Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Η πόλη και τα σκοτάδια






Ένα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας:
‘’Βαρέθηκα το δειλινό, πάμε στο σπίτι μας
Πάμε στο σπίτι μας ν’ ανάψουμε το φως’’
Γιώργος Σεφέρης, Η τελευταία μέρα

Η πόλη ημίφωτη εκκρεμεί στα σκοτάδια. Η νύχτα είναι η ώρα που οι δείκτες των ρολογιών σημαίνουν μαύρο. Η Αθήνα τις νύχτες ξεχνά να φωτιστεί: ελλιπείς φωτισμοί, σπασμένες λάμπες, καμένες μονάδες. Φωτιστικά σώματα διαμελισμένα. Τα μαγαζιά που έκλεισαν μέσα στην κρίση, άδειασαν τις βιτρίνες τους από φως, απλώσαν προς τα έξω την πραμάτεια της απουσίας τους, αδειάσαν τους δρόμους. Πλάι στις φωτεινές κεντρικές αρτηρίες απλώνεται ένα ψαροκόκαλο σκοτεινών καθέτων. Πλατείες χωρίς επαρκή φωτισμό, πάρκα χαμένα κάτω από το δέρμα της νύχτας, αλλού ένα φως καχεκτικό χυμένο από κίτρινες λάμπες ξεθυμασμένες, βράδυ φωτισμένο αποκλειστικά από καύτρες τσιγάρων. Το μαύρο ντύνεται το μαύρο, πλάθοντας μια μπουκιά σκοτάδι.

Στο αθηναϊκό θέατρο σκιών, το οικείο γίνεται ανοίκειο, οι περπατημένοι δρόμοι δύσβατοι και άγνωστες οι εκτάσεις. Ο φόβος φιλτράρει το βάδισμα, τεντώνει τα αντανακλαστικά, χαρίζει το βλέμμα στην εγρήγορση. Παντού απλώνεται η σκηνογραφία της ανησυχίας, για να διαδραματιστούν γεγονότα που συνήθως δεν έρχονται, για να ορθωθούν ενδεχόμενα που δεν εκπληρώνονται κι όμως κατοικούν το παρόν με το βάρος τους. Εδώ το μυαλό τοποθετεί τις κατοικίες των πλασμάτων της νύχτας. Άνθρωποι αιχμηροί και εξαϋλωμένοι, άνθρωποι απότομοι και επικίνδυνοι και άνθρωποι ξένοι. Ενσαρκώσεις απειλής, μιας απειλής πιο παράλογης και από το σκοτάδι.  Τις νύχτες το φως υπάρχει ιδιωτικά, κατοικίδια, στοιβαγμένο σε διαμερίσματα για προσωπική χρήση, ξορκίζοντας ανασφάλειες, κλειδώνοντας την ασφάλεια γύρω από έναν λαμπτήρα.  Και έξω στην πρωτεύουσα υπάρχουν δρόμοι που δεν έχουν φωτιστεί για βδομάδες. Η πόλη τις νύχτες γίνεται σκοτεινός θάλαμος που εμφανίζει όλο το αρνητικό.

Τις νύχτες το φως μας διδάσκει χώρο και χρόνο.  Ενώ ο φωτισμός προσθέτει χώρο πολλαπλασιάζοντας, η απουσία του τον αφαιρεί διαιρώντας. Μες το σκοτάδι η πόλη συρρικνώνεται. Σταφιδιάζει σαν σώμα σε ένα απότομο γήρας (απότομο όσο ένα ηλιοβασίλεμα). Και η απόσταση από το σπίτι στο μαγαζί, από πηγή σε πηγή, αν και μοιάζει απέραντη μες την απροσδιοριστία της, στην πραγματικότητα είναι κλεμμένη έκταση. Αν δεχτούμε πως η συνάρτηση χώρου και χρόνου γεννά τον ρυθμό, τότε ο δικός μας νύχτιος ρυθμός προκύπτει σπασμένος, διακεκομμένος ενώ προχωρούμε μέσα στις φωταγωγημένες αρρυθμίες του φωτός, στήνοντας μια απόκρημνη τυφλόμυγα. 

Συχνά τις νύχτες τρέχουμε προς κάποιο φωταγωγημένο δημόσιο κτήριο προς κάποια έντονη πηγή, να ξεδιψάσουμε την όρασή μας  από όλη την έρημο του σκοταδιού. Εδώ συχνά το φως βουτηγμένο μες την υπερβολή, υπάρχει ως ρύπος. Η φωταγώγηση των δημοσίων κτηρίων, των μνημείων και των κόμβων ταυτότητας προκύπτει από την πρόθεση να αναδειχθούν τα χαρακτηριστικά σημεία ενός τόπου. Με τον τρόπο αυτό αναδεικνύεται το αθηναϊκό κολάζ των χρόνων και των αιώνων, η ετερογένεια των διαφορετικών στοιχείων και των αντιθέσεων που συγκατοικούν σε μια ελάχιστη απόσταση. Έτσι δίπλα σε ένα φωτισμένο παρελθόν, αρχαίο,  βυζαντινό ή νεοκλασικό του 19ου αιώνα, τοποθετείται το παρόν μας που μένει κάτω από τη νύχτα. Οι δημόσιοι λοιπόν φωτισμοί αναδεικνύουν το φως του χθες και το σκοτάδι του τώρα, και είναι όλο αυτό το σκοτάδι το χαλί κάτω από το οποίο κρύβουμε τα σκουπίδια της όρασης, το χαλί που κρύβουμε το παρόν για να μην το δουν οι συγγενείς και οι μουσαφίρηδες που ήρθαν στο σπίτι για επίσκεψη. Ποιος θα το έλεγε, εμείς που δώσαμε τα φώτα του πολιτισμού (ουφ) τώρα να ζητιανεύουμε λάμπες…

Μέσα στις ακυρωμένες διαθλάσεις, διαχύσεις και ανακλάσεις η πόλη κλείνει τα μάτια και ιδρώνει μαύρο. Σε αντίθεση με την καθαρότητα του αττικού φωτός της ημέρας, το Μαύρο φως των Αθηνών κατοικεί τις νύχτες μας. Ο χρόνος μπάζει σκοτάδι από παντού, χωρίς φακούς και φανάρια, με τα αστέρια εξόριστα και το φεγγάρι με βαμβάκια στα αυτιά. Και αν δεχτούμε πως στις σύγχρονες πόλεις το φως είναι ένα αρχιτεκτονικό υλικό, όμοια με τον χάλυβα, το γυαλί, το σκυρόδερμα, τότε μπορούμε να παραδεχτούμε πως στην Αθήνα κατοικούμε τα ερείπια του φωτός, μέσα σε μια ανοχύρωτη πόλη.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)  

Δεν υπάρχουν σχόλια: