθούν με την ίδια ένταση και την ίδια εξωστρέφεια.
Το παρόν λοιπόν μεταμφιέζεται σε παρελθόν ώστε, δήθεν αυτοπαρωδούμενο, να απολαύσει τον εαυτό του. Και η ίδια η παρωδία, αφού πάντα επιλέγει με τρόπο αφηρημένο, ξεχνώντας επιχειρήματα και λεπτομέρειες, σκοτεινές πτυχές και εγκληματικές διασυνδέσεις, σχετικοποιεί, λειαίνει τις γωνίες και τελικά αθωώνει και ξεπλένει. Τόσο το παρελθόν όσο και το παρόν. Και μάλιστα με οικονομικό αντίτιμο παροχής πράσινων υπηρεσιών.
Αλλά τελικά η εμπορική εκμετάλλευση των πάντων άνευ όρων -το να βγάζεις κέρδος από μια φούσκα- είναι κατεξοχήν πασοκική πρακτική. Αρα το ΠΑΣΟΚ το ορθόδοξο, το «Κέντρο Πολιτισμού Η Αλλαγή» και όλα τα συναφή δεν είναι ξένα της κουλτούρας που παρωδούν. Στην πραγματικότητα περιγράφουν ακριβώς την ένταξη του ανεστραμμένου ειδώλου της κουλτούρας αυτής στο κυρίαρχο σώμα της.
Καλές δουλειές, σύντροφοι.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Από τον ένα Δεκέμβρη, ο άλλος


Οι μέρες προχωρούνε από εκείνη τη νύχτα του Δεκέμβρη του 2008, στοχεύοντας πάντοτε στο μέλλον. Μα υπάρχει κάτι κάθε 6 Δεκεμβρίου που τις τραβά στο παρελθόν. Μια υπενθύμιση του περιστατικού, των ημερών που ακολούθησαν και της παρακαταθήκης. Μια υπενθύμιση των πόσων πέρασαν από τότε, των πραγμάτων που άλλαξαν, των ανθρώπων που άλλαξαν, των στοιχείων εκείνων που γεννήθηκαν τότε και ακόμη τα κουβαλάμε πολλές φορές ακόμα και άθελά μας.
Η εξέγερση του Δεκέμβρη του ‘08 έθεσε με τον πιο εμφατικό τρόπο ένα ηθικό αίτημα ως απάντηση σε μια πράξη εγκληματικής καταστολή. Η ίδια η πράξη συνόψιζε πολλά περισσότερα από το τράβηγμα ενός μπιστολιού. Κουβαλούσε και κουβαλάει πράξεις του παρελθόντος και πράξεις του μέλλοντος. Μια ακυρωμένη ηλικία και μια μηδενική προοπτική. Το μπάζωμα και το θάψιμο του χειμάρρου μιας γενιάς. Κάπου ανάμεσα στην μιζέρια της πλαστικής ευδαιμονίας ως υπόσχεση της δεκαετίας των πολλών μηδενικών (‘00s) και την πλήρη απαξίωση της όποιας διεξόδου ακριβώς την επόμενη δεκαετία. Η κρίση μιας ολόκληρης γενιάς άρχισε με αυτό τον πυροβολισμό και αντηχεί ακόμη.

Το ηθικό αίτημα εκείνων των ημερών ήταν ξεκάθαρο και έμπαινε με τρόπο εμφατικό: δεν γίνεται να πυροβολείς ένα παιδί και αυτό να μένει αναπάντητο. Τα γεγονότα που ακολούθησαν περιγράφουν ακριβώς τη διαδικασία μιας ολόκληρης κοινωνίας να σπρώξει αυτή τη δολοφονική πράξη έξω από τα όριά της με όρους ύβρεως απέναντι στο σύνολό της. Αλλά αυτό που περιγράφεται ως έξω από το όριο της κοινωνίας περιγράφει και αυτή την ίδια. Καθώς, λοιπόν, το αίτημα διατυπωνόταν, κάτι μετασχηματιζόταν σ’ αυτή. Κάτι βαθύ ως προς τις αξίες και τα συλλογικά δεδομένα που επέτρεψαν τη δολοφονική πράξη, ως προς τις αντιστάσεις στο να αποδεχτείς την πράξη αυτή και να θέλεις με κάθε τρόπο να εκφράσεις τη δομική σου αντίθεση.
Γιατί ο Δεκέμβρης ταξίδεψε πολύ μέσα στα ημερολόγια. Διαχύθηκε σε γειτονιές και συλλογικές χειρονομίες, σε ατελείωτες ζυμώσεις στο στόμα δυο φίλων, μιας παρέας ή μιας συλλογικότητας. Μπήκε στην κατάληψη της Λυρικής και φούντωσε ξανά στις μεγάλες πορείες της κρίσης, έγινε μαζικός διάλογος στο Σύνταγμα και ρευστοποίηση των βεβαιοτήτων. Έγινε ένα μαζικό ΟΧΙ, υπερπηδώντας το φόβο και χαμογελώντας αγωνιστικά προς το άγνωστο. Απογοητεύτηκε, εξοργίστηκε και παραμένει εδώ. Αγκάλιασε τους προβληματισμούς και τις απογοητεύσεις, τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το πολιτικό φαινόμενο και τα όρια της διεκδίκησης. Υπεραναλύθηκε και αποσιωπήθηκε ταυτόχρονα. Καλύφθηκε από τα γεγονότα που τον διαδέχτηκαν και τα διαπέρασε ταυτόχρονα. Κληρονομήθηκε επιμερισμένος σε άπειρες εκδοχές και αναγνώσεις τελείως προσωπικές. Ως γεγονός, ως πολιτική, ως βίωμα.
Και ακόμα περισσότερο μέσα από την ξαφνική του εμφάνιση και την αυθόρμητη δημιουργία του υποσχέθηκε πως θα είναι πάντοτε εδώ. Σε απόσταση μιας σπίθας ή ενός εγκλήματος από το παρόν μας. Αλλά όχι μόνο ως αντίδραση. Θα είναι εδώ και ως υπόσχεση ακαριαίας δημιουργίας απέναντι σε όσους δεν βολεύονται σε ένα τόσο στενό παρόν. Κάθε Δεκέμβρη, ο Δεκέμβρης μας θυμίζει πως ο Δεκέμβρης περιμένει.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Από τον πολιτικό ρεαλισμό, στον ψυχρό κυνισμό


Ποια είναι η πολιτική απόσταση που χωρίζει τον πολιτικό ρεαλισμό από τον κυνισμό; Σε ποιο σημείο τοποθετείται το όριο αυτό, που αν το υπερβείς, χάνεις την ψυχή σου; Υπάρχουν πράξεις και αποφάσεις που μια κυβέρνηση θα όριζε ως αδιανόητες με βάση την ιδεολογία της ή έστω την ιστορία της;
Η συζήτηση στη βουλή γύρω από την υπόθεση της πώλησης όπλων της κυβέρνησης στη Σαουδική Αραβία είχε πολλά στοιχεία. Στοιχεία για το ποιος ξέρει ποιόν, που τον συνάντησε, πως συνεργάστηκαν. Στοιχεία για τη νομιμότητα των μεσαζόντων και το παράνομο των εκπροσωπήσεων. Είχε αναφορές σε πρεσβείες και προξενεία, στη σαρία και το νομικό δίκαιο των διακρατικών αγοραπωλησιών. Είχε ρητορικά σχήματα και φραστικές εκρήξεις, απειλές και φτηνά υπονοούμενα. Ένα καμβά από καθημερινά κοινοβουλευτικά χρώματα με ελαφρώς αυξημένη ένταση. Το μόνο που δεν είχε ήταν συζήτηση για την ουσία του θέματος. Για το πώς μια κυβέρνηση νομιμοποιείται να πουλάει όπλα σε ένα θεοκρατικό καθεστώς, το οποίο θα τα χρησιμοποιήσει, εξοπλίζοντας τον υπό σαουδαραβική ηγεσία συνασπισμό στην Υεμένη.

Βέβαια, είναι γνωστό σε όλους πως τα όπλα του Πάνου Καμένου και αντίστοιχων ηθικών προσώπων είναι ένα μονάχα από τα εργαλεία που χρησιμοποιεί η Σαουδική Αραβία, για να γονατίσει τους σιίτες αντάρτες και το μεγάλο κομμάτι του λαού της Υεμένης, που τους στηρίζει στη διαμάχη τους με τους ξένους εισβολείς. Η πείνα και οι επιδημίες είναι μερικά όπλα ακόμα. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της βουλής, περίπου επτά εκατομμύρια άνθρωποι είναι αντιμέτωποι με τον λιμό στην Υεμένη και εκατοντάδες χιλιάδες ζωές απειλούνται από τις επιδημίες χολέρας και διφθερίτιδας που σαρώνουν λόγω των συνθηκών. Και όλα αυτά κατά τη διάρκεια εκλύσεων από τη Διεθνή Αμνηστία και τον ΟΗΕ να σταματήσει η πώληση όπλων και να αρθεί το εμπάργκο που έχει επιβάλει η Σαουδική Αραβία. Και ενώ λίγες μέρες μετά σε ψήφισμα του ευρωκοινοβουλίου για πολιτική λύση στη σύγκρουση της Υεμένης εγκρίνεται με ευρεία πλειοψηφία η επιβολή εμπάργκο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην πώληση όπλων προς τη Σαουδική Αραβία.

Ποια πολιτική επιχειρηματολογία, ποια ρεαλιστική προσέγγιση, ποια ρητορική κέρδους και απώλειας μπορεί να νομιμοποιήσει τη συμμετοχή μιας κυβέρνησης σε ένα συλλογικό έγκλημα; Είναι κυνισμός και κυνισμός μόνο. Μια προσέγγιση με αποκλειστικά οικονομικό κριτήριο, μια πολιτική που η ίδια μεταφράζει την πολιτική σε ψυχρή οικονομία. Μια κατάπτυστη επίδειξη αμοραλισμού που περιγράφει τον εαυτό της ως αυτονόητο και τελικά καταλήγει να συζητάει για τα γύρω γύρω. Για το ποιος γνώριζε τον Παπαδόπουλο, και τον Σφακιανάκη, για το ποιες κινήσεις είναι νόμιμες και ποιες νομότυπες, για τι επιτρέπεται και τι όχι. Μια συζήτηση για τη νομιμότητα του δευτερεύοντος, όταν η όλη συζήτηση θα έπρεπε να είναι απονομιμοποιημένη από την αρχή.
Γιατί, αν τελικά η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού και το μόνο εφικτό είναι ένας κυνισμός που επιβάλει το θάνατο, καλό θα ήταν να σταματήσουν οι ταυτόχρονες ρητορικές κορόνες για την εδώ φτώχεια, για τους πλειστηριασμούς της πρώτης κατοικίας, για την κλιμάκωση της καταστολής και για την ελληνική ανθρωπιστική κρίση. Στο συγκεκριμένο είδος λόγου η επίκληση στην ηθική και τον ανθρωπισμό δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα ρητορικό πυροτέχνημα που έχει ως στόχο την νομιμοποίηση του απάνθρωπου. Μια ρητορική που τελικά βαφτίζει ρεαλισμό τον κυνισμό, τον αποδέχεται και τον ορίζει ως κανόνα της.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017

«Παγανιστικές δοξασίες της θεσ­σαλικής επαρχίας» του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη


Η πρωτοτυπία είναι από μόνη της λογοτεχνική αρετή. Δεν αρκεί όμως από μόνη της ώστε να χτιστεί ένα βιβλίο. Είναι τελικά η διαχείριση της πρωτοτυπίας αυτή που έχει λογοτεχνική σημασία.
Η ανάπτυξη, η εξέλιξη, η αρχιτεκτονική της. Και ίσως τα πιο λαμπρά δείγματα λογοτεχνικής πρωτοτυπίας να είναι αυτά που ταυτόχρονα επιτυγχάνουν να μη μοιάζουν με την πρώτη ματιά καινούργια, αλλά κυρίως οικεία.
Οι «Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας» του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη είναι ένα βιβλίο που καταφέρνει να σου δίνει την ταυτόχρονη αίσθηση του παλαιού και του καινούργιου σε κάθε του σελίδα.
Από τη μία η pop ή pulp (το γράφω εδώ χωρίς ίχνος αρνητικής διάθεσης) αφήγηση του τρόμου όπως τη συναντούμε σε horror ταινίες, σε στίχους metal κομματιών, σε διηγήματα και μυθιστορήματα τρόμου. Και από την άλλη η ψευδαίσθηση που δημιουργεί ο συγγραφέας της λαογραφικής καταγραφής, του ανώνυμου αφηγητή λαού που διαμορφώνει συνολικά τις ιστορίες του.
Και πράγματι, διαβάζοντας τις σύντομες (2 με 3 σελίδες στην πλειονότητά τους) ιστορίες του Τσαπραΐλη έχεις την αίσθηση πως υπάρχει μια συλλογική συνηγορία πίσω από την αφήγηση, ένα πλήθος που κρατά την ίδια πένα ώστε να συνδιαμορφώσει. Και αυτό από μόνο του θα αρκούσε ως λογοτεχνικό επίτευγμα.
Τρία χρόνια μετά την πρώτη τους εμφάνιση στην ομώνυμη φεϊσμπουκική σελίδα που δημιούργησε ο Χρ. Τσαπραΐλης τον Ιούνιο του 2014, οι «Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας» κυκλοφορούν ως ενιαία συλλογή από τις εκδόσεις Αντίποδες. Το βιβλίο δομείται πάνω σε δύο άξονες που μέσα από τη χρήση τους ο συγγραφέας τελικά καταφέρνει να τους υπερβεί.
Ο πρώτος άξονας είναι η αφήγηση του παράδοξου, του φανταστικού και της φρίκης, του πεδίου αυτού που ρυθμίζει ένας κανόνας άλλος από τον ρεαλισμό του δικού μας κόσμου, εκεί που οι νεκροί επιστρέφουν, τα σώματα αλλάζουν και παραμορφώνονται, τα ζώα μιλούν.
Και ο δεύτερος άξονας είναι η εντοπιότητα. Η ντοπιολαλιά, ο γεωγραφικός προσδιορισμός, η χρήση των τοπωνυμίων, των ονομάτων και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της πραγματικής θεσσαλικής επαρχίας.
Η υπέρβαση συνίσταται στο γεγονός πως ο συγγραφέας καταφέρνει εστιάζοντας στο τοπικό να φτιάξει έναν λόγο τελικά οικουμενικό και εστιάζοντας στον «άλλο κόσμο» της φαντασίας και της φρίκης να μιλήσει τελικά για τον κόσμο που μας περιβάλλει. Και όλα αυτά με έναν λόγο χωμάτινο που καταφέρνει να μείνει μακριά από το πομπώδες, με μια αφήγηση σπαρμένη με αρχέτυπα, θαμμένες εικόνες, κοινές αναμνήσεις από στιγμές που δεν ζήσαμε.
Ο Τσαπραΐλης μιλάει στις ιστορίες του για έναν κόσμο παλαιό χωρίς να νοσταλγεί στο ελάχιστο. Το παλαιό εδώ ταυτίζεται με το μύχιο. Οχι με μια επιστροφή σε κάτι που παρήλθε, αλλά σε μια άλλη καταγωγή βαθύτερη από έθνη και από χώρες, βαθύτερη και από την ίδια την ιστορία.
Μέσα στα διηγήματα ο αναγνώστης συναντά την παλαιά αρμονία ανάμεσα στον τρόμο και την επιβίωση, τότε που κάθε τι είχε τον ρόλο του στη ζωή, ο ήλιος, ο περίγυρος, η κλίμακα του ανθρώπου. Μια αποκωδικοποίηση του αγνώστου με εργαλείο όχι την επιστήμη αλλά τη φαντασία. Μια άλλη λογική που περιλαμβάνει τη σκιά, τα δέντρα και τα ζώα και που τελικά χρησιμοποιεί την αφήγηση ακριβώς για να ενώσει τις κρυφές λειτουργίες του κόσμου και όσων τον αποτελούν.
Τα διηγήματα που διαβάζουμε κερδίζουν τη σημασία τους ακριβώς γιατί εντάσσονται στη λειτουργικότητα ενός κόσμου. Και ακόμα και αν ο κόσμος αυτός δεν υπάρχει, ακόμα και αν οι ιστορίες δεν δημιουργήθηκαν από ένα πλήθος που τον κατοικεί αλλά από έναν και μόνο συγγραφέα, τα διηγήματα καταφέρνουν να υπονοήσουν την ύπαρξή του και να μεταδώσουν όλο του το βάρος του φόβου, της επιβίωσης και της ζωής που τον κατοικεί.
Και τελικά ο κόσμος τού «Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας» είναι ο δικός μας κόσμος. Ειπωμένος με ξεχωριστό ταλέντο, σπάνια ικανότητα μυθοπλασίας και με τα άλματα της φαντασίας να κυριαρχούν και να συγκροτούν το σύνολο.
Κάτι απόλυτα νέο, φτιαγμένο με τα πιο παλαιά υλικά. Ενα πραγματικά ξεχωριστό βιβλίο.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Έγκλημα τιμής: η περίπτωση της Μαύρης Παρασκευής


Ενα όνομα που σε παραπέμπει σε κραχ χρηματιστηρίων, επεμβάσεις άγγλων στρατιωτών στην Ιρλανδία, τρομοκρατικές επιθέσεις. Χάος, αίμα και πανικό. Αν εξαιρέσεις το αίμα (στην Ελλάδα, γιατί σε περιπτώσεις άλλων χορών εμπεριέχεται και αυτό στο μείγμα) αυτό ακριβώς είναι και η Μαύρη Παρασκευή, ο εορτασμός που τα τελευταία χρόνια μπαστακώθηκε στα ημερολόγιά μας ως ευκαιρία, ως υστερία και αποκαρδίωση.

Η Μαύρη Παρασκευή (ή αλλιώς Black Friday στη γλώσσα των απανταχού καταναλωτών) είναι η μέρα που διαδέχεται τη γιορτή των Ευχαριστιών ή αλλιώς η τελευταία Παρασκευή του Νοεμβρίου. Η μέρα σηματοδοτεί την έναρξη της περιόδου των εκπτώσεων. Τα μαγαζιά ανοίγουν πολύ πιο νωρίς από το κανονικό τους ωράριο και κλείνουν πολύ πιο αργά. Η μέρα αυτή έχει καταγραφεί ως μια υστερία κατανάλωσης με τρομακτικά μεγάλες ουρές, ατελείωτα πλήθη να ορμάνε στα μαγαζιά για να ψωνίσουν, στους δρόμους να σχηματίζεται το μεγαλύτερο μποτιλιάρισμα του έτους, ενώ δεν λείπουν τα περιστατικά χειροδικίας ανάμεσα σε καταναλωτές, οι τραυματισμοί, ακόμη και οι θάνατοι.
Γιατί τελικά η Μαύρη Παρασκευή και όλα όσα αυτή πρεσβεύει είναι όντως μια έκπτωση. Με όλους τους συμμετέχοντες από άνθρωποι να μεταμορφώνονται σε καταναλωτές με ελάχιστη διάρκεια ζωής. Ένα βραδυφλεγές θαύμα που δημιουργεί όχι μόνο επιθυμία, αλλά άμεση ανάγκη εκπλήρωσης αφού το θαύμα έχει χρόνο ζωής μία και μόνο μέρα. Μια κατάσταση άμεσα κατασκευασμένης ανάγκης στην περίοδο παρατεταμένης έκτακτης ανάγκης που διανύουμε.
Η «Μαύρη Παρασκευή» -ακόμα και εάν η άτυπη θεσμοθέτηση της προηγείται κατά πολύ του παρόντος- περιγράφει την κατανάλωση στην εποχή της εξαθλίωσης. Τη στιγμή εκείνη, που τα προϊόντα είναι και πάλι προσβάσιμα, αλλά σαν άμαξες που μετά τα μεσάνυχτα ξαναγίνονται κολοκύθες, έτσι κι αυτά θα επιστρέψουν στις αρχικές τους τιμές. Μέσα στις συνθήκες της πιο βαθιάς κρίσης, η Μαύρη Παρασκευή μοιάζει με υπενθύμιση του χαμένου παραδείσου των δεκαετιών της ευμάρειας. Σαν μια βασανιστική, συμπυκνωμένη συνθήκη που νοσταλγεί τον εαυτό της. Ίσως γι αυτό η υστερία αυτή να έχει κάτι το μελαγχολικό. Καταναλωτές μετά την εποχή της κατανάλωσης, σαν παλαίμαχοι ποδοσφαιριστές βαθέως γήρατος.
Η Μαύρη Παρασκευή είναι φέτος μεγαλύτερη και πιο έντονα ορατή στη χώρα μας τόσο από άποψη διαφήμισης και διάδοσης όσο και από άποψη συμμετοχής. Η ημέρα γίνεται brand, μια μάρκα που φοριέται επετειακά και πολλαπλασιάζει μέσω της συνέχειας το ίδιο το γεγονός.

Και δίπλα στα αφιονισμένα ζόμπι της κατανάλωσης οι εξαντλημένες μορφές των εργαζομένων. Υψηλός και εντατικοποιημένος ρυθμός εργασίας και αφιονισμένα πλήθη ντύνουν στα μαύρα την Παρασκευή των εργαζομένων. Μαζί με την πρόβλεψη τα μαγαζιά να είναι ανοιχτά την Κυριακή, η Μαύρη Παρασκευή μαζί με τις Λευκές Νύχτες (όπου τα καταστήματα παραμένουν ανοιχτά τα βράδια) έρχονται να συμπληρώσουν την παλέτα της εργασιακής καταπάτησης. Με τρόπο που ακκίζεται ως καινοτόμος, σύγχρονος και εκπολιτισμένος, ενώ στην πραγματικότητα περιγράφει τον ορισμό του εκφυλισμού. Πόρτες σπάνε, άνθρωποι ποδοπατιούνται, ουρές οργώνουν τους δρόμους από τις 5 τα ξημερώματα (πολλές φορές από τις 9 το προηγούμενο βράδυ), άνθρωποι αλληλοπυροβολούνται πάνω από παιχνίδια ή δέρνονται για μια θέση παρκαρίσματος. Όλες αυτές οι εικόνες δεν καταγράφουν μεμονωμένα περιστατικά, αλλά συνηθισμένες «Μαύρες Παρασκευές». Και αν οι εικόνες μοιάζουν μακρινές για τον αναγνώστη, οι εικόνες από τη γραμμή στα Public ή στα διάφορα εμπορικά κέντρα κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση.
Παρ όλα αυτά καμία κριτική στο φαινόμενο δεν έχει νόημα όταν περιορίζεται απλώς σε όσους συμμετέχουν σε αυτό. Γιατί αυτό που είναι προβληματικό δεν είναι η μαύρη Παρασκευή ή οι συμμετέχοντες αλλά όλα όσα την κάνουν αποδεκτή στον υπερθετικό βαθμό. Το μαύρο ξεκινάει ακριβώς από εκεί.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017

Ο Τσαρλς Μάνσον και η ανωνυμία του κακού


Οταν ο Τσαρλς Μάνσον γεννήθηκε είχε αρχικά το όνομα «No name Maddox». Η μάνα του, αλκοολική μικροεγκληματίας, και ο πατέρας του, εργάτης χαμένος από προσώπου γης, δεν μπήκαν στον κόπο να τον ονοματίσουν.
Οταν πέθανε, το όνομα Τσαρλς Μάνσον είχε ήδη κατοχυρωθεί στα ληξιαρχεία ως συνώνυμο της φρίκης.
Ενα brand που θα περιγράψει την ενσάρκωση του κακού, την τυφλότητα της βίας, το πρόσωπο του θηρίου εντός των αστικών κοινωνιών, κάτι πολύ ευρύτερο του ονοματεπώνυμου ενός και μόνου ανθρώπου.
Ο ίδιος ο απολεσθείς ψυχάκιας θα περιγράψει: «Ο πατέρας μου είναι η φυλακή. Πατέρας μου είναι το σύστημά σας… Είμαι μονάχα αυτό που με κάνατε να είμαι. Είμαι μόνο η αντανάκλασή σας».
Από το 1969 μέχρι και την ημέρα θανάτου του ο Μάνσον θα περάσει τη ζωή του στη φυλακή. Παρ' όλα αυτά, η ιστορία του και η μορφή του θα βρουν χώρο σε τηλεοπτικές και έντυπες συνεντεύξεις, αφιερώματα, ντοκιμαντέρ και ταινίες.
Ο Μάνσον θα γίνει ένα ποπ σημείο που θα συνεχίσει να τροφοδοτεί το κοινωνικό φαντασιακό με φρίκη ακόμα και μέχρι τις μέρες μας.
Οι Guns Ν' Roses θα διασκευάσουν ένα από τα κομμάτια που έγραψε κατά τη διάρκεια της σύντομης και αποτυχημένης καριέρας του, ο σκηνοθέτης John Waters θα παρακολουθήσει τη δίκη του, ο Marilyn Manson θα βαφτίσει το μισό του όνομα με αναφορά σε αυτόν.
Μια σειρά από αντίστοιχες επιλογές θα δώσουν στον Μάνσον μια διάσταση πολύ μεγαλύτερη από κάθε άλλο εγκληματία στη σύγχρονη ιστορία και θα τον καταχωρίσουν στο αμερικανικό φολκλόρ.
Ο Μάνσον υπήρξε ένας συγκροτητικός μύθος, η ενσάρκωση του κακού ή πιο σωστά το κακό που αποδεικνύει τον εαυτό του. Ενα κακό που αρνείται να εκλογικευτεί, που δεν εξηγείται στα κίνητρα και στις προθέσεις του παρά μόνο από τον ίδιο τον εαυτό του.
Ο ίδιος ο δολοφόνος δεν απολογήθηκε ποτέ. Δεν ένιωσε ποτέ τύψεις και δεν ζήτησε συγχώρεση. Δεν τοποθετήθηκε στο άκρο της ηθικής κλίμακας αλλά πέρα από αυτήν.
Ο Τσαρλς Μάνσον υπάρχει ως μόνιμη υπενθύμιση αυτού που η κοινωνία μονίμως απορρίπτει και απωθεί. Κινούμενος απέναντι στους πρωταγωνιστές του θεάματος και τους ανθρώπους του πλούτου κατάφερε τελικά να γίνει και ο ίδιος θέαμα, σαν ήρωας που ξέφυγε από την προβολή κάποιας ταινίας τρόμου.
Βγαλμένος μέσα από την εποχή που τον ανέθρεψε, έγινε η ενσάρκωση της βίας σε μια περίοδο που οι δέκτες της τηλεόρασης εισήγαν τη βία του Βιετνάμ σε κάθε αμερικανικό σπίτι.
Παρεμφερής και βγαλμένος μέσα από τις κοινότητες των χίπηδων, θα σκορπίσει το τυφλό μίσος ως απάντηση στην άνευ όρων αγάπη τους.
Αυτό που ξεχνάμε είναι πως ο ίδιος ο Μάνσον δεν σκότωσε κανέναν. Ηταν αυτός που κατέστρωσε το σχέδιο δολοφονιών με την ονομασία Helter Skelter και διέταξε τις δολοφονίες.
Συχνά επίσης ξεχνάμε πως το σχέδιο εντάσσεται στην Ακροδεξιά και τα εγκλήματα του νεοναζισμού, αφού ως στόχο είχε έναν φυλετικό πόλεμο ανάμεσα στους λευκούς και τους μαύρους, έναν πόλεμο από τον οποίο μόνο η οικογένεια Μάνσον θα επιβίωνε. Ενας ξάδελφος χρυσαυγιτών καμένος από την κατάχρηση και τη σχιζοφρένεια.
Γιατί ο επώνυμος Μάνσον ήταν το κακό στην ανώνυμη φάση του. Οχι η τυφλή δύναμη πίσω από το χτύπημα, η μανία που καταλαμβάνει το σώμα και το σπρώχνει στον φόνο, αλλά η εντολή που μεταδίδεται, το κακό που περνάει από το άτομο και διαχέεται σε πράξεις άλλων σαν μεταδοτική αρρώστια και σκορπάει σαν αίμα σε λευκό πουκάμισο.
Γι' αυτό ίσως η φιγούρα του παρέμεινε τρομακτική μέχρι και σήμερα. Εορταστική στην περιφρόνηση της λογικής και φρικτή ταυτόχρονα.
Μια γιορτή αίματος από αυτούς που ακόμα και το περιθώριο απαρνήθηκε.
Και ακόμα και μετά τον θάνατο του δολοφόνου, αυτό το κακό ακόμα πλανιέται πάνω από τις μεγαλουπόλεις. Συμπαγές, τυφλό και ανώνυμο.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Εκείνος ο επικίνδυνος μικρόκοσμος


Είμαστε αρκετοί που έχουμε την τύχη να επιλέγουμε. Τους φίλους και τις συναναστροφές, το περιβάλλον μας, τα μαγαζιά που βγαίνουμε και τις περιοχές που ζούμε.
Ηδη από άγουρη ηλικία η επιλογή του μικρόκοσμου υπήρξε διαδικασία παράλληλη της συγκρότησης της ταυτότητάς μας.
Κάθε τι συνέκλινε ή απέκλινε με βάση τη διαδικασία της ταύτισης σε κοινές παραδοχές. Αισθητικές, πολιτικές, ηθικές, οντολογικές.
Ολα αυτά συνέβησαν σε ηλικίες πιο φανατικές, σε στιγμές όπου το απόλυτο είναι μονάχα ένας τρόπος για να κερδίζεις χρόνο και η άποψη μια συμπαγής κατάφαση που στην πραγματικότητα δεν εμφανίζει άλλο από αυριανές κατευθύνσεις. Κατευθύνσεις που θα ακολουθήσεις, κατευθύνσεις στις οποίες θα χαθείς. Λίγη διαφορά έχει.
Και σταδιακά ενώ οι επιλογές λειαίνονται από τον χρόνο, ενώ τα γύρω πρόσωπα λιγοστεύουν προς μια όλο και πιο έντονη συμφωνία που ακουμπάει τη ρουτίνα, ο μικρόκοσμος που διακοσμήσαμε με απόψεις και επιλογές, πρόσωπα και ήχους, τείνει να αλλάζει διαστάσεις. Οσες περισσότερες βεβαιότητες κουβαλά τόσο περισσότερο μεγεθύνεται.
Από μια ηλικία τείνει να πάρει το μέγεθος του ίδιου του κόσμου. Και ας φτάνουν με μόνιμη συχνότητα στα αυτιά μας φωνές που δεν ταιριάζουν.
Απόψεις και στάσεις ξένες, μακριά από κάθε δικό μας τρόπο σκέψης. Ξένες απόψεις δομημένες με τα ίδια υλικά με τα οποία χτίστηκαν τα δικά μας αυτονόητα. «Απλά τυχαίνει» σκεφτόμαστε και πάμε παρακάτω.
Ολο πιο βαθιά στον μικρόκοσμο που θα τρέξει να επιβεβαιώσει όλες τις βεβαιότητές μας.
Ο κόσμος μας είναι μια προέκταση φίλων γνωστών και οικείων. Βεβαιοτήτων στις γεύσεις, στη μουσική, στις πολιτικές επιλογές. Βεβαιότητες γύρω από την τυχαιότητα των πραγμάτων, όπως μια τυχαία συνάντηση σε ένα δρόμο ή η εξέλιξη μιας διαδικασίας και ενός γεγονότος.
Μα είναι φορές που οι κατασκευές μας δεν αρκούν. Ακριβώς τη στιγμή που θα είχε νόημα να επιβεβαιώσουν την ορθότητά τους. Ακριβώς τη στιγμή που έχεις ανάγκη την κανονικότητά τους. Ακριβώς τότε εμφανίζονται σε όλο το μικρό τους μέγεθος, την καχεκτική τους όψη, την αληθινή τους κλίμακα.
Ακριβώς τότε παρουσιάζουν τη μειοψηφική τους σημασία, αλλά και τους ίδιους τους λόγους για τους οποίους δημιουργήθηκαν.
Και τότε μοιάζει να επιστρέφουμε. Σε όλο τον ρεαλισμό που κουβαλά η καθημερινότητα. Μια καθημερινότητα που βρήκαμε έτοιμη δομημένη από βεβαιότητες άλλων και παράγοντες τύχης και ατυχίας.
Με πρόσωπα αντιπαθητικά στην όψη και τις απόψεις τους, σαν συγγενείς που προσπαθείς να αποφύγεις, δασκάλους που προσπαθείς να ξεχάσεις, εργοδότες που προσπαθείς να διαγράψεις.
Και η πραγματικότητα είναι εκεί. Για να επιβεβαιώσει τον εαυτό της με τρόπο συντριπτικό, αναιδή, αμετάκλητο.
Το τελευταίο διάστημα ο μικρόκοσμος πολλών από εμάς πλημμύρισε από πραγματικότητα. Το νομοσχέδιο για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας του φύλου, το σκάνδαλο γύρω από τον Harvey Weinstein, τους βιασμούς και τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις του και η ανάδειξη της βίας κατά των γυναικών και της σεξουαλικής παρενόχλησης στους χώρους εργασίας και μαζί η πρώτη ελληνική διαφήμιση που δείχνει δύο ομοφυλόφιλους όχι ως ρατσιστικά στερεότυπα, αλλά ως ένα χαλαρό καθημερινό βαρετό ζευγάρι.
Τα τρία αυτά περιστατικά ήταν αρκετά για να σκάσει ο βόθρος του μίσους στον δημόσιο διάλογο.
Στις τηλεοράσεις, στα λεωφορεία και –φυσικά- στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σεξισμός, ομοφοβία, μισαλλοδοξία παίρνουν τη σειρά τους στο γαϊτανάκι του μίσους, τσιρίζοντας με ένα στόμα τις ασυνάρτητες κραυγές τους.
Ενα μείγμα άγνοιας και εξωστρεφούς βεβαιότητας, σκοταδιού και ηλιθιότητας, μίσους και σάχλας Δημήτρη Δανίκα (σόρι, μου ξέφυγε).
Κουβέντες τόσο συχνές που δεν μπορείς να τις αποφύγεις, ηθικοί πανικοί τόσο πανικόβλητοι που κατσικώνονται με το έτσι θέλω στο σαλόνι, στη διαδρομή, στη δουλειά σου.
Και συ μένεις εκεί με τις βεβαιότητες στο χέρι πάνω από τον θρυμματισμένο σου μικρόκοσμο. Με μια θλίψη και μια απορία. Μα όπως κάθε φορά που συμβαίνει το ίδιο καταλαβαίνεις πως οι μικρόκοσμοι είναι για να διαλύονται. Οσο νωρίτερα τόσο καλύτερα.
Γιατί οι μικρόκοσμοι δεν υπάρχουν για να τους κατοικούμε. Αλλά για να μας δείχνουν την απόσταση των θέλω μας απ' όσα μας περιστοιχίζουν.
Για να μας υπενθυμίζουν τα πόσα πρέπει να γίνουν ακόμη. Και πως κάτι τέτοιο είναι αποκλειστικά δική μας ευθύνη.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Οι δύο ηλικίες της ηλικίας μου


Από ένα χαμένο όνειρο εμείς έπρεπε να φτιάξουμε έναν δρόμο για να συναντηθούμε
κι όταν μας τέλειωσαν τα δάκρυα στείλαμε τα πουλιά στους πεθαμένους φίλους μας
χιόνιζε, φυσούσε αέρας και χτίσαμε το σπίτι μας με λίγη λησμονιά
κι απ’ όλες τις τύχες προτιμήσαμε εκείνη του ταξιδιώτη που δεν ξέρει το άστρο του πού τον οδηγεί
ώσπου εξαγνιστήκαμε όπως αυτοί που έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια
Ω ελπίδες της νιότης μας μείνατε στη μέση του δρόμου.
Εμείς συνεχίσαμε
και να που φτάσαμε απόψε εδώ σ’ αυτόν τον άγνωστο τόπο,
χωρίς αποσκευές, μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.
Τάσος Λειβαδίτης,
«Το άστρο του ταξιδιώτη»

Μου είπαν, κοίτα να μεγαλώσεις, κοίτα να ξεμπερδεύεις σε περιμένει εκεί η ζωή, η εργασία, η δουλειά και οι δουλειές. Μου είπαν, φρόντισε να τελειώνεις, όλα είναι στα πόδια σου όλα σε περιμένουν, για όλους υπάρχει μια δουλειά, καλή δουλειά αν προσπαθήσεις, ακόμα καλύτερη αν ξέρεις να κινείσαι. Όπως και να ‘χει τέλειωνε, μου είπαν, ετοιμάσου, ο κόσμος ετοιμάζεται να φορέσει ένα κουστούμι στα μέτρα σου, εκεί, εκεί όλα σε περιμένουν. Μα άλλα μας είπαν και άλλα μας ήρθαν, άλλα αφήσαμε και άλλα συναντήσαμε. Μεγαλωμένοι στο καλούπι μιας ευρύτατης προσδοκίας, τώρα χτισμένοι με ένα σχήμα άχρηστο, που δεν ταιριάζει του γύρω κόσμου, που δεν τον χωρά και δεν μας χωρά. Τώρα τα χρόνια περνούν και μεις παραμένουμε πάντοτε εγκλωβισμένοι σε αυτή την ηλικία που είχαμε μόλις μπήκαμε στη διαδικασία. Κουρασμένοι από αυτή, εξαντλημένοι από αυτή, δεν λέμε παρ’ όλα αυτά να μετακινηθούμε. Βλέπετε, είναι όπως με τις ερωτικές σχέσεις. Καθ’ όλη τη διάρκεια της σχέσης θα συνεχίσεις λίγο πολύ να έχεις εντός της την ηλικία που έδειχνε το ημερολόγιο στην πρώτη σας συνάντηση. Δεν πα η σχέση να έφτασε τα 20 χρόνια; Εσύ θα συμπεριφέρεσαι πάντα σαν να είσαι 18, στην ηλικία εκείνη που την γνώρισες.
Έτσι και δω. Κινούμαστε ακίνητοι. Δεν εξελίσσουμε, δεν προσθέτουμε στην ηλικία εκείνη  της έναρξης την ηλικία της εμπειρίας. Δεν υπάρχει εδώ συσσώρευση, μόνο μετάβαση από τον ένα χρόνο στον άλλο. Το παιδία παραμένει παιδί και ταυτόχρονα η εμπειρία ενηλικιώνεται. Κουβαλά κούραση και εργασία συμπυκνωμένη. Πολλές δουλειές και πολλή απελπισία, πολλά ταυτόχρονα αδιέξοδα και πολλές απότομες διεξόδους. Ο χρόνος μας δόθηκε ενιαίος και συμπαγής. Περνώντας πολλά σε τόσο λίγο χρόνο. Μαζεύοντας ψαλιδισμένους μισθούς από μια δουλειά εδώ, μια δουλειά εκεί, μαζεύοντας εμπειρία από μισό γεγονός εδώ, μισό πιο κάτω. Χρόνοι πολλοί σε μια στιγμή και μόνο.
Έτσι μέσα στην ηλικία μου συγκατοικούν δύο ηλικίες. Από τη μία εκείνη η νεότητα που δεν πρόλαβε να ωριμάσει ώστε να εξαχνωθεί τελείως. Η ανωριμότητα που δεν αποζητά να δικαιολογηθεί, η προσδοκία ως κάτι τα ασαφές και το μακρινό σαν ορίζοντας χωρίς προσκήνιο χώρο. Μια αναμονή της πράξης, της κίνησης και της εκκίνησης.
Και από την άλλη εκείνη η ωριμότητα που μας συνάντησε απότομα, σχεδόν σαν να μας εξανάγκασε να την δούμε και να την αποδεχτούμε. Με τρόπους απότομους σαν να τους προστάζει η ίδια η ανάγκη. Μια συμπεριφορά γεμάτη με προστακτικές και αιχμηρά σημεία στίξης. Τέκνο της ανάγκης και ανώριμο τέκνο της αμηχανίας.
Έτσι κουβαλώντας δύο ηλικίες φτάσαμε στην ηλικία αυτή. Ένας κόμπος από ταυτόχρονα αντίθετα που ζητούνε να εκβάλουν. Αδυνατώντας να συνομιλήσουν πετούν τη διαλεκτική τους σχέση στα φαράγγια. Μα εσύ συνεχίζεις να τις κουβαλάς. Και η μέση πονά απ το κουβάλημα, αλλά έχει όντως ωραίο φεγγάρι.

(στην Εφημερία Εποχή)

Γιατί οι συγγραφείς στις φωτογραφίες είναι πάντα γέροι;


Χαζεύεις βιβλία στη βιβλιοθήκη σου, στα βιβλιοπωλεία, σε πάγκους. Ξεφυλλίζεις υποθέσεις και βιογραφικά να μάθεις πώς έζησε ο συγγραφέας, να μάθεις τι είπε. Το τι, το πού και το πότε που θα σε κάνουν να διαβάσεις το βιβλίο ή να προσπεράσεις.
Σπάνια μένεις στη φωτογραφία. Αν ο συγγραφέας είναι νεκρός, τότε η εικόνα παραμένει σχεδόν πάντα ίδια: ένας άντρας γέρος (οι γυναίκες είναι μειοψηφία στους νεκρούς).
Σαν κουρασμένος από τον χρόνο εργασίας, τη συγγραφή, την αναζήτηση, σαν κουρασμένος από την ίδια τη ζωή. Η έκδοση, το λήμμα στην εγκυκλοπαίδεια, το άγαλμα ή το πορτρέτο επιλέγουν σχεδόν πάντα τον καλλιτέχνη μας σε προχωρημένη ηλικία.
Σαν το γήρας να επιβεβαιώνει τη σημασία του μεγέθους, σαν να αποτελεί τεκμήριο σοφίας από μόνο του.
Η όψη αυτή έχει κάτι το διδακτικό. Από τη μία κάνει το έργο να ακούγεται από το βάθρο της ηλικίας και συ δεν θα του αντιμιλήσεις (σε ξέρω, έχεις καλούς τρόπους). Και μαζί κάτι μονοκόμματο.
Το βιβλίο διά μέσου του προσώπου χρίζεται απόσταγμα εμπειριών και γεγονότων, γραμμένο περισσότερο από μια εποχή και λιγότερο από ένα πρόσωπο. Και αν μπορείς να αμφισβητήσεις ένα βιβλίο, δεν μπορείς εξίσου εύκολα να αμφισβητήσεις μια ολόκληρη ζωή.
Αυτή η άνιση σχέση συγγραφέα-αναγνώστη έχει από μόνη της κάτι το απωθητικό και σε κάνει ασυναίσθητα να φυγοπονείς. Αλλά η σφραγίδα του γήρατος έχει ταυτόχρονα και κάτι το αντιφατικό.
Γιατί, αν δεχτούμε πως η μεγάλη τέχνη είναι ακριβώς αυτή που εξορκίζει τη φθορά, το φθαρμένο πρόσωπο που τη συνοδεύει μοιάζει με επιβεβαίωση της ήττας της (βέβαια κοιτώντας τα πράγματα αντιστρόφως θα μπορούσε κάποιος να πει πως το βιβλίο αποτελεί ακριβώς το καταφύγιο της γερασμένης ζωής που καταγράφει η φωτογραφία).
Πολλοί θα πουν πως οι φωτογραφίες αυτές επιλέγονται επειδή ακριβώς είναι η ηλικία που οι συγγραφείς είχαν όταν μας έδωσαν τα σημαντικότερα έργα τους.
Κάτι τέτοιο δεν ισχύει απόλυτα -με την ίδια τουλάχιστον συχνότητα που οι γηραιότερες φωτογραφίες επικρατούν των νεοτέρων. Αλλά ταυτόχρονα μια τέτοια επιλογή ουσιαστικά συνηγορεί με συντριπτικούς όρους απέναντι στο αποτέλεσμα και αποσιωπά πλήρως τη διαδικασία.
Γιατί αν έχει κάτι ενδιαφέρον στη ζωή ενός καλλιτέχνη, αυτό δεν είναι η ώρα του θριάμβου του, αλλά οι δυσκολίες, τα εμπόδια, οι αστοχίες. Το ταξίδι που ακολούθησε για να φτάσει στο τελικό αποτέλεσμα.
Μέσα στην πινακοθήκη του γήρατος μοιάζει τελικά και η ίδια η λογοτεχνία ως μια γερασμένη υπόθεση.
Ως μακρινά λόγια σοφίας μιας εποχής που πέρασε και λίγο μας αφορά.
Ως γνωμικά παλαιών γενεών στο πίσω μέρος του ημερολογίου του παρόντος μας. Σαν καθετί να γίνεται κλασικό, μια επιβεβλημένη επίσκεψη στο μουσείο μιας ξένης πόλης που για άλλους λόγους επισκέφτηκες.
Θα πας και στο μουσείο, ναι, αλλά κάποια στιγμή θα παραδεχτείς πως το στοιβαγμένο ανθρώπινο μεγαλείο συχνά καταντά ανιαρό.
Και όμως, η ανάγνωση σε μεγάλο βαθμό είναι θέμα ταύτισης και εσύ αναζητάς κάτι παραπλήσιο της ηλικίας σου. Μια εικόνα ενός ανθρώπου που μιλά τη δική σου ηλικία μέσα από τη δική του γλώσσα. Ισως γι' αυτό να παραμείναμε πάντα ερωτευμένοι με εκείνους που έφυγαν νωρίς. Με τον Ρεμπό, την Πλαθ, τον Λόρκα.
Δεν υπάρχουν τεκμήρια που να αποδεικνύουν πως οι ποιητές αυτοί συνθηκολόγησαν με το γήρας (ακόμα και αν ο Ρεμπό π.χ. πέθανε αρκετά μετά αφότου σταμάτησε να γράφει). Δεν είναι πως οι συγγραφείς αυτοί μίλησαν για πράγματα της ηλικίας τους, για τετριμμένες υποθέσεις μετεφήβων.
Είναι πως μίλησαν για τον αδιαίρετο κόσμο (τον ίδιο κόσμο που μοιράζονταν με τις γερασμένες φωτογραφίες) αλλά διυλισμένο μέσα από τον ηλικιακό παλμό. Με την κατάφαση της ηλικιακής αυτοπεποίθησης και όχι με τη βεβαιότητα της γερασμένης σοφίας.
Και αυτό που από ανάγνωση σε ανάγνωση καταλαβαίνεις όλο και περισσότερο είναι πως τελικά η μεγάλη τέχνη –σε πείσμα της ηλικίας του καλλιτέχνη- κουβαλά την απορία ενός ανθρώπου μπροστά σε έναν κόσμο που επιμένει να παραμένει νέος, άγουρος και άγνωστος.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Ο Ακης Τσοχατζόπουλος και ο δικός μας σωφρονισμός


Παρακολουθούσα με μειωμένο ενδιαφέρον τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών σε σχέση με τη δίκη και την καταδίκη του Ακη Τσοχατζόπουλου.
Ενσαρκωτής του πασοκικού φαντάσματος, ταυτόχρονος με το σίριαλ της ανοικοδόμησης του μεσαίου χώρου, εξαντλημένος από τη διαφθορά σαν σε ένα μόνιμο χανγκόβερ ύστερα από μεθύσι δεκαετιών, μια γαργαντουική λαιμαργία χωρίς ελαφρυντικά, συνοδευόμενος από μια μονίμως έξαλλη συνοδό οριοθετώντας όλα τα στερεότυπα των φύλων γύρω από τον άντρα, τη γυναίκα και την εξουσία.
Φιγούρες πικρές και ένοχες που πέφτουν με πάταγο. Σε έναν μόνιμο μετεωρισμό στην προσγείωση μετά τον κυνισμό της μεγάλης παρανομίας, τη χυδαιότητα της επίδειξης, τη μακαριότητα του «εγώ τη σκαπούλαρα».
Φιγούρες που συγκεντρώνουν το μίσος και την εκδικητικότητα μιας ολόκληρης κοινωνίας για τις εποχές που πέρασαν, για τις εποχές που ήρθαν.
Ασχετα με τις πολιτικές διαφωνίες, την αίσθηση δικαίου, την αντανακλαστική αηδία που μπορεί να σου προκαλεί μέχρι και σήμερα μια εποχή και οι εκπρόσωποί της, το θέαμα ενός 78χρονου που οδηγείται στη φυλακή έχει κάτι θλιβερό.
Οχι τη θλίψη της συμπόνιας, της συγχώρεσης που μπορεί (τάχα) να φέρνει ως αυθόρμητη αντίδραση ο σωματικός και πνευματικός μαρασμός. Δεν είμαι σίγουρος πώς μπορώ να το προσδιορίσω.
Είναι αυτό το ξάφνιασμα των άλλοτε ισχυρών, που επειδή μονίμως κινούνταν και αισθάνονταν υπεράνω του νόμου πίστεψαν ότι εξαιρούνται του νόμου, αλλά ο νόμος δεν τους εξαίρεσε.
Και όλη τους η φθαρτότητα έσκασε με πάταγο ακριβώς στο κέντρο της μεταφυσικής αυτοεικόνας τους.
Ολη η ματαιότητα και η μέθη της εξουσίας από ανθρώπους που ξέχασαν πώς είναι να μην την ασκούν και από τη στιγμή που την έχασαν μοιάζουν με κουρέλια πεταμένα πάνω σε μπαστούνια.
Καμία συμπόνια, καμία δικαίωση, κανένα ελαφρυντικό. Μόνο μια θλίψη μπροστά σε μια θλιβερή εικόνα.
Πόσο μάλλον όταν η γενικευμένη χαιρεκακία στην πραγματικότητα λειτουργεί αποκλειστικά εκτονωτικά και σε καμία περίπτωση πολιτικά.
Το σύστημα που έφτιαξαν οι τσοχατζόπουλοι και στη συνέχεια αυτό το ίδιο έφτιαξε τσοχατζόπουλους συνεχίζει να υπάρχει με ελάχιστες μετατοπίσεις. Με τρόπο οριζόντιο, σε μικρά και μεγάλα πόστα, σε σημαντικές αποφάσεις και καθημερινές συμπεριφορές.
Και το σύστημα αυτό, για να συνεχίσει να υπάρχει, χρειάζεται πρόσωπα που (δικαίως κατά περίπτωση) καταδικάζει ώστε να επιτύχει την εκτόνωση αυτών που εκμεταλλεύεται.
Για κάποιον διεστραμμένο λόγο, η υπόθεση Τσοχατζόπουλου μου δημιουργεί υπαρξιακούς προβληματισμούς (μην ανησυχείτε, δεν είναι τίποτα, το ίδιο είχα πάθει παλαιότερα με τον Σαντάμ και τον Καντάφι).
Αυτό που σκέφτομαι είναι το σχήμα της ζωής. Οχι του Τσοχατζόπουλου, αλλά του καθενός από εμάς.
Τα ονόματα που ανέφερα απλώς λειτουργούν ως υπερβολικές εκφράσεις επιτυχίας στη δική τους κλίμακα (άσχετα με το πώς τους αξιολογούμε εμείς) και ακόμα πιο συντριπτικές περιπτώσεις στην πτώση τους.
Πώς αξιολογείται μια ζωή με την πλειονότητα των χρόνων της σε πλήρη αρμονία με τις επιθυμίες της και με το τέλος της ως απόλυτη ανατροπή και καταδίκη λόγω ακριβώς αυτής της πρότερης αρμονίας;
Μέσα σε αυτό το σχήμα τι σημαίνει επιτυχία, αποτυχία, καταδίκη και δικαίωση;
Βλέπουμε τις ζωές να εκβάλλουν στο τέλος τους. Αξιολογούμε και κρίνουμε με βάση την κατάληξη, όπως μια ταινία που κρίνεται από το φινάλε της. Και έχουμε την τάση να αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα ως πορεία, ως διαδρομή που αρχίζει από τη γέννηση και τελειώνει στον θάνατο. Ως μια ευθύγραμμη συνθήκη όπου ακόμα κι αν η διαδρομή είναι αισχρή, πάντοτε μπορεί να σωθεί στο τέλος.
Μα αυτό που νιώθω είναι πως τελικά η ώρα του θανάτου είναι ακόμα μια στιγμή της ζωής. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο.
Μια στιγμή που δεν δικαιώνει, δεν διορθώνει, δεν σβήνει τις στιγμές που προηγήθηκαν. Και αυτό είναι τόσο καλό όσο και κακό.
Δεν εκβάλλουμε προς κανένα φινάλε, απλώς ζούμε τις ζωές μας με τη μια στιγμή στη διαδοχή της άλλης.
Και 19 χρόνια κάθειρξης δεν αλλάζουν τίποτα σε σχέση με όσα έγιναν. Δεν αλλάζουν τη διαφθορά του παρελθόντος, τις ρεμούλες, τις πολιτικές.
Αυτό που έχει σημασία είναι ο δικός μας σωφρονισμός. Το πώς στο μέλλον θα αποφευχθούν παρόμοια παραδείγματα και παρόμοιες καταστάσεις.
Και ως προς αυτό δεν είμαι σίγουρος για το τι έχει αλλάξει.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Ο Κυριάκος στον πλανήτη του φυσιολογικού


Κατά την ψήφιση του νομοσχεδίου για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας του φύλου η ρητορική μιας μεγάλης μερίδας των διαφωνούντων υπήρξε λίγο ώς πολύ αναμενόμενη: ματσισμός, ομοφοβία, δήθεν υπεραρσενικές εξυπναδούλες, ωμός ρατσισμός ειπωμένος ως καθημερινό αυτονόητο, παπαδίστικη υστερία περί φυσιολογικότητας και φυσικά η χρυσαυγίτικη «του Χριστού η πίστη η αγία» που τη νύχτα μαχαιρώνει μετανάστες και αντιφασίστες.
Ο Αδωνις έσκουξε, ο Λεβέντης μίλησε για ψυχασθένεια και «ανώμαλα πράματα» και ο Κυριάκος μάς μίλησε για τις σχέσεις του με τους εξωγήινους.
Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε αναλυτικά για τη στάση των ΑΝ.ΕΛΛ., του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ, καθώς και κάποιων βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ. Για το πώς η ομοφοβία διαπερνά οριζόντια τον πολιτικό χάρτη (με διαφορετικά ποσοστά σίγουρα) και εκφράζεται με τη μορφή ληγμένων αντιλήψεων, ακατέργαστου σκοταδιού ή ως ευκαιριακή υποκριτική θυσία στο υπερβατικό «κοινό αίσθημα» και τη μικροπολιτική. Δεν είναι όμως αυτό το θέμα του άρθρου.
Θέμα είναι η συγκεκριμένη ποιότητα των επιχειρημάτων. Πιο συγκεκριμένα -και προσπαθώντας με πραγματική δυσκολία να προσπεράσουμε την καφρίλα και τον σκοταδισμό- η επίκληση του φυσιολογικού ως ακλόνητου επιχειρήματος ενός αυτονόητου ορθού που δεν δέχεται καν να επιχειρηματολογήσει.
Επιλέγω ως δείγμα εξέτασης την ανάρτηση ενός βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας (κάποιου φυσιολογικότατου Στέργιου Γιαννάκη από την Πρέβεζα): «Αν αυτές οι καταστάσεις ήταν φυσιολογικές, τότε ο Θεός δεν θα δημιουργούσε (όπως μαθαίναμε στο σχολείο) τον Αδάμ και την Εύα... αλλά τον Αδάμ και τον… Γιώργο!»
Ας σταθούμε για λίγο και ας θαυμάσουμε το πανέξυπνο παιχνίδι του βουλευτή με τις τρεις τελείες και τα θαυμαστικά, την αναλυτική ικανότητα και την πανέξυπνη και κυρίως πρωτότυπη ιδέα να αντικαταστήσει την Εύα με τον… Γιώργο.
Ας αναγουλιάσουμε και ας συνεχίσουμε. Είναι εντυπωσιακό το πως η επίκληση στη φύση και ταυτόχρονα στη μεταφυσική βεβαιότητα μπορούν να συνυπάρξουν στην ίδια πρόταση, αν και εξ ορισμού είναι αντιφατικές. Πως για την επίρρωση μιας βεβαιότητας χρησιμοποιείται ένα αβέβαιο σχήμα, πως για να ειπωθεί το αυτονόητο χρησιμοποιείται κάτι μη νοητό.
Το επιχείρημα είναι ενδεικτικό και χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον κατά τη διάρκεια της συζήτησης. Ακόμα και η Εκκλησία διά των εκπροσώπων της έκανε λόγο για «κοινή λογική», βιολογία και φυσιολογικότητα.
Στην πραγματικότητα η ταυτόχρονη επίκληση του φυσικού και του μεταφυσικού -και μάλιστα με τρόπο που να ταυτίζονται- δεν πρέπει να μας φαίνεται περίεργη.
Και οι δύο λέξεις βρίσκονται στη θέση της λέξης «βεβαιότητα» σε ένα απολύτως συντηρητικό περιβάλλον, όπου κάθε τι πρέπει και οφείλει να παραμείνει σταθερό.
Μια κανονικότητα φυσιολογική και μεταφυσική ταυτόχρονα που αντλεί την ιερότητά της από τον εξορκισμό των αβεβαιοτήτων μας, από τη λειτουργία της ως τεκμηρίου της δικής μας ακλόνητης ορθότητας.
Μια κανονικότητα που δήθεν επιβεβαιώνει την κανονικότητά μας. Ακόμα και αν αυτό σημαίνει μισαλλοδοξία και ρατσισμό που μεταφράζονται συχνά σε ανθρώπινα θύματα, καθημερινή κακοποίηση και περιθωριοποίηση.
Η φυσιολογικότητα περιγράφει με όρους πίστης την επιθυμία μας κάθε βεβαιότητα να παραμείνει ως έχει. Χωρίς να εξετάζουμε ποτέ από πού προέρχεται και από πού αντλεί την ορθότητά της αυτή η βεβαιότητα.
Και ενώ το επιχείρημα κυνηγάει την ουρά του, καταλήγουμε στον φαύλο κύκλο πως κάτι είναι ορθό επειδή είναι φυσιολογικό και κάτι είναι φυσιολογικό επειδή είναι ορθό. Ή πιο σωστά στο ότι κάτι είναι ορθό απλούστατα επειδή είναι ορθό.
Η φύση και ακόμη περισσότερο η σχέση της φύση και του ανθρώπινου πολιτισμού ή της κοινωνίας (οι αντιφάσεις, οι συγκλίσεις και οι αποκλίσεις) δεν υπήρξαν ποτέ το θέμα μας.
Αυτό που είχε σημασία είναι να δημιουργηθεί ένα επιχείρημα που ακριβώς επειδή δεν επιχειρηματολογεί είναι και αδύνατον να αντικρουστεί.
Ο εξωγήινος του Κυριάκου Μητσοτάκη υπήρξε το highlight της συζήτησης.
Μια ρητορική αστοχία, μια ρατσιστική ομοφοβική γκάφα, μια προφορική κακογουστιά ήπιου μίσους.
Μια άβολη στιγμή ενός αρχηγού κόμματος που στέκει αναποφάσιστος ανάμεσα στις απόψεις του (όπως αυτός τις είχε διαφημίσει στο παρελθόν) και στον φόβο του μήπως το κόμμα του αποστατήσει.
Ταυτόχρονα όμως περιγράφει τη μεγάλη (σχεδόν εξωγήινη) απόσταση ανάμεσα στον συντηρητισμό και στις ανάγκες και απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας και των ανθρώπων που την αποτελούν.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Η σεξουαλική παρενόχληση, ο Γουάνσταϊν και ο Δανίκας


Στις 5 Οκτωβρίου, η εφημερίδα «The New York Times» δημοσιεύει άρθρο με μαρτυρίες γυναικών που δέχτηκαν σεξουαλική παρενόχληση από τον παραγωγό Χάρβεϊ Γουάνσταϊν. Το άρθρο αποτέλεσε την αρχή μιας διαδικασίας αποκαλύψεων, με ηθοποιούς και εργαζόμενες στην εταιρεία του να καταθέτουν δημόσια τη δική τους εμπειρία από την επαφή τους με τον παραγωγό. Οι ιστορίες που βρήκαν το φως της δημοσιότητας είναι δεκάδες, με κάποιες από αυτές να κάνουν λόγο και για βιασμό.
Σε διάστημα περίπου δύο εβδομάδων από την αρχική δημοσίευση, ο παραγωγός αρνήθηκε τις κατηγορίες, στη συνέχεια ζήτησε δημοσίως συγνώμη σε «όσους έχει πληγώσει» και υποσχέθηκε πως θα μπει σε πρόγραμμα ψυχοθεραπείας. Η γυναίκα του έκανε αίτηση διαζυγίου και η εταιρεία του τον απέλυσε. Σχεδόν όλο το Χόλυγουντ αφορίζει τον Γουάνσταϊν, ενώ πολλά μεγάλα ονόματα (όπως πχ ο Κουέντιν Ταραντίνο) αποκαλύπτουν πως γνώριζαν πράγματα σχετικά με τη συμπεριφορά του, αλλά προτίμησαν να σιωπήσουν. Στο twitter δημιουργήθηκε το hashtag #metoo, όπου γυναίκες εκφράζουν δημοσίως ότι έχουν υπάρξει θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης, καλώντας ταυτόχρονα και άλλες γυναίκες που βρέθηκαν στη θέση αυτή να σταματήσουν να σιωπούν, να βγουν από το φόβο και να διεκδικήσουν αυτό που τους ανήκει: την αξιοπρέπειά τους.

Κάποιος θα μπορούσε να αποφανθεί πως όλα αυτά είναι μια μακρινή ιστορία ενός -έτσι και αλλιώς- διεφθαρμένου συστήματος εξουσίας. Πως όλα αυτά ήταν περίπου γνωστά (το μόνο που έλειπε ήταν τα συγκεκριμένα πρόσωπα και οι λεπτομέρειες) ως μόνιμος κανόνας της κοινωνίας του θεάματος. Είναι όμως έτσι; Κατ’ αρχήν είναι εντυπωσιακή η ευκολία μας να αποδεχτούμε την κανονικοποίηση του αρνητικού. Να πούμε πως «έτσι είναι, τι να κάνουμε» και πως «θα αλλάξει αυτό τώρα κάτι;». Η διαφορά της σκιάς από το ημίφως είναι όμοια με τη διαφορά από τη σκιά στο σκοτάδι. Τίποτα σε αυτή τη διαδικασία –και σε οποιαδήποτε άλλη έχει ως θύματα ανθρώπους, ακεραιότητες και υπολήψεις- δεν περισσεύει. Και κανένα μέσο, καμία διαδικασία και καμία επιλογή δεν είναι αμελητέα.
Τώρα για το αν η συγκεκριμένη ιστορία όντως μας αφορά, την καλύτερη απάντηση την έδωσε ο Δανίκας στο «Πρώτο Θέμα». Με ένα άρθρο ξερατό, ο Δανίκας κατακεραυνώνει την «υποκριτοπουριτανική αμερικανική κοινωνία», όπως την ονομάζει, λίγο ειρωνεύεται τα θύματα, λίγο δικαιολογεί τον Γουάνσταϊν, λίγο σαν να λιγουρεύεται τις ηθοποιούς και λίγο σαν να ζηλεύει τον παραγωγό (τον «τρισκατάρατο» και σεξομανιακό πορνόγερο, όπως γράφει χαριτολογώντας). Ανθολογούμε: «Η μις Πάλτροου, λοιπόν, να μη χάσει κι αυτή. Ύστερα από 20 χρόνια. Τόσο χρειάστηκε να βρει το θάρρος και να δείξει το βιαστή. Είπε το κορίτσι, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι επειδή ήταν μικρούλα (ίσως και παρθένα) παραλίγο να παρασυρθεί! Μόλις έφτασε, κατά τον προσφιλή του τρόπο, αυτός ο “άθλιος” παραγωγός άρχισε να της κάνει μασάζ και να της ζητάει να τον ακολουθήσει στην κρεβατοκάμαρα. Όμως εκείνη είπε “πριτς” και έφυγε! Με απλά λόγια, αυτή η (τότε) 26χρονη παρθένα εγκατέλειψε τη σκηνή του βιασμού εντελώς αμόλυντη. Άνθρακας ο βιασμός. Ναι, αλλά το μασάζ; Η ανήθικη πρόταση; Εις την πυράν!». «Πρωτάρα η Κάρα. Όχι τόσο. Αφού συμφώνησε να τον συνοδεύσει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Μα, αγαπητή μου, γιατί άραγε να σε ανέβασε στο δωμάτιό του; Να σου δείξει τη θέα; Να θαυμάσεις τη σουίτα; Να σου απαγγείλει ποιήματα της Έμιλι Ντίκινσον; Θα μας τρελάνουν εντελώς!». «Να προχωρήσω; Ας πούμε η Αντζελίνα Τζολί. Εντελώς ήσυχο κορίτσι. Εντελώς άσχετη από τριολέ όργια. Εντελώς πιστή. Εντελώς αφοσιωμένη. Και εντελώς σε κάθε σύντροφό της δοσμένη. Να μην ανοίξω το στόμα μου τώρα. Αμάν με τις “παρθένες” του Χόλυγουντ!»
Και άλλα πολλά. Είναι μάλιστα τόσο μπαγλαμάς δημοσιογράφος που σε κάποιο σημείο του κειμένου μπερδεύει την Τζίνα Μαρόνι (χαρακτήρας της σειράς 30 Rock) με πραγματικό πρόσωπο και την κατακεραυνώνει μαζί με τις υπόλοιπες υποκριτικές πόρνες: «Μια τριτοκλασάτη πρώην σταρλετίτσα, η Τζένα Μαρόνι (σήμερα 58), που το όνομά της είναι κάπου τοποθετημένο σε τηλεοπτικά σόου, σχολίασε την ιστορία».
Για να τελειώσει το βόθρο με ένα εξίσου μισάνθρωπο και σκατόψυχο φινάλε: «Αγαπητέ, Χάρβεϊ, όπως πολύ καλά γνωρίζεις, σε πολλά γουέστερν, σε αυτές τις fucking κωμοπόλεις και πόλεις της Άγριας Δύσης, ο σερίφης στο τέλος απαγχονίζεται. Η διαφορά με τη δική σου περίπτωση είναι ότι οι δήμιοι σου είναι οι ευεργετημένες από εσένα, fucking bitches. Άντε γεια!»
Ο Δανίκας παρουσιάζει τον Γουάνσταϊν ως άτυχο θύμα μιας υποκριτικής κουλτούρας, που λόγω συγκυρίας, ένα σκοτεινό δίκτυο από διάσημες πόρνες (αχάριστες πόρνες) αποφάσισε να εξαφανίσει. Όχι μόνο δικαιολογεί τη στάση του, αλλά κυριολεκτικά ενοχοποιεί τα θύματα.
Το γεγονός πως ο συγκεκριμένος άνθρωπος γράφει σε εφημερίδα, δημοσίευσε το κείμενο αυτό και συνεχίζει να γράφει, αποδεικνύει το πόσο έντονα μας αφορά το σκάνδαλο της σεξουαλικής παρενόχλησης, κακοποίησης και βιασμού. Όταν ένα κείμενο δημοσιεύεται με περίπου την άποψη «τη βίασε γιατί φορούσε προκλητικά ρούχα και όλοι ξέραμε τι πουτάνα ήταν» διατυπωμένη ως εξυπνακίστικο αυτονόητο, τότε καταλαβαίνουμε ποια είναι η θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία και τους εργασιακούς χώρους. Και ας μην αναρωτιόμαστε ποιοι είναι αυτοί που ταΐζουν την κουλτούρα του βιασμού.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Θύτες, ταυτόχρονα και θύματα


Εβλεπα ξανά την ταινία «Citizenfour», το ντοκιμαντέρ της Laura Poitras, το οποίο καταγράφει (την ώρα που συμβαίνει) τη συνάντηση του Έντουαρντ Σνόουντεν με τους δημοσιογράφους και τη διαρροή στον τύπο των απόρρητων πληροφοριών σε σχέση με τη μαζική παρακολούθηση πολιτών από τις αμερικανικές και βρετανικές κυβερνήσεις. Και λίγο πιο μετά την ομώνυμη ταινία του Όλιβερ Στόουν, που εξιστορεί τη ζωή του Σνόουντεν πριν την αποκάλυψη, τα ηθικά διλήμματα και τις προσωπικές μεταβάσεις που τον οδήγησαν σε αυτή. Η στάση του μοιάζει ακόμα πιο ηρωική, καθώς περιγράφει με απλότητα και φυσικότητα τις σκέψεις που τον έκαναν να πάρει τις συγκεκριμένες αποφάσεις, παρά το όποιο κόστος. Περνώντας κατά τη διάρκεια της ζωής του από έναν περήφανο πατριωτισμό, που τον έκανε να καταταγεί στον αμερικανικό στρατό και στη συνέχεια στη CIA, σε μια υπαλληλική αντίληψη της δουλειάς του και τελικά στη συνειδητοποίηση πως η δουλειά αυτή, τα μέσα τα οποία μετέρχεται και το πλέγμα στο οποίο τοποθετείται βλάπτει τους πολίτες, τη δημοκρατία και ακόμα και εκείνες τις πρότερες (αλλαγμένες τώρα) αρχές του. Πέρα από τα πρακτικά αποτελέσματα της κίνησής του ο Σνόουντεν γίνεται ένα πεντακάθαρο σύμβολο σε μια θολή εποχή. Ένας γνώστης της τεχνικής, βουτηγμένος στον ηθικό σχετικισμό μιας περιόδου σε μόνιμη κατάσταση συναγερμού και έκτακτης ανάγκης, ένας υπάλληλος που απλά κάνει τη δουλειά του, χωρίς να κάνει ερωτήσεις. Γιατί μόλις η πρώτη ερώτηση διατυπωθεί, γίνεται υπόθεση εργασίας μέχρι, τελικά, η απάντηση να διαχυθεί στην εργασία την ίδια. Και πια είναι πολύ αργά. Εκεί πρέπει να απαντήσεις. Ή θα συνεχίσεις να είσαι θύτης (γιατί είναι πλέον ξεκάθαρο πως αυτό είσαι) είτε θα εκτεθείς σε βαθμό τέτοιο, ώστε να είσαι ορατός ως θύμα, ως πιθανός στόχος, ως κίνδυνος διαμπερής.

Και πίσω από τις πράξεις η ηρωική κορύφωση, η αυταπάρνηση, η ανδρεία υπό πίεση που θα έλεγε και ο Χέμινγουει, τείνει να καλύψει με χειροκρότημα τον κάθε προβληματισμό. Αυτό που δεν μπορώ να αφαιρέσω από την ιστορία είναι η μετάβαση από την ενοχή στην αθωότητα, από το ρόλο του θύτη σε αυτό του θύματος. Και πιο πολύ το διάδρομο και την επικοινωνία ανάμεσα στις δύο όχθες. Έχω την αίσθηση πως στην εποχή μας —όπως περίπου σε όλες τις εποχές— υπάρχουν ξεκάθαροι θύτες και ξεκάθαρα θύματα. Μια μικρή ομάδα εκτελεστών και μια μεγάλη ομάδα που οι θύτες ορίζουν ως αναλώσιμους, ως εκτός, ως χωρίς ιδιότητες. Και ύστερα υπάρχει μια άλλη κατάσταση. Μια ενδιάμεση κατηγορία όπου κάποιος μπορεί να είναι θύτης και θύμα ταυτόχρονα, ένοχος και αθώος.
Μια μεσαία κατηγορία που έχει δικαίωμα να επιλέγει και ταυτόχρονα να είναι θύμα ξένων επιλογών. Που απολαμβάνει δικαιώματα, αλλά αποφεύγει τη χειραφέτηση, που βιώνει εγκλωβισμένη εντός του ατομικισμού μια επίθεση απέναντι στο πλήθος. Αλλά η μόνη της απάντηση μπορεί να είναι ατομική. Ο ένοχος αθώος και ο αθώος ένοχος είναι δυο πρόσωπα που κινούνται παράλληλα. Από γεγονός σε γεγονός, άλλοτε παθητικοί και άλλοτε ενεργητικοί. Ανταλλάσσοντας τα ποσοστά της κάθε τους κατάστασης ανάλογα τη συγκυρία.

Προσπαθώντας να αλλάξουν τα μέσα τους ποσοστά και το θύμα να αντικατασταθεί από τον θύτη. Η σημασία της πράξης του Σνόουντεν είναι πως κατάφερε να βγει από αυτή τη λογική του αποστειρωμένου από ηθικές επιταγές ή ενοχλήσεις υπαλλήλου, να παραδεχτεί τον ρόλο του απόλυτου θύτη και να αντιστρέψει την πρακτική, ορίζοντας τον εαυτό του ως θύμα. Και ταυτόχρονα να ορίσει ως θύματα όλους αυτούς που είχαν την αίσθηση πως βρίσκονται στο μεσαίο χώρο, να τους δείξει πως παρακολουθούνται χωρίς αυτό να γίνεται εν γνώσει τους και φυσικά χωρίς τη συγκατάθεσή τους.
Το τι έγινε από κει και πέρα θολώνει τα νερά. Ο Τραμπ είναι πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο φασισμός και οι ανισότητες όλο και αυξάνονται και ο NSA μάλλον συνεχίζει να τρέχει ακριβώς τα ίδια προγράμματα παρακολούθησης. Ήταν λοιπόν μάταια όσα έγιναν; Προφανώς όχι. Ήταν απλώς ένα πεντακάθαρο παράδειγμα σε μια διαδικασία που θα κάνει τη διαφορά μόνο όταν γίνει μαζική και μόλις βρει τρόπους να διεκδικεί.
Γιατί το ποσοστό μέσα μας του θύτη και του θύματος είναι κάτι που πάντοτε πρέπει να διαχειριζόμαστε. Αλλιώς είσαι ένα από τα δύο. Σπανίως θύτης. Σχεδόν πάντοτε θύμα. Και για κάποιους και τα δύο είναι απολύτως ανεπιθύμητα.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Στη Δάφνη ο φασισμός ξεκινά απ τους γονείς και απ’ τα σχολεία




«Φύγε από δω στο χωριό σου φύγε». Ένα παιδί κρατάει την πρόχειρη επιγραφή γραμμένη σε ένα κομμάτι χαρτόνι. Το χαρτόνι πετάχτηκε στο σπίτι του 11χρονου μετά από επιδρομή αγνώστων στο σπίτι της οικογένειάς του.

Περίπου στις 3 τα ξημερώματα της Παρασκευής άγνωστοι επιτέθηκαν στο σπίτι του 11χρονου Αφγανού που φιλοξενείται στο πλαίσιο του προγράμματος Προσωρινής Στέγασης προσφύγων του σε συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες.
H μητέρα του Αμίρ, Αριζού: «Φώναζα και καλούσα σε βοήθεια. Τα παιδιά είχαν ξυπνήσει, έκλαιγαν, ήταν πολύ φοβισμένα. Γέμισε γυαλιά το δωμάτιο των παιδιών. Βρέθηκε μπουκάλι μπύρας πάνω στο κρεβάτι. Οι πέτρες έπεφταν η μια μετά την άλλη. Ένιωσα πανικό. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ειδοποίησα την ιδιοκτήτρια του σπιτιού, η οποία κατέβηκε και κάλεσε την αστυνομία. Θα πεθάνουμε. Θα μας σκοτώσουν. Δεν ξέρουμε τον λόγο.».
Ο Αμίρ κληρώθηκε σημαιοφόρος του 6ου Δημοτικού Σχολείου Δάφνης, για τη γιορτή της 28ης Οκτωβρίου. Ο διευθυντής του σχολείου αποφάσισε να μην εφαρμόσει τον νόμο, δίνοντάς του τελικά μία πινακίδα, αντί για τη σημαία. Το γεγονός γνωστοποιήθηκε στο Υπουργείο Παιδείας, το οποίο διέταξε προκαταρκτική εξέταση για το τι συνέβη και δεν έγινε σεβαστό το αποτέλεσμα της κλήρωσης και ο νόμος. Την παράνομη συμπεριφορά του διευθυντή ήρθε να υποστηρίξει την Πέμπτη ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων του σχολείου, που ενώ λέει ότι «εξακολουθεί να στηρίζει ΟΛΑ τα παιδιά του σχολείου χωρίς διακρίσεις», ουσιαστικά εκφράζει τη στήριξη στον διευθυντή και στο εκπαιδευτικό προσωπικό του σχολείου για τον τρόπο που χειρίστηκε το «ευαίσθητο αυτό θέμα».

Η συγκεκριμένη υπόθεση είναι σημαντική για έναν ακόμη λόγω πέρα από το καθ’ αυτό γεγονός της θρασύδειλης και εγκληματικής πράξης καθ αυτής. Έχει σημασία γιατί αναδεικνύει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τους όρους με τους οποίους ο καθημερινός ρατσισμός και η προκατάληψη καταλήγουν σε εγκληματικές φασιστικές πρακτικές. Γιατί στο συγκεκριμένο περιστατικό οι δράστες χτύπησαν στις 3 τα ξημερώματα και απομακρύνθηκαν ως άγνωστοι. Οι ηθικοί αυτουργοί όμως έχουν ονόματα και επώνυμα, έχουν συγκεκριμένους ρόλους και εξέφρασαν συγκεκριμένες απόψεις. Οι ηθικοί αυτουργοί είναι η κοινωνία γύρω από το 11χρονο μαθητή. Ο διευθυντής του σχολείου και ακόμη περισσότερο οι γονείς των συμμαθητών του.
Όταν κρατάς ίσες αποστάσεις ανάμεσα σε ένα αδύναμο και κάποιον που ασκεί εξουσία στην πραγματικότητα ενδυναμώνεις τον δυνατό. Και μέσω της μεσοβέζικης στάσης που μπορεί να επενδυθεί την πρόφαση της νηφαλιότητας στην πραγματικότητα ξεπλένεις και ηθικά τον ισχυρό και τους όρους με τους οποίους ασκεί την εξουσία του.

Εδώ και τόσο καιρό από τότε που ο φασισμός άρχισε να ξεμυτίζει από το αυγό του και να κάνει βόλτα στις γειτονιές μας τα περισσότερα χτυπήματα απέναντι σε μετανάστες για τα οποία μαθαίνουμε είναι τυφλά, γίνονται νύχτα από αγνώστους. Στη συνέχεια μαθαίνουμε πως υπήρξαν απειλές τις οποίες εμείς μαθαίνουμε εκ των υστέρων. Στην περίπτωση αυτή όμως όλα είναι διαφορετικά. Και αυτό γιατί όλη η διαδικασία πέρασε καρέ καρέ μπροστά από τα μάτια μας από τη στιγμή που ο διευθυντής αποφάσισε απαγορεύσει στο παιδί να κρατήσει τη σημαία μέχρι την τελική επίθεση. Όλα καταγεγραμμένα όλα ορατά, σαν μια ταινία που παίζεται σε τόσες γειτονιές ξανά και ξανά σε επανάληψη.
Το περιστατικό περιγράφει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τη διαδρομή του ρατσισμού στην κοινωνία μας. Από την πουριτανική και δήθεν μεσοβέζικη στάση ενός γελοίου διευθυντή στην κάλυψη από ένα ανώνυμο πλήθος. Και από εκεί στην ρατσιστική βία που οι ίδιοι νομιμοποίησαν. Από το σκοτάδι ως καθημερινό αυτονόητο, στη ριζοσπαστικοποίηση των μισαλλόδοξων αντανακλαστικών και από κει στην ωμή ρατσιστική βία. Και ακόμη περισσότερο συνδέει την αρχή με την κατάληξη των πραγμάτων, δείχνει που οδηγεί η καθημερινή μικρή κλίμακας άσκηση του ρατσισμού και ακόμα περισσότερο πως είναι οι ίδιες οι κοινωνίες αυτές που βυθίζονται στο σκοτάδι και όχι μεμονωμένα άτομα.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Από τη στάχτη των ερειπίων ως τη φαντασμαγορία των απλών πραγμάτων*


Υπάρχουν βιβλία που τα περιμένεις. Όταν γνωρίζεις ένα όνομα, μια πορεία, μια προσδοκία. Υπάρχουν άλλα βιβλία που τα συναντάς. Που οι τροχιές σας διασταυρώνονται λόγω ενός φίλου, μιας κριτικής, μιας αναφοράς. Υπάρχουν τέλος και βιβλία που σε περιμένουν. Όχι εμένα ή εσένα προσωπικά, αλλά τον κάθε αναγνώστη. Όλους μαζί και τον καθένα ξεχωριστά. Βιβλία που δεν ξέρεις από πού έχουν προέλθει. Και δεν μιλώ για το συγγραφέα ή την πορεία του, αλλά για το βιβλίο καθ’ εαυτό. Βιβλία που η πρωτοτυπία τους δεν έχει να κάνει με μια απλή απόκλιση από έναν ευρύτερο κανόνα, με ένα τρικ διαφορετικότητας, αλλά με την ίδια την υπαρξιακή τους αυτοτέλεια. Το γεγονός πως διαφέρουν, είναι ο ίδιος ο λόγος για τον οποίο γράφτηκαν.
Ένα τέτοιο βιβλίο είναι η συλλογή διηγημάτων (αν τελικά πρέπει να την ονομάσουμε έτσι) «Προϊστορίες», της πρωτοεμφανιζόμενης Μαίρης Σταθοπούλου (εκδόσεις Μωβ Σκίουρος, 2016). Στις «Προϊστορίες» βρισκόμαστε μπροστά στη μυθολόγηση ενός κόσμου. Κάθε τι εδώ μοιάζει μαλακό, εύκαμπτο. Οι ανθρώπινες μορφές, τα γεγονότα, η χροιά της πραγματικότητας. Οι πρωταγωνιστές μπορεί να πετούν, να διαμελίζονται χωρίς κόστος, το σώμα τους να πληθαίνει τόσο ώστε να χάνονται στον ατελείωτο όγκο του, η εισπνοή τους να μεταμορφώνεται σε προσωπικό βάρος, να σκοντάφτουν στην ίδια τους την κούραση, να συνομιλούν με τους νεκρούς.
Εδώ το όνειρο κυριαρχεί. Η ηθική του, η αισθητική του, η οντολογία του. Οι πράξεις δεν κρίνονται με βάση τα τρέχοντα ήθη, με βάση όσα έχουμε συνηθίσει. Υπακούν τους δικούς τους κανόνες και κουρδίζονται από τη δική τους λογική. Η συγγραφέας γράφει: «Να τη η μαγεία, Άσλαθ, ποτέ δεν λείπει, φυτρώνει εκεί που η λογική δεν καταδέχεται να σπείρει». Δεν βρισκόμαστε, λοιπόν, μέσα σε ένα παράλογο κόσμο, αλλά σε έναν κόσμο που αυτός ο ίδιος νομοθετεί τον εαυτό του. Και τον μαθαίνουμε σειρά τη σειρά, μέσα από την αφήγηση. Εδώ τα αντίθετα υπάρχουνε ταυτόχρονα, τίποτα δεν εμποδίζει έννοιες και καταστάσεις ασύμβατες, ακόμη και αντίθετες να συνυπάρξουν απολύτως νόμιμα. Ένας κόσμος γοητευτικός και ταυτόχρονα όπου κάθε τι καραδοκεί και όλα είναι απότομα. «Σκέφτηκα ότι έτσι και συλλάβεις τον αντικόσμο, ο κόσμος δεν κάνει καμία προσπάθεια να σου αρέσει».
Οι ίδιοι οι ήρωες είναι κυνηγημένοι από το όνειρο. Κάποιοι βλέπουν όλοι μαζί ταυτόχρονα το ίδιο όνειρο για μία επιστροφή. Άλλοτε ένας γύπας ραμφίζει τα μάτια τους την ώρα που κοιμούνται. «Θυμάμαι στον ύπνο μου να ονειρεύομαι ότι δεν μπορώ να κοιμηθώ, και στον ξύπνιο μου να αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να ξυπνήσω». Οι συντεταγμένες των ηρώων δεν προσδιορίζονται. Στο βιβλίο έχουμε πιο πολύ όχι ένα γεωγραφικά προσδιορισμένο τόπο, αλλά ένα μυθολογικό χώρο. Και μαζί όχι ένα συγκεκριμένο χρόνο, αλλά την αποτύπωση της διάρκειας και της ροής. Γιατί οι προϊστορίες είναι ιστορίες και ταυτόχρονα η καταγωγή αυτών των ιστοριών. Ένα ταυτόχρονο παρόν και παρελθόν που μένουν απροσδιόριστα εξίσου. Ένα ξεχασμένο υπέδαφος που η συγγραφέας δεν το ανακάλυψε, αλλά το εφηύρε.

Όλα αυτά τα στοιχεία δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά απόλυτα από τις περιγραφές αυτού του κειμένου. Και αυτό γιατί η χροιά, η ουσία και το βάθους του βιβλίου είναι ταυτισμένα με τη γλώσσα, τη ροή της αφήγησης και τη δομή του. Εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μια γλώσσα έτοιμη. Και απολύτως προσωπική. Με απρόσμενες αφαιρέσεις, απότομα άλματα και ξαφνικές συμπυκνώσεις, δημιουργώντας τελικά τον κόσμο που περιγράφει, ενώ τον περιγράφει. Ακόμα και τα παράδοξα ονόματα δεν παραπέμπουν σε χώρο και χρόνο. Είναι και αυτά κομμάτια της μυθολογικής μελωδίας: Νάαρντ, Μαγελάγιους, Ίρκας, Άρελ, Αρπ Ματακάρμπα. Είναι η γλώσσα αυτή που επιτρέπει στη συγγραφέα να χειριστεί τις μεγάλες έννοιες χωρίς να γίνεται πομπώδης: το θάνατο, το θεό, την απώλεια. Σε μια ροή φράσεων, εικόνων και γεγονότων απόλυτα αρμονική.
Όλες οι ιστορίες κάπου συναντιούνται. Σε ένα όνομα ή μια επανάληψη, σε έναν τόνο ή σε μια χροιά. Έτσι το βιβλίο μοιάζει πιο πολύ με ένα σύνολο αυτοτελών επί μέρους ιστοριών, με ένα βομβαρδισμένο μυθιστόρημα. Από την άλλη, η πυκνότητα των φράσεων είναι κάποιες φορές τέτοια, που θυμίζει ποιητική συλλογή που βρήκε καταφύγιο στην αφηγηματική έκταση των διηγημάτων: «Ηρέμησε Άρελ. Τώρα είσαι θεός, και μάλιστα νεκρός», «γλιστρούσε το δέρμα από τη σάρκα του, κι ακόμα πιο πολύ: σαν να γλιστρούσε το σώμα από την ύπαρξή του», «χωρίς να προλαβαίνει η εισπνοή σου να επιμηκυνθεί σε αναστεναγμό. Ο φόβος και η εξάντληση θα είναι το γιατρικό σου».
Και αν τελικά η ανάγνωση των βιβλίων, πέρα από απορίες, μας προσφέρει και ερωτήσεις, εγώ θα ήθελα να κρατήσω μία ακριβώς με τον τρόπο που τη διατυπώνει η συγγραφέας:
«Μα έχει η στεριά βυθό;»
* O τίτλος είναι δανεισμένος από φράση του βιβλίου.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Η υψηλή τέχνη του φόνου


Προσπαθώντας πρόσφατα να καταλάβω σε τι συνίσταται η μεγάλη επιτυχία του σκανδιναβικού αστυνομικού μυθιστορήματος, έπεσα πάνω σε ένα ενδιαφέρον στατιστικό.
Ανά ένα εκατομμύριο κατοίκους στην Ισλανδία αναλογούν 2,2 φόνοι, στη Νορβηγία 6,9, στη Σουηδία 10,6, στη Δανία 12,2. Στις Ηνωμένες Πολιτείες το ποσοστό φτάνει τους 56,3 φόνους.
Με λίγα λόγια, οι Σκανδιναβοί αφηγούνται περισσότερους φόνους από όσους διαπράττουν ή, όπως θα έλεγε ο νεοφιλελές μενουμευρώπης, καταναλώνουν περισσότερους φόνους από όσους παράγουν.
Σχετικά φιλήσυχες κοινωνίες που περιγράφουν έναν σκληρό εαυτό που δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Αυτό που προέκυψε ως ερώτημα είναι προς τι αυτή η παραγωγή αφήγησης του φόνου.
Ποια ανάγκη καλύπτει η εξιστόρηση μιας πράξης που σε μεγάλο βαθμό παραμένει εξόριστη από την ίδια την κοινωνία
Για πολύ καιρό το αστυνομικό μυθιστόρημα (γενικός όρος βαθιά προβληματικός) παρέμενε εξόριστο στις pulp κατηγοριοποιήσεις. Επρεπε πρώτα να ενταχθεί στο θέαμα με εμπορικούς όρους για να διακρίνουμε στη συνέχεια (αφού παγιώθηκε ως οικονομικό μέγεθος) και τις λογοτεχνικές αξίες και προοπτικές του.
Το αστυνομικό μυθιστόρημα ξεκίνησε στο περιθώριο της ανθρώπινης αφήγησης. Αυτό όμως που πιστεύω είναι πως στην πραγματικότητα βρίσκεται στο κέντρο της.
Συχνά ξεχνούμε πόσο βίαιοι και πόσο επιρρεπείς στο φόνο (ακόμα και στον φόνο με αποτρόπαια χαρακτηριστικά) είναι οι κλασικοί συγγραφείς.
Από την αρχαία τραγωδία μέχρι τον Σαίξπηρ και από τον Ντοστογιέφσκι μέχρι τον Καμύ, ο φόνος αποτελεί κάτι πολύ σημαντικότερο από ένα γεγονός που συμβαίνει μέσα στην αφήγηση, από ένα εργαλείο που κάνει την πλοκή να εξελίσσεται ή δίνει λύση σε αυτή.
Ο φόνος, σε μια σειρά από περιπτώσεις είναι ο πυρήνας της αφήγησης. Το γενέθλιο γεγονός του προβληματισμού, της φιλοσοφίας και της αφήγησης.
Ο πουριτανισμός των δυτικών κοινωνιών απωθεί την αφήγηση του φόνου στο περιθώριό τους. Και πρόσφατα αποφάσισε να την επανεισαγάγει με τον εξωτισμό του έκτακτου γεγονότος ή τον φολκλορισμό του Κακού.
Στις πιο επιτυχημένες, στις πιο καθαρές του στιγμές, το αστυνομικό μυθιστόρημα αποτελεί τη μόνη αφήγηση που περπατά ένα μονοπάτι χαραγμένο από αριστουργήματα.
Με αφηγηματικούς όρους, η δολοφονία είναι εκλογίκευση του θανάτου. Ενας θάνατος από «φυσικά αίτια» εντάσσεται στο παράλογο της ύπαρξης.
Ο ορθολογισμός, η λογική, η μαθηματική ακολουθία αιτίας και αποτελέσματος είναι απολύτως άχρηστα μπροστά στην απώλεια. Η κοινωνία αναζητεί απέναντί του όχι απαντήσεις αλλά παραμυθία, παύση του πόνου, παρηγοριά.
Το έγκλημα, ο φόνος, εντάσσουν το φαινόμενο του θανάτου στη σφαίρα της λογικής. Παραχωρούν στο γεγονός το αίτιο και το αιτιατό, τη λογική ακολουθία, τα κίνητρα, τις συνέπειες, την αφορμή, τις κοινωνικές συνθήκες που τον περικλείουν. Εντάσσουν το θάνατο μέσα στη ζωή και μέσα από την πλοκή -όσο αποτρόπαιο γεγονός και αν είναι- τον κάνουν οικείο, ορατό, ψαύσιμο.
Όλη η πλοκή δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από τον εξορκισμό του θανάτου, την επιστροφή του από τη σφαίρα της λογικής στην άλογη κοινοτοπία της ανθρώπινης κατάληξης.
Ο ήρωας που θα εξιχνιάσει, ο ήρωας που θα βρει τους θύτες και τα θύματα είναι ο μεγάλος εξορκιστής της κοινωνίας. Ο ήρωας (ντετέκτιβ - αστυνομικός - δημοσιογράφος) πράττει για τον φόνο αυτό που ο ιατροδικαστής πράττει πάνω στο σώμα του θύματος.
Παίρνει ένα νεκρό γεγονός και εντοπίζει τα λογικά αυτά σημεία που το ενώνουν με στοιχεία πέρα από το ίδιο.
Τις συνθήκες που οδήγησαν στον φόνο, την ένταξη σε μια κοινωνική ακολουθία, σε μια διαδικασία με κέρδος και απώλειες. Ετσι, ο ήρωας, ως κύριος φορέας τις αφήγησης, είναι πάντοτε ένας δρών ανατόμος της κοινωνίας.
Μέσα σε αυτή τη διαδικασία ολόκληρη η κοινωνία, οι γύρω άνθρωποι, οι αιτίες και οι βαθύτερες αιτίες είναι διαμπερείς όσο και το άψυχο σώμα πάνω στο τραπέζι του ιατροδικαστή. Και τελικά κάθε εξιχνίαση είναι ένας συνολικός εξορκισμός.
Ο ήρωας μας οδηγεί από την φρίκη της δολοφονικής κατανόησης πίσω στο παράλογο, στην ηρεμία της ματαιότητας του θανάτου. Αφού όμως πρώτα μας περάσει από μια διαδικασία συγκατοίκησης της ζωής και του θανάτου. 
Το αστυνομικό μυθιστόρημα αφηγείται σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια δεδομένη κοινωνία τις χαραμάδες μέσα από τις οποίες ο θάνατος εισβάλλει στη λογική. Προειδοποιεί, εξορκίζει και συγκλονίζει την ύπαρξη με τα ενδεχόμενα που την περιβάλουν.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

Η ώρα του διαβόλου


«Αλλά εγώ δεν είμαι αυτό που νομίζουν. Οι Εκκλησίες με μισούν. Οι πιστοί τρέμουν στο όνομά μου. Αλλά, είτε το θέλουν είτε όχι, έχω έναν ρόλο στον κόσμο. Δεν είμαι ούτε επαναστατημένος εναντίον του θεού ούτε το πνεύμα που αρνείται. Είμαι ο Θεός της Φαντασίας, απολωλώς γιατί δεν δημιουργώ. […]
Είμαι το πνεύμα που δημιουργεί χωρίς να δημιουργεί, που η φωνή του είναι καπνός και η ψυχή του ένα λάθος. Ο θεός με δημιούργησε για να τον μιμούμαι τη νύχτα. Αυτός είναι ο Ηλιος, εγώ είμαι η Σελήνη.
Το φως μου αιωρείται πάνω από το καθετί που είναι μάταιο ή ψεύτικο, φωσφορισμούς, όχθες ποταμών, έλη και σκιές».

Το διήγημα «Η ώρα του διαβόλου» (απόσπασμα του οποίου μόλις διαβάσατε) αποτελεί ένα από τα πιο πρώιμα έργα του Φερνάντο Πεσόα.
Κρυμμένο στο μυθικό μπαούλο με τα χειρόγραφα, το έργο εκδόθηκε πενήντα χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή.
Ο διάβολος συναντά μια συνηθισμένη Μαρία. Σε ελάχιστο χρόνο τής αποκαλύπτει μυστικά του κόσμου και της ύπαρξης και της αναγγέλλει τη γέννηση του ποιητή, του γιου της.
Ο διάβολος-ποιητής, μορφή βαθιά, ευγενική και οικεία, οντολογεί περιγράφοντας τη δική του ιστορία, το πλέγμα των σχέσεων ανάμεσα στον ίδιο, τον θεό και τους ανθρώπους.
Ποίηση και πραγματικότητα ταυτίζονται σε ένα σύντομο διαμάντι που δεν ηθικολογεί, δεν θεολογεί, αλλά παραχωρεί στη φαντασία μια κοσμογονική δύναμη.
Πόσο περίεργο, πόσο άβολο και παράδοξο είναι να μιλάς για τον Φερνάντο Πεσόα με αφορμή επεισόδια σαν αυτά έξω από το θέατρο «Αριστοτέλειον» της Θεσσαλονίκης!
Εδώ που οι χριστιανοί Ταλιμπάν των τριών συμφώνων συναντούν τους χουλιγκάνους ιερολοχίτες τον δύο φωνηέντων.
Είμαστε μπροστά στην επιστροφή σε μια προγλωσσική εποχή, όταν ο ήχος ήταν το ίδιο το νόημα του ήχου, το μούγκρισμα το νόημα του μουγκρίσματος.
Σε μια εποχή που δεν μπορεί να υπάρξει διάκριση ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αναπαράστασή της, στο γεγονός και το είδωλό του.
Σε μια εποχή που δεν υπάρχει απόσταση ανάμεσα σε αυτό που μου ανήκει και σε αυτό που μπορεί να ανήκει ή να αναφέρεται σε άλλους.
Σε μια εποχή που η επιβολή είναι απλώς προέκταση του σώματός μου.
Ολη αυτή η σκοτεινή μάζα, η μαύρη ύλη που έρχεται συμπαγής μέσα από την ιστορία και φέρνει τα στοιχεία της περιόδου πριν από την ίδια την ιστορία, είναι παρούσα στις σύγχρονες κοινωνίες.
Ενα κομμάτι που όσο ψηλά κτίρια κι αν χτιστούν, όσες ανακαλύψεις κι αν καταγραφούν, όση παιδεία κι αν μοιραστεί ισόποσα, το αυτό θα παραμείνει.
Το σκοτάδι αυτό ίσως να μη μετακινείται, υπάρχει εκεί για να μας θυμίζει μια άλλη εκδοχή της ανθρώπινης εμπειρίας που πεισματικά προσπαθούμε να παρακάμψουμε, χρησιμοποιώντας το πιο αναίμακτο και υποκριτικό μας ξόρκι: αν κάτι το αγνοήσεις ηθελημένα, παύει να υπάρχει.
Υπάρχουν όμως κάποιοι που φυσικά και δεν θα τους αγνοήσουν. Γιατί αυτό που έχει σημασία είναι πως η μάζα αυτή είναι πιο εύκολα χειραγωγήσιμη από οποιαδήποτε άλλη κατηγορία ανθρώπων.
Η Χρυσή Αυγή έστησε την εκλογική της άνοδο αντλώντας ακριβώς από αυτή τη δεξαμενή. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο πως εμφανίστηκε για ακόμα μία φορά, τώρα έξω από το «Αριστοτέλειον».
Οπως έγινε γνωστό, βουλευτές της Χρυσής Αυγής κατέθεσαν μηνυτήρια αναφορά κατά των συντελεστών της παράστασης. Η δικογραφία θα αποσταλεί στο εισαγγελέα.
Οι διαμαρτυρίες των σκοταδιστών δεν έχουν να κάνουν ούτε με κάποια θρησκευτική αντίθεση ούτε με κάποια πίστη ούτε με τίποτα.
Είναι η επιθυμία του σκοταδιού να επαληθεύσει τον εαυτό του. Να τον επιβάλει ως μόνη επιλογή σε έναν κόσμο χωρίς επιλογές. Οπως το απόσπασμα του έργου που παραθέτουμε αποδεικνύει, είναι αντίθεση απέναντι στην ίδια τη φαντασία των κοινωνιών.
Την ελευθερία, την έκφραση, οτιδήποτε διαχωρίζει τον άνθρωπο από την τετράποδη εκδοχή του που διαδηλώνει έξω από το θέατρο.
Για τον λόγο αυτό, όσο γραφικά και αν μας φαίνονται τέτοια περιστατικά, στην πραγματικότητα μας αφορούν όλους άμεσα.
Και ο εναγκαλισμός των χρυσαυγιτών έξω από το θέατρο μας υποδεικνύει ξεκάθαρα όλους τους λόγους που κάτι τέτοιο ισχύει.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2017

Το επείγον θέατρο της Λούλας Αναγνωστάκη




Ελισάβετ: Έχω την εντύπωση πως ούτε καν μ’ ακούς. Όταν σκοτείνιαζε εντελώς ανεβαίναμε στην ταράτσα. Μου ’δειχνε μακριά τις παλιές συνοικίες και τα κάστρα που τις περιβάλλουν… Τα’ χεις δει ποτέ αυτά τα κάστρα;
Κίμων: Δε φαίνονται από το παράθυρο.
Ελισάβετ: Όχι, δε φαίνονται από το παράθυρο. Μόνο από ψηλά – πολύ ψηλά. Αυτά τα κάστρα που άλλοτε ήταν το φρούριο της πόλης και τώρα έχουν γίνει φυλακές.
Κίμων: Φυλακές;
Ελισάβετ: Ναι, υγρές, σκοτεινές φυλακές.
Κίμων: Τι κάνατε στην ταράτσα;
Ελισάβετ: Κοιτάζαμε. Εκείνος τέντωνε το δάχτυλό του σε ένα σημείο. «Εκεί», μου έλεγε, «εκεί πέρα, τα χαράματα ντουφεκίζουν τους καταδικασμένους σε θάνατο». Δεν καταλάβαινα γιατί επέμενε να μου το λέει αυτό κάθε βράδυ και να μου δείχνει τεντώνοντας το δάχτυλό του προς το βορρά. Έπειτα χαθήκαμε κι έπειτα μια μέρα διάβασα το όνομά του στην εφημερίδα. Ήταν κι αυτός ανάμεσα στους καταδικασμένους σε θάνατο και είχε εκτελεστεί την αυγή. Δεν είναι παράξενο;
(Λούλα Αναγνωστάκη, Η Πόλη)


Έρχεται κάποια στιγμή που φτάνει η ώρα του απολογισμού. Η ώρα αυτή που η ζωή, το έργο μπορούν να συσσωρευτούν σε μια πυκνή φράση που θα εμπερικλείει τις αξίες, τις επιτυχίες και την ουσία, μιλώντας γρήγορα, αλλά όχι βιαστικά, για την αυλακιά που αφήνει ο καλλιτέχνης στο σώμα της τέχνης που διάλεξε να υπηρετεί. Πολλές φορές η ώρα αυτή έρχεται με το θάνατο του συγγραφέα. Σε επικήδειους, άρθρα απολογισμού, αναμνηστικά αφιερώματα. Για την Λούλα Αναγνωστάκη η ώρα αυτή δεν έχει φτάσει. Πάντοτε είχα την αίσθηση πως παρά τη δημοφιλία των έργων της, τις συχνές παραστάσεις και επαναλήψεις τους, την καθολική αποδοχή της αξίας τους η σημασία της, η θεατρική και η λογοτεχνική προσφορά της δεν έχουν αναγνωριστεί στο βαθμό που τους αντιστοιχεί, παρά μόνο ως ένα βαθμό. Το όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον της νέας γενιάς για τα έργα της, ο όλο και αυξανόμενος αριθμός παραστάσεων από νεότερους σκηνοθέτες, το αγκάλιασμα του έργου της από νεότερους ηθοποιούς και συγγραφείς συντείνουν στο γεγονός πως αυτό θα αλλάξει.
Η Λούλα Αναγνωστάκη έφυγε στις 8 του Οκτώβρη. Υπήρξε η μικρότερη αδελφή του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, γυναίκα του Γιώργου Χειμωνά και μητέρα του Θανάση Χειμωνά. Έκανε την πρώτη της εμφάνιση το 1965 στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν το 1965 με την τριλογία της Πόλης, τα μονόπρακτα Η διανυκτέρευση, Η Πόλη, Η Παρέλαση σκηνοθετημένα από τον Κάρολο Κουν σε μια ενιαία παράσταση. Σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά που συναντούμε στην μετέπειτα εργογραφία της είναι κυρίαρχα και εδώ. Η Αναγνωστάκη εμφανίζεται ως έτοιμη συγγραφέας με ξεχωριστή δική της γλώσσα ήδη από την πρώτη της εμφάνιση.
Τα έργα της που θα ακολουθήσουν θα μας χαρίσουν μια σειρά από παραστάσεις- σταθμούς μέσα από εξαιρετικές σκηνοθεσίες. Από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν οι παραστάσεις «Αντόνιο ή το Μήνυμα» (1972), «Η νίκη» (1978), «Η κασέτα» (1982) και «Ο ήχος του όπλου» (το 1987, τελευταία σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν). Το 1990 ο θίασος Τζένης Καρέζη – Κώστα Καζάκου παρουσίασε το έργο «Διαμάντια και μπλουζ», σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου. Το 1995 ανέβηκε το «Ταξίδι μακριά» από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή. Το 1998 το μονόπρακτο «Ο ουρανός κατακόκκινος» από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Βίκτορα Αρδίττη και το 2003 το έργο «Σ’ εσάς που με ακούτε» από τη Νέα Σκηνή, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή και πολλές ακόμη. Τα έργα της Αναγνωστάκη μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και παίχτηκαν σε πολλές σκηνές εκτός Ελλάδας (Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία, Γερμανία, Κύπρο, Ισπανία, ΗΠΑ).

Ρεαλισμός και παράλογο

Αν θέλουμε να τοποθετήσουμε το έργο της Αναγνωστάκη σε κάποια θεατρική κατηγορία αυτό θα ήταν το θέατρο του παραλόγου. Έστω ως αφετηρία. Πολύ συχνά ο χρόνος και ο χώρος (ακόμη και όταν αναφέρονται) είναι σχετικοί. Οι ήρωες βιώνουν το υπαρξιακό κενό ως ατομική, αλλά και ως συλλογική συνθήκη. Αυτό που διαχωρίζει την Αναγνωστάκη από τους υπολοίπους εκπροσώπους του είδους είναι η κοινωνική της γείωση και η πολιτική διάσταση των έργων της. Οι αναφορές σε ένα κατοχικό και εμφυλιακό παρελθόν και ένα παρόν συχνά αστυνομοκρατούμενο. Είναι σε πολλές περιπτώσεις που έχεις την αίσθηση πως η πληγή του εμφυλίου (μοτίβο κοινό σχεδόν σε όλα τα έργα της) είναι το ίδιο το παράλογο για την Αναγνωστάκη.
Σε αντίθεση με το θέατρο του παραλόγου, τα έργα της Αναγνωστάκη δεν έχασαν ποτέ το ρεαλιστικό τους περίβλημα. Πολύ συχνά ελλειπτικά, ποιητικά, με συμβάντα στα όρια του πιθανού είναι έργα αυτού του κόσμου. Το ίδιο και η γλώσσα της. Η ποιητική της Αναγνωστάκη προκύπτει από μια γλώσσα ειπωμένη, πατημένη από καθημερινές φωνές και φράσεις που ακόμα και όταν φτάνουν στο όριό τους ελέγχονται και επικοινωνούνε πλήρως. Η χαμηλόφωνη μουσική των τσεχωφικών ηρώων, οι εσωτερικές συγκρούσεις και η αποτύπωσή τους σε εξωτερικά γεγονότα, οι απογοητεύσεις, η μοναξιά και η μελαγχολία, ο αποκλεισμός και η πληγή του παρελθόντος έχουν κλίμακα ανθρώπινη. Ταυτόχρονα, όμως, η καθημερινή συνύπαρξη με το θάνατο και τη σκληρότητα, η διάλυση των ταυτοτήτων και η διάχυση των χαρακτήρων, η υπερβατική παρουσία της ιστορίας και ο τρόπος που ορίζει τις ανθρώπινες μοίρες γεννούν γεγονότα και καταστάσεις που ανήκουν στις πιο χαρακτηριστικές σκηνές του θεατρικού παραλόγου.
Ίσως σε αυτή τη συνύπαρξη ρεαλισμού και παραλόγου να οφείλεται το γεγονός πως τα καλύτερά της έργα προκύπτουν όταν τα στοιχεία του παραλόγου, του ρεαλισμού και της κοινωνίας υπάρχουν ισόποσα σε ένα αρμονικό σύνολο. Στο αριστούργημά της, την «Κασέτα» του 1982, η συνύπαρξη αυτή είναι απόλυτη. Το παράλογο συνυπάρχει με το απολύτως ρεαλιστικό, το παγκόσμιο με το απολύτως ελληνικό, το αφηρημένο με το απολύτως συγκεκριμένο σε ένα σύνολο με πλήρη έλεγχο των εκφραστικών μέσων, της θεατρικής οικονομίας, της ανάπτυξης των χαρακτήρων. Καταφέρνοντας να εντυπώσει ταυτόχρονα και με απόλυτη ακρίβεια τους μεταπολιτευτικούς ελληνικούς ανθρωπότυπους με το αδιέξοδο του ανθρώπου στις δυτικές μεταπολεμικές κοινωνίες. Τον κοινωνικό αποκλεισμό ενός ήρωα σε μια συγκεκριμένη συνθήκη με το υπαρξιακό άγχος του ανθρώπου συνολικά.

Η θέση που της αναλογεί

Όχι λοιπόν, η ώρα του απολογισμού για τη Λούλα Αναγνωστάκη δεν έχει φτάσει. Θα έλθει μόλις λάβει τη θέση που της αξίζει, όχι μόνο στο χώρο του θεάτρου, αλλά και στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Μια ιστορία που συστηματικά υποβαθμίζει το θεατρικό κείμενο σε σχέση με μυθιστόρημα ή την ποίηση, προσπαθώντας να αγνοήσει συγγραφείς που δεν γίνεται πια να αγνοηθούν. Η ώρα του απολογισμού για τη Λούλα Αναγνωστάκη θα έλθει μόλις αποκτήσει τη θέση που της αναλογεί στην ιστορία αυτή: ως μια από τους σημαντικότερους εκπροσώπους ενός σημαντικού λογοτεχνικού είδους και μια από τις σημαντικότερες συγγραφείς της ελληνικής γλώσσας.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

Νεκρά κουνέλια στην αγορά του κρέατος: ο θάνατος του Χιου Χέφνερ



Ο Χιου Χέφνερ υπήρξε ένας Γουόλτ Ντίσνεϊ του σώματος. Ο Ντίσνεϊ ουσιαστικά ανακάλυψε την αγορά των παιδικών ηλικιών και την ενέταξε στην κατανάλωση δημιουργώντας πρότυπα, πολιορκώντας ένα συλλογικό φαντασιακό και δίνοντας απαντήσεις σε επιθυμίες που ο ίδιος κατασκεύασε. Δημιουργώντας μια αχανή δυνατότητα κέρδους σε μια μέχρι τότε σχεδόν αχαρτογράφητη περιοχή.
Ο Χέφνερ έκανε ακριβώς το ίδιο στη σφαίρα της σεξουαλικής επιθυμίας. Μιας επιθυμίας όμως που φρόντισε να μείνει αποκλειστικά αντρική, σεξιστική και διατυπωμένη φανατικά με όρους εκμετάλλευσης.
Το πρώτο τεύχος του «Playboy» κυκλοφόρησε το 1953 και από την πρώτη του εμφάνιση εκτινάχτηκε σε πωλήσεις.
Η χρυσή του περίοδος θα διαρκέσει μέχρι και τη δεκαετία του 1970, όταν οι πωλήσεις θα αρχίσουν να πέφτουν λόγω ανταγωνιστικών περιοδικών στην αρχή (όπως π.χ. το αρκετά πιο σεξουαλικό «Penthouse») και στη συνέχεια λόγω της ανόδου των ταινιών πορνό.
Στην πραγματικότητα λοιπόν το προϊόν μεσουρανούσε μόνο την περίοδο που η εταιρεία κρατούσε το μονοπώλιο.
Η βιομηχανία πορνό (και όχι η πορνογραφία, που είναι διαφορετικό πεδίο, ευρύτερο και με πολλές ακόμα διαστάσεις) σήμερα έχει μεγαλύτερο τζίρο από το Χόλιγουντ.
Το «Playboy» απλώς είναι αυτό που τα ξεκίνησε όλα. Το σύμβολο ενός τρόπου θέασης, τοποθέτησης των ανθρώπων απέναντι στη σεξουαλικότητά τους, αλλά τελικά και απέναντι στην ίδια την κοινωνία.
Γράφτηκαν πολλά όλες αυτές τις μέρες για τον νεκρό Χέφνερ. Για τον ρόλο του στη σύγχρονη κουλτούρα, για τους σημαντικούς Αμερικανούς συγγραφείς που πέρασαν από το περιοδικό, για τον ρόλο του στην κατοχύρωση των ελευθεριών. Περιγράφηκε περίπου ως ένας μαχητής των ελευθεριών. Γιατί ο Χέφνερ όντως προήγαγε ελευθερίες. Αλλά ελευθερίες αποκλειστικά για τους άντρες.
Οχι, το «Playboy» δεν πριμοδότησε τη σεξουαλική απελευθέρωση. Την εκμεταλλεύτηκε.
Και αν έπαιξε ρόλο σε κάτι, αυτό είναι η περιχαράκωσή της σε ένα πλήρως σεξιστικό, φαλλοκρατικό και καταναλωτικό πλαίσιο.
Στην πραγματικότητα πήρε μια κουλτούρα που ήδη υπήρχε. Κρυφή, στα πεζοδρόμια, σε καρτ-ποστάλ και ημερολόγια.
Ο Χέφνερ ρετουσάρισε την κουλτούρα αυτή και την τοποθέτησε εντός του αμερικανικού σπιτιού στο ημίφως της ενοχής και της νομιμότητας (με τη σχεδόν κρυφή παρουσία των περιοδικών να τα κάνει στην πραγματικότητα ακόμη πιο νόμιμα) και από εκεί στους προβολείς της Wall Street, κατασκευάζοντας μια γραμμή παραγωγής προτύπων. Ηδονιστικών προτύπων επιτυχίας για τους άντρες και προτύπων υποταγής για τις γυναίκες.
Η γυναίκα-Μπάρμπι-κουνελάκι, πάντοτε ξανθιά και με μεγάλο στήθος, λίγο πόρνη και λίγο ηλίθια και πάντοτε πρόθυμη να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του κυρίαρχου αρσενικού.
Φορώντας μια γκλάμουρους διάφανη μπούρκα που επιβάλλει τη γυμνότητα. Και το πρότυπο του άντρα: πετυχημένος, επιδειξιομανής, γυναικάς.
Ενας κάφρος σεξιστής με γραβάτα, ένας προβλέψιμος απρόβλεπτος με την ισχύ του να του εξασφαλίζει ατομικές ελευθερίες, γυναίκες και ακόμη περισσότερη ισχύ.
Ενας Ντόναλντ Τραμπ με καλύτερο κούρεμα (για την ιστορία, σε άρθρο του το 2015 με τίτλο «The Conservative Sex Movement» στο «Playboy», ο Χέφνερ περιέγραφε τη νίκη του Τραμπ απέναντι στον συντηρητικό Τεντ Κρουζ ως «σεξουαλική επανάσταση στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα»).
Ο Χέφνερ πήρε μια διαδικασία ατομικής απελευθέρωσης και ατομικής εξερεύνησης και τη μετέτρεψε σε ατομικισμό.
Περιχαρακωμένο σε ιεραρχήσεις, τρόπους και ρόλους των φύλων όπως τα κληρονόμησε από το πουριτανικό παρελθόν.
Εναν ατομικισμό μετρήσιμο, ικανό να παράγει κέρδη και απώλειες. Εύκολα μετατρέψιμο σε αγορές, τρόπους ζωής, τρόπους τοποθέτησης του εαυτού στο γύρω περιβάλλον.
Και όλη αυτή η επιταγή, μεταμορφωμένη σε χίλιες μικρότερες προστακτικές, έγινε καθημερινότητα, τρόπος ομιλίας και πολιτική.
Και λίγη σημασία έχουν τελικά οι απόψεις του για την ελευθερία του Τύπου, τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών ή των ομοφυλοφίλων.
Οχι, ο Χιου Χέφνερ δεν ήταν ένας μαχητής των ελευθεριών, όπως πολλοί έγραψαν. Ηταν ένας επιχρυσωμένος νταβατζής, φασκιωμένος σε μια ρόμπα.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)