Κυριακή 14 Ιουνίου 2015

Παρουσία Ηλία Λάμβδα σε νεφελώδες μελετητήριο, ώρα: 2015




Ήταν η ώρα εκείνη, μονωμένη από ήχους και άλλα τέτοια, ανοιχτή μπροστά μου μια οθόνη πληκτροφόρα και γύρω σημειώσεις, αποκόμματα, βιβλία ανοιχτά. Για τον ποιητή έπρεπε να γράψω, εκείνον που την ιστορία της ιστορίας προσπάθησε να ξαναπεί, απορία και ερωτηματικό τόσο καιρό, από πού να τον πιάσεις και πού να το φτάσεις, ποια η πρόθεση και ποιο το σχέδιό του, ποιο τελικά το αποτέλεσμα και ποιο το έργο. Και κυρίως ποιος ο διάλογος. Ποιητής εκείνος και γω ο αναγνώστης, ένας από τους αναγνώστες εκείνου του ποιητή που ήταν ο ίδιος επίσης ποιητές πολλοί και πάλι ένας. Ώρα μονωμένη από ήχους, ώρα που τα βλέφαρα χασμουριούνται, όταν στην απέναντι καρέκλα (δεν μπορεί να κάνω λάθος, τουλάχιστον στις ιστορίες έτσι συμβαίνει) είδα να κάθεται ο Ηλίας Λάγιος. Μορφή όχι συγκεκριμένη, δοσμένη από φωτογραφίες όπως έφτασε ως τα εμάς, πλασμένη από όσα η ανάγνωση των ποιημάτων του μπορεί να υποθέσει και να προτείνει, αλλά ταυτόχρονα απόλυτη στο ποιά η ταυτότητα, ποιά η παρουσία και ποιός εκείνος.
 
-Ηλία Λάγιε, εδώ τι κάνεις; Και δεν έχω να σε κεράσω, ούτε μιαν ομοιοκαταληξία, ούτε έναν ίαμβο ακόμη.
Εκείνος σιωπηλός, δεν θέλησε καν να κοιτάξει. Μόνο μες το μισοσκόταδο σαν κάτι να κάπνιζε στη μορφή του σαν γόπα που ξεχάστηκε αναμμένη στα μέσα του ανθρώπου και τώρα ολόκληρος καπνίζει.
«Ηλία Λάγιε, γράφω για σένα εδώ χάμω κάτι. Δοκίμιο θα το ονόμαζα αν δεν φοβόμουνα την ειρωνεία σου ή και τις δικές μου πομπώδεις αποκλίσεις.»
«Θες να στο διαβάσω;»
 
Ηλίας Λάγιος. Σιωπή.

«Η επιλογή του Ηλία Λάγιου, να παρακάμψει την ευθεία που περνά από τη γενιά του ’70 μέχρι και την εκδοχή του μοντερνισμού, όπως αυτή προτάθηκε από τη γενιά του ’30, και να διαχειριστεί μιαν άλλη κληρονομιά, σχετικά ξεχασμένη (ή έστω σε αχρηστία), επιλέγοντας ως προγόνους το Σολωμό και τον Παλαμά, προσπαθώντας με τον τρόπο αυτό να σφυρηλατήσει νέα ποίηση δεν αποτελεί απλώς μια επιλογή ύφους ή ακόμη και πρωτοτυπίας, αποτελεί έναν εναλλακτικό τρόπο του ίδιου του παρόντος σε σχέση με το παρελθόν, άρα και σε σχέση με τον εαυτό του. Αν δεχτούμε πως κάτι τέτοιο ισχύει, η επιλογή ενός νέου ποιητή να ακολουθήσει τον Λάγιο ως κληρονομιά δημιουργεί την εξής αντίφαση: καταφάσκοντας στην ποιητική του αρνούμαστε το παράδειγμά του. Αν αντιθέτως επιλέξουμε το παράδειγμα του Λάγιου, θα καταλήγαμε σε αποτελέσματα (που πέρα όποιας ποιοτικής σχέσης ή σύγκρισης) δεν θα θύμιζαν σε τίποτα τη δική του ποιητική παραγωγή, αφού ήδη η επιλογή μας θα τον όριζε ως άμεση παράδοση και μεις –όπως όμοια και αυτός- θα έπρεπε να τον απορρίψουμε. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε, πως ο Ηλίας Λάγιος είναι λοιπόν ο διχοτομημένος πρόγονος των πιο διαφορετικών μεταξύ τους ποιητών.»
 
«Καλό έ; Το έπιασες το τρυκ εκεί με την αντιστροφή;… αυτό εκεί… ε; διχοτομημένος… φάση;»
 
Ηλίας Λάγιος. Σιωπή.
 
«Ωραία, ας πιάσω ένα άλλο σημείο: γιατί αν υπάρχει μία κατάφαση που κυριαρχεί στο έργο του Λάγιου, ακόμα και πάνω στην αυτοϋπονόμευση ή την μόνιμη τάση αντιμετώπισης της ποίησης ως ενός σοβαρού παιχνιδιού, αυτή θα πρέπει να είναι η κατάφαση της μορφής. Της μορφής του στίχου, του ποιήματος, του βιβλίου. Και το συμπέρασμα πως η μορφή είναι το πρώτο περιεχόμενο και -αρκετά αργότερα- το τελευταίο, όμοια με μια παρένθεση που περιέχει.»
«Αυτό; Μπα, ε; κρίμα, κι όταν το έγραφα αυτό το τελευταίο μου άρεσε… θα το ξαναδώ μάλλον».
Ηλίας Λάγιος. Σιωπή και έξοδος από το άρθρο.
 
Όπως τόσες φορές παραμένω εδώ ημιτελής και ο ποιητής να φεύγει. Και δεν είμαι τελικά σίγουρος τι αφήνει πίσω του ένας ποιητής. Ποιήματα σίγουρα, αλλά και αυτά τι αφήνουν; Την αέναη επανάληψή τους από την όραση στην ακοή, μέχρι ο χρόνος να τα εξαλείψει ίσως; Τόμους να μιλούν στη θέση τους, με μια φωνή ντυμένη με μεγάλο αριθμό γυαλιών μυωπίας ίσως; Την κρυφή περιπλάνησή τους στην επιρροή, και τη φανερή στη μίμηση; Δεν ξέρω. Ίσως απλώς ένα παράδειγμα, που με διαφορετικούς όρους και σε διαφορετικές στιγμές συναντήσει την απρόσμενή μας ταύτιση. Ναι αυτό ίσως. Ή ίσως για κάποιους μια καπνισμένη σκιά που εμφανίζεται τις πιο άβολες στιγμές για να ξεκουφάνει το βλέμμα μας με τη σιωπή του.
 
Και το λέω σαν να καταλαβαίνω, δεν είναι τούτη η σιωπή, σιωπή αυτού που δεν έχει τίποτα να πει, δεν είναι σιωπή του ανθρώπου που δεν θέλει να μιλήσει. Ούτε καν σιωπή ανθρώπου που έχει μιλήσει. Είναι η σιωπή αυτή του ανθρώπου που είναι ειπωμένος. Ειπωμένος παράλληλα της σιωπής. Όχι ως μίμηση, όχι ως αποδοχή, αλλά ως γλώσσα.

(στις Αναγνώσεις της Αυγής)

Δεν υπάρχουν σχόλια: