Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Κρόιφ, για πάντα, Κρόιφ



Εραστές της μπάλας όλου του κόσμου, παραμερίστε.
Περνά η Μεγάλη Κυρία των γηπέδων (αυτή η πραγματική Κυρία
κι όχι οι ψιμυθιωμένες εταίρες των πολυεθνικών) περνά,
ο μεγάλος Άγιαξ!
Oσοι αγαπήσαμε με τη φλόγα του έφηβου ερωτευμένου αυτή την υπεργήινη Bella Dona δεν μπορούμε πια να την ξεχάσουμε.
Δεν κράτησε πολύ η αστραποβολή της. Γιατί όλα τα καταυγαστικά όνειρα δεν κρατούν πολύ. Γιατί όλες οι πρωτοπορίες, που ανατρέπουν όλα τα γερασμένα κατεστημένα και τις χρυσές μετριότητες, περνούν σαν αστραπή, αλλά όσοι δουν τη λάμψη τους δεν την ξεχνούν ποτέ. Γιατί μια επανάσταση δεν έχει κατά κανόνα αντάξιους επιγόνους.
Δεν απέκτησε -λένε- «τίτλους» και διεθνείς διακρίσεις, όσοι μετρούν τις αξίες με τα συσσωρευμένα μετάλλια και τις μπακάλικες προδιαγραφές. Δεν είχε – λένε – συνεχιστές. Μα, μήπως κληρονομείται η ιδιοφυΐα;
Ο,τι υπήρξε πριν από τον Άγιαξ -το συνειδητοποιήσαμε ξαφνικά- υπήρξε η προϊστορία του ποδοσφαίρου. Μετά τον Άγιαξ φάνηκε πως υποχρεωτικά πια άνοιγε η ιστορία. (…)
Τώρα βασιλεύει η δυναστεία των συστημάτων, τα γκολ που μετρούν εντός και εκτός, οι υπολογισμοί και τα τεφτέρια.
Θα μας ξαναθυμίσει άραγε κάποιος καμιά πάλι φορά πως το ποδόσφαιρο δεν είναι πια απλώς τεχνική, δεν είναι πια απλώς δύναμη, δεν είναι άθροισμα από εξωνημένες βεντέτες;
Θα μας θυμίσει πάλι κανείς την έμπνευση, τη γοητεία του απρόοπτου, τον αυθορμητισμό που γίνεται σοφία και τη σοφία που φαντάζει σαν αυθορμητισμός, το ότι το ποδόσφαιρο μπορεί να είναι το πιο μοντέρνο χορογραφικό έργο Τέχνης, όπως μας απέδειξαν και μας το δίδαξαν οι νέοι Νιζίνσκι της δεκαετίας του 70;
Βίβα για πάντα, ΑΓΙΑΞ.
Αλ Καμής (Μανόλης Αναγνωστάκης), «Άγιαξ, για πάντα Άγιαξ», εφ. Αυγή (28ης Οκτωβρίου 1984)


Ο Γιόχαν Κρόιφ υπήρξε ο σημαντικότερος ευρωπαίος ποδοσφαιριστής, ο πρώτος ευρωπαίος σούπερσταρ, ο άνθρωπος που μετά το πέρασμά του τίποτα δεν ήταν όμοιο στον ποδοσφαιρικό κόσμο. Οι ικανότητες και η ευφυΐα του, η πλήρης ποδοσφαιρική του ενόραση, η ταχύτητα και η τρίπλα του, η ηγετική του παρουσία και η προπονητική του παρακαταθήκη ενέπνευσε γενιές και μπορεί να γίνει ορατή μέχρι και σήμερα. Ο Γιόχαν Κρόιφ άφησε την τελευταία του πνοή την Πέμπτη σε ηλικία 68 ετών. Τον τελευταίο καιρό πάλευε με τον καρκίνο.

Ο Κρόιφ ξεκίνησε την καριέρα του στον Άγιαξ το 1964. Ένα παιδί του Άμστερνταμ που έμελλε να φτάσει την ομάδα του στην κορυφή του κόσμου, να ταυτίσει το όνομά του μαζί της και να δημιουργήσει ένα ορόσημο στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Τρεις φορές καλύτερος παίχτης της Ευρώπη και κάτοχος της Χρυσής Μπάλας, τρία κύπελλα πρωταθλητριών, 8 πρωταθλήματα Ολλανδίας, ένας τελικός μουντιάλ με την εθνική ομάδα της Ολλανδίας του 1974. Η μεταγραφή του στην Μπαρτσελόνα σημείωσε οικονομικό ρεκόρ, με τον Κρόιφ να κερδίζει το πρωτάθλημα από την πρώτη του χρονιά και να συνδέει το όνομά του τόσο με την ομάδα όσο και με την φιλοσοφία της. Ο Κρόιφ συνέδεσε το όνομά του με το «ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο» τόσο ως παίχτης όσο και ως προπονητής. Ακόμη και σήμερα το ποδόσφαιρο της Μπαρτσελόνα στηρίζεται (με κάποιες παραλλαγές) στον τρόπο παιχνιδιού που εισήγαγε ο Ολλανδός (συνεχιστής του Ρίνους Μίχελς) ως προπονητής το 1998.
Η πραγματική όμως παρακαταθήκη ξεπερνά κατά πολύ την ανασκόπηση μιας καριέρας. Όλη αυτή η ομορφιά υπό πίεση, όλη η συνέχεια του βαδίσματος ενώ οι αντίπαλοι αλλάζουν απότομα ξανά και ξανά το μονοπάτι της διαδρομής σου, ενώ τα όρια της τροχιάς σου αλλάζουν ξανά και ξανά. Οι περιορισμοί των 11 αντιπάλων να μικραίνουν το γήπεδο ξανά και ξανά.

Αλλά κάθε υπερπήδηση των εμποδίων να γίνεται με τρόπο φυσικό, με το σώμα όρθιο, με τρόπο τέτοιο που ακόμη και η δυσκολία να σβήνεται μπροστά στη χάρη, μπροστά στην επέλαση και όλα να μοιάζουν αρμονικά. Οι ευθείες και οι γραμμές στον βουβό χώρο, το σώμα ως υπέρβαση τους σώματος, το ξεχωριστό μεταμφιεσμένο σε αθλητική επίδοση.

Πέρα από ένα άγαλμα εν κινήση, ο Κρόιφ έμεινε γνωστός και για την προσωπικότητά του, για την πορεία του ως προπονητής, για τις επιλογές του ακόμη και για τις ατάκες του. «Δεν θα μπορούσα να επιλέξω μια ομάδα (εν. την Ρεάλ Μαδρίτης) που σχετίζεται με τον Φράνκο» είχε δηλώσει σχετικά με τους λόγους που τον έκαναν να επιλέξει την Μπαρτσελόνα. «Οι Ιταλοί δεν μπορούν να μας κερδίσουν, αλλά μπορούμε σίγουρα να χάσουμε από τους Ιταλούς», «Είμαι άθεος. Στην Ισπανία και οι 22 παίχτες σταυροκοπιούνται πριν από ένα παιχνίδι. Αν η μέθοδός τους λειτουργούσε θα είχαμε μόνο ισοπαλίες». Κρατώντας ίσως την καλύτερη ατάκα για το τέλος: «Στο ημίχρονο του πιο σπουδαίου αγώνα της ζωής μου βρέθηκα να προηγούμαι με 2 – 0, αλλά ο καρκίνος έκανε την ανατροπή.»

Ο Κρόιφ θα ζει σε κάθε τρίπλα υπέρ της ομορφιάς και εκτός της αποτελεσματικότητας, σε κάθε όνειρο που περιέχει τον ποδοσφαιρικό ενθουσιασμό και όχι την καριέρα, σε κάθε πιτσιρικά που ενθουσιάζεται με τον ενθουσιασμό του και ξεπερνάει τον εαυτό του. Γιατί το δίδαγμα του Κρόιφ κατοικεί στην κάθε υπέρβαση. Σε κάθε τι που μετατρέπει την ανθρώπινη δραστηριότητα σε ομορφιά και την ανθρώπινη πέτρα σε μουσική.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

Ημερολόγιο δυστοπίας #2: Σάρα Κέιν, Blasted



Η πόλη είναι δική μας πια.

Ο Ιαν, ένας μεσήλικας δημοσιογράφος, φέρνει την οικογενειακή φίλη του Κέιτ, μια ψυχικά διαταραγμένη κοπέλα ταπεινής ταξικής καταγωγής, σε ένα πολυτελές δωμάτιο ακριβού ξενοδοχείου του Λιντς.
Εκεί θα την τραμπουκίσει, θα την κακομεταχειριστεί, θα προσπαθήσει να την πείσει να κάνουν έρωτα. Ταυτόχρονα θα ξεδιπλώσει μπροστά της όλο του τον μισογυνισμό, τον ρατσισμό, την ομοφοβία.
Ο χρόνος περνά στο δωμάτιο ανάμεσα σε απειλές, προσβολές και μια απροσδόκητη υφέρπουσα τρυφερότητα.
Ξαφνικά εισβάλλει στο δωμάτιο ο στρατιώτης. Η Κέιτ θα εξαφανιστεί και ο στρατιώτης θα επιτεθεί στον Ιαν. Μια εκτυφλωτική λάμψη και μια τρομακτική έκρηξη.
Το ξενοδοχείο έχει χτυπηθεί από όλμο. Ο στρατιώτης απειλεί τον Ιαν, τον βιάζει, τον τυφλώνει. Στη συνέχεια αυτοκτονεί.
Η Κέιτ επιστρέφει στο δωμάτιο με ένα μωρό στην αγκαλιά, παιδί ενός από τα θύματα του πολέμου που εξελίσσεται έξω από το δωμάτιο.
Ανάμεσα στα ερείπια του ξενοδοχείου η βία κλιμακώνεται. Ο σκληρός νατουραλισμός φτάνει στα όρια μιας μεταφυσικής του αίματος, ενός μαγικού ρεαλισμού της βίας. Η βροχή πέφτει μέσα στο δωμάτιο.
Το πρώτο έργο της Σάρα Κέιν ανέβηκε στο Royal Court του Λονδίνου το 1995. Προκάλεσε την οργή και την επίθεση των κριτικών για την απλόχερη σκηνική του βία, αλλά ταυτόχρονα βρήκε ένθερμη υποστήριξη από προσωπικότητες του αγγλικού θεάτρου, όπως ο Χάρολντ Πίντερ ή ο Εντουαρντ Μποντ.
Η επίδειξη της σκληρότητας και ταυτόχρονα η απειλή που κουβαλά η παρουσία της περιγράφηκαν από τους πολέμιους του έργου ως ανοίκειες, ξένες, ακραίες.
Στην πραγματικότητα, αυτό που στήνεται μπροστά στα μάτια μας είναι η παλέτα μιας αρρώστιας του σύγχρονου αστικού τοπίου, μεγεθυσμένη ώς την υπερβολή.
Μια πτώση περιγραμμένη με την υπερβολή της συμπύκνωσης, την εστίαση σε ένα επί μέρους που κάποια στιγμή θα απειλήσει να κατακτήσει το σύνολο.
Ο πολλαπλός ρατσισμός ειπωμένος με την απλότητα ενός επιφωνήματος, κακές τροφές, χουλιγκανισμός, άπειρα ξίδια, βίαιες ειδήσεις, ψυχική αρρώστια, σαπισμένα πνευμόνια, ερωτικές σχέσεις κάπου ανάμεσα στην άτεχνη μίμηση της φτηνής πορνογραφίας, την ανικανότητα και τον ευνουχισμό.
Μια εσωτερικευμένη εμπόλεμη ζώνη, πρόχειρα χαρακώματα ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους και ένα μόνιμο συρματόπλεγμα κάτω από το ταβάνι.
Οψεις σαν σκορπισμένες, φτηνές ανθοδέσμες. Και οι σχέσεις πρόχειρες, απότομες και διακεκομμένες σαν τραπεζομάντιλο κανονικότητας τραβηγμένο ξαφνικά ανάμεσα σε δύο βομβαρδισμούς.
Και μέσα σε όλα αυτά, μια απότομη λάμψη τρυφερότητας, ένα σκίρτημα φωτός αχνό σαν ανάμνηση, άτσαλο, κακόηχο στην απαλότητά του.
Ενα αίτημα για αθωότητα σαν ηχώ από έναν παλαιό κόσμο που καίγεται. Η ηδονή μοιάζει καταδικασμένη να συνορεύει με τον πόνο. Η επαφή με το γδάρσιμο. Ολες οι χειρονομίες μοιάζουν με ανακριτικές τελετουργίες.
Το Blasted αποτελεί πάνω απ' όλα μια εξωτερική αποτύπωση ενός μέσα κόσμου. Το μεταξύ των ανθρώπων, το εσωτερικό τοπίο γίνεται περιβάλλον.
Γι' αυτό η Σάρα Κέιν δεν εικονοποιεί υπερβολικά, αντίθετα εικονοποιεί με ακρίβεια και λεπτομέρεια μια υπερβολή.
Την υπερβολή αυτήν που μπορεί να είναι η ανθρώπινη κατάσταση σε εξαιρετικές περιστάσεις.
Το τοπίο της Σάρα Κέιν με τους όρους που περιγράψαμε γίνεται πια ευρωπαϊκή καθημερινότητα.
Η έκρηξη στο ξενοδοχείο αποσπάται από τη λογοτεχνία και υπάρχει ως καθημερινό ρεπορτάζ στα δελτία ειδήσεων. Ο αφηρημένος εμφύλιος του έργου -όπου οι δύο πλευρές, οι λόγοι και η έκταση δεν κατονομάζονται- σήμερα μοιάζει απολύτως συγκεκριμένος.
Οι τότε ενστάσεις των κριτικών του έργου ως προς το στοιχείο της βίας και της υπερβολής δεν περιγράφουν τίποτα άλλο από την ατελείωτη ευρωπαϊκή μακαριότητα, την τέχνη τού να πριονίζεις το κλαδί στο οποίο κάθεσαι ενώ ταυτόχρονα φλυαρείς για τις ρίζες του δέντρου.
Το Blasted είναι το βομβαρδισμένο μας παρόν όπως μας έρχεται από το παρελθόν, κληροδότημα μιας πρόβλεψης και μιας απευχής, μια προοικονομία που δεν κατάφερε να ξορκίσει τον εαυτό της και σήμερα συναντά την επιβεβαίωσή της.
Το ακραίο τού χθες ως σημερινή κανονικότητα, η μεταφορά της βίας μέσα από την υπερβολή της, ως κυριολεξία της βίας στη σημερινή υπερβολική εποχή.
Σήμερα, είμαστε η απόδειξη του επιχειρήματος της Σάρα Κέιν.
Υποκείμενα της εφευρετικότητας της πληγής, πρωταγωνιστές της ποιητικής της αγριότητας.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Πριν από το πρωινό




Η μέρα έφτασε ως εδώ σπασμένη, αποσπασματική. Συχνά περισσότερο εντύπωση παρά εμπειρία, περισσότερο θέαση παρά βίωμα. Στιγμές που ξεκινούν χωρίς να πηγαίνουν πουθενά, άλλες που συνεχίζουν χωρίς να γνωρίζουμε που ξεκίνησαν, άλλες ακέφαλες και χωρίς άκρα, τυχαία σώματα τυχαίας διάρκειας. Εικόνες χωρίς επεξήγηση, χωρίς ερμηνεία, χωρίς ρόλο οργανικό. Συμβάντα που συμβαίνουν. Αποσπασματική, σε θρύψαλα, η εμπειρία της μέρας σπάει. Και συ την κουβαλάς σαν σε μικρές πληγές, λίγο σαν πέλμα που περπάτησε ξυπόλυτο τη νύχτα σε μια κουζίνα χωρίς φως.
Προσπαθούμε να παρακολουθήσουμε τον εαυτό μας στη συνέχειά του. Τη ζωή μας σαν να αφηγείται μία και μόνη ιστορία. Ίσως με μερικούς τυχαίους παράδρομους, με την ευχή να μείνουν παρακάμψεις προς τη ροή της κεντρικής αφήγησης, μέρη οργανικά και απολύτως χρήσιμα, δομημένα κομμάτια της πλοκής μας, αρχιτεκτονημένες στιγμές του όλου. Κάτι ολόκληρο. Που θα χωράει στο βλέμμα ολόκληρο, που θα μπορείς να το πεις και να σε πει.
Μα η διαδρομή μας δεν έχει κατεύθυνση. Γίνεται περιπλάνηση που όλο και πιο συχνά προσπαθεί να οριστεί. Τυχαιότητα που προσπαθεί να μεταφραστεί σε μοίρα, μουτζούρα που ονειρεύεται τον εαυτό της ως χάρτη. Δεν υπάρχουν εδώ ευθείες, δεν υπάρχει εδώ γεωμετρία, μόνο αποτυπώματα σε ένα χαρτί που διπλώνεται και σκίζεται ταυτόχρονα. Έτσι ζωγραφίζει Αυτή με τα μολύβια της: μισή μουτζούρα, μισή καλλιγραφία.
Και η μέρα ξυπνά μέσα στη νέα μέρα. Εξετάζει με τα δάχτυλα αποσπασματικά το σώμα της. Με όλες της τις εντυπώσεις. Με όλες τις διακοπές και τις συνέχειες. Τη ρουτίνα, την πληροφορία και την έκπληξη. Διαβάζεις ένα βιβλίο στον ηλεκτρικό, ακούγοντας τις ανακοινώσεις, ακούγοντας τους ανθρώπους να ζητούν, να δυσανασχετούν ή να σιωπούν. Κατεβαίνεις και ονομάζεις την άφιξή σου προορισμό. Ανασκαλεύεις νέα μπροστά σε οθόνες. Πρόσφυγες, μετανάστευση, ακροδεξιός δημόσιος λόγος, αλληλεγγύη, διαπραγμάτευση, προδοσία, νέος αυριανισμός, Eurovision, το Χόλιγουντ στη Μυτιλήνη, η ψυχή στο στόμα, Μακεδονία, βόρεια Μακεδονία, χαλβάς Μακεδονίας, το όνομα είναι η ψυχή μας και άλλα τέτοια. Οι πρόσφυγες είναι βιαστές, το έχουν στο DNA τους, ο Θέμος Αναστασιάδης είναι νεοναζί (ή μήπως απλά μαλάκας; Όπως και να ‘χει και εδώ το DNA θα φταίει), ευρωπαίοι φίλαθλοι σε ευρωπαίες πλατείες κατουρούν ευρωπαίους τσιγγάνους. Ευρώπη του διαφωτισμού του Βολταίρου και του Βίκτωρα Ουγκό, πηχτός εφιάλτης, παρανυχίδα της ιστορίας και τραύλισμα της κραυγής. «Ἄθλιος καιρὸς στὴ φοβερὴ πατρίδα μου καὶ λίβας ἀνελέητος σκληρὸς τοῦ Ἰουλίου».
Να κλείνει η οθόνη και η σιωπή σαν κραυγή χωρίς κάτοχο, σαν κάτι που ατέλειωτα εκκρεμεί, χωρίς πριν ή μετά. Πόσες ώρες της μέρας σου περνάς στη σιωπή; Πόσες στιγμές την ακούς και ξαφνιάζεσαι, σχεδόν τρομάζεις, σαν έτοιμος να πεις κάτι, απλώς για να την σπάσεις, αλλά σιωπάς μπας και ταυτιστείς μαζί της και καταφέρεις να την καλοπιάσεις.
Η σιωπή τινάζει και αυτή τα σεντόνια της. Και εσύ ψάχνεις κάτι να προσφέρει ενότητα. Όχι έναν πρωταρχικό μύθο, όχι μια μεγάλη μυθολογία. Κάτι μικρότερο, κάτι που σε διαπερνά και σε ενώνει με τους άλλους. Ένα συναίσθημα, μία άποψη, έναν τρόπο. Κάπως σαν την παιδική βεβαιότητα, αυτή που δεν αμφιβάλει ούτε για μια στιγμή, αυτή που μεταμορφώνει χωρίς προϋποθέσεις, αυτή που συμμετέχει ανιδιοτελώς. Μια βεβαιότητα χαμένη σε ξαφνικά καλοκαίρια και απότομες βροχές. Κάτι μικρό, μια διαπίστωση ίσως, ένα βλέμμα να μας χωρά για λίγο όλους.
Ενώ περπατάς προσπαθείς να καθορίσεις το βλέμμα που σε κοιτά, την όραση που σε καθιστά αντικείμενο του βλέμματός σου. Να κινηματογραφήσεις τη βουβή στιγμή, να την επενδύσεις μουσικά, να τη βαφτίσεις πέρασμα από τη μία σεκάνς στην άλλη. Μα σήμερα η ταινία κερνάει μόνο τίτλους συντελεστών. Σκόρπιους και ακατανόητους, ενώ εσύ συμμετέχεις ως τυχαίο τοπίο σε βλέμματα άλλων.
Και η μέρα φεύγει πάνω από τον ώμο σου σαν σκόνη στη χούφτα του αέρα, να σκορπίζεται τυχαία πάνω σε ξένες και σε οικείες μέρες, φτέρνισμα μπροστά σε ημερολόγιο που τινάζει μέρες και αριθμούς. Μοίρα συναχωμένη, φυσά τη μύτη της στην ηλικία σου. Και η μέρα κουτσαίνει ως εδώ, σπασμένη, αποσπασματική, κουτσαίνοντας μαζί της όλη τη ρουτίνα, την πληροφορία και την έκπληξη.
Παίρνεις το δρόμο του πρωινού. Εκείνου του πρωινού. Και το τηλέφωνο χτυπά. Εκείνη σου λέει. Και έτσι απότομα σαν η ζωή να αποκτά ενότητα.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

Ημερολόγιο δυστοπίας #1:Κόρμακ ΜακΚάρθι, Ο δρόμος



«Νύχτες πιο σκοτεινές κι απ' το σκοτάδι και μέρες πιο γκρίζα η καθεμιά απ’ την προηγούμενή της. Σαν την αρχή ενός παγερού γλαυκώματος που 'σβηνε τον κόσμο λίγο λίγο. Τώρα το χέρι του υψωνόταν κι έπεφτε απαλά με κάθε πολύτιμη ανάσα».

Σε έναν κόσμο που σβήνει, ένας πατέρας και ο γιος του προσπαθούν να επιβιώσουν. Διασχίζουν τον δρόμο μέσα σε μια ατελείωτη ερήμωση. Τα ζώα, η βλάστηση έχουν σχεδόν χαθεί. Το ίδιο και οι άνθρωποι.
Οσοι απέμειναν επιβιώνουν ενσαρκώνοντας τις πιο σκληρές πτυχές του είδους: βία, φόνος, κανιβαλισμός. Ο πατέρας και ο γιος βαδίζουν ψάχνοντας το ελάχιστο που θα τους συντηρήσει, προσπαθώντας να αποφύγουν τους κινδύνους, τους ανθρώπους, τον θάνατο.
Βαδίζουν ασθμαίνοντας προς τη θάλασσα, ελπίζοντας πως εκεί θα συναντήσουν κάποια λύση, μια συνθήκη ευνοϊκότερη για την επιβίωσή τους.
Και ταυτόχρονα αγκομαχούν την ύπαρξη γυμνή, την ανθρώπινη μοίρα στην οριακή της επιβεβαίωση, την ανάσα στο χείλος των πραγμάτων.
Βρεγμένη στάχτη, αδέσποτο αίμα αφημένο, κορμοί δέντρων σαν οδοδείκτες που δεν δείχνουν κανέναν ουρανό, φωτιές στις πλαγιές των βουνών, ανθρώπινες αγέλες, μια ξεβαμμένη θάλασσα, ένας ξεχασμένος λόγος.
Η καταστροφή του κόσμου στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία λειτουργεί ως αξίωμα. Ποτέ δεν μαθαίνουμε γιατί ή πώς ο κόσμος βρέθηκε σε αυτή την κατάσταση.
Εδώ δεν έχουμε τις επιπτώσεις κάποιου ανθρώπινου σφάλματος, την έκρηξη της τεχνολογίας, την πολιτική σύγκρουση τραβηγμένη ώς τον αφανισμό.
Εχουμε όλα αυτά και ακόμα λιγότερα σε ένα συγγραφικό αρχέτυπο που όσο πιο απλό γίνεται, όσο πιο πολύ μικραίνει τόσο περισσότερα περιέχει.
Η ερήμωση υπάρχει ως δεδομένο που αμφισβητείται μονάχα από τις τελευταίες λάμψεις της ανάμνησης. Μιας ζωής μακρινής και αχνής πια. Μιας ζωής πριν από την καταστροφή.
Ετσι, η ιστορία μας γδύνεται από αιτίες. Εστιάζουμε μόνο στις δύο φιγούρες και στο μεταξύ τους σύμπλεγμα.
Γιατί δεν βρισκόμαστε απλώς μπροστά στην επιβίωση δύο ανθρώπων σε έναν απάνθρωπο κόσμο. Πολύ περισσότερο κοιτούμε την επιβίωση ό,τι ανθρώπινου σε μια διαδικασία απανθρωποποίησης.
Τη διαδρομή σε έναν δρόμο εσωτερικής ερήμωσης και επιβίωσης.
Ετσι, ο ανθρώπινος κόσμος περιορίζεται στον ελάχιστο δεσμό. Αυτόν ενός άντρα και του γιου του. Ενός δεσμού ικανού να περιγράψει το σύνολο πολλαπλασιαζόμενος.
Με μεγαλύτερη ακρίβεια και αμεσότητα, συμπυκνωμένος στα στοιχειώδη ανθρώπινα σωματίδια: στον φόβο και την αγάπη, στον πόνο και την εμπιστοσύνη.
«Υστερα στάθηκε απλώς στην ίδια θέση κρατώντας τα κιάλια και παρατηρώντας το σταχτένιο φως του ήλιου καθώς έπηζε πάνω απ' τη γη. Ηξερε μόνο ότι το παιδί ήταν η εγγύησή του. Είπε: Αμα δεν είναι αυτός ο λόγος του θεού, ο θεός δεν μίλησε ποτέ».
Ο κόσμος τελειώνει με δυο ανθρώπινες φιγούρες να χάνονται στο ορίζοντα. Οπως δηλαδή περίπου άρχισε. Με δύο επισκέπτες να σηματοδοτούν τον ερχομό τους και ταυτόχρονα τον δικό μας ερχομό.
Μα εδώ ο εφιάλτης ανασαίνει δίπλα μας. Χωρίς να επεξηγεί, χωρίς να παραχωρεί λογικές αλληλουχίες, ως ένα ακαριαίο δεδομένο το οποίο ορίζει όλες τις κινήσεις και όλες τις αποφάσεις.
Το έξω από τον τόπο, το έξω από τον χώρο και το έξω από τις αιτίες που μας δίνει η ιστορία ορίζουν την ταύτισή μας.
Η ανωνυμία των ανθρώπων και των τόπων γίνεται δικό μας σημείο. Και στις δύο μορφές μπορούμε να αναγνωρίσουμε τους νομάδες του κάθε ξεριζωμού, της κάθε καταστροφής.
Να δούμε το βίωμα χωρίς ιστορία, προδιαγεγραμμένο μηχανισμό, αυστηρό πλαίσιο. Και στη συνέχεια να τοποθετήσουμε το πλαίσιο στο οποίο αναγνωρίζουμε τις συγκεκριμένες περιπτώσεις, έναν χρόνο συγκεκριμένο σαν παρόν και ανθρώπους συγκεκριμένους σαν πληγές.
Οι άστεγοι, οι ξεριζωμένοι και οι πρόσφυγες κατοικούν στις μορφές ενός πατέρα και ενός γιου, σε μια τροχιά μέσα στη στάχτη, στα σπλάχνα ενός κατεστραμμένου κόσμου, «σαν προσκυνητές σε κάποιο μύθο που τους κατάπιε γρανιτένιο τέρας και τριγυρνάν χαμένοι μες στα σωθικά του».
Σε έναν πατέρα και έναν γιο πάντα λίγο πριν ο κόσμος σβήσει.
Και μες στη φωνή τους το δικό μας πλήθος χαράσσει τη δική του διαδρομή.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

Ημερολόγια δυστοπίας: Εισαγωγή



Κάθε εποχή έχει την τάση να περιγράφει το εαυτό της ως μεταιχμιακή εποχή, ως στιγμή απόλυτης σημασίας, όπου το παρελθόν και το μέλλον συναντιούνται διαμορφώνοντας όσα θα γίνουν, επεξηγώντας όλα όσα έχουνε γίνει.
Ισως να είναι και αυτός ένας τρόπος ώστε το παρόν να αποδείξει τη σημασία του, το ειδικό του βάρος, τη μοναδικότητα που έχει αυτό το τώρα που δεν έφτασε ακόμη και μόλις έφυγε.
Κάθε εποχή βιώνεται ως γέφυρα, ως μια σημαντική διαδρομή προς το νέο. Εκτός στασιμότητας και εντός κινήσεως, οργανωμένη με τους κώδικες του ξεχωριστού, τη φύση του ανεπανάληπτου.
Εχει σημασία να αναρωτηθεί κανείς πόσες τέτοιες εποχές έχει βιώσει (αν φυσικά μπορεί να τις ξεχωρίσει μεταξύ τους).
Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι πως παρά την κοινοτοπία του «ξεχωριστού» και του «μεταιχμιακού» που φέρει η κάθε εποχή ως χαρακτηριστικό, η σημερινή εποχή όντως μοιάζει να κουβαλά αυτά τα στοιχεία.
Και αυτό γιατί οι αποφάσεις όσων ορίζουν τις τύχες των πολλών μοιάζουν να ακροβατούν μονίμως στην άκρη ενός φράγματος που είναι έτοιμο να σπάσει.
Κάθε βήμα επάνω στο φράγμα είναι και μια ρωγμή, κάθε ταλάντευση μια πτώση που για λίγο αποφεύχθηκε.
Κι όμως ο ακροβάτης δεν κοιτά το χάος έξω από το φράγμα (στο οποίο ενδεχομένως να πέσει) ούτε την ορμή των δυνάμεων εντός του φράγματος (οι οποίες είναι έτοιμες να παρασύρουν τόσο αυτόν όσο και το ίδιο το φράγμα).
Αυτό που κοιτά ο ακροβάτης είναι η βεβαιότητα συντήρησης του μετεωρισμού του. Ευτυχής για την αποφυγή της πτώσης, πιστεύει πως βρίσκεται ένα χιλιοστό προτού πετάξει.
Τα μάτια του καρφωμένα στα βήματά του, το βλέμμα τέλεια αρμονισμένο με το περπάτημά του, τον κάνουν να ξεχνά το φράγμα, το χάος και την πτώση.
Ετσι, το μέλημά του είναι ακριβώς αυτό που θα τον εξαφανίσει, η λανθασμένη του εστίαση είναι αυτή που θα πνίξει το βλέμμα και θα τον κάνει να ενωθεί με το χάος.
Με λίγα λόγια, ο ακροβάτης μας μεριμνά ακριβώς για αυτό που θα καταστήσει την κάθε μέριμνά του άχρηστη, για τη στιγμή που θα σβήσει όλες τις στιγμές του. Και περπατά απόλυτα έκθετος στο έξω και ταυτόχρονα μονωμένος, ανίκανος να παρατηρήσει τον οποιοδήποτε γύρω του, ανίκανος να συναισθανθεί, να νιώσει, να λυπηθεί.
Ανίκανος τελικά να εντοπίσει το οτιδήποτε, να θυμηθεί παρόμοια βαδίσματα, ανίκανος να συναντήσει το οποιοδήποτε χέρι θα τον έσωζε από τη βέβαιη πτώση.
Γιατί το χέρι αυτό αρχικά θα έκοβε τη μέχρι τώρα βέβαιη πορεία του, την αφ’ υψηλού αυτοτέλεια της μοναξιάς του.
Για τον ακροβάτη το σώσιμο θα ήταν η τέλεια ήττα, απόδειξη πως ολόκληρος ο μέχρι τώρα βηματισμός του υπήρξε μια διαδρομή προς το τίποτα.
Και έτσι μακάριος συνεχίζει να περπατά φυτεύοντας βήμα το βήμα μια επιπλέον ρωγμή στο φράγμα. Ικανοποιημένος, αυτάρκης και καταδικασμένος.
Δεν λέω πως η εποχή μας είναι μοναδική. Αυτό που λέω είναι πως είναι κρίσιμη. Πως συνορεύει σε τέτοιο βαθμό με τον εφιάλτη ώστε κάποιες φορές να νομίζεις πως ο εφιάλτης είναι κιόλας εδώ.
Και αν δεν είναι η Ιστορία αυτή που θα μας πείσει γι΄ αυτή μας τη συνόρευση ίσως να είναι οι ιστορίες αυτές που μπορούν να μας βοηθήσουν: οι ταινίες, τα μυθιστορήματα και οι αφηγήσεις που περιέγραψαν το παρελθόν ως μέλλον, καταφέρνοντας τελικά να μιλήσουν για το δικό μας παρόν.
Με υπερβολή, με συμβάσεις, με μυθολογήσεις ενός ξεχασμένου μέλλοντα. Περνώντας μετά από την αποκάλυψη, προσπαθώντας να αφηγηθούν τις τώρα αστοχίες, τους κινδύνους, τον εναγκαλισμό μας με την πτώση.
Ετσι, από τη στήλη αυτή θα παρουσιάζουμε ταινίες, βιβλία και συνθέσεις που μας μιλούν για μέρες που δεν ήρθαν, αλλά ταυτόχρονα που μας μιλούν για ένα μέλλον που έχει ήδη φτάσει.
Λίγες σελίδες λοιπόν βγαλμένες από τα ημερολόγια της δικής μας δυστοπίας.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

Η νέα κολεξιόν του μετρ Άουσβιτς


(για το εξώφυλλο του “Downtown”)




Το εξώφυλλο του «Downtown» προφανώς δεν θα πέρναγε ασχολίαστο. Είναι κι αυτό κομμάτι του συγκολλημένου μας παρόντος, κομμάτι μιας εποχής που δεν καταφέρνει να ξεφορτωθεί το κουφάρι του παλιού εαυτού της και δεν έχει το θάρρος να κοιτάξει κατάματα το μέλλον της –το οποίο έχει γίνει ήδη παρόν. Στο εξώφυλλο μια σειρά από Έλληνες τηλεστάρΖ (με το Ζ κεφαλαίο) φωτογραφίζονται ντυμένοι πρόσφυγες πίσω από τον τίτλο «Είμαστε όλοι πρόσφυγες». Μια εικόνα που προσπαθεί να συγκολλήσει δύο τελείως ανόμοια στοιχεία, δημιουργώντας μια αισθητική, ηθική και σωματική αναγούλα: από τη μία, στιγμές από τη μακάρια ηλιθιότητα του lifestyle, τότε που η αναγνωρισιμότητα -υποτίθεται πως-  είχε βάρος, τα περιοδικά  -υποτίθεται πως-  έπαιζαν κάποιο ρόλο και τα εξώφυλλά τους -υποτίθεται πως-  κάτι σήμαιναν και από την άλλη, την προσφυγική τραγωδία (την οποία, φυσικά, αντιλαμβάνεται ως ενδυματολογικό στερεότυπο). 
Το εξώφυλλο προκάλεσε την οργή από την πρώτη στιγμή της δημοσίευσής του. Και είναι απολύτως λογικό. Γιατί η συγκεκριμένη κακογουστιά, που μεταφράζεται ενστικτωδώς σε απόλυτη χυδαιότητα, έχει κάτι έντονα επιθετικό. Στην πραγματικότητα οπτικοποιεί ακαριαία την υποκρισία των καναλιών, των εφημερίδων, των διαφόρων μέσων και ατόμων σε σχέση με το προσφυγικό. Την ανέξοδη φιλανθρωπία σε συνδυασμό με τη δημιουργία διαφόρων ηθικών πανικών σε σχέση με «υγειονομικές βόμβες», «εγκληματικότητα», «αλλοίωση ταυτότητας», «κλειστά μαγαζιά στα σημεία που μαζεύονται οι πρόσφυγες» και λοιπούς πηχυαίους τίτλους.


Το εξώφυλλο έχει κάτι το βαθιά χυδαίο, ακόμα και στα οπτικά του σημεία. Το  έντονο πορτοκαλί του σωσιβίου, το οποίο έχει εντυπωθεί στην όραση μέσα από τις τόσες φωτογραφίες και έχει καταλήξει να σημαίνει ένα σύμβολο πολλαπλό: σύμβολο θανάτου, σύμβολο ελπίδας, σύμβολο της εγκληματικής πολιτικής και ως συμπαραδήλωση νεκρούς ανθρώπους, πνιγμό, ξερίζωμα, απελπισία. Και δίπλα του, οι ψεύτικες πόζες και το ύφος του μάτσο γκόμενου επαρχίας (στην χίψτερ εκδοχή του) και της δυναμικής businesswoman-καλλιτέχνιδας με ευαισθησίες. Τα άφθαρτα ρετουσαρισμένα πρόσωπα να αγκαλιάζουν υποκριτικά ένα περιστατικό που κραυγάζει για τη φθορά του ανθρώπου σε όλη την έκτασή της, τον ξεριζωμό, την εξάντληση, το θάνατο. Η ίδια η αλληλεγγύη υποβιβασμένη στην πιο φθηνή εκδοχή της φιλανθρωπίας, αυτής που εξαργυρώνεται σε credits προς οικοδόμηση ενός φιλεύσπλαχνου προφίλ προς αυριανή χρήση. Στην εικόνα συγκρούονται δύο τελείως διαφορετικές οικειότητες. Από τη μια, η ψευδής οικειότητα των τηλεμαϊντανών που μπουκάρουν -σχεδόν με το ζόρι πια- στο καθημερινό οπτικό μας πεδίο, που συνοδεύουν τις πιο άχρηστες ώρες μας με τη μετριότητά τους, επιδεικνύοντας ένα τουμπανισμένο κενό. Μια οικειότητα όμοια με την οικειότητα που νιώθει κανείς απέναντι στον έρπη που ξαναεμφανίστηκε στο χείλος του. Και από την άλλη, η οικειότητα που μπορεί να νοιώθει κανείς απέναντι στους πρόσφυγες, ακόμα και σε πρώτο επίπεδο, αυθόρμητα και ακατέργαστα, κοιτώντας φωτογραφίες στο διαδίκτυο και τις εφημερίδες, συναισθανόμενος την κατάσταση των ανθρώπων. Ακόμα και αν δεν μπήκε στη διαδικασία να προσφέρει υλικά ή έμπρακτα κάτι, αλλά μοιράστηκε ασυναίσθητα  ένα σφίξιμο. Ενώ αυτές οι δύο οικειότητες βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση, το εξώφυλλο προσπαθεί να λειτουργήσει με τρόπο συμφιλιωτικό. Γι’ αυτό και η απέχθεια λειτουργεί με απόλυτο τρόπο, ενστικτωδώς  και ακαριαία.


Παρ’ όλα αυτά, ίσως, κάποιος να μπορούσε να δει το σιχαμένο εξώφυλλο ως μια νίκη. Το ίδιο το εξώφυλλο δείχνει το μέγεθος της αλληλεγγύης, μιας αλληλεγγύης που ξεπερνά κάποια στενά όρια, που επιβάλει ακόμα και σε ανθρώπους, που λογικά θα βρίσκονταν (ή ακόμη βρίσκονται )στην αντίθετη μεριά, να υποκριθούν συμπόνια και συμπαράσταση (βλ. τη Σία Κοσιώνη). Ενώ, λοιπόν, το αποτέλεσμα είναι εξόχως γκροτέσκο, προσβλητικό, εμετικό, αυτό που δηλώνει το ίδιο το εξώφυλλο, άθελά του, είναι θετικό. Μιλά για κάτι που ακόμα και τα πιο γελοία και συστημικά μέσα δεν μπορούν να αγνοήσουν (αντιθέτως προσπαθούν με τον πιο άτσαλο τρόπο να προσεταιρισθούν). Μιλά για το τεράστιο πλήθος που μαζεύτηκε στο Σύνταγμα, ώστε να προσφέρει και, μάλιστα, σε μια περίοδο σαν τη σημερινή. Μίλα για τους ανθρώπους των νησιών (όχι όλους φυσικά) και τη στάση τους όλο αυτό τον καιρό. Μιλά για τη νίκη της αλληλεγγύης στο επίπεδο της ηγεμονίας. 
Η συγκίνηση ή η αλληλεγγύη, ακόμη, δεν είναι προνόμιο κανενός. Η επίδειξή της, όμως, και μάλιστα η εκμετάλλευση της, και οι όροι με τους οποίους αυτή συμβαίνει, είναι μια τελείως διαφορετική ιστορία. Και κινήσεις σαν αυτές του «Downtown», πέρα από την απέχθεια που προκαλούν, αποδεικνύουν την τεράστια απόσταση που έχει το πρόσφατο παρελθόν απ’ το παρόν μας.
(Για την ιστορία, η Τάνια Τσανακλίδου, η οποία συμμετείχε στη συγκεκριμένη φωτογραφία, δήλωσε μετά τη δημοσίευσή της: Ντρέπομαι που υπάρχω σε αυτό το εμετικό εξώφυλλο κι ας μη φωτογραφήθηκα. Τους επέτρεψα να χρησιμοποιήσουν τη φωτό του θεάτρου και αυτό είναι το ίδιο χυδαίο. Βλακεία μου και λάθος.)

(στην εφημερίδα Εποχή)

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

Η φρίκη που είναι ο Ντόναλντ Τραμπ



«Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι το δεύτερο χειρότερο πράγμα που χτύπησε τη Νέα Υόρκη». Αυτό είχε δηλώσει πριν από χρόνια ο Seth MacFarlane, δημιουργός του Family Guy μεταξύ άλλων. Σύντομα, ο Ντόναλντ Τραμπ θα διεκδικήσει την πρωτιά της καταστροφής διεκδικώντας το αξίωμα του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών.

Από τις οθόνες μας και στα ιντερνετικά μας νέα, οι περισσότεροι στη χώρα μας γνωρίζουν τον Τραμπ ως έναν εκκεντρικό εκατομμυριούχο βαψομαλλιά με τραμπούκικη ρητορική. Στην πραγματικότητα ο Ντόναλντ Τραμπ συγκεντρώνει στο πρόσωπό του ό,τι είναι λάθος σε αυτόν τον κόσμο. Το μίσος, την αλαζονεία, την αφέλεια και το ψέμα. Και όλα αυτά σε συνδυασμό με μια μεγάλη περιουσία, ικανή να του εξασφαλίσει ισχύ και εξουσία. Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ένα τέρας για την εποχή των τεράτων.
Οι πολιτικές του απόψεις αποτελούν έναν κόμπο από οχιές. Στο πρόγραμμα και τις δηλώσεις του ο Τραμπ καταφέρνει να συνδυάσει με τη χάρη ενός ανθρώπου των σπηλαίων πάνω σε πατίνια, τα πιο επικίνδυνα χαρακτηριστικά της ακροδεξιάς και του κυνικού καπιταλισμού. Καθόλη τη διάρκεια της προεκλογικής του καμπάνιας δεν απέφυγε να επιδείξει την πινακοθήκη του: υποσχέθηκε πως θα χτίσει ένα μεγάλο τείχος στα σύνορα με το Μεξικό και έδωσε έμφαση στο γεγονός πως θα επιβάλει τα έξοδα του χτισίματος να βαρύνουν αποκλειστικά το Μεξικό. Στη συνέχεια δήλωσε πως το Μεξικό στέλνει στις ΗΠΑ τους χειρότερους κατοίκους του, βιαστές, εμπόρους ναρκωτικών, πόρνες κτλ. Στη συνέχεια, μετά τις επιθέσεις του Νοεμβρίου στο Παρίσι, δήλωσε πως όλοι οι αμερικανοί μουσουλμάνοι θα παρακολουθούνται από έναν ειδικό μηχανισμό, ενώ τον Δεκέμβρη ζήτησε «απαγόρευση εισόδου στη χώρα για οποιονδήποτε μουσουλμάνο, τουλάχιστον μέχρι οι αρχές να καταλάβουν τι γίνεται» (για την ιστορία μετά τις δηλώσεις του κατατέθηκε αίτημα στη Βουλή των Κοινοτήτων, ώστε να απαγορευθεί η είσοδος του Ντόναλντ Τραμπ στην Αγγλία. Τα μέλη του κοινοβουλίου τελικά δεν ψήφισαν την απόφαση, αφού δεν υπήρχε τέτοια πρόβλεψη στις αρμοδιότητές τους, αλλά στην τρίωρη συζήτηση που συνόδεψε το ψήφισμα, περιέγραψαν τον Τραμπ ως «ημίτρελο», «κρετίνο» και άλλα, ρεζιλεύοντάς τον με τον πιο επίσημο τρόπο).

Φυσικά, οι απόψεις αυτές δεν είναι οι μόνες που ταυτίζουν τον Τραμπ με την ακροδεξιά. Τον Φεβρουάριο, ο Μεγάλος Δράκος της Κου Κλουξ Κλαν (το υψηλότερο στην ιεραρχία μέλος της), David Duke, δήλωσε δημόσια την υποστήριξή του και παρακίνησε τα μέλη της οργάνωσης να τον ψηφίσουν. Ο Τραμπ στην αρχή προσπάθησε να κρατήσει αποστάσεις από την οργάνωση, αλλά στη συνέχεια σε συνέντευξή του απέφυγε να την καταδικάσει, κρατώντας μια στάση που προκάλεσε σκάνδαλο.
«Όταν πολεμάς του τρομοκράτες, πρέπει να σκοτώνεις και τις οικογένειές τους. Οι τρομοκράτες δεν νοιάζονται για τον εαυτό τους, γι’ αυτό πρέπει να σκοτώνουμε και τις οικογένειές τους», είχε δηλώσει πρόσφατα ο Ντόναλντ Τραμπ σε τηλεοπτική εκπομπή. Σε σχολιασμό του για το γεγονός, ο κωμικός John Oliver σημειώνει: «αυτό που είδατε είναι το φαβορί στην κούρσα ιεραρχίας των Ρεπουμπλικάνων να υποστηρίζει δημόσια εγκλήματα πολέμου», σε ένα άκρος κατατοπιστικό επεισόδιο της κωμικής του σειράς, στο οποίο ανθολογεί τη φρίκη που είναι ο Ντόναλντ Τραμπ. Και ανάμεσα στα διάφορα ακροδεξιά παραληρήματα, καταγράφει και την υποκρισία του: το γεγονός πως παρουσιάζει τον εαυτό του ως αυτοδημιούργητο, ενώ στην πραγματικότητα υπήρξε κληρονόμος μιας τεράστιας περιουσίας, το γεγονός πως παρουσιάζει τον εαυτό του ως την επιτομή της επιτυχίας, ενώ άπειρες από τις εταιρίες του έχουν πτωχεύσει. Ακόμα και η αντι-προσφυγική του στάση μοιάζει υποκριτική, καθώς δύο από τις τρεις γυναίκες που έχει παντρευτεί δεν ήταν Αμερικάνες (η μία είχε γεννηθεί στην Τσεχία, η άλλη στη Σλοβενία. Και οι δύο πήραν την αμερικανική υπηκοότητα αφού παντρεύτηκαν τον Τραμπ).


«Να κάνουμε την Αμερική σπουδαία ξανά», είναι το βασικό σύνθημα της προεκλογικής εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ και λίγο πολύ αυτό σημαίνει: επιθετική στάση απέναντι στην Κίνα, ενδυνάμωση του στρατού και πολλαπλασιασμός της παρέμβασης σε ξένες χώρες. Ο Ντόναλντ Τραμπ αποτελεί το χαϊδεμένο παιδί μιας ξοφλημένης εποχής και μιας κοινωνίας θεάματος που έχει καταρρεύσει. Δεν αποτελεί μακρινό παρελθόν η εποχή που ο ίδιος πρωταγωνιστούσε στο reality «The apprentice» (στην ελληνική του εκδοχή, στη θέση του Τραμπ βρισκόταν ο Πέτρος Κωστόπουλος) και δήλωνε πόση ηδονή ένιωθε όταν απέλυε κόσμο. Μια φιγούρα κυνική, ικανή να κολακέψει τα κατώτερα ένστικτα των συμπολιτών του και να ενσαρκώσει τα πιο άδεια, ληγμένα και επικίνδυνα όνειρά τους. Ένας μπούλης καπιταλιστής με αστεία μαλλιά, ικανός να παίξει με τις παγκόσμιες ισορροπίες, όπως ένας κακομαθημένος τετράχρονος με τα παιχνίδια του. Και, ταυτόχρονα, ο πιθανότερος εκπρόσωπος των Ρεπουμπλικάνων για το χρίσμα του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως τη δεδομένη στιγμή ο Ντόναλντ Τραμπ μοιάζει με μεγαλύτερο κίνδυνο για την παγκόσμια ισορροπία απ’ ό,τι ο ISIS.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

Ενα ολοκαύτωμα τσέπης



«Στο φράχτη του Εβρου, στον πάτο του Αιγαίου/ χτίζεται η ασφάλεια του κάθε Ευρωπαίου»
Δημώδες

Ολα όσα παρακολουθούμε τις τελευταίες εβδομάδες από μια σειρά ευρωπαϊκών χωρών σε σχέση με το προσφυγικό ξεπερνούν σε σκληρότητα και κυνισμό ακόμη και τις συνήθεις πρακτικές της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η απόλυτη άρνηση ώστε το προσφυγικό πρόβλημα να προσεγγιστεί με έναν ανθρώπινο τρόπο ξεπερνά σε βαρβαρότητα οποιαδήποτε συντηρητική πολιτική.
Στην πραγματικότητα βρισκόμαστε μπροστά στην αδιαφορία (σε κάποιες περιπτώσεις, όπως αυτές της Δανίας και της Ελβετίας, την εκμετάλλευση) απέναντι στη μαζική εξαθλίωση και την εξαφάνιση ενός συντριπτικού αριθμού ανθρώπων.
Στην πραγματικότητα, όσο καλούς τρόπους και αν φορέσουν οι δηλώσεις και οι πρακτικές των ευρωπαϊκών πολιτικών ελίτ, μπορούμε να πούμε πως βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ολοκαύτωμα βραδείας καύσεως.
Οι θάλαμοι αερίων εξατομικεύονται, γίνονται ενδυμασία της κάθε άρνησης, μοιράζονται απλόχερα από σύνορο σε σύνορο, από πρόσφυγα σε πρόσφυγα.
Δεν εκτελούν άμεσα, ούτε με το δικό τους χέρι. Εξορίζοντας τον φόνο εκτός συνόρων, εξορίζουν και την ενοχή, την εμπλοκή, την αίσθηση. Και όμως έχουν τόση σχέση με τον φόνο όσο η λεπίδα με την πληγή.
Γιατί πρέπει να το δούμε και να το πούμε ξεκάθαρα: η στάση απέναντι στο προσφυγικό μέχρι στιγμής δεν αποτελεί τίποτα άλλο από διαχείριση φόνου.
Οι στρατοί κατά μήκος των συνόρων, οι φράχτες, οι στρατηγικές των χωρών Βίζεγκραντ, οι δηλώσεις υπουργών, η διάχυση του ρατσισμού στον δημόσιο λόγο, η υιοθέτηση της ακροδεξιάς ατζέντας, ο ρατσισμός ως καθημερινή πρακτική, η κανονικοποίηση του μίσους, ακόμη και τα πρακτικά κολλήματα ή οι ελάχιστοι αριθμοί κατανομής και μετεγκατάστασης αποτελούν το πρώτο μαζικό έγκλημα που συντελείται σε ευρωπαϊκό έδαφος τον 21ο αιώνα.
Γιατί αν μπορούσαμε να συμπυκνώσουμε -για οικονομία- τη στάση των χωρών αυτών, αν μπορούσαμε να συμπτύξουμε το σύνολο των δηλώσεων και των εκπεφρασμένων προθέσεων σε μια δήλωση, αυτή θα ήταν η τόσο απλή και τόσο περιεκτική φράση: «πνίξτε τους».
Αυτό που πρέπει να αντιληφθούμε είναι πως η πλειοψηφική αυτή στάση των ευρωπαϊκών χωρών στηρίζεται και δομείται αποκλειστικά στον ρατσισμό.
Δεν είναι η έλλειψη δυνατότητας, δεν είναι η αδυναμία πράξης, είναι αποκλειστικά ο ρατσισμός. Γιατί τα βασικά επιχειρήματα έχουν να κάνουν είτε με την ασφάλεια είτε με την αλλοίωση της ταυτότητας.
Με την ταύτιση των προσφύγων με τον κίνδυνο, με την τρομοκρατία, με την αλλοίωση της ταυτότητας. Δεν στηρίζονται ούτε στον υπερπληθυσμό, ούτε στην οικονομία, ούτε σε οποιοδήποτε άλλο όριο.
Είναι αποκλειστικά δυσαρέσκεια για την ύπαρξη του διαφορετικού, δαιμονοποίηση του οποιουδήποτε ξένου, σαρωτική ισλαμοφοβία (η οποία παίρνει μαζί της και χριστιανούς ή άθεους πρόσφυγες), επιθετική αδιαφορία και πολλά άλλα.
Η έλλειψη ενός μηχανισμού διαμοιρασμού δεν μπορεί να αποτελεί επιχείρημα. Την έλλειψη ευρωπαϊκών μηχανισμών τη ζήσαμε και τη ζούμε στο πετσί μας με την οικονομική κρίση.
Ξέρουμε πως δεν είναι κάτι δύσκολο να δημιουργηθεί (αν και ας ελπίσουμε πως δεν θα έχει παρόμοια θαυματουργά αποτελέσματα).
Μια ένωση με πληθυσμό 500 εκατομμυρίων και έκταση 5 εκατομμυρίων τετραγωνικών προφανώς μπορεί να απορροφήσει 5 εκατομμύρια ανθρώπους. Θα μπορούσε και 50.
Οποιοδήποτε επιχείρημα είναι περιττό. Την πραγματική άποψη και στάση την καταγράφει καλύτερα ο αριθμός των νεκρών, η εικόνα της εξαθλίωσης, η κόψη του συρματοπλέγματος και ο βηματισμός των συνοριακών στρατών.
Πρέπει επίσης να αντιληφθούμε πως για εμάς το προσφυγικό δεν είναι ένα κυρίαρχο αλλά μεμονωμένο θέμα.
Αυτή τη στιγμή (και πολύ περισσότερο από αύριο) υπάρχει ως το θέμα που ορίζει όλα τα άλλα θέματα.
Το θέμα που ορίζει την παιδεία, τις ανθρώπινες σχέσεις, την ηθική και την εμπλοκή μας. Το θέμα που φτιάχνει για τον καθένα ξεχωριστά και για όλους μαζί την ταυτότητά μας, τη συγκρότησή μας, τον τρόπο να υπάρχουμε.
Τη στιγμή που ο κάθε ένας από εμάς κρίνεται: κυβερνήσεις, πολιτικές, πόλεις και δήμοι και κυρίως μεμονωμένοι άνθρωποι.
Γιατί για τον καθένα από εμάς το τι σημαίνει άνθρωπος ορίζεται ακριβώς τώρα.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

Πογκρόμ



Πυρκαγιά ξεσπά, τη νύχτα του Σαββάτου, σε κτίριο που προοριζόταν για φιλοξενία προσφύγων στο Μπάουτσεν της Σαξονίας. Όταν φτάνει η Πυροσβεστική, αρκετοί περαστικοί χειροκροτούσαν για τη φωτιά και φώναζαν συνθήματα εναντίον των προσφύγων. Δύο νεαροί –σύμφωνα με ανακοίνωση της αστυνομίας- προσπάθησαν να εμποδίσουν το έργο της κατάσβεσης και τέθηκαν προσωρινά υπό κράτηση. Την Πέμπτη ένα λεωφορείο που κουβαλά 30 πρόσφυγες –κυρίως γυναίκες και παιδιά- φτάνει στο Κλάουσνιτς. Μια ομάδα έχει μπλοκάρει την είσοδο του κέντρου. Φωνάζουν συνθήματα εναντίον των προσφύγων, μαζί με το σύνθημα «εμείς είμαστε ο λαός» (σύνθημα που ακουγόταν στις διαδηλώσεις πριν την πτώση του Τείχους και πια έχει πάρει άλλο περιεχόμενο από το ξενοφοβικό Pegida). Άγνωστοι καρφώνουν γουρουνοκεφαλή στον περίβολο φράχτη του νέου hot spot  στο Σχιστό. Μαζί κρεμούν έναν σταυρό και ένα  πλακάτ που γράφει: «Η Ελλάδα έχει ιδιοκτήτη την υπέρμαχο στρατηγό, την προστάτιδα του γένους των Ελλήνων». Χυμένο τριγύρω, αίμα γουρουνιού. Με τον τρόπο αυτό, ο χώρος θεωρείται μολυσμένος για τους μουσουλμάνους. Η πρακτική είναι γνωστή από αντίστοιχα ευρωπαϊκά ακροδεξιά παραδείγματα.


Μέρα με τη μέρα η καταγραφή παρόμοιων περιστατικών αυξάνει. Ο ρατσισμός κερδίζει έδαφος στο παρόν, γίνεται καθημερινότητα. Ο φασισμός εμφανίζεται μαζικά στα πρωτεϊκά χαρακτηριστικά του: φόβος χωρίς κρίση, κυνισμός χωρίς τέρμα, βία χωρίς έλεος. Η Ευρώπη ξαναγεννά τις παλιές τις μέρες, μια παράδοση ριζωμένη στον οικείο της εφιάλτη. Στα πογκρόμ του 19ου και του 20ου αιώνα, τις 200 ρωσικές πόλεις του 1881 και το κυνήγι των εβραίων ως αντίποινα για τη δολοφονία του τσάρου Αλεξάνδρου, τα 1500 εβραϊκά σπίτια, που καταστράφηκαν το 1903 στο Κισινάου της Μολδαβίας και φυσικά τις πρώτες μέρες του πολέμου στη Ναζιστική Γερμανία και στην Πολωνία (από πολωνούς πολίτες), όταν τα πογκρόμ θεωρήθηκαν η καλύτερη μέθοδος εξόντωσης πριν να στηθούν οι κρατικές μαζικές εκτελέσεις. Η παράδοση αυτή μοιάζει στις μέρες μας πιο βαθιά ριζωμένη από οποιοδήποτε ευρωπαϊκή παράδοση, από οποιοδήποτε ιδεολόγημα ανθρωπισμού ή αλληλεγγύης. Διαμορφωμένοι από ένστικτα και αντανακλαστικά ο ρατσισμός και η ξενοφοβία προηγούνται της οποιασδήποτε κρίσης, επαναφέρουν τον άνθρωπο στη ζωώδη του στάση. Δεν απαιτούν επεξεργασίες μόνο φανατισμό, βία και μάζα. Δεν διεκδικούν υπομονή μόνο επιβάλουν αμεσότητα. Έχουν μέσα τους μόνο παρόν, καταδικάζοντας στο βραχύ τους βλέμμα οποιαδήποτε μέλλον.


Και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είναι ο μεγάλος συνένοχος αυτής της κατάστασης. Δεν συνδράμουν (ακόμη) στις άμεσες ρατσιστικές δράσεις, αλλά υιοθετούν το ρατσιστικό λόγο, ντύνοντάς τον με μια γραβατοφορεμένη δήθεν ανησυχία, με μια στάση που βαφτίζει τον εαυτό της μέριμνα, ενώ στην πραγματικότητα είναι εξόντωση. Τα σύνορα κλείνουν, οι στρατοί παρατάσσονται κατά μήκος τους, ώστε να φυλάξουν τους μακάριους λαούς της Ευρώπης. Προσπαθούν να εξοντώσουν δια αντιπροσώπων, ζητώντας με διάφορες λέξεις τη λέξη που ποτέ δεν ομολογούν: πνιγμό. Από τις 28 χώρες-μέλη, οι 23 δεν δέχονται πρόσφυγες. 25 χώρες-μέλη της ΕΕ παραβιάζουν το ευρωπαϊκό δίκαιο (κάτι που παραδέχτηκε και ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ αρχηγός του SPD). Οι κυβερνήσεις ενσωματώνουν το ρατσισμό, γιατί φοβούνται να αναμετρηθούν μαζί του. Η διάσκεψη για την ανακοπή της προσφυγικής και μεταναστευτικής ροής, που συγκάλεσαν εξωθεσμικά στη Βιέννη οι Αυστριακοί υπουργοί Εσωτερικών και Εξωτερικών με τους ομολόγους τους από εννιά χώρες των Δυτικών Βαλκανίων (Αλβανία, Βοσνία, Βουλγαρία, Κροατία, Κόσοβο, ΠΓΔΜ, Μαυροβούνιο, Σερβία και Σλοβενία), δεν αποτελεί τίποτα άλλο από την αναβάθμιση του ρατσισμού και του φόνου σε επίπεδο κορυφής.

Όσο η Ευρώπη συνεχίζει να αντιμετωπίζει τους πρόσφυγες σαν εισβολείς, δεν θα καταφέρνει τίποτα άλλο παρά να εσωτερικεύει, όλο και περισσότερο, έναν ακήρυχτο πόλεμο. Και ο πόλεμος αυτός μοιάζει έτοιμος να εκραγεί προς όλες τις κατευθύνσεις, παρασέρνοντας μαζί του σύνορα, αυτονόητα και –κυρίως- ανθρώπινες ζωές. Ο προσφυγικός χείμαρρος δεν πρόκειται να σταματήσει. Δεν σταμάτησε ποτέ στην ιστορία. Η Ευρώπη έχει δύο επιλογές ή να αποδεχτεί τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, να τους μοιράσει ανάμεσα στις διάφορες χώρες, να μεριμνήσει και να αποδεχτεί επιτέλους τις ευθύνες της, ή να συνεχίσει τη δολοφονική της στάση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση των 500 εκατομμυρίων ανθρώπων μπορεί εύκολα να απορροφήσει τον αριθμό των προσφύγων.
Κανένα ποτάμι δεν σκαρφάλωσε ποτέ ένα βουνό επειδή βρήκε εμπόδια στη ροή του. Πήρε ίσως περισσότερο χρόνο, αλλά τελικά τα εμπόδια ξεβράστηκαν και αυτά στη θάλασσα. Κάπως έτσι θα ξεβραστεί και η δολοφονική στάση των ευρωπαϊκών κρατών. Με τι, όμως, κόστος;

(στην εφημερίδα Εποχή)

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

Ενδιάμεση πόλη




Ανάμεσα στην ιδέα Και στο γεγονός/ Ανάμεσα στην κίνηση Και στην πράξη
Η Σκιά πέφτει Οτι Σου εστίν η Βασιλεία
Ανάμεσα στη σύλληψη Και στη δημιουργία/ Ανάμεσα στη συγκίνηση Και στην ανταπόκριση
Η Σκιά πέφτει Είναι η ζωή μακριά πολύ
Ανάμεσα στον πόθο και στο σπασμό/ Ανάμεσα στη δύναμη και στην ύπαρξη
Ανάμεσα στην ουσία και στην κάθοδο/ Η Σκιά πέφτει
(Τ.Σ. Ελιοτ, Οι κούφιοι άνθρωποι V, απόσπασμα)


Ο αέρας εδώ είναι χαμηλός. Κατεβαίνει σε τεμάχια, λίγος λίγος, να μοιραστεί ισόποσα, με το δελτίο, σε δόσεις που καλύπτουν όπως όπως. Την ανάγκη και μόνο.
Το σώμα λυγίζει μέχρι να κοπεί. Η εξάντληση είναι ευλύγιστη σαν το χορτάρι. Ξεριζώνει τον χρόνο απ' το σώμα, κάνει την κάθε στιγμή ανηφόρα, φυτρώνει άναρχα μες στον ιδρώτα.
Εδώ κάθε κυριολεξία είναι μια μεταφορά προς την επόμενη κυριολεξία. Χωρίς να γνωρίζεις την κατεύθυνσή της, το τελικό της περιεχόμενο. Πέρασμα. Ενδιάμεσος λόγος, ενδιάμεση πόλη.
Ο χρόνος εδώ, χρόνος ανάμεσα σε δύο άλλους χρόνους. Οπως το παρόν, ανάμεσα σε παρελθόν και μέλλον. Ενα τίποτα ανάμεσα σε δύο μηδενικά.
Ανάμεσα στο τώρα και το τώρα, ολόκληρο το παρόν αδειάζει τα φορτία του. Μια στάση σε ένα ταξίδι ακινησίας. Μια παύση ανάμεσα σε δύο σιωπές.
Η άλλη πόλη, η ενδιάμεση πόλη, αυτή που κατοικούμε και αυτή που μας εξορίζει. Που μας εξορίζει να κατοικήσουμε όχι μακριά της, αλλά μέσα της. Περιφραγμένη, να κρατά την εξορία στο εσωτερικό της, να διώχνει τους κατοίκους κοντά της.
Μια αγκαλιά ακριβείας, μια τρυφερότητα με γαμψά νύχια, κάπου ανάμεσα στον διωγμό και τον εγκλεισμό.
Η ενδιάμεση πόλη. Αυτή που πάντοτε υπάρχει ανάμεσα σε σένα και τον προορισμό σου. Αυτή που τελικά ορίζει και εσένα και τον προορισμό περισσότερο από οτιδήποτε.
Μισή γέφυρα και μισή σταθμός, μισή βλέμμα και μισή περπάτημα. Αχανής σαν μια προσδοκία και έρημη σαν μια ματαίωση. Η ενδιάμεση πόλη, σταθερή στην ίδια απόσταση.
Επίμονη στον ίδιο τρόπο, συμπαγής στην ίδια όψη. Σταθμός στην ακινησία. Αργότερα, αργότερα, μέχρι το αργότερα να χορταριάσει, να μετατραπεί στο μόνο τώρα.
Εδώ ταυτόχρονα οι χειραψίες του καλωσορίσματος και τα γνεψίματα του αποχωρισμού. Εδώ κάθε πινακίδα έχει δύο αντίθετες κατευθύνσεις, προστάζοντας ακινησία. Εδώ που ο χάρτης και το τυχαίο ταυτίζονται.
Η ενδιάμεση πόλη, η παράλληλη πόλη. Αυτή που ξεκινά πάντοτε εκεί που τελειώνει η κατοικία μας. Αυτή, με σύνορα την προσδοκία και την απώλειά μας.
Παράλληλη πόλη, ανοίγει τις πόρτες ακριβώς την ώρα που κλείνουμε τη δική μας, σβήνει τα φώτα της μόλις ξεμυτίσει ο δικός μας ήλιος.
Ποτέ στο παρόν μας και ποτέ απούσα, ποτέ αμέτοχη. Ενώ δεν περπατούμε τους δρόμους της είναι αυτή που ορίζει τα εδώ μας βήματα. Είναι αυτή που ρυθμίζει τους εδώ διακόπτες, αυτή που κάνει τους δρόμους διαδρομές, τα σπίτια κατοικίες.
Φτιαγμένη από τα υλικά που περισσεύουν στη δική μας πόλη. Φτιαγμένη από αυτό που λείπει και αυτό που περισσεύει. Από ό,τι διώχτηκε και από ό,τι ποτέ δεν αποκτήθηκε. Σκουπίδια και ορυκτά εαυτού.
Η ενδιάμεση πόλη, αποθήκη του άλλου, αποθήκη του ξένου. Του ξένου αυτού που ορίζει όλο το οικείο μας.
Μια πόλη αδελφοποιημένη με εκείνην εκεί την πόλη του Ρομπέρ Ντεσνός:
Μες στην πόλη που κρεμούν τον διάβολο από τα κέρατα/ Μέσα στην πόλη την κλειστή και ανοιχτή/ Μέσα στην πόλη που με μολύβι και χαρτί μετρούν όλους τους πόθους//Στην πόλη δίχως τόπο και φωτιά/ Στην πόλη δίχως πίστη και νόμο/ Στην πόλη που δεν έχει παλικάρια// Στην πόλη που ο καθένας διασκεδάζει/ Στην πόλη που με παγωμένα δάκρυα κλαιν/ Στην πόλη των έντεκα ωρών/ Μη νομίσετε ότι ξέρω και πολύ καλά τι τρέχει-/Ακόμη δεν την έχω επισκεφτεί.
Υβρίδια στιγμών. Πρόχειρες κατασκευές, πρόχειρες κατοικίες. Και μεις κάτοικοι μιας πόλης που ποτέ δεν επισκεφτήκαμε. Μοναχά με το βλέμμα ίσως. Η ενδιάμεση πόλη.
Που θα πει: Να κατοικείς μια πόλη που δεν μπορείς να πλησιάσεις, να αναχωρείς από μια πόλη που δεν μπορείς να εγκαταλείψεις. Μετέωρος. Εκεί που πέφτει η σκιά.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)