Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Η Αμφίπολη και εγώ





Είναι εκείνο εκεί το συναίσθημα, που σε συναντά καμιά φορά σε κηδεία γνωστού, συγγενή ή φίλου ακόμα, εκείνη η στιγμή που παρά την ειλικρινή σου λύπη, τη δεδομένη σχέση σου και το βιωμένο πένθος σου αδυνατείς να κλάψεις ή έστω να βουρκώσεις. Και τότε αρχίζει. Η αμφιβολία πρώτα και ύστερα οι ενοχές απέναντι στον εαυτό σου, τους γύρω σου και κυρίως το πρόσωπο που αποχωρίζεσαι.  Οι δεύτερες σκέψεις, το ξήλωμα των βεβαιοτήτων σου. Και ύστερα μια στιγμή σιωπής, παγωμένης ψυχραιμίας και συνειδητοποίησης. Η ύπαρξή σου τεντωμένη και όρθια με μιας, κόντρα σε όλα τα άλλα. Ο καθένας λες, έχει τον δικό του τρόπο να πενθεί. Έστω στην μοναξιά του δικού του παραδείγματος.

Ας αναλογιστούμε την μοναξιά αυτή στην αντίστροφη ακριβώς περίπτωση. Την αμφιβολία μεγεθυμένη ανάμεσα σε προπόσεις, θριαμβολογίες και χειροκροτήματα, την αμηχανία ανάμεσα σε προκατασκευασμένες εκδηλώσεις και υποκριτικές ζητωκραυγές, την ήρεμη αυτή αδιαφορία που ακολουθεί την αποδοχή της αδυναμίας σου να ταυτιστείς. Πόσο μάλλον όταν ξέρεις πως αυτή η σχέση -τουλάχιστον για σένα- δεν είναι καθόλου δεδομένη, πόσο μάλλον όταν άσχετα με όσα άγαρμπα και απότομα σε δίδαξαν ξέρεις πως το μόνο που έμαθες είναι πώς το παρελθόν οικοδομείται και αυτό από το παρόν σου (και γι’ αυτό πόσα λίγα είχανε να πουν), πόσο μάλλον όταν η αμφιβολία σου ξεκινά στο σημείο που σε καλούν να βιώσεις τις δικές τους βεβαιότητες. 

Χρησιμοποιώ αυτόν τον παραλληλισμό ακριβώς γιατί νοιώθω πώς όλο αυτό το χειροκρότημα γύρω από την ανασκαφή της Αμφίπολης κρύβει από πίσω του κάτι το πένθιμο, κάτι το βουβό που προσπαθούμε να καλύψουμε με φλύαρα σάβανα, κομμένα από πολιτικάντικες ρητορείες, ραμμένα από δημοσιογραφίζουσες αφέλειες. Άλλωστε για τάφους δεν μιλάμε;

Ίσως γιατί όλα μοιάζουν με απόηχο της εποχής εκείνης που η θριαμβολογία ήταν ο μόνος τρόπος να αρθρώνεις το παρόν, της εποχής εκείνης που παρελθόν και παρόν παρελαύναν παράλληλα ζητώντας χώρο ταυτόχρονο στο ίδιο παραμύθι, κάτω από την τέντα της πιο μακάριας αισιοδοξίας, εξορίζοντας την όποια ιστορία. Ή ίσως γιατί ζήσαμε τη δεκαετία του ’90, όπου η έξαρση της δημόσια ιστορίας και της συγκεκριμένης ρητορικής, ήρθε ταυτόχρονα με την έξαρση του εθνικισμού. Ενός πρακτικού εθνικισμού, λειτουργικό  μπάλωμα ταυτότητας, συμπληρώμα παρόντος, μητιά ανάτασης (μέχρι και πατριωτισμό τον βάφτισαν μερικοί, μπας και σταματήσει να έχει αηδία γεύση και τον καταπιούμε) . Ενός εθνικισμού που τώρα θέριεψε και τις νύχτες μαχαιρώνει ανθρώπους στις γωνίες.

Και οι λέξεις βουίζουνε στα αυτιά σου, μαθαίνοντας τρόπους από τα κουνούπια του Αυγούστου: ‘’Συγκίνηση’’, ‘’παγκόσμιο ενδιαφέρον’’ ‘’διθυραμβικά σχόλια από την παγκόσμια κοινότητα’’, ‘’τουρισμός!’’, ‘’η Ελλάδα που σηκώνεται στα πόδια της’’. Η γλώσσα αυτή δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία ακόμη αποτύπωση του κοινότοπου. Του κοινότοπου και δεδομένου τρόπου με τον οποίο πρέπει να σκεφτόμαστε, να πράττουμε και να περιφέρουμε αυτό το κοινότοπο ''Εμείς''. Αυτό το προκατασκευασμένο, πειθαρχημένο και δεδομένο ''Εμείς''. Για τον τρόπο που πρέπει να αντιλαμβανόμαστε την αισθητική, την ιστορία και τελικά τον εαυτό μας. Ας το παραδεχτούμε. Εδώ δεν μιλάμε για αρχαιολογία -και πόσο λίγοι αλήθεια μιλάνε-, δεν μιλάμε καν για ιστορία. Εδώ μιλάμε για ένα συναίσθημα και για έναν τρόπο που απευθύνεται στον καθένα μας προσωπικά.

Ιστορία δεν σημαίνει μόνο να θυμάσαι, αλλά κυρίως να ξεχνάς. Να φιλτράρεις τα γεγονότα του παρελθόντος μέσα στον χρόνο, επιτρέποντας σε ελάχιστα –αυτά που θεωρείς σημαντικά αλλά και αυτά που ταυτόχρονα θεωρείς πως συμπυκνώνουν όλα τα άλλα- να περάσουν, να παραμείνουν, να εξιστορήσουν. Να πετάς το πλήθος και να συγκρατείς την μονάδα που κυριαρχεί και το περιγράφει. Έτσι και η κυρίαρχη αφήγηση της Αμφίπολης δεν σημαίνει μόνο να θυμόμαστε κάποιο παρελθόν και κάποια ιστορία που κλείστηκαν με τιμές σε κάποιο τάφο. Σημαίνει κυρίως να ξεχνούμε. Αυτή τη φορά όμως δεν είναι το παρελθόν αυτό που μας ζητείται να ξεχάσουμε. Είναι το παρόν μας.

Γιατί όσο και να το επιθυμούν οι τρισχιλιετείς Έλληνες του Παπαρηγοπούλειου κανόνα δεν είμαστε τα αγάλματα. Όσο και να το τραγουδάει η γενιά του 30 -κυρίαρχη ακόμη- μέσα σε ποιήματα, σχήματα στοχασμών και επαναλήψεις δεν είμαστε ούτε καν τα σπασμένα αγάλματα. Είμαστε ο ακρωτηριασμός τους.










(στην εφημερίδα Εποχή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: