Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας








Αν είμαστε ξύπνιοι είναι μόνο για να φάμε, στο ορκίζομαι στην τιμή μας

Πολλές φορές ένας δημιουργός είναι ένα και μόνο έργο του. Όχι αντικειμενικά, όχι αξιολογικά, όχι επειδή δεν έκανε άλλες καλές ταινίες (κάποιες ίσως και καλύτερες) αλλά με όρους εμπειρίας και προσωπικού βιώματος. Με τους όρους της έκπληξης που μπορεί να σου προκάλεσε η επαφή μαζί του, του ενθουσιασμού που γίνεται και αυτός ανάμνηση μαζί με το έργο τέχνης, ταυτίζεται μαζί του, κυριαρχεί της κριτικής και ψυχρής αποτίμησης.
Για πολλούς από εμάς ο Νίκος Παναγιωτόπουλος που έφυγε αυτές τις μέρες θα είναι για πάντα ‘’οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας’’. Ταινία μνημειακή, εικόνα που σε καταπίνει, σκηνή που την κουβαλάς. Ταινία που σε κερδίζει από τον τίτλο ακόμη, που εγγράφεται σαν φράση για κοινή καθημερινή χρήση. 
Αν υπάρχει ένα χαρακτηριστικό αυτής της ταινίας που κυριαρχεί αυτό είναι η ίδια η ιστορία που αφηγείται. Βασισμένη στο βιβλίο του γαλλοαιγύπτιου Αλμπέρτ Κοσερύ Les Fainéants dans la vallée fertile (1948), η ταινία είναι υπόδειγμα απλότητας και ταυτόχρονου βάθους. Ένας πατέρας με τους τρεις γιους του, ζουν σε μια πολυτελή βίλα που μόλις κληρονόμησαν, μαζί με την υπηρέτρια τους, χωρίς να κάνουν απολύτως τίποτα, επί επτά ολόκληρα χρόνια.
- Λένε τόσα ηλίθια πράγματα για την οικογένειά σας. Λένε πως βρωμάτε ολόκληροι από μιαν ατέλειωτη τεμπελιά. Λένε πως ο αδερφός σου ο Γιάννης κοιμάται 7 χρόνια ολόκληρα.
-Όλα αυτά είναι αλήθεια.  
Κάποια στιγμή ο νεότερος γιός αποφασίζει να φύγει και να πάει στην πόλη να δουλέψει. Λίγο έξω από το σπίτι όμως τον παίρνει ο ύπνος κάτω από ένα δέντρο.
Τη χρονιά που βγήκε η ταινία, το 1978, αναγνωρίστηκε κυρίως ως μια σάτιρα της παρακμής της αστικής τάξης. Σήμερα βέβαια το πλαίσιο αυτό αν και κυρίαρχο μοιάζει περιοριστικό. Οι Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας μοιάζουν με μια ανεστραμμένη παραβολή. Ένα σχήμα που εμφανίστηκε κυρίως στο θέατρο του παραλόγου τη δεκαετία του 50. Μια κατάσταση απλή καλύπτει ολόκληρο τον μύθο και γίνεται σύμβολο. Αντίθετα όμως από την απλή ερμηνεία μιας μονοσήμαντης αποκωδικοποίησης η ταινία στέκει περισσότερο ως ανοιχτό σύμβολο και λιγότερο ως γρίφος προς αποκρυπτογράφηση. Η ιστορία παίρνει την μορφή παραβολής, γενικεύει, απλώνεται, επιτρέπει στο ονειρικό στοιχείο να διαχυθεί μέσα στην πραγματικότητα. Αποφεύγει όμως να καταλήξει, αποφεύγει να διδάξει, αποφεύγει να καταντήσει ένα απλό σχήμα προς κατανάλωση. Όμοια με το Εξολοθρευτή Άγγελο του Μπουνιουέλ ή το Μεγάλο Φαγοπότι του Μάρκο Φερέρι η ταινία παραμένει μέχρι τις μέρες μας ανοιχτή.
Υπνοβάτες. Ανάμεσα ζωής και θανάτου. Ποτέ ξύπνιοι και ποτέ ζωντανοί. Άνθρωποι χωρίς ανάγκες να περιφέρονται. Σε πλαδαρές στιγμές, σε κενά διαστήματα, σε ένα
Όλα είναι αργά πολύ αργά. Δεν υπάρχει κούραση εδώ, η κούραση είναι ο μόνος τρόπος. Τα σώματα μηδενίζονται από ενέργεια, φτάνουν στο σημείο να ζητούν μόνο το μίνιμουμ των ενδείξεων για να βεβαιωθούν πως είναι ζωντανά. Φαγητό και σεξ. Όλα τα υπόλοιπα τρέφονται από τον ύπνο. Αλλά εδώ δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια χαρούμενη τεμπελιά
Είναι η αυτοτέλεια του εαυτού στο τίποτα, ο άνθρωπος σαν μια πλαδαρή ατροφική μάζα. Μια τεμπελιά που δεν γιορτάζει αλλά βυθίζει και βυθίζεται. ‘’Η τεμπελιά είναι απόλαυση του εαυτού μας ή δεν είναι τίποτα’’ έγραφε ο Ραούλ Βανεγκέμ στο ‘’Εγκώμιο της εκλεπτυσμένης τεμπελιάς’’. Οι ήρωες της ταινίας προσεγγίζουν αυτό ακριβώς το τίποτε. Ενός τίποτε που στην ταινία βρίσκεται στην υπερβολή του, αλλά σε διαφορετικές δόσεις ίσως να κατοικεί στην ζωή όλων μας.

«Θέλεις να δουλέψεις; Πραγματικά αυτό είναι μια ιδέα εφιαλτική»
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον να βλέπεις μια ταινία να μεγαλώνει μέσα στον χρόνο, να αλλάζει χροιά ενώ παραμένει σταθερή, να μοιάζει να κερδίζει νέο ή διαφορετικό περιεχόμενο από το περιβάλλον. Στις μέρες αυτές της ακραίας ανεργίας και της απόλυτης κατάπτωσης, η ταινία γίνεται ακόμη πιο αιχμηρή, το χιούμορ της ακόμη πιο πικρό, η λειτουργία της ακόμη πιο άμεση.
Στις μέρες όπου ολόκληροι λαοί μπορούν να χαρακτηριστούν τεμπέληδες και πάνω σε αυτό το ψευδές επιχείρημα να στηθεί μια ολόκληρη διαδικασία εξόντωσης, ‘’ οι Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας’’, το αριστούργημα του Νίκου Παναγιωτόπουλου, μοιάζουν να κινηματογραφούνται από την αρχή. Και αυτό είναι μια μνήμη που ξεπερνά τον θάνατο.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: