Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Η λέξη και οι λέξεις



Η ΛΕΞΗ

Τυφλός από χρόνια
πάλευε μ’ ένα μαύρο κάρβουνο
να γράψει μια λέξη
πάνω στο απόλυτο σκοτάδι.
Καμιά γραφή και καμιά φωνή δε θα μπορούσε ν’ αποδώσει το φριχτό νόημα της.
Δε βρισκόταν σε κανένα λεξικό.
Στ’ όνειρο του την έβλεπε
αχνά χαραγμένη
μέσα σε σπήλαιο ανεξερεύνητο
και φοβόταν πώς οι άνθρωποι κάποτε θα την ανακαλύψουν.
Ο ίδιος ουδέποτε τόλμησε να την προφέρει.
Μήτε ήξερε γιατί βασανιζόταν να γράψει αυτή τη λέξη.
Γιώργης Παυλόπουλος


Μεταφρασμένοι επιβιώνουμε. Φερμένοι στην κυριολεξία μας από μια άγνωστη γλώσσα, σαν ηχώ ενός ήχου που δεν προλάβαμε να ακούσουμε, να καταλάβουμε, να ερμηνεύσουμε. Μόνο αντηχούμε σε μια αντίστροφη κλιμάκωση έως τη σιωπή. Φερμένοι εδώ, σε ότι αναγνωρίζουμε ως δικό μας, αλλά χωρίς να μπορούμε να αναγνωρίσουμε την καταγωγή. Φερμένοι εδώ και προσπαθώντας να μιλήσουμε με ό,τι μας δόθηκε, ό,τι κληρονομήσαμε στη διαδοχή της σιωπής, στην κληρονομιά της παύσης. Μεταφρασμένοι, πετυχαίνοντας το νόημα, αλλά με όλη τη χροιά των πραγμάτων να διαφεύγει. Κλειδωμένοι στο περίπου, μονίμως στο περίπου του νοήματος. Πετυχαίνοντας και αστοχώντας ταυτόχρονα. Ορθοί, ναι αλλά ποτέ απολύτως.
Πουθενά ένα λεξικό που να μας αποδίδει, μια ετυμολογία που να μας γυρνά στο πραγματικό παρελθόν μας. Κανένα λεξικό για ξεκούραση, καμία ακρίβεια για βεβαιότητα. Και δίπλα μας, εκεί που είθισται να τοποθετούνται οι επεξηγήσεις και οι ορισμοί το μόνο που συναντούμε είναι προτάσεις σε μια γλώσσα άγνωστη σε εμάς, λέξεις μετά από λέξεις σε μια σειρά που δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε, σε μια συγκατοίκηση που είμαστε ανίκανοι να ερμηνεύσουμε. Λέξεις μετά από λέξεις και όλο το άθροισμά τους να δείχνει σιωπή.

Ήρθαμε εδώ ξαφνικά, σαν παιδιά που πετάχτηκαν μία νύχτα στον κόσμο. Ήρθαμε εδώ φερμένοι από άγνωστες πένες άγνωστων μεταφραστών, στυλό αιχμηρά σαν καμάκια, μολύβια μυτερά σαν αγκίστρια. Από τη σιωπή βρεθήκαμε στον κόσμο της λευκής σελίδας, υποχρεωμένοι να πούμε, υποχρεωμένοι να μιλήσουμε μακριά τη σιωπή. Σε μια μητριά γλώσσα, σε μια κηδεμονία του ήχου. Και πάλι, μιλώντας σχεδόν σωστά, σχεδόν πετυχαίνοντας, σχεδόν κυριολεκτώντας.
Μεταφρασμένοι λοιπόν, αλλά μη μεταφράσιμοι. Καταδικασμένοι στην μοναδικότητα της κυριολεξίας που χάθηκε. Περνώντας τη διαδικασία, αλλά μην καταλήγοντας.  Εκκρεμείς ανάμεσα στην ακριβή σημασία και μια από τις πολλές εκδοχές της, ανάμεσα στο δοχείο και το περιεχόμενο, ρευστοί στο σχήμα, έγκλειστοι της μεταμόρφωσης.

Άγνωστη μητρική μας γλώσσα, άγνωστη ρίζα στραμμένη στον ουρανό. Μονίμως επιστρέφουμε σε έναν τόπο που δεν γνωρίζουμε, σε ένα νόημα που μας διαφεύγει, σε έναν άγνωστο ήχο. Καταδικασμένοι να πούμε με λέξεις, αυτό που μένει μονίμως έξω απ τις λέξεις.
Τώρα οι μέρες μας για να ξεκουραστούν διαβάζουν τηλεφωνικούς καταλόγους. Εδώ η λέξη έχει ως ορισμό ένα τηλέφωνο και η κυριολεξία ταυτίζεται με ένα τηλεφώνημα. Σελίδες μετά, αποφασίζουν να τηλεφωνήσουν σε κάποιον τυχαίο. Και αφού αυτός απαντήσει αρνούνται να του μιλήσουν, αφήνοντάς τον να εκκρεμεί και αυτός μέχρι τη σιωπή που καταγράφει το κλείσιμο του τηλεφώνου.
Και τόσες λέξεις μετά ο κόσμος απλώνεται μπροστά μας χειρόγραφος. Σηκώνεται να διαβάσει τον εαυτό του και ανοίγει το στόμα του. Σταθερά, σε στάση αναμονής και το μόνο που ακούγεται το όνομα της λέξης «σιωπή».

(στην εφημερίδα Εποχή)

Λονδονιστάν



Ο Σαντίκ Κχαν είναι ο νέος δήμαρχος του Λονδίνου. Ο πακιστανικής καταγωγής υποψήφιος των Εργατικών κατάφερε να εξασφαλίσει 56,8% των ψήφων, με αποτέλεσμα το Λονδίνο να αποκτήσει τον πρώτο του μουσουλμάνο δήμαρχο - πρώτος μουσουλμάνος δήμαρχος σε οποιαδήποτε μεγάλη ευρωπαϊκή πόλη.
Το αποτέλεσμα αυτό και η σημασία του δεν μπορούν να ιδωθούν εκτός συγκυρίας.
Η ισλαμοφοβία γίνεται βασικό επιχείρημα στον πολιτικό λόγο ακόμη και των παραδοσιακών κομμάτων, η Ακροδεξιά ανεβάζει τα ποσοστά της στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, με αποκορύφωμα το αποτέλεσμα στις εκλογές της Αυστρίας, και ένας ημιπαράφρων μισαλλόδοξος κατεβαίνει με αξιώσεις στις αμερικανικές εκλογές.
Ταυτόχρονα, οι προσφυγικές και οι μεταναστευτικές ροές και η διαχείρισή τους αναδεικνύονται σε ένα από τα σημαντικότερα θέματα προς διαχείριση για την αρτηριοσκληρωτική, φοβική και αργοκίνητη Ευρώπη.
Ηδη από την εποχή της «σύγκρουσης των πολιτισμών» και ιδίως μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο μουσουλμάνος έχει αναγορευτεί από τον δημόσιο λόγο στον μεγάλο Αλλο.
Κι όμως, ο μουσουλμάνος δεν είναι κάποιος που κατοικεί μακριά, κάποιος που κρύβεται απειλώντας πίσω από το παραπέτασμα.

Είναι κάτοικος και πολίτης της Ευρώπης. Ετσι ο Αλλος γίνεται ο μεγάλος Ξένος, ο νέος Εβραίος σε μια ήπειρο που ξαναχτίζει τα συστατικά του ρατσισμού της, ο φταίχτης σε χώρες που προσπαθούν να εντάξουν τον ρατσισμό κανονικοποιημένο στον δήθεν φιλελευθερισμό τους.
Η νίκη του Κχαν στις εκλογές αποκτά τη σημασία της ακριβώς σε αυτό το συμβολικό επίπεδο.
Γιατί καταφέρνει να προκαλέσει ρωγμές σε μια ομογενοποιημένη αφήγηση που ταυτίζει την εξαίρεση με τον κανόνα, υποβαθμίζει το σύνολο των χαρακτηριστικών, των διαφορών και των ιδιαιτεροτήτων, ομογενοποιώντας σε μια ενιαία εικόνα, σύμφωνα με τους όρους του φόβου, της ακροδεξιάς προπαγάνδας και του θεάματος (για να αντιληφθούμε τον βαθμό που κάτι τέτοιο μας αφορά άμεσα, είναι καλό να ρίξουμε μια ματιά στο ρατσιστικό ξέσπασμα του Ανδρέα Ανδριανόπουλου -δήθεν εκπροσώπου του δήθεν φιλελευθερισμού στη Ελλάδα- με τίτλο «Μπράβο στο Λονδονιστάν»).

Και σίγουρα το στοιχείο της θρησκείας ήταν κυρίαρχο καθ’ όλη την προεκλογική περίοδο στον δημόσιο λόγο της Μεγάλης Βρετανίας.
Κυρίως φυσικά από τους αντιπάλους του Κχαν, οι οποίοι προσπάθησαν να τον συνδέσουν με το εξτρεμιστικό Ισλάμ και την τρομοκρατία.
Το θρησκευτικό στοιχείο δεν ήταν βέβαια το μόνο, αφού ο Κχαν υποσχέθηκε να κατασκευάσει 50.000 νέες κατοικίες με κοινωνικό ενοίκιο, να παγώσει τις αυξήσεις στα μέσα μαζικής μεταφοράς και να κάνει το Λονδίνο μια «πράσινη» πόλη.
Γιατί πέρα από μουσουλμάνος, ο Κχαν έχει και άλλα χαρακτηριστικά.
Οπως π.χ. την ταξική του καταγωγή από φτωχή οικογένεια του Λονδίνου, στοιχείο που φρόντισε να τονίσει και ο ίδιος προεκλογικά.
Ταυτόχρονα, ο Κχαν τοποθετείται πολιτικά στην αριστερή πτέρυγα των Εργατικών, αλλά στην ήπια εκδοχή της, τη λεγόμενη soft Left, η οποία κατάγεται από τους πολιτικούς γύρω από τον Νιλ Κίνοκ.
Επίσης, διετέλεσε δύο φορές υπουργός των κυβερνήσεων του Γκόρντον Μπράουν.
Ισως τελικά να βρισκόμαστε μπροστά στο παράδοξο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η μετριοπάθεια (ή ο πολιτικός συντηρητισμός του Κχαν, ανάλογα από πού το βλέπει κανείς) να αποτελέσει βασικό παράγοντα ριζοσπαστικότητας.

Ακριβώς γιατί η αφήγηση που δημιουργείται μοιάζει οικεία και μετριοπαθής κόντρα στη -με θρησκευτικούς όρους- ριζοσπαστικοποιημένη εικόνα των μουσουλμάνων.
Μια εύκολα αποδεκτή εκδοχή, μια μη αιχμηρή εικόνα ενός ήπιου πολιτικού και ενός ήπιου ανθρώπου, ενός εξαιρετικά πετυχημένου παραδείγματος ενσωμάτωσης.
Ο Κχαν αναδεικνύεται έτσι όχι μόνο ως ένας εκπρόσωπος των κατοίκων του Λονδίνου, αλλά και ως ένας εκπρόσωπος των μουσουλμάνων κατοίκων της ξενοφοβικής Ευρώπης.
Ως ένα επιχείρημα απέναντι σε εξισωτικές λογικές και ταυτίσεις, απέναντι σε έναν συμπαγή τρόπο σκέψης που μοιάζει να κυριαρχεί, αν όχι ολοκληρωτικά, σίγουρα με ολοκληρωτικό τρόπο.
Απέναντι σε μια Διεθνή του ρατσισμού με παρόμοια χαρακτηριστικά τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στην Αυστρία ή την Ελλάδα.

Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά στην ενσάρκωση ενός διαφορετικού παραδείγματος και μάλιστα όχι μόνο με συμβολικά χαρακτηριστικά, αλλά και με ταξικά.
Και αυτό, ναι, αποτελεί σίγουρα μια σημαντική νίκη.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Μενού εξορίας



Πρόσφατα, γνωστό βιβλιοπωλείο από το Κολωνάκι διοργάνωσε τουρ στη Μακρόνησο με σκοπό την παρουσίαση ενός μυθιστορήματος που είχε στο κέντρο της θεματικής του τους εξόριστους στο νησί.
Οπως μας ενημέρωσε η υπεύθυνη του βιβλιοπωλείου μέσα από τη σελίδα της στο Facebook: «Μακρόνησος 15/5/16, μία συγκλονιστική εμπειρία ενάντια στη συλλογική λήθη του διχασμού που κάθε νεοέλληνας πρέπει να ζήσει για να ξέρει. Γιατί εκτός από το γλυκό, θυμαρίσιο μέλι του Κωνσταντίνου, τελευταίου και μοναδικού “φύλακα” του νησιού, παίρνεις μαζί πίσω και μία πικρή γεύση της κατάρας που κουβαλά η φυλή μας».
Η ανάρτηση συνοδευόταν από φωτογραφίες. Ανάμεσα σε αυτές μία έκανε τον γύρο του διαδικτύου αποσπώντας ψόγο, αναγούλα και χλευασμό.

Στην ανάρτηση βλέπουμε μια κλειστή συσκευασία φαγητού με λογότυπο γνωστού bistro της Κηφισιάς και πάνω του δεμένο ένα σημείωμα με όμορφη γραμματοσειρά να καταγράφει το μενού εξορίας, την τροφή των εξόριστων για κάθε μέρα της εβδομάδας.
Το φαγητό δόθηκε στους εκδρομείς κατά τη διάρκεια της ξενάγησης (όπως επεξήγησε εκ των υστέρων η βιβλιοπώλης, η συσκευασία περιείχε σάντουιτς και όχι κάποια από τις τροφές του μενού. Ευτυχώς γιατί ανησυχήσαμε για το βασανιστήριο στο οποίο θα είχαν υποβληθεί οι περιηγητές).
Η ύβρις, η κλιμάκωση της βλακείας και της ασέβειας είναι εμφανείς σε κάθε σημείο του εγχειρήματος.
Οχι γιατί η όλη η χαρωπή γιορτή διαδραματίζεται σε έναν χώρο ιερό για την Αριστερά ή για την ίδια την ιστορία (που προφανώς και τα δύο ισχύουν στον υπερθετικό βαθμό), αλλά για έναν χώρο βουτηγμένο στον ανθρώπινο πόνο και στο ανθρώπινο έγκλημα από τη μεριά του καθεστώτος.
Κάθε σημείο της καταγραφής της εκδήλωσης είναι βουτηγμένο σε μια επιθετική αφέλεια που συναντά τον κυνισμό και τελικά (άσχετα με όσα μας βεβαιώνει η ίδια) τη χαιρεκακία.
Ο διχασμός, η κατάρα της φυλής (γενικά), το γεγονός πως το θυμαρίσιο μέλι του Κωνσταντίνου προηγείται (ακόμα και το γεγονός πως βρίσκεται στην ίδια πρόταση) στην ανάρτηση της πικρής γεύσης (που θεωρούμε πως είναι η πιο ακατάλληλη κοινότοπη φράση σε σχέση με τα συναισθήματα που μπορεί να σου προκαλεί ένας χώρος βασανισμού), ακόμα και η δήθεν χαριτωμένη τοποθέτηση της λέξης φύλακας σε εισαγωγικά.
Το γεγονός πως το συγκεκριμένο βιβλιοπωλείο δεν είναι ένας ουδέτερος χώρος πώλησης βιβλίων, αλλά χώρος εκδηλώσεων με νεοφιλελεύθερο προφίλ και με μπόλικη θεωρία των δύο άκρων στο ανφάς.
Η ίδια η τοποθέτηση δείχνει μια άγρια διάθεση ρεβανσισμού απέναντι μάλιστα στους ηττημένους (και ακόμη περισσότερο τους βασανισμένους).
Μέσα στην αφέλειά του προσπαθεί να αφαιρέσει ακόμη και όποιο στοιχείο ηθικής νίκης του βασανισμένου, να ταυτιστεί μαζί του ακριβώς για να τον εξαφανίσει.
Σε μια προσπάθεια να αφαιρεθεί επί της ουσίας το πολιτικό στοιχείο από ένα κομμάτι που μόνο πολιτικά μπορεί να ερμηνευθεί και να αποκωδικοποιηθεί ως ένα στοιχείο της φυλής.
Εξωιστορικά, με ιδεαλιστικές κατασκευές της πλάκας, προς μια κατεύθυνση έτοιμη να γκρινιάξει για τους ένοχους Ελληνες που τους αξίζουν τα μνημόνια και δεν είναι ικανοί να είναι όσο Ευρωπαίοι χρειάζεται ώστε να είναι Ευρωπαίοι.

Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα θεματικό πάρκο της πληγής. Μπροστά στη θέαση της ιστορίας ως κάτι μακρινό και άνευρο, χωρίς παλμό, χωρίς παρόν.
Οχι μπροστά σε μια μουσειοποίηση αλλά περισσότερο μπροστά σε μια αδιάφορη περατζάδα στις βιτρίνες αγοράζοντας συναίσθημα και συγκίνηση με πλαστικό χρήμα.
Μπροστά στην ανάμνηση όχι ως ιστορία, αλλά ως μνήμη που δεν επαναφέρει αλλά κατασκευάζει.
Το τουρ στη Μακρόνησο και η καταγραφή του πρέπει να ιδωθούν στο πλαίσιο μιας σειράς γεγονότων που συγκλίνουν προς την ίδια κατεύθυνση.
Τα βιβλία και τα άρθρα του Καλύβα και του Μαρατζίδη και το ξαναγράψιμο της ιστορίας, την προσπάθεια λείανσης του Μεταξά από την «Καθημερινή», τον Νίκο Δένδια στη Βουλή κ.ά., τηλεοπτικές διατυπώσεις τύπου «ο Τσολάκολγλου δεν ήταν τόσο κακός» ή «η αστική τάξη αντιστάθηκε στη χούντα» και πολλά ακόμη.

Βρισκόμαστε μπροστά στην προσπάθεια μιας νέας ιστορικής συμφιλίωσης όπου στην πραγματικότητα ο νικητής παραδέχεται και διεκδικεί το δικαίωμά του στη γιορτή της νίκης.
Και κατ' επέκταση στη δικαιολόγηση εγκλημάτων και βασανισμών.
Σε μια απόλυτη επικράτηση που αφαιρεί ακόμη και το δικαίωμα στην ήττα.
Στο επόμενο λοιπόν τουρ στη Μακρόνησο ελπίζουμε να σερβίρουν και μενού βασανιστηρίων.
Ετσι για να μην πλήττουμε, ρε αδερφάκι μου.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τρίτη 17 Μαΐου 2016

Ημερολόγιο δυστοπίας #3: The walking dead



Ο βοηθός σερίφη Rick Grimes ξυπνάει στο νοσοκομείο ύστερα από πολύμηνο κόμμα. Το νοσοκομείο μοιάζει άδειο και οι δρόμοι σιωπηλοί.
Σύντομα ο πρωταγωνιστής ανακαλύπτει πως σχεδόν όλοι οι άνθρωποι έχουν μεταμορφωθεί σε νεκροζώντανους, σε ζόμπι, σε βαδίζοντες νεκρούς (σύμφωνα με τον τίτλο).
Οι ελάχιστοι επιζώντες προσπαθούν να επιβιώσουν με οποιονδήποτε τρόπο, κυνηγημένοι, κρυπτόμενοι, συγκροτώντας μικρές ομάδες.
Οι πόλεις έχουν καταληφθεί, οι αρτηρίες έχουν εγκαταλειφθεί, οι επιζήσαντες είναι ορατοί και εκτεθειμένοι.
Ο πολιτισμός έχει καταρρεύσει. Ολόκληρη η ζωή σκύβει σε ένα τοπίο ενσαρκωμένου θανάτου και ερήμωσης.
Ο Rick Grimes θα αρχίσει να ψάχνει την οικογένειά του κυνηγημένος μέσα σε ένα ξαφνικό αμετάκλητο παρόν. Θα επισκεφτεί πόλεις και θα πολιορκηθεί από ξενιστές, θα σκοτώσει τους ήδη νεκρούς και θα κρυφτεί από τους ζωντανούς.
Κάθε στιγμή βρισκόμαστε μία μέρα μετά την αποκάλυψη, όπου όλα είναι απότομα και κάθε δεδομένο ξεκινάει από την αρχή.
Τελικά θα συναντήσει τη γυναίκα του και το παιδί του σε έναν πρόχειρο καταυλισμό μαζί με άλλους επιζώντες.
Από τη στιγμή αυτή και μετά αρχίζει ένα ατελείωτο ταξίδι επιβίωσης, ένα αγκομαχητό ύπαρξης σε έναν κόσμο αιχμηρό, όπου σε κάθε στροφή θριαμβεύει η απώλεια.
Οι επιζώντες θα κυνηγηθούν, θα βρουν καταφύγια τα οποία στη συνέχεια θα εγκαταλείψουν, συντρόφους που στη συνέχεια θα χάσουν, θα δημιουργήσουν πρόχειρες δομές που στη συνέχεια θα σπαραχθούν.
Προχωρώντας πάντα μπροστά, προσπαθώντας να βρουν μια συνέχεια που μοιάζει μάταιη και ταυτόχρονα επιβάλλεται ως αυτονόητη.

Η σειρά «The walking dead» βασίζεται στο ομώνυμο κόμικς του Robert Kirkman και του Tony Moore το οποίο εκδίδεται από το 2003 μέχρι και σήμερα.
Και ενώ θα μπορούσε να αποτελεί ακόμη μία παραγωγή με ζόμπι, όπου η γραφική βία και η αποτύπωση του αίματος λειτουργούν πορνογραφικά ως μόνη τέρψη των θεατών, στην πραγματικότητα η σειρά καταφέρνει πολύ περισσότερα.

Ξεκινώντας από τη βίαιη συνθήκη μιας μετα-αποκαλυπτικής αφήγησης, η σειρά καταγράφει τον θάνατο, τον πόνο και την έκθεση με ωμότητα.
Οικοδομεί έτσι αυτή την αίσθηση της μόνιμης απειλής, της συνόρευσης της κανονικότητας με το αποτρόπαιο, της ηρεμίας με τη σφαγή.
Οι νεκροζώντανοι, μέσα από τη μόνιμη παρουσία τους, καταλήγουν να γίνουν στοιχεία του περιβάλλοντος, προσωποποιήσεις της απώλειας με τους όρους που υπάρχει και η δική μας, η καθημερινή απώλεια.
Μια παράμετρος σε μια καθημερινότητα που δεν διαφέρει απλά ως απότομη αλλαγή αλλά συνορεύει με τη δική μας καθημερινότητα ώστε να την αναστοχαστεί, να την κρίνει από την αρχή και να την επαναδιατυπώσει.

Αλλωστε οι αφηγήσεις της δυστοπίας λειτουργούν πάντοτε κριτικά απέναντι στη δική μας πραγματικότητα.
Ως μια σύμβαση που απομονώνει στιγμές και σχέσεις, κρίνει πολιτικές φτάνοντάς τες στο ακραίο τους ενδεχόμενο, περιγράφοντας τον σημερινό πολιτισμό στο σύνολό του παίρνοντας ως δεδομένο την εξαφάνισή του.

Η αποτύπωση των νεκροζώντανων αποτελεί έναν φόρο τιμής στην αισθητική του Τζορτζ Ρομέρο. Με αργή κίνηση που θυμίζει υπνοβάτη, βλέμματα μοχθηρά και απλανή, με μόνο κίνητρο μια άσβεστη πείνα και λουσμένα στην αποσύνθεση.
Οπως όμως ο Ρομέρο χρησιμοποίησε τα ζόμπι ως στοιχεία μιας (απλοϊκής) πολιτικής παραβολής, έτσι και στο «Walking dead» τα ζόμπι θα χρησιμοποιηθούν όχι ως πρωταγωνιστές αλλά ως μέρη μιας ευρύτερης αφήγησης.

Πρωταγωνιστής στη σειρά είναι η ίδια η ανθρώπινη συνθήκη τοποθετημένη στα άκρα της.
Η επιβίωση και ο ανταγωνισμός στο πυρηνικό τους στάδιο, οι όροι με τους οποίους συγκροτούνται οι κοινωνίες (στη συγκεκριμένη περίπτωση ξεκινώντας από το μηδέν), οι σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και ομάδων, το σύνολο των εκφάνσεων του ανθρώπινου πολιτισμού.
Δεν βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια κλοουνερί της πληγής, αλλά πολύ περισσότερο σε ένα σεληνιακό τοπίο που κατοικεί μέσα στο δικό μας φόντο, τοποθετώντας τον κίνδυνο και τον θάνατο στον υπερθετικό τους βαθμό, αναδεικνύοντας πτυχές που είναι ήδη παρούσες, κινδύνους με τους οποίους συνομιλούμε και οικείες εκφάνσεις του ανθρώπου σε ένα ανοίκειο περιβάλλον.
Στην υπόθεση πως αυτό θα μπορούσε να είναι το μέλλον του παρόντος μας, πως η αποσύνθεση δεν κατοικεί μόνο στις όψεις των τεράτων και πως τελικά οι βαδίζοντες νεκροί δεν είναι οι νεκροζώντανοι, αλλά εμείς οι ίδιοι.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Στο κέντρο της ρατσιστικής ακολουθίας



Από το χάσμα των καιρών πολλά πράγματα ανεβαίνουν στην επιφάνεια. Συμπιεσμένος ο χρόνος σπρώχνει τα γεγονότα προς τα εδώ. Παράδοξοι καιροί, παράδοξες πράξεις. Συμπεράσματα πάνω σε επόμενα συμπεράσματα, αλλαγές που περπατούν τον χρόνο με άλματα.
Ο ρατσισμός χτίζει το νέο πρόσωπο της Ευρώπης. Ο ρατσισμός είναι το νέο δομικό χαρακτηριστικό της λυκοφιλίας που ονομάζεται Ευρωπαϊκή Ένωση. Μετά το μεταπολεμικό αίτημα για ειρήνη ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς λαούς και την οικονομική του αποτύπωση στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα για αρχή, μετά το πέρασμα στην υιοθέτηση του νεοφιλελευθερισμού ως του μόνου αποδεκτού και λογικού τρόπου να οργανώσεις την οικονομία και τις κοινωνίες, πασπαλισμένου με μια δόση ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και συγκρότησης σε νεφελώδη ιδεολογήματα γύρω από τον διαφωτισμό, τις ελευθερίες και την αλληλεγγύη -ιδεολογήματα που γκρεμίστηκαν με πάταγο τα χρόνια της κρίσης. Η ευρωπαϊκή ένωση μοιάζει να περνά στη φάση της αποσύνθεσής της.

Το νέο πρόσωπο της Ευρώπης

Η οριζόντια λιτότητα στο σύνολο των κρατών, η οικονομική κρίση που είναι ακόμη εδώ, σε συνδυασμό με τις προβλέψεις για ακόμη μεγαλύτερα οικονομικά σοκ που πλησιάζουν ως καταλύτες των πολιτικών αποφάσεων, τα υπερκρατικά οικονομικά σκάνδαλα (Siemens, Volkswagen, έγγραφα του Παναμά και πολλά άλλα), η πλήρης απαξίωση της ισοτιμίας ανάμεσα στα κράτη μέσα από μια σειρά δημοσίων εκβιασμών, παραβιάσεων και τραμπουκισμών, η πλήρης απαξίωση του ανθρωπισμού στις αποφάσεις για το προσφυγικό, οικοδομούν το νέο πρόσωπο της Ευρώπης. Ανάμεσα σε όλα αυτά, η άνοδος της ακροδεξιάς σχεδόν σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, σε συνδυασμό με το ρατσιστικό λόγο, ο οποίος διαχέεται σε ευρύτερα ακροατήρια, γίνεται εξώφυλλο στα πιο ευπώλητα ευρωπαϊκά περιοδικά και εφημερίδες, γίνεται κομμάτι της ρητορικής των κατεστημένων κομμάτων. Ο ρατσισμός ως πολιτικό επιχείρημα, ως εξωτερική πολιτική, ως ο σημαντικότερος παράγοντας οικοδόμησης της ταυτότητας και της αυτοεικόνας. Ο ρατσισμός ως απόδειξη ενός εγχειρήματος που απέτυχε, ως στοιχείο αποσύνθεσης σε ένα γερασμένο πρόσωπο που προσπαθεί να μαζέψει τις επιταχυνόμενες ρυτίδες του με αμφίβολες επεμβάσεις και αποτυχημένες αποφάσεις.
Φυσικά όλα τα παραπάνω στοιχεία που οικοδομούν το πρόσωπο της Ευρώπης δεν είναι ξένα στη χώρα μας, ούτε προϊόντα εισαγωγής. Τα παράγουμε, τα καταναλώνουμε και τα εξάγουμε με συνέπεια εδώ και χρόνια. Γιατί μπορεί η αλληλεγγύη, όπως αναδείχθηκε τους τελευταίους μήνες, να είναι ένα εντυπωσιακό χαρακτηριστικό που σε κάνει να αντέχεις και να ελπίζεις, που σε ξαφνιάζει με το μέγεθος, την αμεσότητα και την αυταπάρνησή της, αλλά σίγουρα δεν είναι το μόνο χαρακτηριστικό που αναδεικνύεται, δεν είμαστε καν σίγουροι πως είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της περιόδου.

Βαθιά ριζωμένος

Τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής, τα θύματα της εγκληματικής οργάνωσης, αλλά ταυτόχρονα και ο καθημερινός ρατσιστικός λόγος, οι αυθόρμητες ρατσιστικές πράξεις είναι και αυτά στοιχεία της καθημερινότητάς μας και αποδείξεις πως ο ρατσισμός (που στην ριζοσπαστικοποιημένη εκδοχή του μπορεί να φτάσει μέχρι και τον φασισμό) είναι βαθιά ριζωμένος σε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας και μάλιστα πως ως ιδεολόγημα μπορεί να βρει αποδοχή σε ευρύτερα ακροατήρια.
Και ανάμεσα σε αυτές τις παράλληλες διαπιστώσεις κάθε τόσο έρχεται ένα νέο, μια είδηση ή μια εικόνα ώστε να πολλαπλασιάσει τα συμπεράσματα και τις διαπιστώσεις, να σου δείξει πως η κατάσταση είναι ακόμη πιο σύνθετη απ όσο νόμιζες και πως η πραγματικότητα χτίζεται ταυτόχρονα από πολλά χέρια.
Μιλώ για την ρατσιστική προεκλογική αφίσα των αυστριακών εκλογών. Αυτή που δείχνει έναν Έλληνα ξαπλωμένο σε μια αιώρα να παίζει με έναν πάκο ευρώ. Μια μορφή μυστακοφόρα και άγρια, με τα γυαλιά ηλίου καρφωμένα στο μέτωπο, εκφυλισμένη από το χαμόγελο της καλοπέρασής του, επιδεικτικός στην καλοτυχία και το αραλίκι του : «Καλύτερα τα δικά μας λεφτά για το δικό μας λαό» γράφει από κάτω η αφίσα του ακροδεξιού κόμματος που κέρδισε της εκλογές. Στην πραγματικότητα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια επανάληψη του στερεότυπου που τόσο έντονα χρησιμοποιήθηκε από γερμανικά και άλλα μέσα (σε μεγάλο βαθμό και κυρίαρχα ελληνικά), ώστε να οικοδομηθεί όλο το τιμωρητικό επιχείρημα απέναντι στην Ελλάδα. Είναι λογικό το επιχείρημα αυτό να ακούγεται πιο εκκωφαντικό και πιο χυδαίο από ποτέ. Τώρα που η κρίση και η φτώχεια βαθαίνει, που οι ευρωπαϊκοί εκβιασμοί μοιάζουν όλο και πιο χαιρέκακοι, που μια κυβέρνηση διασύρθηκε για την εναλλακτική που πρότεινε και που ένας λαός βρίσκεται στο χείλος.

Στερεότυπα

Ταυτόχρονα, όμως, η αφίσα μοιάζει να τοποθετεί τον Έλληνα στο κέντρο της ρατσιστικής ακολουθίας. Ρατσιστής ο ίδιος βλέπει τον κόσμο και τον αντιλαμβάνεται με ρατσιστικά επιχειρήματα: οι πρόσφυγες που είναι όλοι μουσουλμάνοι και οι μουσουλμάνοι ανατινάζονται, βιάζουν και αποκεφαλίζουν, που το DNA τους ευθύνεται για την κατάστασή τους. Και όμως το υποκείμενο του ρατσισμού είναι ταυτόχρονα αντικείμενο. Αυτός ο λιγδιάρης καλοπερασάκιας, ο αιώνιος λιακάδας και τεμπέλης, που πίνει ούζο και φραπέ και φωνάζει «όπα», ενώ μασάει τα χρήματα των άλλων. Κάθε φορά που ένας Έλληνας βλέπει κάποιον μετανάστη με τη στερεοτυπική περιγραφή που αναφέρεται πιο πάνω μεταμορφώνεται σε αυτόν τον τεμπέλη, γίνεται κομμάτι μιας αφίσας που περιγράφει την καταδίκη του, γίνεται ένα δίποδο στερεότυπο διαμπερές στην τιμωρία που δεν μοιάζει πια παράλογη.
Και είναι παράδοξο αλλά καταλήγουμε σε μια πρωτόγνωρη συνθήκη: ένα απόλυτα ρατσιστικό αντικείμενο να γίνεται επιχείρημα αντιρατσισμού απέναντι σε ντόπιους ομοϊδεάτες του κόμματος ελευθερίας της Αυστρίας.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Γραμμένο στα γρήγορα



Ετσι στα γρήγορα. Τελευταία στιγμή. Και πιο μετά. Να γράφεις σαν να σολάρεις κλίμακες στο πιάνο. Βαρώντας τα πλήκτρα να μην βλέπεις, μόνο να ακούς τον ικανοποιητικό γρήγορο ρυθμό. Χωρίς τεχνική, χωρίς ουσία χρόνου, χωρίς συμπυκνωμένη διάρκεια. Μηχανικά, τρέχοντας δάχτυλα και βλέμμα. Κυνηγώντας το χρόνο και τον αριθμό των λέξεων, το σχήμα του κειμένου στην παραδεδεγμένη ώρα. Καπνίζοντας τις προτάσεις πιο γρήγορα από τα τσιγάρα. Καπνίζοντας ασταμάτητα μέχρι να βγει το νόημα καπνιστό σαν χοιρομέρι. Και οι προτάσεις να πέφτουν στο χαρτί σαν τουβλάκια του τέτρις. Αντίστροφα βέβαια. Προσπαθώντας να γεμίσουν το χαρτί αντί να αδειάσουν την αρένα του παιχνιδιού.



Μα μην με παρεξηγείτε. Δεν είναι ακόμη μια προθεσμία που καταπατήθηκε βάναυσα (συγνώμη φίλη μου Ιωάννα), μια από τις πολλές προθεσμίες που δεν λειτούργησαν ως χρόνος που τελειώνει η γραφή, αλλά ως χρόνος που ξεκινάει το άγχος. Δεν είναι γραφή υπό την πίεση του φόρτου εργασίας, υπό την βίαιη πίεση του χρόνου που περισσεύει από τον αναγκαστικό στοχασμό και την ονειροπόληση, από τις απαραίτητες χαμένες ώρες σε ασήμαντα πράγματα, από τη δημιουργική τεμπελιά. Στην τελική δεν είναι το άρθρο αυτό που γράφεται απότομα. Οι νόμοι είναι. Και οι πολιτικές που τους επιβάλουν. Το νομοσχέδιο που ήρθε να ψηφιστεί απότομα στη βουλή. Η απεργία που εξαγγέλθηκε ως αποτέλεσμα και οι προθεσμίες που ήρθανε μια μέρα μπροστά ορίζοντας την ταχύτητα της γραφής και την ώρα της παράδοσης. Ας είναι λοιπόν η προχειρότητα της γραφής επιχείρημα υπέρ του άρθρου.

Με το άρθρο νομίζω θα τα καταφέρουμε (400 λέξεις θέλουμε ακόμη, το ‘χουμε), τι γίνεται όμως με τους νόμους; Με όλη αυτή τη συνθήκη όπου κάθε τι υπάρχει απότομα, αναδιαμορφώνει χωρίς να αφήνει περιθώρια, όχι απόφασης ούτε καν συνειδητοποίησης; Δεν υπάρχει χρόνος, όλα πρέπει να γίνουν γρήγορα ώστε να γίνει το Γιούρογκρουπ, να κλείσει η αξιολόγηση, να συζητηθεί το θέμα του χρέους, να διευθετηθεί το θέμα του χρέους, να μπει η χώρα στην ανάπτυξη, ώστε να ασκηθεί κοινωνική πολιτική. Σε όλη αυτή την ακολουθία που μπορεί κανείς να εντοπίσει την πολιτική; Και τελικά τι σημαίνει η φράση «εσπευσμένα θα έρθει προς ψήφιση στη Βουλή το νομοσχέδιο»; Ποια η σχέση του χρόνου με την πολιτική και τη δημοκρατία; Και μήπως είναι φορές που η έλλειψη χρόνου ταυτίζεται με την έλλειψη δημοκρατίας;

Γιατί ο χρόνος είναι χώρος και είναι και αριθμός. Και η δημοκρατία ακόμη και στην εκδοχή-πρόφαση με την οποία μοιάζει το σημερινό της πρόσωπο, προϋποθέτει τη διάδοση, τη συζήτηση, την ενημέρωση, την διαφωνία. Αλλιώς καταλήγεις να μοιάζεις ανυπόφορα με τα λάθη του παρελθόντος και τις παραδοχές που έλεγες πως θα ανατρέψεις.
Με μια παραδοχή της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που ταυτίζεται με την επιβολή της. Γιατί είναι άλλο να αποδέχεσαι την ύπαρξη μίας κατάστασης και άλλο να μεταχειρίζεσαι τους όρους της ως στοιχεία των δικών σου πολιτικών πράξεων.



Τους όρους μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης που το μόνο που υπόσχεται ως επιβράβευση είναι η λήξη της. Και όμως η ίδια η αποδοχή της λήξης αυτής σημαίνει την ταυτόχρονη επέκταση της διάρκειάς της κατάστασης. Δεν υπάρχει τίποτα το έκτακτο σε αυτές τις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Απλά επιβάλλονται ξαφνικά και υπόσχονται τη μικρή διάρκεια του έκτακτου ως προυπόθεση ώστε να επιβληθεί η εκτεταμένη διάρκειάς τους.

Το άρθρο λοιπόν γράφεται και τελειώνει γρήγορα. Δεν ξέρω τι επιπτώσεις μπορεί να έχει ένα άρθρο που φτιάχτηκε γρήγορα στους ανθρώπους. Ίσως μόνο τη δυσφορία της ανάγνωσής του. Γνωρίζω όμως με βεβαιότητα πως δεν ισχύει το ίδιο με τα νομοσχέδια που ψηφίστηκαν γρήγορα και τις πολιτικές που επιβλήθηκαν ξαφνικά. Ίσως βέβαια να ξεχνώ την ακολουθία: δεν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα οποιοδήποτε νομοσχέδιο, αλλά σε μια πολιτική που επιβλήθηκε γρήγορα, ώστε να επιτευχθεί τελικά μια άλλη πολιτική που θα οδηγήσει σε μια άλλη πολιτική, η οποία τελικά θα μας δώσει τον απαραίτητο χρόνο να γράφουμε άρθρα με την άνεσή μας και να απολαμβάνουμε τα δημοκρατικά μας δικαιώματα με την ησυχία μας.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

Σώκρατες ντρανκ μνημόνιουμ



Τη μια μας παίζουν ροκ, την άλλη τσιφτετέλι
παιδιά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη
μας ξεγελάνε με σεκλέτι και μεράκι
πνεύμα αθάνατο, σε τρώει το σαράκι.
Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Καθιέρωση παγκόσμιας ημέρας ελληνοφωνίας και ελληνικού πολιτισμού». Αυτό τον τίτλο είχε η αιτιολογική έκθεση του υπουργείου Εσωτερικών η οποία ανέβηκε για διαβούλευση στο opengov.
Την έκθεση υπογράφουν οι υπουργοί Νίκος Κοτζιάς, Νίκος Φίλης, Αριστείδης Μπαλτάς, Ιωάννης Αμανατίδης και Παναγιώτης Κουρουμπλής.
Η έκθεση έκανε τον γύρο του διαδικτύου, προκάλεσε ψόγο, ειρωνεία και λοιπά σχόλια. Και όλες αυτές οι αντιδράσεις ήταν απόλυτα δικαιολογημένες όπως μπορεί κανείς να αντιληφθεί διαβάζοντας την έκθεση εδώ
Η αιτιολογική έκθεση προσπαθεί να μας πείσει για τη σημασία της συγκεκριμένης μέρας με γλαφυρό τρόπο.
Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου, η 20ή Μαΐου θα καθιερωθεί ως παγκόσμια μέρα ελληνοφωνίας η οποία θα συνοδεύεται με εκδηλώσεις, παρουσιάσεις, ημερίδες κτλ με στόχο την ανάδειξη της διαχρονικής παρουσίας και εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας και άλλα πολλά.
Αλλη μια παγκόσμια μέρα λοιπόν δίπλα σε αυτές της Παγκόσμιας Ημέρας Ασθματος, της Παγκόσμιας Ημέρας Κυανοκράνων, της Παγκόσμιας Ημέρας κατά της Λύσσας και της Παγκόσμιας Ημέρας Δημόσιας Τουαλέτας. Προς τι ο χαμός;
Κατ' αρχήν είναι η ίδια η γλώσσα της αιτιολογικής έκθεσης. Εχει τρομερό ενδιαφέρον το πώς ένα κείμενο που έχει ως αντικείμενο τη γλώσσα κατάφερε να είναι γραμμένο σε τόσο προβληματική γλώσσα.
Μια γλώσσα γεμάτη αφόρητες κοινοτοπίες, εθνικιστικές γενικολογίες, φλυαρίες χωρίς τέλος, επιχειρήματα έκθεσης μαθητή Γυμνασίου, φράσεις κενές νοήματος.
Ενα κείμενο που μυρίζει πατριωτοπασοκίλα παλαιάς κοπής, συντήρηση και αρετή τρισχιλιετών Ελλήνων και τρέχουσα εθνικιστική περηφάνια χωρίς επιχείρημα (βλ. π.χ. το εξαιρετικά αφαιρετικό στην αφέλειά του «η ελληνική γλώσσα και ο ελληνικός πολιτισμός αποτελούν αδιάψευστη απόδειξη της συνέχειας του έθνους μας»).
Δεύτερον είναι οι αφόρητες χαζομάρες που μπορείς να πετύχεις, με εξέχουσα την επιλογή της συγκεκριμένης ημερομηνίας επειδή είναι η ημέρα γέννησης του Σωκράτη σύμφωνα με τον συντάκτη (ο οποίος Σωκράτης, όπως μας ενημερώνει η έκθεση, «έθεσε την Ελλάδα σε εξέχουσα θέση διεθνώς».
Κάπου ανάμεσα στον Πύρρο Δήμα και τη Νανά Μούσχουρη).
Το έτος γέννησης του Σωκράτη δεν είναι γνωστό με ακρίβεια (470 ή 469 π.Χ.) και οι μέρες δεν μπορούν να υπολογιστούν αφού η μεταφορά της χρονολόγησης των αρχαίων Ελλήνων στο νέο ημερολόγιο δεν μπορεί να είναι ακριβής.
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε ένα τρικ εθνικιστικής περηφάνιας που εκθέτει τις ικανότητες του συντάκτη στους τομείς της ιστορίας, της αριθμητικής και κυρίως του κάστινγκ διάσημων τρισχιλιετών Ελλήνων.
Πέρα απ' όλα τα άλλα, έχω την αίσθηση πως η συγκεκριμένη έκθεση πήρε έκταση γιατί συμπυκνώνει μια σειρά από προβληματικά χαρακτηριστικά της κυβέρνησης, ώστε τελικά να γίνει σύμβολο μιας κατάστασης: την υιοθέτηση ξένων ιδεολογικών χαρακτηριστικών ως χάδι στο κοινό γούστο και την τρέχουσα αντίληψη άσχετα με την παράδοση της Αριστεράς και άσχετα με οποιαδήποτε επιστημονική θέση, το φλερτ με τον λάιτ εθνικισμό (το οποίο λάιτ εξαχνώνεται ανά περιπτώσεις), την κακογουστιά μιας φανφάρας όμοιας με τον πομπώδη τρόπο των παρελάσεων ή το κιτς αριστούργημα που είναι ο Πάνος Καμμένος και το κόμμα του, το χάιδεμα της Εκκλησίας ως (υποχρεωτικού) συστατικού στοιχείου της υπόστασής μας.
Είναι ενδεικτικό το πώς η έκθεση μας πληροφορεί ότι η 20ή Μαΐου είναι ταυτόχρονα και μέρα επετείου της Οικουμενικής Συνόδου, ενώ κολλάει και με τις δύο προηγούμενες μέρες όπου έχουμε την ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων και την επέτειο της Μάχης της Κρήτης.
Εμείς εδώ να προσθέσουμε πως 20 Μαΐου είναι και τα γενέθλια της Μαρινέλλας.
Οι φράσεις της έκθεσης κυλούν σαν άρματα γιορτής της πολεμικής αρετής των Ελλήνων.
Με συγκρητισμό, ενώνοντας κατά βούληση θέματα άσχετα μεταξύ τους, με μόνο συγκολλητικό στοιχείο μια γενικόλογη περηφάνια άνευ επιχειρήματος, χωρίς λεπτομέρεια, χωρίς σοβαρότητα, χωρίς ιστορία και -στην έλλειψη της οποιασδήποτε κυριολεξίας- χωρίς γλώσσα.
Δεν είμαστε σίγουροι ποιος από τους υπογράφοντες έγραψε την παραπάνω επιστολή, αλλά, όπως και να 'χει, το αποτέλεσμα είναι ντροπή για την κυβέρνηση, ντροπή για την Αριστερά και τελικά ντροπή για την ίδια την ελληνική γλώσσα.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)