Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Ο κόσμος, ο κύριος Έκτορας και η Κυψέλη

Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο. Η Κυψέλη, η Ελλάδα και ο πλανήτης Γη. Τώρα βγαίνουν και λένε ότι ο κόσμος είναι ένας, όμως λένε ψέματα κι αυτό φαίνεται στα μάτια τους. Αυτοί τα έχουν μπερδέψει ενώ υπήρχαν τρία μέρη και το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο ήταν να είσαι η ωραιότερη στην Κυψέλη όπως συνέβαινε με την Έρση. (…) Ήταν πιο δύσκολο να είσαι η ωραιότερη στην Κυψέλη γιατί εκεί σε έβλεπαν κάθε μέρα στο δρόμο, δεν σε ψήφιζαν βαμμένη, με μουσική από πίσω, ούτε σε γνώριζαν από τα περιοδικά, σε είχαν αγαπήσει χωρίς φωτογένεια.(…) Τώρα αυτό είναι αδύνατον γιατί ο κόσμος είναι ένας, κατάφερε να γίνει ένας χάρη στη φωτογένεια. Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο, μια συνοικία μια χώρα και ένας πλανήτης.



Αυτά μας γράφει σε άλλο χρόνο ο Χρήστος Βακαλόπουλος στη «Γραμμή του ορίζοντος» και όμως η Κυψέλη συνεχίζει να υπάρχει. H Κυψέλη του υπερπληθυσμού, της γειτνίασης των πάντων με τα πάντα, η Κυψέλη με τις ελάχιστες θέσεις για πάρκινγκ. Στην Κυψέλη όπου οι δρόμοι έχουν ονόματα νησιών, εδώ που σε μια διασταύρωση το Βελβεντό συνορεύει με την Κέρκυρα και τα Γιαννιτσά με τη Σκόπελο σε μια θάλασσα πρόχειρου τσιμέντου -πόσο περίπλοκη είναι η ονειροπόληση και το ταξίδι σε αυτούς τους δρόμους (θέλω να πω δεν ξέρεις καν τι να φορέσεις). Η Κυψέλη που θρηνεί τον περασμένο εαυτό της, κλαψουρίζει τα μεγαλεία της, γκρινιάζει αφόρητα καθηλωμένη σε ένα πρόσφατο παρελθόν. Η Κυψέλη με τους ποιητές, τους μετανάστες και τα παγκάκια. Και ακόμα η Κυψέλη της καθημερινής σκληρότητας, με τα κωλοφτιαγμένα μηχανάκια να μπουκώνουν τον ουρανό με θόρυβο, με τον ρατσισμό να μπουκώνει ό,τι ανθρώπινο με μίσος, εδώ που η στάθμη του αφρού δεν κατεβαίνει ποτέ στο ποτήρι του φραπέ.
Εδώ στήνουν τη ζωή τους οι ήρωες των ιστοριών της Βάσιας Τζανακάρη. Στη Φωκίωνος, στο πεδίο του Άρεως, στην Επτανήσου, στην Αγίας Ζώνης, στην Πατησίων. Σε αυτόν τον πρόχειρο κόσμο, τον βιαστικό, με τη βιασύνη του χειροποίητη και την μεγάλη κλίμακα των κτηρίων να ορίζει την κλίμακα των μικρών ανθρώπων. Σε αυτό το πλαίσιο, η συγγραφέας απλώνει τα χειρόγραφα αντικείμενά, τους τόπου και τις καταστάσεις της. Τα βετέξ, τα άδεια παιδικά πάρτι, τα μαζεμένα αποκόμματα, μια γιαγιά που μονίμως κρύβει αντικείμενα, ένα τάπερ που κλείνει μέσα του όλη την παιδική ηλικία. Τα αυτοκόλλητα Panini, τα κολάν, τα περίπτερα και τα τσιγάρα, τα πολλά τσιγάρα, τα φοιτητικά, της προσμονής και της απογοήτευσης, τα τσιγάρα της απόγνωσης, κυψελιώτικα τσιγάρα καπνισμένα με το διεθνισμό της κοινοτοπίας και το προσωπικό της εμπειρίας. Έτσι ορίζεται στα διηγήματα η γεωγραφία των αντικειμένων. Εστιάζοντας σε ένα αντικείμενο, φορτίζοντάς το με μια ειδική σημασία, δένοντας γύρω του μια σειρά εμπειρίες και γεγονότα. Όταν ένα αντικείμενο φτάνει στην ακρίβεια της κυριολεξίας του, γίνεται αυτομάτως ανάμνηση. Ανάμνηση κοινή για όλους.

Τυχαίοι κληρονόμοι μιας ιστορίας
Άλλωστε, το βιβλίο στέκει γραμμένο με την ειλικρίνεια μιας αντίστροφης νοσταλγίας. Δεν αναπολεί εξωραΐζοντας, αλλά θυμάται. Θυμάται καμιά φορά ως την πληγή. Είναι οι πολλοί χρόνοι αυτοί που ορίζουν το βιβλίο. Ο χρόνος του κυρίου Έκτορα και της παλαιάς δεισιδαιμονίας, ο εφηβικός χρόνος και ο χρόνος ο φοιτητικός. Ο χρόνος ενός αγέννητου παιδιού. Αυτοί ορίζουν τη στιγμή του βιβλίου και μέσα από την θραυσματικότητα και την ποικιλία, προτείνουν, ξορκίζουν, παρατηρούν. «Ο χρόνος δεν αλλάζει», μας λέει ο ήρωας του τελευταίου διηγήματος και όμως ολόκληρο το βιβλίο μάς περιγράφει αυτή την αλλαγή. Το σημερινό μας κόσμο, τον κόσμο της κρίσης, ως μελλοντικό ενδεχόμενο του παρόντος των ιστοριών.
Στήνουμε την πυξίδα μας στο χάρτη του πλήθους και χαρτογραφούμε τη γεωμετρία των μικρών ανθρώπων. Την παιδική απώλεια, την εξαφάνιση μέσα στη μάζα των ανθρώπων, το στριμωξίδι του 608, τις επισκέψεις με τους γονείς στα εξοχικά κέντρα, μια αιώνια καρέκλα και ένα μόνιμο βλέμμα στο μπαλκόνι της πόλης, το φάντασμα του καθημερινού ρατσισμού φιλτραρισμένο από την εγκληματική διαχείριση των μέσων ενημέρωσης. Η μοναξιά, η αναμονή, η αποσπασματικότητα του βλέμματός μας, όμοια με την αποσπασματική θέα μέσα από το παράθυρο ενός περιπτερά. Ο χρόνος που χάθηκε και μας έφερε ως εδώ και τώρα τον ζητιανεύουμε.
Έτσι και μείς, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, αναβιώνουμε μια εποχή -όμοια με τη Σπυριδούλα του ομώνυμου διηγήματος η οποία αναβιώνει την ιστορία της παλαιότερης συνονόματής της. Γινόμαστε τυχαίοι κληρονόμοι μιας ιστορίας. Και, όπως η Σπυριδούλα, καλούμαστε να την ανατρέψουμε. Με τον τρόπο που μας προτείνει το τελευταίο διήγημα του βιβλίου. Με μια κατάφαση, κυνηγώντας την ομορφιά στους κατάκοιτους γκρίζους δρόμους, ψιθυρίζοντας με συγκίνηση και ταυτόχρονα απελπισία εκείνους τους στίχους: «είναι τόσο όμορφα που ακόμα κι ένας άντρας μπορεί να κλάψει, εγώ όμως δεν κλαίω, κλαις εσύ;»

Βάσια Τζανακάρη,
Η καρέκλα του κυρίου Έκτορα, εκδόσεις
Μεταίχμιο

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: