Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Ένας εικονοκλάστης χωρίς εικόνες: Για τον Τζίμη Πανούση του σήμερα



«Μα τι έ­πα­θε ο Πα­νού­σης;» Ερώ­τη­ση-μό­νι­μη ε­πω­δός τα τε­λευ­ταία χρό­νια, που πά­ντα α­κο­λου­θού­σε κά­ποια α­πό τις εμ­φα­νί­σεις του μου­σι­κού. Θυ­μά­μαι την ε­ρώ­τη­ση να πέ­φτει στο τρα­πέ­ζι ε­νός μπαρ στα Εξάρ­χεια κά­που το ‘13, κά­τω α­πό την α­φί­σα των πα­ρα­στά­σεων του Πα­νού­ση στο Τρόι­κα κλα­μπ, ό­που το ά­στρο του Δα­βίδ με­τα­τρε­πό­ταν, μέ­σω γρα­φι­στι­κής σε σβά­στι­κα. Ένα χι­λιο­ει­πω­μέ­νο, εύ­κο­λο και προ­βλη­μα­τι­κό σχό­λιο που ό­χι μό­νο δεν κα­τά­φερ­νε να σο­κά­ρει, αλ­λά εί­χε σαν α­πο­τέ­λε­σμα να γε­μί­σει τον τό­πο να­ζι­στι­κά σύμ­βο­λα, ε­νώ γύ­ρω οι νε­ο­να­ζί πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νταν, ε­νώ η φρί­κη πέρ­να­γε στην κα­νο­νι­κο­ποίη­σή της. Αυ­τά βέ­βαια ή­ταν ψι­λά γράμ­μα­τα σε σχέ­ση με ό­σα α­κο­λού­θη­σαν.

Ο κά­πο­τε Τζι­μά­κος

Δεν θα ‘θε­λα να γρά­ψω για ό­σους με­γά­λω­σαν με τα τρα­γού­δια και τις πα­ρα­στά­σεις του Τζί­μη Πα­νού­ση και τη με­τέ­πει­τα α­πο­γοή­τευ­ση που τους δη­μιουρ­γή­θη­κε, με τον ί­διο τρό­πο που οι πα­λαιό­τε­ροι μπο­ρεί να έ­γρα­φαν για τον Θε­ο­δω­ρά­κη π.χ.  και το υ­πουρ­γείο στην κυ­βέρ­νη­ση Μη­τσο­τά­κη, ή τη στρο­φή του Διο­νύ­ση Σαβ­βό­που­λου α­πό εκ­φρα­στή μιας γε­νιάς σε τη­λεευαγ­γε­λι­στή της νε­οορ­θο­δο­ξίας. Οι συ­γκρί­σεις εί­ναι συ­χνά ο κα­λύ­τε­ρος τρό­πος να α­πο­φύ­γεις την ου­σία, να πνί­ξεις τη λε­πτο­μέ­ρεια και την ι­διο­μορ­φία της κά­θε πε­ρί­πτω­σης, να κα­τα­φύ­γεις στα α­ντα­να­κλα­στι­κά των μα­θη­μέ­νων α­φο­ρι­σμών.
Η τό­τε μου­σι­κή και η γε­νι­κό­τε­ρη στά­ση του Πα­νού­ση (ει­δι­κά για ό­σους α­πό ε­μάς έ­τυ­χε να τον α­να­κα­λύ­ψουν σε μι­κρή η­λι­κία) εί­χε κά­τι το α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό. Η καρ­να­βα­λι­κή διά­θε­ση εκ­φρα­σμέ­νη στη σκη­νή, στα ε­ξώ­φυλ­λα και τους στί­χους, η α­θυ­ρο­στο­μία ει­πω­μέ­νη σε μια ε­πο­χή λα­μέ που­ρι­τα­νι­σμού, η κρι­τι­κή στην κυ­ρίαρ­χη κα­φρί­λα των 80’s, τον υ­περ­κα­τα­να­λω­τι­σμό και τα α­με­ρι­κα­νι­κά πρό­τυ­πα των 90s και ταυ­τό­χρο­να η υ­φέρ­που­σα με­λαγ­χο­λία και α­παι­σιο­δο­ξία, η υ­περ­βο­λή και η ε­πι­θε­τι­κό­τη­τα α­κό­μη και η κρι­τι­κή στά­ση α­πέ­να­ντι στην κουλ­τού­ρα της «ορ­θό­δο­ξης» α­ρι­στε­ράς, α­πο­τέ­λε­σαν στοι­χεία συ­γκρό­τη­σης. Ο Πα­νού­σης κα­τά­φε­ρε να εν­σω­μα­τώ­σει την ει­ρω­νεία, την ε­πι­νο­η­τι­κό­τη­τα και το πο­λι­τι­κό χιού­μορ των πρώ­των δε­κα­ε­τιών της με­τα­πο­λί­τευ­σης, να τα κα­τα­γρά­ψει ως ταυ­τό­τη­τα και να μας τα πα­ρα­δώ­σει. Μα γρά­φο­ντας αυ­τές τις γραμ­μές κα­τα­λα­βαί­νω πως αυ­τό που πε­ρι­γρά­φω εί­ναι ου­σια­στι­κά η –ε­δώ και και­ρό- α­κυ­ρω­μέ­νη σχέ­ση με το ε­ναλ­λα­κτι­κό κοι­νό της δε­κα­ε­τίας του ’80.
Ο –κά­πο­τε για μας- Τζι­μά­κος, μοιά­ζει πα­ρο­πλι­σμέ­νος α­πό τις ί­διες τις πα­γί­δες που η πο­λι­τι­κή σά­τι­ρα κου­βα­λά στον πυ­ρή­να της. Ο καλ­λι­τέ­χνης δεν χρειά­ζε­ται να ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γή­σει γύ­ρω α­πό τις θέ­σεις του, μια και το γέ­λιο εί­ναι α­πό μό­νο του κα­τά­φα­ση. Όταν ό­μως το γέ­λιο ε­κλεί­πει η πο­λι­τι­κή θέ­ση μοιά­ζει  με φα­να­τι­σμό που α­να­ζη­τά την ε­πι­βε­βαίω­ση στην έ­ντα­σή του (κά­πως έ­τσι εί­δα την πα­ρου­σία του Πα­νού­ση στην πρό­σφα­τη συ­νέ­ντευ­ξή του στην Ελλη­νο­φρέ­νεια, ό­ταν η έ­ντα­ση έ­φτα­σε στα ό­ρια του πα­ρα­λη­ρή­μα­τος, με τους «φα­σί­στες» και «κα­ρα­γκιό­ζη­δες» α­ρι­στε­ρούς, τις κοι­νο­το­πίες για τη γε­νιά του Πο­λυ­τε­χνείου, τις «η­λί­θιες» και «που­λη­μέ­νες» η­γε­σίες. Εμφά­νι­ση που ε­γκω­μία­σε και η ε­φη­με­ρί­δα «Στό­χος»). Εξαρ­τη­μέ­νος α­πό τα γύ­ρω γε­γο­νό­τα ο σα­τι­ρι­κός καλ­λι­τέ­χνης ο­φεί­λει να ε­πα­νε­φευ­ρί­σκει συ­νε­χώς τον ε­αυ­τό του α­νά­λο­γα με τις γύ­ρω αλ­λα­γές. Όταν α­πο­τυγ­χά­νει αυ­τό δη­μιουρ­γεί μια φάλ­τσα α­φή­γη­ση  και κυ­ρίως φάλ­τσα σε σχέ­ση με τον προ­η­γού­με­νο ε­αυ­τό του. Και σε αυ­τές τις συν­θή­κες α­κό­μη και η στα­σι­μό­τη­τα α­πο­τε­λεί  αλ­λα­γή.

Οι εμ­μο­νές ως προ­τε­ραιό­τη­τες

Σή­με­ρα, ο Τζί­μης Πα­νού­σης μοιά­ζει με έ­ναν ει­κο­νο­κλά­στη που μά­χε­ται α­νύ­παρ­κτες ει­κό­νες. Για­τί έ­χει δια­φο­ρά να σα­τι­ρί­ζει το ΚΚΕ για την στά­ση του στο Χη­μείο (στο «Τα παι­διά της ΚΝΕ») και άλ­λο το ε­κτός τό­που και χρό­νου του ση­με­ρι­νού «Η Katyusha του ΚΚΕ» , που μοιά­ζει με ξα­να­ζε­στα­μέ­νη θεω­ρία των δύο ά­κρων δή­θεν ει­πω­μέ­νο α­πό τα α­ρι­στε­ρά, με το κο­τσά­ρι­σμα του pure νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρου και σε άλ­λες του κα­τα­γρα­φές λαϊκί­στι­κου ε­πι­χει­ρή­μα­τος «δεν πλη­ρώ­νω φό­ρους για­τί μου κλέ­βουν τα λε­φτά τα κόμ­μα­τα» και κυ­ρίως με το α­χα­ρα­κτή­ρι­στο στην μι­κρο­ψυ­χία του (του­λά­χι­στον) «πλάι πλάι μα­ζί με χρυ­σαυ­γί­τες».  Οι εμ­μο­νές εί­ναι α­πα­ραί­τη­τες για κά­θε κω­μι­κό, αλ­λά ό­ταν αυ­τές γί­νο­νται α­πό­λυ­τες προ­τε­ραιό­τη­τες και μά­λι­στα ε­νώ ο ί­διος ο χρό­νος αλ­λά­ζει το α­ντι­κεί­με­νο της σά­τι­ρας, το α­πο­τέ­λε­σμα κα­τα­λή­γει να με­λω­δεί ως α­πό­λυ­τα κα­κό­η­χη συ­ντή­ρη­ση.
Για το τέ­λος κρα­τώ την πρό­σφα­τη εμ­φά­νι­ση του Πα­νού­ση στην εκ­πο­μπή του Κα­ζά­κη: «Να βγουν να δη­λώ­σουν ό­λοι αυ­τοί του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ πως εί­ναι ο­μο­φυ­λό­φι­λοι, αυ­τός ο άν­δρας ο Βα­ρου­φά­κης που κου­νιέ­ται σαν κο­πε­λί­τσα, ο άλ­λος ο Τσα­κα­λώ­τος, ο Σακ­κε­λα­ρί­δης που φέρ­νει κα­νο­νι­κά σε κο­πε­λί­τσα τε­λειω­μέ­νη (…) πι­στεύω πως θα το κά­νουν, τους έ­χω ι­κα­νούς, θα γε­λά­σου­με.» Δεν ξέ­ρω αν έ­χει κά­ποιο νό­η­μα να σχο­λιά­σει κα­νείς την εμ­φα­νή ο­μο­φο­βία, τον μα­τσι­σμό που α­πό άλ­λους χώ­ρους τον έ­χου­με συ­νη­θί­σει ή την αι­σθη­τι­κή του χιού­μορ που πα­ρα­πέ­μπει σε γυ­μνα­σιάρ­χη ε­παρ­χίας ή Τα­λι­μπάν μη­τρο­πο­λί­τη.
Κά­που α­νά­με­σα στο ναρ­κισ­σι­σμό της ε­λά­χι­στης α­πό­στα­σης (ό­που ό, τι κο­ντι­νό σου με­τα­τρέ­πε­ται σε θα­νά­σι­μο ε­χθρό για λό­γους αυ­το­ε­πι­βε­βαίω­σης και συ­γκρό­τη­σης α­πό α­ντα­νά­κλα­ση) και το άγ­χος της πρω­το­τυ­πίας, κά­που α­νά­με­σα στο χρό­νο που κυ­λά και μας α­φή­νει πί­σω και τον άλ­λο χρό­νο που έρ­χε­ται α­πό την α­ντί­θε­τη κα­τεύ­θυν­ση, κά­που α­νά­με­σα σε μια σά­τι­ρα που πα­ρήλ­θε και μια άλ­λη, που προ­σπα­θώ­ντας να ει­πω­θεί α­πό τα α­ρι­στε­ρά, χρη­σι­μο­ποιεί ό­λο και πιο δε­ξιά ε­πι­χει­ρή­μα­τα, κά­που ε­κεί α­νά­με­σα το γέ­λιο χά­θη­κε. Αυ­τό που μέ­νει εί­ναι η στά­χτη ε­νός χα­μό­γε­λου και έ­νας καλ­λι­τέ­χνης πα­ντε­λώς πια ξέ­νος.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: