Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

Όχι παρελθόν, μόνο ιστορία



Κάθε φορά που ανοίγει ένα θέμα σε σχέση με την ιστορία, την καταγωγή, το παρελθόν κτλ, σύντομα καλύπτεται από μια βροχή στερεοτύπων, ηθικού πανικού και κοινότοπων δοξασιών. Θέματα που στην επιφάνειά τους μιλούν για ιστορικές κατασκευές, αναγνώσεις του παρελθόντος, εστιάσεις στα περασμένα, μεταφράζονται αποκλειστικά στη δική μας σχέση με την ιστορία, την καταγωγή, την αρχαία Ελλάδα. Κάθε θέμα που ακουμπά την άκαμπτη αίσθηση μας (γιατί αίσθηση είναι μη γελιόμαστε και όχι γνώση), μετατρέπεται σε ύβρις, συνωμοσία, επίθεση προς ό,τι ιερό. Έτσι φυσικά συνέβη και με όλη τη συζήτηση για τα αρχαία ελληνικά και τη διδασκαλία τους στα σχολεία.
Δεν θα ήθελα να εκφράσω γνώμη για το συγκεκριμένο θέμα (είμαι υπέρ του περιορισμού της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής στο λύκειο, και της επέκτασης των αρχαίων κειμένων από μετάφραση σε όλες τις βαθμίδες, αλλά  δεν έχει σημασία). Κυρίως, γιατί δεν είμαι σίγουρος για το τι μπορεί να εκφράσει μια επιπλέον άποψη ενός μη-ειδικού στο συγκεκριμένο θέμα. Ενός μη-ειδικού που έχει κουραστεί με τις γνώμες των μη-ειδικών, σαν και τον ίδιο. Κάθε γνώμη έχει σημασία και κάθε επιχείρημα οφείλει να είναι αυθύπαρκτο, πέρα από το βάρος της αυθεντίας (γιατί, όμως, για το συγκεκριμένο θέμα, θέλω να ακούσω αποκλειστικά γνώμες φιλολόγων, γλωσσολόγων και παιδαγωγών;) Κάποια στιγμή θα ήταν καλό να προσδιορίσουμε το ποια η σημασία και ποιο το βάρος της γνώμης στο δημόσιο λόγο, ποιο το πλαίσιο και ποια η ευθύνη της κουβέντας. Γιατί έχω την αίσθηση πως κάθε κουβέντα είναι καταδικασμένη, ακριβώς γιατί το πλαίσιο μέσα στο οποίο συμβαίνει, είναι απόλυτα σαθρό.



Η γνώμη του ειδικού δεν μπορεί να υπάρξει καθεαυτή σε αυτό το πλαίσιο και ο ίδιος προσδιορίζεται ως απόλυτη αυθεντία ή ως προδότης-κουλτουριαρέος, ανάλογα κάθε φορά με τη δική μας θέση και την άποψη που εκφράζει. Η θέση του ίδιου στο πλαίσιο δεν είναι δεδομένη, δεν υπάρχει αντικειμενικά με βάση την επιστημονική του έρευνα, ή τον τρόπο και το μέγεθος του επιχειρήματός του. Αντίθετα, η θέση του προσδιορίζεται εκ των προτέρων, πάντα με βάση την κυρίαρχη αντίληψη και τη χρήση της μέσω ηθικών πανικών. Έτσι, η κουβέντα υποχρεωτικά θα περιλάβει αποδόμηση προσώπων, κολακεία του κοινού αισθήματος, υπεράσπιση των στερεοτύπων μέσα από στερεότυπα, σε μια διαδικασία αυταπόδεικτης στασιμότητας.

Όλα αυτά τα ταμπού, τα στερεότυπα, τα θέματα, που ουσιαστικά απαγορεύεται να αγγιχτούν, σε καμία περίπτωση δεν περιγράφουν την πραγματικότητα. Εννοώ την πραγματικότητα της ιστορίας, της γλώσσας, της παιδείας ή οποιαδήποτε άλλη πραγματικότητα τίθεται (ή καλύτερα αδυνατεί να τεθεί) προς συζήτηση. Η μόνη πραγματικότητα που περιγράφουν, είναι αυτή του δικού μας προβληματικού παρόντος. Της δική μας σχέσης με την ιστορία, το παρελθόν, την παράδοση. Το πώς εμείς κοιτούμε τον εαυτό μας, διαθλασμένο σε έναν παραμορφωτικό καθρέφτη περασμένων. Τη σχέση μας με έναν ανώδυνο εθνικισμό (που εύκολα μπορεί να ξεσπάσει σε επώδυνες πραγματικότητες), την αδιαφορία για αμφισβήτηση οποιαδήποτε θεσφάτου. Και ακόμη περισσότερο, την απόλυτη αδυναμία μας να παραδεχτούμε πως για κάτι –οτιδήποτε- μπορεί να κάναμε λάθος.
Ίσως τελικά μέσα σε όλη αυτή τη μόνιμη υστερία -καλλιεργημένη από την κουλτούρα των μέσων ενημέρωσης, που ψάχνουν τον πάτο του βαρελιού και μεγεθυμένη από τους όρους διαλόγου που υπαγορεύουν οι τρόποι διάδοσης των social media- τα γεγονότα να σε σπρώχνουν να επιλέξεις μια προσωπική στάση. Όχι μια στάση αναγκασμένη να αποδειχθεί ως ορθή, αλλά μια στάση που -αδιαφορώντας ακριβώς για αυτό που περιγράφει τον εαυτό του ως ορθότητα, αλλά κατά κύριο λόγο αποτελεί στερεότυπο και κοινή παραδοχή άνευ όρων- προσπαθεί να είναι πιστή αποκλειστικά στον εαυτό της.



Έτσι, μπορείς να προσδιορίσεις τη δική σου σχέση, με το παρελθόν, με την ιστορία, με την αρχαιότητα. Το βάρος ή την απουσία της. Με το ερείπιο ή με την αναστύλωσή του. Με τη συγκίνηση, την περιέργεια ή την αδιαφορία που μπορεί να σου προκαλεί (όλα είναι θεμιτά). Χωρίς την υποκρισία υπερασπιστή ενός μεγαλείου, που δεν το γνωρίζει, χωρίς το άγχος της υπεράσπισης της γνώμης σου, χωρίς τον πανικό που σε καταλαμβάνει σαν να πρέπει εσύ να χαράξεις εθνική πολιτική.

Γιατί αν σιχαινόσουν τις παρελάσεις, αυτό συνέβαινε ενστικτωδώς, όλο το επιχείρημα ερχότανε μετά. Αν αδιαφορούσες (μέχρι αηδίας) για τα θρησκευτικά, αυτό έμοιαζε αυτονόητο, μιας και υπήρχαν χιλιάδες πιο ουσιαστικά πράγματα να ψάξεις μόνος σου και να σε τροφοδοτήσουν. Και αν έγραψες χαμηλό βαθμό στα αρχαία, αυτό τελικά δεν προσδιόρισε ούτε τη σχέση σου με κάποια από τα κείμενα, ούτε την ταυτότητά σου, ούτε καν τον τρόπο που χαζεύεις τα ερείπια. Και αν αντίθετα με όσα σου έλεγαν, δεν σε ενδιέφερε τόσο η ιστορία όσο το παρελθόν, ως μια κατάσταση ανθρώπινη πέρα από εθνικές, ηθικές ή άλλες αξιολογήσεις, δεν βλέπεις κανέναν απολύτως λόγο να απολογηθείς.
Όλα αυτά δεν αποτελούν επιχείρημα, θα μου πείτε, και θα έχετε δίκιο. Ούτε, όμως, επιθυμούν να είναι, θα προσέθετα.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: