Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Για τον Βύρωνα Λεοντάρη, με αγάπη και ευγνωμοσύνη



ΙΩΣΗΦ, ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΑΡΙΜΑΘΑΙΑΣ
IV


Τόσα φιλιά – μα δίχως χείλη
τόσες αφές – μα δίχως χέρια
τόσοι φρουροί – μα δίχως πύλη
τόσες ειδήσεις – δίχως περιστέρια
Τόσοι αγώνες – δίχως μάχη
τόσες μαγείες – δίχως θάμα
Κρυφά θα φύγει δίχως να ‘χει
αφήσει ούτε ένα ίχνος η γενιά μας
— Άλισον, Τζέφρυ, Ουίλλιαμ, Σάντυ…
Τους ήξερες ποτέ; Άγνωστά μας
ονόματα στην αλισάχνη
τώρα που βούλιαξαν πια τα δικά μας
Έρωτας – δίχως ν’ αγαπάμε
Ζωή – χωρίς ποτέ να ζούμε
Έλα λοιπόν κι απόψε, ας πάμε
να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε
Τι μπέρδεμα η ζωή μας, τι ιστορία…
—Σάμπως να υπάρχει πια Ιστορία
δική σου ή άλλη… —Τι σκαλίζεις
τα σπλάχνα του ραδιοφώνου;
Ήμασταν θάλασσα κι έχουμε γίνει
σάπια βροχή και τιποτένια.
Ξύσε το λούστρο των νυχιών σου,
το ρίμελ, το make up και μίλησέ μου
— Είμαστε μεσοπόλεμος, σου λέω,
ανίατα μεσοπόλεμος… Ας πάμε
λοιπόν κι απόψε, ας πάμε πάλι κάπου
να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε…

(Βύρων Λεοντάρης, από την ποιητική συλλογή «Ψυχοστασία»)




Το θέμα είναι τώρα τι γράφεις; Τώρα που η μέρα σαν υδράργυρος σκέπασε το παράθυρο. Και ποιες λέξεις θα βάλεις στη σειρά παρακαλώντας νόημα, ένα νόημα που το νοιώθεις αλλά δεν μπορείς καλά καλά να συλλαβίσεις; Πού κρύφτηκαν οι άλλοτε τόσο φλύαρες λέξεις σου αρθρογράφε; (εσύ βέβαια ποιητή μας είχε προειδοποιήσει: Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν/ γιατί πια δεν τις κατοικούν τα βάσανά μας. /Τις εγκατέλειψαν σάμπως να επίκειται σεισμός ή έκρηξη. /Ανάσα και χειρονομιά καμμιά μέσ’ στα αδειανά φωνήεντα /κι ούτε ένα τρίξιμο απ’ τα σύμφωνα /και μήτε τρέμισμα κορμιού ή κεριού /και μήτε σάλεμα σκιών στους τοίχους.) και αλήθεια τι μπορεί να ακολουθήσει; Ημερομηνίες, βιογραφικά, καταχώρηση σε γενιές, τίτλοι βιβλίων και διακρίσεις; Λέξεις πιο παγωμένες από τις χθεσινές αγγελίες; Ή μήπως λόγια συμβατικά για τον νεκρό, τριμμένα κι άλλα που σωπαίνονται/ και εγκώμια σε παληά ελληνικά όπως συνηθίζεται/ «αναλωθείς…», «διαπρέψας…», «υπερακοντίσας…». Τι να γράψουμε λοιπόν; Και πώς να κρατήσουμε τώρα αυτή τη θάλασσα που πάνω μας στεγνώνει;

Και η φωνή του ποιητή πέφτει και πάλι με ακαριαίο βάρος: Να τελειώνουμε πια με τα τερτίπια της γραφής και της ανάγνωσης./ Τα ποιήματα συμβαίνουν. Ας είναι λοιπόν…

Ο Βύρων Λεοντάρης έφυγε στις 6 Αυγούστου σε ηλικία 83 ετών. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές των τελευταίων δεκαετιών (κατά την άποψή μου ο σημαντικότερος. Ας μου συγχωρεθεί αυτή η κρίση. Δεν διεκδικεί φιλολογική εγκυρότητα, είναι μια εκτίμηση προσωπική). Ξεκινώντας από το 1949 και τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά και φτάνοντας τους στίχους του έως και τις μέρες μας, ο Λεοντάρης κατέγραψε στα ποιήματά του την ένταση της ύπαρξης, την πολιτική αγωνία, τον εγκλεισμό και τη ματαίωση, τον αγώνα πέρα από τον καθησυχασμό δογμάτων και βεβαιοτήτων, την τυραννία της ποίησης και την ηθική χρεοκοπία του μεταπολεμικού κόσμου. Ενταγμένος στην αριστερά με κριτικό τρόπο, ο Βύρωνας Λεοντάρης ξεκινά το έργο του από την αντιστασιακή ποίηση. Όχι με το να εντάξει το έργο του σε αυτή, αλλά με τρόπο διαλεκτικό, σχεδόν μετωπικό. Ενώ στην αντιστασιακή ποίηση ο λόγος είναι μάχη, στην ποίηση του Λεοντάρη ο λόγος είναι αποτέλεσμα της μάχης. Από ποίημα σε ποίημα, από συλλογή σε συλλογή το αύριο ενός αδικαίωτου αγώνα, οι βαθιές αμυχές, τα τραύματα στην ύπαρξη μιας ολόκληρης γενιάς θα πάρουν ιστορικότητα. Καταγράφοντας μια παράλληλη και αντίθετη της κυρίαρχης, αφήγηση για όλη τη μεταπολεμική εμπειρία.

Εξίσου σημαντικό υπήρξε και το δοκιμιακό έργο του Λεοντάρη, τα υποδειγματικά του κείμενα στο περιοδικό «Σημειώσεις», για την ποίηση, τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη. Το γνωστότερο δοκίμιό του με τίτλο «Η ποίηση της ήττας», έμελλε να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, αψιμαχίες και παρανοήσεις οι οποίες σε μεγάλο βαθμό μένουν όρθιες ως τα σήμερα. Σε σημείωμά του σε σχέση με το γεγονός αυτό ο φίλος Νίκος Σκοπλάκης γράφει:

«Ο Βύρων Λεοντάρης συγκαταλεγόταν σε εκείνους που εισέπραξαν το παρατσούκλι “ποιητής της ήττας”, ακριβώς επειδή η ποίησή τους δεν ενέδωσε στην ήττα. Αντιθέτως, στην άκριτη σύγχυση ενέδωσαν τόσο εκείνοι που είχαν εγκιβωτιστεί στην ιερότητα του δόγματος όσο και κάποιοι που βάδιζαν ιερατικά προς την ενσωμάτωση. Οι κάθετες εκτινάξεις της ποιητικής συνείδησης δεν αυτοανασχέθηκαν από την ψεύτικη εξισορρόπηση “αισιόδοξων” αντιβάρων. Ανίχνευσαν ανάμεσα στις παγίδες της ιδεολογικής κρίσης την μη επική πλευρά των τραυμάτων, το μη αναπληρώσιμο της ιστορίας από ιεροποιημένα σύμβολα, το ποιητικό ήθος που μορφοποιεί την κοσμοαντίληψη χωρίς αυταπάτες, ώστε γνήσια να διασυνδεθεί με το κοινωνικοπολιτικό πεδίο αναφοράς του.»

Ίσως να μην είναι εδώ το κατάλληλο σημείο για εμβάθυνση στο έργο του ποιητή, για μια πραγματική εκτίμηση του μεγέθους του, για προβλέψεις σε σχέση με την κληρονομιά των στίχων. Είναι, όμως, κατάλληλο σημείο για μία παραδοχή. Η ποίηση του Βύρωνα Λεοντάρη δεν έχει πάρει ακόμη την πραγματική θέση που της αναλογεί στο σώμα της ελληνικής γραμματείας. Ίσως να μην έχει και τόσο μεγάλη σημασία. Άλλωστε ως προς αυτό έχει συμμάχους τόσο τον χρόνο όσο και την ίδια την ποίηση.

Ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο/ βολεύτηκε σ’ αυτή την προσφυγιά/ πήρε μαζί του για εικονίσματα φωτογραφίες δημίων/ όργανα βασανιστηρίων για φυλαχτά/ μιλάει μόνο με σχήματα/μέσ’ στην οχλαγωγία της ερημιάς/ στις φαντασμαγορίες του τίποτε.
Το θέμα είναι τώρα τι γράφεις, όταν επιστρέφεις σε οικείους στίχους και τους βλέπεις να έχουνε θεριέψει, σαν κήπο που άφησες σε κάποια μνήμη και τώρα τον συναντάς μεγαλωμένο τόσο που δεν ξέρεις αν τα φυτά γύρω σου μεγάλωσαν ή αν μίκρυνες εσύ. Δεν καταφέρνουμε πια να μιλήσουμε/ προτού προλάβουμε να πούμε κάτι/ αυτό σκάει σα χειροβομβίδα μες στα χέρια μας. Τι γράφεις την ώρα που περισσότερο από ποτέ γνωρίζεις το πόσα λίγα γνωρίζεις;

Δεν γνωρίζω πολλά. Μα αυτό που ξέρω είναι πως το παρόν το ζεις και το μέλλον σου το κερδίζεις. Το παρελθόν σου όμως το επιλέγεις. Και είμαστε πολλοί, σιγά – σιγά όλο και περισσότεροι, για τους οποίους ο Βύρωνας Λεοντάρης αποτελεί το πιο βέβαιο, το πιο αυτονόητο, το πιο ακαριαίο παρελθόν μας. Και από την κάθε μας πρόταση τον αποχαιρετούμε, με αγάπη και με ευγνωμοσύνη.





(στην εφημερίδα Εποχή)

Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

Η πόλη άδεια



«Φύγε πια λυσσασμένο καλοκαίρι

πάρε από πάνω μου τα γηρατειά σου

ιδρωμένα κορμιά καλλυντικές γυναίκες

γέμισε κοκκινάδια και μπλεγμένα άσπρα μαλλιά η ψυχή μου…

Η Αθήνα μασάει σουβλάκια μες στους δρόμους

μασάει καλαμπόκια

παίρνει το παγωτό της στις πλατείες

η Αθήνα ρουφάει τον ουρανό με καλαμάκι»

Βύρωνας Λεοντάρης, Ψυχοστασία*


Περπατούμε την πόλη άδεια και εκείνη στέκει ακίνητη. Στην παροδική ερημιά της, στην αυγουστιάτικη αναμονή της, στην εξαντλημένη της παύση. Η απουσία τρέχει τους δρόμους, σταματάει τα τρόλεϊ, κάθεται στις καρέκλες μας. Δανείζεται το καλαμάκι από το παραπάνω ποίημα και κάνει μπουρμπουλήθρες στον μουντό καφέ μας. Και η πόλη πιο ακίνητη από ποτέ, σχεδόν μαγκωμένη, όμοια με σκηνικό παράστασης που παρήλθε και τώρα οι τεχνικοί μαζεύουν τα καλώδια, σβήνουν τα φώτα, πακετάρουν την κούραση. Και το σκηνικό στέκει βουβό, καλυμμένο με ένα σεντόνι σκοτάδι, περιμένοντας την επανάληψη της επόμενης μέρας.

Οι δρόμοι άδειοι και τα ρολά κατεβασμένα, τόση ησυχία ανάμεσα στα κτίρια σχεδόν σε αγριεύει. Σαν εικόνα από post-apocalyptic ταινία, μετά την καταστροφή, μετά τον κατακλυσμό, να περπατάς στους άλλοτε πολυσύχναστους δρόμους, να κρύβεσαι από έναν κίνδυνο που μεταμφιέστηκε σε ησυχία. Μα εδώ δεν υπάρχουν ζόμπι, θύματα επιδημιών, γνώριμα τέρατα. Η δική μας ησυχία είναι κατοικίδια, εξημερωμένη, με λιμαρισμένα νύχια και άκακα δόντια.

Ολόκληρη η πόλη, προσωρινά κούφια από ανθρώπους. Δεν είναι η ερημιά που απλώνεται μπροστά σου, είναι η έκταση των χθεσινών συμβάντων και των αυριανών ενδεχομένων, η ερώτηση γύρω από το τι παύει και από το τι ξεκινά. Δεν είναι απουσία, είναι βραχύβια μεταμφίεση, βραδυφλεγής παρουσία.

Μέσα στην καλοκαιρινή εκκένωση το καθημερινό βρίσκεται σε καραντίνα. Τα κτίρια γδύνονται από κίνηση, ακροβατούν στα όρια του παγώματος στον χρόνο, στα όρια της φωτογραφίας. Αν όμως τα φωτογραφίσεις τη στιγμή αυτή, το μόνο που προκύπτει είναι το αρνητικό τους, η ανάποδη όψη, η φόδρα των πραγμάτων που περιμένει να γυρίσει στην πραγματική της μορφή ταυτόχρονα με τους κατοίκους. Ετσι, τα κτίρια στέκουν γυμνά και τα παράθυρα είναι σκέτες κορνίζες που δεν περιέχουν, χτυπιούνται από τον χρόνο που έρχεται συσσωρευμένος εκτός λειτουργικότητας, σκάβονται από το χτύπημα και στάζουν όπως οι βράχοι από το κύμα. Αλμυρός χρόνος, χρόνος της άδειας πόλης.

Μέσα στην ησυχία η κάθε απόσταση γίνεται ευθεία και δεν υπάρχουν πια διαδρομές, ενδιάμεσα τοπία, προσωρινές παύσεις. Μόνο δύο σημεία που πρέπει να ενωθούν. Ετσι προχωρά η ακατοίκητη ώρα, με ορφανά δευτερόλεπτα, ξέσκεπα λεπτά και τους δείκτες της σε ακατανόητες διατάσεις. Επιτρέποντας προσωρινά τη διέλευση ενός ήχου. Λίγα τζιτζίκια, κάποιοι ξεχασμένοι συναγερμοί, ένα γάβγισμα να σβήνει κάπου μακριά. Ηχοι χωρίς βλέφαρα, άγρυπνοι στην οξύτητά τους, περικυκλωμένοι από ησυχία.

Ας κάτσουμε λοιπόν για λίγο στο κέντρο της Πατησίων. Για λίγο καθιστοί, να δούμε τα φανάρια να αλλάζουν χρώμα χωρίς νόημα. Να δούμε την κανονικότητα να αδυνατεί να παρέλθει. Να δούμε τα πράγματα εκτεθειμένα στην αδράνειά τους, έτοιμα να αναγνωστούν από την αρχή στην προχειρότητα της αυριανής ρουτίνας. Οταν η πόλη αδειάζει από ανθρώπους, αδειάζει και από αυτονόητα. Και αυτός που έμεινε πίσω επιθυμεί το άλμα πάνω από τη στάθμη της κανονικότητας. Να ξαπλώσει στους δρόμους, να οδηγήσει ανάποδα στο ρεύμα, να μπει σε ξένα άδεια σπίτια και να οικειοποιηθεί ξένες άδειες οικειότητες. Δεν είναι η αναστολή των αναστολών, είναι μια ανεστραμμένη επιβεβαίωση της κανονικότητας ολόκληρου του έτους.

Τα άδεια κτίρια, τα κλειστά μαγαζιά, οι έρημοι δρόμοι, η απουσία γνωστών και φίλων είναι τα προσωρινά ερείπια του πραγματικού χρόνου. Ομοια με ό,τι παρήλθε και με ό,τι έπεται, αλλά γκρεμισμένα πρόσκαιρα στο παρόν της αναμονής τους. Μια ολόκληρη πόλη να περιμένει. Στη στάση του λεωφορείου, χωρίς εισιτήριο και έχει ήδη αργήσει.

(Τα επόμενα 9 κείμενα -10 με αυτό- της συγκεκριμένης στήλης θα ξεκινούν με στίχους του Βύρωνα Λεοντάρη ως ελάχιστος φόρος τιμής σε έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές των τελευταίων δεκαετιών, που έφυγε στις 7 Αυγούστου).

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

Ρόδα, τσάντα και κοπάνα τους φασίστες









Ο Αύγουστος είναι ο μήνας των μικρών ειδήσεων. Των αχρείαστων πληροφοριών, των αδιάφορων γεγονότων, των ασήμαντων περιστατικών.  Με αυτά τα χαρακτηριστικά μας επισκέφτηκε και η παρακάτω είδηση πριν λίγες εβδομάδες: ο ηθοποιός Γιώργος Πετρόχειλος, λέει, στηρίζει την Χρυσή Αυγή. Ο ηθοποιός, λέει έστειλε δύο επιστολές συμπαράστασης στην οργάνωση με τίτλο: Η Αλήθεια βρίσκεται στην Χρυσή Αυγή. Ελάχιστη η σημασία. Άλλος ένας ξεχασμένος παράδοξος, δηλώνει υποστήριξη στην εγκληματική οργάνωση ακολουθώντας το παράδειγμα βαρειών ονομάτων του πολιτισμού όπως αυτά του Πέτρου Γαιτάνου, του Πλούταρχου και λοιπών εκπροσώπων της κυρίαρχης, λούμπεν-ποπ κουλτούρας. Παρ όλα αυτά, για κάποιον λόγο η είδηση τσιγκλάει την σκέψη ως κάτι περισσότερο από ανοησία. 

Αρχικά ας βάλουμε τη λέξη ηθοποιός σε εισαγωγικά. ‘’ηθοποιός’’(να, ορίστε). Ο Γιώργος Πετρόχειλος, έγινε γνωστός (ή κάτι τέτοιο) από την συμμετοχή του σε διάφορα 80s τηλεσκουπίδια όπως οι ταινίες  ‘’Φυλακές ανηλίκων’’, ‘’Κάτω τα χέρια από τα νιάτα’’ και το εξίσου σημαντικό ‘’Εδώ και τώρα αγγούρια’’. Στη συνέχεια έκανε κάποια περάσματα στην Λάμψη (του Κιούμπρικ), σε επιθεωρήσεις και στο πλευρό του μιμητικού θηρίου (σύμφωνα με τον Κώστα Γεωργουσόπουλο) Μάρκου Σεφερλή. Όπως τόσες και τόσες όξινες αναμνήσεις, η φιγούρα το Γιώργου Πετρόχειλου ανασύρθηκε στο παρόν από τη δημιουργία του youtube. Συγκεκριμένα μία σκηνή, η οποία απομονώθηκε, εμβαπτίστηκε στο cult και αναδείχθηκε ως σύμβολο της αφέλειας, της καφρίλας και τις ηλιθιότητας των συγκεκριμένων 80s κατασκευασμάτων. Ο λόγος φυσικά για την περίφημη σκηνή από την ταινία ‘’Χούλιγκανς’’ όπου  το άγριο νιάτο Πετρόχειλος, τσακώνεται με τον παπά-πατέρα του και τη στιγμή που το ρασοφόρο κλισέ διευκρινίζει στον γιό του πως ‘’η αλήθεια βρίσκεται στον λόγο του θεού’’  ο άγριος νιάτος-τεντυμπόης-γιεγιές Πετρόχειλος θα του αποκριθεί γεμάτος βεβαιότητα (και νιάτα) την περίφημη φράση πως: ‘’όχι πατέρα, η αλήθεια βρίσκεται στους Sex pistols, γκεγκε;’’(έτσι μίλαγε τότε η νεολαία μας). Στη  συνέχεια το νιάτο- Πετρόχειλος βγαίνει στον κήπο του σπιτιού φορώντας ένα λερωμένο σώβρακο και χορεύει μια ακατανόητη μουτζούρα κινήσεων μπροστά στα μάτια των αγανακτισμένων γειτόνων οι οποίοι εμβρόντητοι σχολιάζουν τον κατήφορο της νεολαίας μας. Αυτά. Σε νεότερη συνέντευξη του ‘’ηθοποιού’’ μαθαίνουμε πως συμμετέχει σε μεταγλωττίσεις σε ταινίες, σειρές, κ.ά.  καθώς επίσης πως είναι φιλόζωος (κάπου εδώ προφανώς οφείλετε και η συμπάθειά του προς την Χρυσή Αυγή).

Και στο σημείο αυτό έρχεται η αποστομωτική ερώτηση: ‘’Καλά ρε  Τσαλαπάτη, με τι μαλακίες κάθεσαι και ασχολείσαι;’’ Μμμ σωστό, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Για όποιον συγκρότησε τον χαρακτήρα του μεγαλώνοντας τη δεκαετία του 80 και του 90, οι ταινίες αυτές δεν αποτέλεσαν απλά μια πραγματικότητα που μπορούσες να αποφύγεις. Πριν εισαχθούν στο cult ιδίωμα και προκύψουν άκακες και γελοίες, οι τηλεταινίες κατέγραφαν, αναπαρήγαγαν και επέβαλαν συγκεκριμένους τρόπους και θεάσεις με τις οποίες συγκροτήθηκε ένα μεγάλο κομμάτι του κυρίαρχου. Το μπουφώνικο φτηνό χιούμορ και η γκροτέσκα αισθητική, η αναπαραγωγή σεξιστικών, ομοφοβικών και ρατσιστικών στερεοτύπων ως το απόλυτο αυτονόητο, ο αχαλίνωτος ηθικισμός των καταγγελιών, η καφρίλα και ο χαβαλές ως μόνη ορθόδοξη γέμιση του ελεύθερου χρόνου, το απόλυτο τίποτα ως κάτι, η εξώστρεφη έλλειψη αισθητικής ή καλλιτεχνικής αξίας ως περήφανη αυταξία, τα χαλαρά κριτήρια ψυχαγωγίας και η απόλυτη αντίθεση στους ΄΄κουλτουριάρηδες’’, η άνοδος του αντιδιανοουμενισμού, ο λαϊκισμός ως λαϊκότητα, ο υποκριτικός καλβινισμός του συνδυασμού των υπερτονισμένων σεξουαλικών υπονοουμένων ταυτόχρονα με τον ηθικό σκανδαλισμό, η απολιτικοποίηση και η κατ επίφαση αντισυστιμική γλώσσα, όλα αυτά και άλλα τόσα συγκροτούν έναν άνθρωπο και μια αφήγηση. Οι Πετρόχειλες λοιπόν δηλώσεις δεν είναι άνευ σημασίας γιατί δηλώνουν την προϋπάρχουσα γειτνίαση δύο πραγματικοτήτων. Της πραγματικότητας του εφιάλτη της Χρυσής Αυγής και της πραγματικότητας του κόσμου της βιντεοταινίας. Τα χρυσαυγίτικα αγκάθια φυτρώνουν στα πιο απρόσμενα μέρη, προσδιορίζοντας από την αρχή καταστάσεις του παρελθόντος. Σε μια χώρα όπου το πολιτικό σκοτάδι περπάταγε πάντοτε χέρι χέρι με την κακογουστιά (βλέπε π.χ. γιορτές χούντας), το άσχημο οφείλει να μας ανατριχιάζει πάντοτε λίγο περισσότερο. Γκεγκε;

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

Γεννημένοι στην μεταπολίτευση



Πρόσφατα, η εκτροχιασμένη πολιτεία γιόρτασε τα 40χρονα της. Τα αφιερώματα στα 40 χρόνια της μεταπολίτευσης, με την ένταση, την έκταση αλλά και τον αυτοπροσδιορισμό της συζήτησης ως απολύτως αναγκαίας, δημιούργησαν μια σειρά από λόγους και αντίλογους, φωνές και αντιφωνητές, αλληλοεπικαλύψεις, συγκρούσεις και αποκλίσεις. Με τις αισθητικές της πρωτεϊκές μεταμορφώσεις, τα οικονομικά της σκαμπανεβάσματα και τις πολιτικές της διαδρομές, η μεταπολίτευση παρέλασε μπροστά στα μάτια μας συμπυκνωμένη και ελλιπής, ολόκληρη και ταυτόχρονα λειψή, προσδιορισμένη και ταυτόχρονα μονίμως αρνούμενη τον όποιο ορισμό. Στις αναλύσεις αυτές και τα κείμενα ο προσδιορισμός και η οριοθέτησή είχαν σημασία πολλαπλή αφού (έστω πλάγια) η επέτειος δεν συνέπεσε απλά με την είσοδο της μεταπολίτευσης στη μέση ηλικία, αλλά ταυτόχρονα και με την έντονη φημολογία του θανάτου της. Ο προσδιορισμό της έμοιαζε με έναν τρόπο να περιγραφεί και το τέλος της, το οποίο επήλθε ή θα επέλθει στο σύντομο μέλλον. 

Δεν είμαι σίγουρος πως είμαι ο μόνος που νοιώθει πως το όλον της μεταπολίτευσης πάντα θα μας διαφεύγει. Γιατί πέρα από την επιστημονική ακρίβεια, την ιστορική συνέπεια, ή την εργαλειακή αποδοχή των σχημάτων η μεταπολίτευση είναι κυρίως αίσθηση. Και μάλιστα μια αίσθηση που διαφέρει ανάλογα με τον φορέα της. Για όλους εμάς που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στην μεταπολίτευση, η φράση δεν σημαίνει τίποτα λιγότερο από έναν τρόπο ομαδοποίησης των σημείων που συνιστούν την πραγματικότητα. Εντάσσοντας εξίσου όχι απλώς φαινόμενα μεγάλης σημασίας και έκτασης (όπως π.χ. άνοδος, επικράτηση, μεταμόρφωση και πτώση του ΠΑΣΟΚ, αφέλεια και σκληρότητα των 80s, ηδονιστικός κυνισμός στα 90s), αλλά και επιμέρους στοιχεία της καθημερινής ζωής (π.χ. κυριαρχία της τηλεόρασης και της ιδιωτικής εκδοχής της, οι επιμέρους τρόποι και τόποι των ταυτοτήτων, τα αντικείμενα της καταναλωτικής επιθυμίας), με τρόπο μάλιστα τέτοιο ώστε κάποιες φορές το σύνολο της μεταπολίτευσης να εμπεριέχεται ολόκληρο στο επιμέρους και να χάνεται απόλυτα στο γενικό. 

Είναι η ίδια η αντίφαση του ονόματός της που κάνει την μεταπολίτευση να μας διαφεύγει. Ενώ λοιπόν η λέξη περιγράφει ένα γεγονός μικρής διάρκειας, μια στιγμή μετάβασης, ο χρόνος της απλώθηκε στις δεκαετίες. Απέκτησε την έκταση μιας μεγάλης επιφάνειας με συνέχεια και διάρκεια, διάτρητη από το στιγμιαίο της κυριολεξίας της. Γιατί η μεταπολίτευση ήταν κυρίως ένας συγκεκριμένος τρόπος του χρόνου.

Μαζί με τον ατομικισμό, την ευμάρεια, το μόνιμα θετικό πρόσημο και τόσα άλλα, η μεταπολίτευση καλλιέργησε την βεβαιότητα της παρουσίας της, το απολύτως σταθερό που εξορίζει τις όποιες εναλλακτικές, το παρόν της ως μια κατάσταση που απλώνεται σε παρελθόν και μέλλον. Για όλους όσοι μεγάλωσαν αποκλειστικά μέσα στην μεταπολίτευση η ρευστότητα των πολιτειακών ανατροπών και μεταλλάξεων παγιώθηκε ως κομμάτι της ιστορίας ή έστω ενός παρελθόντος που απείχε πολύ περισσότερο σε επίπεδο πραγματικότητας απ ότι σε επίπεδο χρονολογίας. Η στενή αυτή σχέση πραγματικότητας και μεταπολίτευσης είναι η συνθήκη που μοιάζει να καθιστά σχεδόν αδύνατο το διαζύγιό τους. 

Το να έχεις γεννηθεί και να μεγαλώνεις στην μεταπολίτευση δεν μοιάζει όμοιο με αντίστοιχες καταστάσεις σε άλλες εποχές. Η νέα θέση της νεότητας, η αυτονομία, η αυτοέκφραση και η είσοδος των νέων στο καταναλωτισμό με ισότιμους όρους, η νέα διαχείριση και η νέα σημασία του ελεύθερου χρόνου προσδιόρισαν την μεταπολίτευση. Η νεότητα αναδείχθηκε και από κατάσταση έγινε αξία. Μεταμορφώθηκε σε μια αυτόνομη ηλικία άσχετα με ημερολογιακούς προσδιορισμούς, ως ένας επιβεβλημένος τρόπος. Η μεταπολίτευση ήταν ένα μικρομέγαλο παιδί και ταυτόχρονα ένας ανώριμος ενήλικας προσπαθώντας κάπου ανάμεσα στην έξαρση της αυταρέσκειας και στην απόγνωση του θετικού να μας πείσει πως στην μεταπολίτευση κανείς δεν μεγαλώνει.

Μα σήμερα η ηλικία μεταμορφώνεται ξανά. Η τρομακτική άνοδος της ανεργίας και της κακοπληρωμένης εργασίας μαζί με την έλλειψη αυτονομίας, προοπτικής σε ατομικό επίπεδο ή επίπεδο σχέσεων που αυτή δημιουργεί καθιστά τους νεότερους δέσμιους μιας παρατεταμένης ελληνικής εφηβείας. Δεν ξέρω λοιπόν αν μπορούμε να μιλήσουμε για το τέλος της μεταπολίτευσης , αλλά σίγουρα μπορούμε να αντικρίσουμε το τόσο λυπηρό και απότομο γέρασμά της.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

Εκείνο το σκοτάδι ανάμεσα




Ἀγγελικὸ καὶ μαῦρο, φῶς,
γέλιο τῶν κυμάτων στὶς δημοσιὲς τοῦ πόντου,
δακρυσμένο γέλιο,
σὲ βλέπει ὁ γέροντας ἱκέτης
πηγαίνοντας νὰ δρασκελίσει τὶς ἀόρατες πλάκες
καθρεφτισμένο στὸ αἷμα του
ποὺ γέννησε τὸν Ἐτεοκλῆ καὶ τὸν Πολυνείκη.
Ἀγγελικὴ καὶ μαύρη, μέρα-
Γιώργος Σεφέρης, Κίχλη

Θυμάμαι εκείνη την παλαιά στιγμή, να φτάνει ξανά και ξανά, στις θερινές διακοπές με τους γονείς μες το αμάξι και εκείνες τις άγνωστες νυχτερινές διαδρομές στους επαρχιώτικους δρόμους. Σε δρόμους χωρίς φωτισμό, στενούς στην απουσία της όρασης, περικυκλωμένους από χωράφια, δέντρα και ησυχία. Και συ πρέπει να κοιτάς έξω από το παράθυρο για να μην ζαλιστείς, κοιτάς έξω μέσα στην ανία της διαδρομής, γιατί είναι οι ώρες πολλές και παιδικές και το πίσω κάθισμα γεμάτο εσωστρέφεια. Μα στους δρόμους αυτούς ο ορίζοντας έμοιαζε να πνίγεται στην πιο κοντινή επιφάνεια και το θέαμα της διαδρομής είχε αποκλειστικά δύο διαστάσεις. Όμως, άμα κοίταζες πιο προσεκτικά μπορούσες να δεις, να δεις το σκοτάδι, το σκοτάδι ανάμεσα στα δέντρα. Να κουλουριάζεται στους κορμούς, να συνεχίζει (για πάντα σκεφτόσουν) ανάμεσα τους, να εκβάλει στο αυτοκίνητο σαν κύμα βουβό. Και εκείνη τη στιγμή το ήξερες για το σκοτάδι ανάμεσα, πως ενώ το κοιτάς εσύ σε κοιτάει και κείνο (ίσως και αυτό για να μην ζαλιστεί). Από τότε δημιουργήθηκε μια σχέση, μια ανομολόγητη συγκατοίκηση και όπου και αν πας κουβαλάς λίγο σκοτάδι στις αποσκευές σου.
Υπήρχε άλλωστε απ τα πριν, σαν καθημερνή απειλή που επιστρέφει κάθε βράδυ. Κρυμμένο όλη μέρα σε ντουλάπες, συρτάρια και γωνιές του παιδικού δωματίου. Πίσω από την πόρτα και κάτω απ το κρεβάτι (κυρίως κάτω απ το κρεβάτι). Περιμένοντας την ώρα εκείνη που θα ακούσει τον διακόπτη και το ανάδεμα στα σεντόνια, την ώρα εκείνη που τα χρώματα κάνουν ανακωχή, που οι αντιθέσεις της όψης λειαίνονται μέχρι να χαθούν και όλα ταυτίζονται. Εκείνο εκεί το πρώτο, το παιδικό σκοτάδι, συναρμολογούμενο, τροχοφόρο και ελαστικό. Τρομαχτικό και ταυτόχρονα οικείο, στοιβαγμένο τώρα σε κάποια κούτα μαζί με διαμελισμένα παιδικά παιχνίδια.
Μεγαλώνοντας το σκοτάδι υποβαθμίστηκε σε ημίφως. Σαν να συνήθισαν τα μάτια να μαζεύουν τον ελάχιστο κόκκο απ το φως, όμοια με τα υπόγεια ζώα που συνήθισαν την όραση στις σπηλιές. Και όμοια με αυτά τα μάτια του σκοταδιού ατροφήσαν. Γνωρίζει πως είσαι εκεί, μα δεν μπορεί πια ν σε κοιτάξει. Νέοι κάτοικοι ήρθαν να εποικήσουν τις αχανείς εκτάσεις του. Φυλές τις νύχτες, μικροσυνομωσίες του τίποτα, συμπότες και συνδαιτυμόνες. Το σκοτάδι έγινε πληκτροφόρο, αλκοολούχο, ιδρωμένο από την τριβή των σωμάτων. Μα κατοικεί ακόμα εκεί, εκείνο εκεί, το πρώτο σκοτάδι ανάμεσα.
Άλλωστε πια το ξέρεις πως όσο και να ταυτίζονται το σκοτάδι δεν έχει σχέση με τη νύχτα. Σε αντίθεση με αυτήν, το σκοτάδι κουβαλά την αυτοτέλεια του. Ενώ εκείνο δεν την έχει ανάγκη, νύχτα χωρίς σκοτάδι δεν νοείται. Το σκοτάδι περιφρονεί τη σκιά, αυτή την πλαδαρή ξαδέρφη του. Κυρίως για τις συμμαχίες της με το φώς, όταν τις στιγμές του πιο επικυρωμένου θριάμβου του, η σκιά θα εξυπηρετήσει το φως προσφέροντας σύντομες βολικές παύσεις, τονίζοντας στη σύντομη απουσία, του το μέγεθος της παρουσίας του.
Συμπαγές και πηχτό, πλωτό στις διαδρομές της όρασης το σκοτάδι είναι σύμμαχος της σιωπής. Και όπως η σιωπή κυκλώνει τον ήχο για να του δώσει υπόσταση, έτσι και το σκοτάδι αποτελεί το περίγραμμα των πραγμάτων. Χωρίς αυτό τα σχήματα χάνουν τη μορφή τους και οι όψεις χύνονται στο θολό. Το μαύρο αυτό φως που κουβαλούμε μέσα.
Και είναι οι μέρες αυτές όπου η στάθμη του σκοταδιού μέσα τον άνθρωπο ανεβαίνει. Οι μέρες αυτές που τα βασανιστήρια νομιμοποιούνται, η ανθρώπινη υπόσταση γίνεται κάτι το σχετικό και οι δολοφόνοι της φράουλας αθωώνονται. Είναι και πάλι εκείνο το σκοτάδι ανάμεσα, ανάμεσα στον άνθρωπο και σε αυτό που μπορεί να καταντήσει. Το μέσα φράγμα υπερχειλίζει και το σκοτάδι πλημμυρίζει επιβεβαιώνοντας. Τα ίδια τα ποσοστά του ανθρώπου: 70% νερό, 20% άνθρακας και 10% σκοτάδι.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)