Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Γιατί στο Μουντιάλ είμαστε πάντοτε με την Γαλλία







Δεν είμαι σίγουρος για την διαδικασία την οποία ακολουθεί κανείς  για να επιλέξει μια ομάδα. Λίγο η οικογενειακή κληρονομιά, λίγο το φιλικό περιβάλλον, λίγο οι παράδοξοι συνειρμοί μιας άγουρης ηλικίας χωρίς κριτήρια αλλά με πλεόνασμα ενθουσιασμού. Το πρόβλημα γίνεται ακόμα πιο σύνθετο με τις εθνικές ομάδες. Μεγαλώνοντας, δικαιολογείς την ηλικία σου μέσα από την σοβαρότητα των επιλογών σου. Φιλτράρεις (ακόμα και ασυνείδητα) μέσα από την πολιτική, τις κοινωνίες, τους δεσμούς.

Ή ίσως διαδικασία να είναι πιο απλή. Ίσως  η επιλογή προκύπτει όταν συναντάς τον ενθουσιασμό σου για έναν παίχτη τη σωστή στιγμή. Για τους περισσότερους από εμάς που μεγαλώσαμε σε κάποια όχθη της δεκαετίας του ’90, ο παίχτης αυτός δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Ζινεντίν Ζιντάν. Όχι μόνο για το ποδοσφαιρικό του μέγεθος αλλά κυρίως για το στίγμα αυτού του μεγέθους, την ενσάρκωση της ισορροπίας και της κομψότητας, του οριακού του μετεωρισμού περιγράφοντας το περπάτημα πιο κοντά στην ανάταση και όχι την πτώση (μια ανάταση που προκύπτει ακριβώς γιατί συνορεύει με την πτώση), την θέαση των περιορισμών που θέτουν οι αντίπαλοι όχι ως εμπόδιο αλλά ως ευκαιρία επίτευξης, για την εναρμόνιση του απλού και του σύνθετου σε μια δίαιτα χωρίς ίχνος φλυαρίας. Και ακόμα για το πώς όλα αυτά συνδυάστηκαν με εκείνη την κεφαλιάστο τελευταίο του παιχνίδι, την κεφαλιά στον τελικό του Μουντιάλ του 2006, -την κεφαλιά εκείνη λέω- που επαναπροσδιόρισε το τι σημαίνει ποδόσφαιρο, κόντρα στις επιθυμίες των χορηγών, των πολιτικά ορθών, των αφιονισμένων, των εθνικών, κόντρα σε όλους όσοι κατασκευάζουν στρογγυλεμένες και ζαχαρούχες αφηγήσεις επιτυχίας, παραμύθια καλού και κακού, όπου ο ιλουστρασιόν ηθικισμός περπατά αγκαλιά με την πιο ντοπαρισμένη επιτυχία. Ο Ζινεντίν Ζιντάν ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί  και την πιο επιτυχημένη και πιο συμπαγή ενσάρκωση της ταυτότητας της Εθνικής ομάδας της Γαλλίας.

Η Eθνική Γαλλίας αποτελεί αντίδοτο στον εθνικισμό λειτουργώντας κατά την ακριβώς αντίθετη φορά. Στην ομάδα, η πλειοψηφία  των παιχτών είναι μετανάστες πρώτης και δεύτερης γενιάς. Όλα τα μεγάλα αστέρια της Εθνικής Γαλλίας υπήρξαν μετανάστες. Στη χρυσή γενιά του ‘’σαμπανιζέ ποδοσφαίρου’’ τη δεκαετίας του 50 ,αδιαμφισβήτητοι ηγέτες υπήρξαν ο Ρειμόν Κοπά και Ζιστ Φοντέν. Οι γονείς του πρώτου ήταν Πολωνοί μετανάστες, ενώ ο δεύτερος γεννήθηκε στο Μαρόκο και έμεινε στην Καζαμπλάνκα μέχρι τα 20 του χρόνια. Ακόμα και ο Μισέλ Πλατινί (σύμβολο γαλλικότητας) είχε Ιταλούς γονείς, ενώ στην ομάδα με την οποία κατέκτησε το ευρωπαϊκό κύπελλο του 1984, οι συμπαίχτες του είχαν καταγωγή από το Μάλι, τη Γουαδελούπη, την Ισπανία κτλ. Ίσως να μην φάνηκε λοιπόν παράδοξη η ρατσιστική επίθεση που εξαπέλυσε ο Ζαν Μαρί Λεπέν το 1998 ενάντια στην εθνική: ‘’ Είναι ντροπή να ονομάζεται Γαλλία, αυτή η ομάδα των αλλοδαπών’’. Η απάντηση βέβαια δόθηκε στο γήπεδο, όταν η ομάδα του Ζιντάν, του Ανρί, του Ντεσαγί κατέκτησε το Μουντιάλ. Αμέσως μετά τον τελικό, στους πανηγυρισμούς στους δρόμους του Παρισιού, μπορούσε κανείς να δει γαλλικές σημαίες να ανεμίζουν μαζί με σημαίες της Αλγερίας, ενώ το πρόσωπο ενός Γαλλοαλγερινού καταλάμβανε όλη την έκταση της Αψίδας του Θριάμβου, του συμβόλου της Γαλλικής υπερηφάνειας. Η Εθνική Γαλλίας πέρα από την επίτευξη ενός κυπέλου είχε καταφέρει να αποδείξει πως ένα πολυπολιτισμικό και πολυεθνικό σύνολο μπορεί να λειτουργήσει αρμονικά και να μείνει στη ιστορία ως ένα σύμβολο διαφορετικότητας και συνύπαρξης.  

Για το λόγο αυτό υποστηρίζουμε την Εθνική ομάδα της Γαλλίας. Ακόμα και αν είναι η ομάδα (μαζί με την Αργεντινή) που χαίρεται να μας απογοητεύει. Το να αντιλαμβανόμαστε τις πολιτικές προεκτάσεις του ποδοσφαίρου είναι ίσως το πρώτο βήμα ώστε να αποφύγουμε και να αποτρέψουμε φαινόμενα και αποτελέσματα όπως οι μαύρες κάλπες του Πειραιά και του Βόλου, φαινόμενα όπως οι τραμπουκισμοί των φιλάθλων της ΑΕΚ στους διαφωνούντες με την ανέγερση του γηπέδου. Και ίσως να μην ήταν υπερβολική η παραδοχή πως η πολιτικοποίηση του ποδοσφαίρου αποτελεί το μόνο αντίδοτο απέναντι στην ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)


Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Το βιβλίο και οι δρόμοι





Το κείμενο απλώνει στη ρυμοτομία της ευθείας. Γραμμές πάνω σε άλλες γραμμές, γραμμές πίσω από άλλες γραμμές. Οι δρόμοι των σελίδων εξυπηρετούν την διάβαση του νοήματος. Από πάνω προς τα κάτω και ξανά η ίδια εκτέλεση, μηχανική, αντανακλαστική, κλειδωμένη. Η γεωμετρία της ευθείας, λειτουργική, περνά απαρατήρητη στην ανάγνωση. Τα τυπωμένα αρχιτεκτονήματα προσφέρουν πάντα το ίδιο σχήμα. Το βλέμμα δεν σκοντάφτει ποτέ. Δύσκολα χάνεσαι σε μια σελίδα. 

Σηκώνεις τα μάτια. Κι εκεί που τελειώνει η σελίδα, αρχίζουν οι δρόμοι της πόλης. Κουλουριασμένοι, τυχαίοι σαν περιπλάνηση, κουβάρι διέλευσης, φλύαροι και ανοικονόμητοι. Δεσμοί σαν απρόσμενες συναντήσεις, χωρίς σχέδιο, χωρίς πυξίδα. Κοιτάζεις την πόλη από ψηλά. Γραμμένη από τρεμάμενο χέρι, γραμμένη σαν ατύχημα και σαν μουτζούρα, δεν δείχνει, δεν κατευθύνει. Οι οδοδείχτες ιδροκοπούν διευκρινίζοντας, τα φανάρια προσπαθούν να μοιράσουν μα άσχετα απ’ τον σκοπό της, η διέλευσή μας πάντα θα παραμένει τυχαία. Εδώ θα απλωθεί και απόψε ο χάρτης του πλήθους. 

Κι όμως ακόμα και μέσα στο στατικό του χάος, το σχήμα της πόλης παραμένει πιο κοντά στο σχήμα της τύχης, του βιώματος, της ζωής. Δεν επιβάλει μια και μόνο ανάγνωση, μοιάζει ικανό να σε εκπλήξει όσο και να σε αφυδατώσει από την μονοτονία. Χωρίς σελιδοδείκτες και τσακίσματα στις γωνίες, οι σελίδες της πόλης διαδέχονται η μία την άλλη τυχαία. Ιστορίες αρχίζουν εκεί που άλλες ιστορίες τελειώνουν, προτάσεις παύουν στη μέση άλλων προτάσεων, ή σταματούν τυχαία πριν διατυπώσουν. Άλλες συμπυκνώνουν στη συντομία, άλλες φλυαρούν ακατάπαυστα και άλλες εκκρεμούν ανάμεσα στον ψίθυρο και τον λόξιγκά. Ακόμα και τα πιο τυφλά μας δάχτυλα, ακατάπαυστα φυλλομετρούνε την πόλη. Το βιβλίο αναζητάει χώρο στα πιο πυκνοκατοικημένα μας ράφια.   


Να διαβάζεις στους δρόμους. Να διαβάζεις σε πεζούλια, παγκάκια και πάρκα.  Εκεί που το κείμενο αναπνέει μακριά από τα θερμοκήπια της μόνωσης. Εκεί που οι λέξεις μπλέκουν με τις μορφές, η ποίηση των στίχων με το πεζό των πεζοδρομίων, εκεί που οι εικόνες μπλέκουν με τις εικόνες. Να διαβάζεις στο μετρό, τα τρόλεϊ, στα λεωφορεία. Να αφήνεις τον συνειρμό να τρέχει γρηγορότερα απ’ τον συρμό. Να αφήνεις τις προτάσεις να ορθώνονται παράλληλες στα κτήρια της πόλης, να διεκδικούν κατοίκους και υπηρεσίες. Άσε τον ρυθμό της πόλης να χυθεί στις σελίδες, να επιβληθεί στο κείμενο. Μια ανάγνωση διακεκομμένη, γεμάτη επαναλήψεις, τυχαίες υπογραμμίσεις, απρόσμενες επιταχύνσεις και στάσεις ακαριαίες. Σταματώντας και ξαναρχίζοντας, ξεκινώντας από την ήδη περπατημένη πρόταση, διεκδικώντας πρόχειρη ξεκούραση στις πιο αναπαυτικές λέξεις, αγκομαχώντας ένα ιδρωμένο βλέμμα κοντά στον τερματισμό του βιβλίου.  

Γιατί η ανάγνωση στο δημόσιο χώρο είναι συνομιλία. Συνομιλία με τα βουβά κεφάλια του λεωφορείου, με το πλήθος που πηγαινοέρχεται, με την κοπέλα στο απέναντι τραπέζι. Οι ταμπέλες, οι διαφημίσεις και τα συνθήματα συνορεύουν τις φράσεις σου.  Οι ήρωες του βιβλίου συγκατοικούν με τους περαστικούς, τα τοπία τις όρασης με τις περιγραφές της ανάγνωσης, η πλοκή κι ο ειρμός με το τυχαίο. Τα γεγονότα στις δυο επιφάνειες, ανταλλάσσουν ποσότητες συνταρακτικού και κοινότοπου σε αυτή τους τη συγκατοίκηση, με τρόπο τέτοιο που όλα συχνά μοιάζουν αξεδιάλυτα. Στο μωσαϊκό που περιδιαβαίνει το βλέμμα, οι άνθρωποι αποκτούν λογοτεχνικότητα και οι τυπωμένες λέξεις ανθρωπίλα. Μέσα από την ανταλλαγή, το στρίμωγμα, τη συγκατοίκηση η αφήγηση γίνεται μία.

Ας διαβάσουμε την λογοτεχνία της κακοκαιρίας μακριά από τα υπόστεγα. Άσε τη βροχή να πέσει στη λακκούβα του ανοιχτού βιβλίου. Να ξεπλύνει το χαρτί από λέξεις, προτάσεις, νοήματα. Και άρχισε να διαβάζεις το λευκό. Όχι ως απουσία, αλλά ως χώρο που ζητά επιτακτικά να τον καλύψεις. Άσε το λευκό να σου πει τα δικά του συμπεράσματα, τα δικά του νοήματα, τη δική του ιστορία. Μια ιστορία παλιά. Παλιά  όσο και ο ορίζοντας, που απλώνεται τώρα λίγο πάνω απ’ το βιβλίο σου.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Λόγια που μου ψιθύρισε ο Φραγκίσκος Φερδινάνδος της Αυστρίας

Και ίσως –είπε- πολλοί από μάς
να μείνουν στην ιστορία γραμμένοι,
Λιγότερο ως ζωντανοί
και πιο πολύ ως πεθαμένοι



-Εγώ πάντοτε το ‘λεγα
Είναι οι νεκροί που ευθύνονται
Για την μόλυνση του περιβάλλοντος.
Είναι τρομερό και είναι χιλιάδες
Όλο και περισσότεροι
Λεπτό το λεπτό
Γεμίζουν τους δρόμους, φράζουνε τα ποτάμια,
Παίρνουν τις θέσεις μας στα ωραιότερα των εστιατορίων.
Ευέξαπτοι στην όποια δυσφορία μας
Μένουν εκεί,
Σιωπηλοί κι ακίνητοι, σχεδόν παγωμένοι,
Παριστάνοντας επιθετικά τους αδιάφορους.
Καθιστοί –πιο συχνά καθισμένοι-
Χλευάζουν τις επιλογές μας στη σταθερή κατάφασή τους.
Πλάσματα εορταστικά στην λύπη μας,
Πένθιμα στη χαρά μας
Εκείνοι που ορίσαμε αντίθετά μας.
Φιλόμουσοι,
Φιλάσθενοι,
Και κυρίως
Φιλοτελιστές

(στις Αναγνώσεις της Αυγής)

Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

Και οι 45 ήταν υπέροχοι: Μικρή ωδή για τον ανασχηματισμό.






«Τα πράγ­μα­τα δεν βελ­τιώ­νο­νται. Το μό­νο πα­ρή­γο­ρο εί­ναι πως δεν μπο­ρούν να γί­νουν χει­ρό­τε­ρα.» Τό­σο συ­χνά τα τε­λευ­ταία χρό­νια α­πο­θέ­σα­με την πα­ρη­γο­ριά για το α­πό­λυ­τα αρ­νη­τι­κό στην ί­δια τη συ­νει­δη­το­ποίη­ση και α­πο­δο­χή του. Ο πρό­σφα­τος α­να­σχη­μα­τι­σμός της κυ­βέρ­νη­σης έρ­χε­ται να μας α­πο­δεί­ξει το πό­σο ψευ­δής και προ­βλη­μα­τι­κή εί­ναι μια τέ­τοια φρά­ση. Πά­ντα θα υ­πάρ­χει χει­ρό­τε­ρο. Και η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μάς προ­δί­δει ό­λους.
Ο α­να­σχη­μα­τι­σμός μάς θύ­μι­σε, ε­πί­σης, αυ­τό το πρω­τό­γνω­ρο συ­ναί­σθη­μα που α­κο­λου­θού­σε πά­ντα τις πο­λι­τι­κές ε­πι­λο­γές, τις δη­λώ­σεις και τις πο­λι­τι­κές κι­νή­σεις της κυ­βέρ­νη­σης. Αυ­τό το ά­βο­λο μείγ­μα ορ­γής και γέ­λιου, έκ­πλη­ξης, α­πο­καρ­δίω­σης και α­μη­χα­νίας. Το ά­κου­σμα των υ­πουρ­γο­ποιη­μέ­νων ο­νο­μά­των και το κυ­βερ­νη­τι­κό σύ­νο­λο που αυ­τά πε­ρι­γρά­φουν προ­φα­νώς εν­δεί­κνυ­ται για την ε­ξα­γω­γή πο­λι­τι­κών συ­μπε­ρα­σμά­των. Ταυ­τό­χρο­να, ό­μως, ει­κο­νο­γρα­φεί την αι­σθη­τι­κο­ποίη­ση της πο­λι­τι­κής της κυ­βέρ­νη­σης. Κά­που α­νά­με­σα στην ε­πι­θεώ­ρη­ση και την trash tv.

Ολί­γη πο­λι­τι­κή…

Η φρά­ση «η κυ­βέρ­νη­ση έ­λα­βε το μή­νυ­μα των ε­κλο­γών», αρ­χί­ζει και τε­λειώ­νει στην με­τα­κί­νη­ση του Στουρ­νά­ρα, ο ο­ποίος λει­τούρ­γη­σε ως συσ­σω­ρευ­τής δυ­σα­ρέ­σκειας (τό­σο σε ε­πί­πε­δο λαϊκής δυ­σα­ρέ­σκειας, ό­σο και σε εν­στά­σεις α­πό πο­λι­τι­κά στε­λέ­χη των δύο κυ­βερ­νώ­ντων κομ­μά­των). Πα­ρ’ ό­λα αυ­τά η θέ­ση του κα­τα­λαμ­βά­νε­ται α­πό μια πα­ρό­μοια ρέ­πλι­κα. Ο νέ­ος υ­πουρ­γός Οι­κο­νο­μι­κών, Γκί­κας Χαρ­δού­βε­λης εί­ναι έ­νας α­κό­μη υ­πάλ­λη­λος τρά­πε­ζας, οι­κο­νο­μι­κός σύμ­βου­λος και ε­πι­κε­φα­λής Οι­κο­νο­μι­κών Με­λε­τών του ο­μί­λου της Eurobank, έ­νας α­κό­μη συ­νερ­γά­της του Ση­μί­τη και του Πα­πα­δή­μου, έ­νας α­κό­μη πο­λι­τι­κός δια­χει­ρι­στής χω­ρίς κα­μία ε­κλο­γι­κή νο­μι­μο­ποίη­ση. Χω­ρίς να θέ­λου­με να ε­πε­κτα­θού­με στο ρό­λο του κα­τά τη δια­πραγ­μά­τευ­ση του χρέ­ους της χώ­ρας με τους ευ­ρω­παίους τρα­πε­ζί­τες ή σε αυ­τόν στην ε­πτα­με­λή ε­πι­τρο­πή κα­τα­γρα­φής του ελ­λείμ­μα­τος (διο­ρι­σμέ­νος το 2009 α­πό τον Πα­πα­κων­στα­ντί­νου), α­παν­θί­ζου­με α­πλά κά­ποιους πα­λαιό­τε­ρους χα­ρα­κτη­ρι­σμούς της ση­με­ρι­νής κυ­βερ­νη­τι­κής εκ­προ­σώ­που. Συ­γκε­κρι­μέ­να, σε άρ­θρο της η Σο­φία Βούλ­τε­ψη χα­ρα­κτή­ρι­ζε το 2012 τον νέο υ­πουρ­γό Οι­κο­νο­μι­κών «ε­θε­λό­δου­λο» και «α­να­λυ­τή των ψυ­χα­να­γκα­στι­κών προ­βλη­μά­των των δα­νει­στών της Ελλά­δας», έ­κα­νε λό­γο για το «τε­λευ­ταίο στά­διο του ρα­για­δι­σμού», ε­νώ τον συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει α­νά­με­σα στους «πρώην και ε­πί­δο­ξους κα­τα­στρο­φείς της χώ­ρας». Ανα­μέ­νου­με τη συ­νερ­γα­σία τους με α­γνή α­νυ­πο­μο­νη­σία.

Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, οι υ­πό­λοι­πες με­τα­κι­νή­σεις έ­χουν να κά­νουν α­πο­κλει­στι­κά με ε­σω­κομ­μα­τι­κές ι­σορ­ρο­πίες, ι­σορ­ρο­πίες με το ΠΑ­ΣΟΚ και μια γε­νι­κό­τε­ρη προ­σπά­θεια μοι­ρά­σμα­τος ε­ξου­σιών. Οι με­τα­κι­νή­σεις του Αρβα­νι­τό­που­λου (λό­γω της έ­μπρα­κτης στή­ρι­ξής του  στον Μώ­ρα­λη) και του Μι­χε­λά­κη (λό­γω εκ­κρε­μο­τή­των του με τη δι­καιο­σύ­νη και κα­τη­γο­ριών για χρη­μα­τι­σμό) μοιά­ζουν μάλ­λον α­να­με­νό­με­νες. Και ε­νώ η α­πο­μά­κρυν­ση  του Σί­μου Κε­δί­κο­γλου μάς γέ­μι­σε θλί­ψη για­τί μας στε­ρεί την ε­πα­φή με έ­ναν τι­τά­να της δια­νό­η­σης και της πο­λι­τι­κής, το πέν­θος και ο ο­δυρ­μός α­πό τη με­τα­κί­νη­ση του Άδω­νι Γεωρ­γιά­δη εί­ναι μάλ­λον α­δύ­να­το να με­τρη­θεί. Η πα­ρα­κα­τα­θή­κη του υ­πουρ­γού (πέ­ρα α­πό την διά­λυ­ση της δη­μό­σιας υ­γείας) μπο­ρεί να πε­ρι­γρα­φεί ως μια δι­πλή κερ­κό­πορ­τα η ο­ποία εκ­βά­λει στις τω­ρι­νές υ­πουρ­γο­ποιή­σεις: αυ­τή της δια­πι­στευ­μέ­νης α­κρο­δε­ξιάς και αυ­τή της τη­λε­ο­πτι­κής πο­λι­τι­κής γε­λοιό­τη­τας στα ό­ρια της κα­ρι­κα­τού­ρας.

… και ο­λί­γη α­πό τη­λε­ο­πτι­κή δη­μο­κρα­τία

Διά­δο­χος του Άδω­νι Γεωρ­γιά­δη στο υ­πουρ­γείο Υγείας εί­ναι ο διά­δο­χος του Μι­χα­λο­λιά­κου στη νε­ο­λαία της Ε­ΠΕΝ, ο Μά­κης (Μαυ­ρου­δής) Βο­ρί­δης. Επι­λο­γή α­πο­λύ­τως δι­καιο­λο­γη­μέ­νη για πολ­λούς, α­φού μοιά­ζει ο κα­τάλ­λη­λος να βά­λει την Ελλά­δα στον γύ­ψο και ι­κα­νός για κά­θε­τες το­μές στο σώ­μα της υ­γείας ως πρώην χει­ρι­στής τσε­κου­ριού.
Η ε­πι­λο­γή αυ­τή μοιά­ζει να συ­μπλη­ρώ­νει την κυ­βερ­νη­τι­κή αί­γλη, αν συν­δυα­στεί με αυ­τή ε­νός πρώην υ­πουρ­γού υ­γείας, του Ανδρέα Λο­βέρ­δου, στο υ­πουρ­γείο Παι­δείας και Θρη­σκευ­μά­των. Ο κ. Λο­βέρ­δος θα έ­χει την ευ­και­ρία, με­τά τη δια­πό­μπευ­ση και το δια­συρ­μό των ο­ρο­θε­τι­κών γυ­ναι­κών, να δια­σύ­ρει και με­τε­ξε­τα­στέ­ους, κα­τα­λη­ψίες και α­ντι­γρα­φείς. Του στέλ­νου­με τις πιο θερ­μές κε­ντρο­α­ρι­στε­ρές ευ­χές μας.

Ανά­με­σα στους ά­πει­ρους υ­πουρ­γούς και τους α­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρους υ­φυ­πουρ­γούς του δει­νο­σαυ­ρι­κού σχή­μα­τος, με­ρι­κά ο­νό­μα­τα μας κά­νουν να στο­λί­σου­με το ξάφ­νια­σμά μας με θαυ­μα­στι­κά:
Ο Αργύ­ρης Ντι­νό­που­λος εί­ναι ο νέ­ος υ­πουρ­γός Εσω­τε­ρι­κών. Ως δη­μο­σιο­γρά­φος έ­χει μεί­νει στην ι­στο­ρία για της α­πο­κα­λύ­ψεις του σε σχέ­ση με τους ρέι­βε­ρς και το έ­γκστα­ζυ (Sic) (μια βόλ­τα στο youtube θα σας γε­μί­σει σι­γου­ριά για τις ι­κα­νό­τη­τές του) κα­θώς ε­πί­σης και για το ό­τι οι πρω­το­βου­λίες που α­νέ­λα­βε σε ρε­πορ­τάζ του για τα Ίμια έ­φε­ραν τη χώ­ρα στα πρό­θυ­ρα του πο­λέ­μου. Γνω­στός για τα ο­μο­φο­βι­κά  του σχό­λια (το ξέ­ρε­τε πως μια συ­νι­στώ­σα σας θα πά­ει στο γκέι πράι­ντ;)  και τον α­χα­λί­νω­το ρα­τσι­σμό του [δεν φτά­νει που τους φι­λο­ξε­νού­με (στα στρα­τό­πε­δα συ­γκέ­ντρω­σης) θα πρέ­πει να τους ταΐζου­με και α­πό πά­νω; Μή­πως να τους φέ­ρου­με και κρουα­σάν;], ο Αργύ­ρης Ντι­νό­που­λος κα­λεί­ται να κα­λύ­ψει το κε­νό που ά­φη­σε πί­σω του ο Άδω­νις. Αλλά ευ­τυ­χώς δεν εί­ναι μό­νος. Μα­ζί του θα βρε­θεί ο κου­μπου­ρο­φό­ρος Γε­ρά­σι­μος Για­κου­μά­τος ως υ­φυ­πουρ­γός Ανά­πτυ­ξης και Αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τας, η Αντζε­λα Γκε­ρέ­κου ως υ­φυ­πουρ­γός πο­λι­τι­σμού, η Κα­τε­ρί­να Πα­πα­κώ­στα ως υ­φυ­πουρ­γός υ­γείας και κυ­ρίως η Σο­φία Βούλ­τε­ψη ως κυ­βερ­νη­τι­κός εκ­πρό­σω­πος.

Ίσως τε­λι­κά τα πρό­σω­πα να μην έ­χουν τό­ση ση­μα­σία, πό­σο μάλ­λον σε μια κυ­βέρ­νη­ση που ε­κτε­λεί μια πο­λι­τι­κή που της υ­πα­γο­ρεύε­ται. Οι τσι­ρί­δες και ο πε­ζο­δρο­μια­κός σε­ξι­σμός, ο τσα­μπου­κάς του «ξέ­ρεις ποιος εί­μαι ε­γώ;», το ντα­η­λί­κι των με­τρίων και η χυ­δαιό­τη­τα των νι­κη­τών εί­ναι α­πλώς έ­να α­πο­τύ­πω­μα της κυ­ρίαρ­χης πο­λι­τι­κής. Αλλά ό­πως έ­χει α­πο­δει­χτεί τό­σες και τό­σες φο­ρές α­πό τις γιορ­τές στο Γράμ­μο μέ­χρι τα χου­ντο­γλέ­ντια και α­πό τις γιορ­τές της πο­λε­μι­κής α­ρε­τής των Ελλή­νων μέ­χρι τα συλ­λα­λη­τή­ρια για το Μα­κε­δο­νι­κό, τό­σο συ­χνά το κα­κό­γου­στο α­πο­τε­λεί την αι­σθη­τι­κή έκ­φρα­ση του πο­λι­τι­κά βά­ναυ­σου.
Πα­ρά­δειγ­μα: Κα­τά την τε­λε­τή πα­ρά­δο­σης πα­ρα­λα­βής στο υ­πουρ­γείο Δη­μό­σιας Τά­ξης, α­πό τον Νί­κο Δέν­δια στον Βα­σί­λη Κι­κί­λια (ποιος εί­πε πως έ­νας μέ­τριος μπα­σκε­τμπο­λί­στας δεν μπο­ρεί να γί­νει α­κό­μα χει­ρό­τε­ρος υ­πουρ­γός;), η προϊστα­μέ­νη της υ­πη­ρε­σίας α­σύ­λου έ­κα­νε δώ­ρο (ως α­στείο) στον α­περ­χό­με­νο υ­πουρ­γό έ­να δελ­τίο αι­τού­ντος α­σύ­λου με τα στοι­χεία του και τη φω­το­γρα­φία του. Για να συ­νε­χί­σου­με λοι­πόν το α­στείο και το κέ­φι θα προ­τεί­να­με στους προϊστα­μέ­νους του υ­πουρ­γείου να πε­τά­ξουν τον α­περ­χό­με­νο υ­πουρ­γό α­νοι­χτά στο Αι­γαίο σε μια τρύ­πια βάρ­κα.


(στην εφημερίδα Εποχή)

Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Όμορφοι, άθλιοι καιροί







Και όμως πρέπει να λογαριάσουμε πώς προχωρούμε. Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε. Μέσα στη χλωρίδα και την πανίδα των ημερών, μέσα από το ρήγμα της κρίσης, περιστρεφόμενοι τη ζαλάδα του ξαφνιασμένου (για πόσο ακόμη;). Δερβίσηδες της αμηχανίας στα εδάφη των πιο κακοτράχαλων εποχών. Και η διάθεση να περιφέρεται μαγκωμένη, πλωτό  εκκρεμές ανάμεσα σε συμπληγάδες.

 Από τη μία, η έκθεση των πιο προσβλητικών ευχολογίων, οι ιστορίες επιτυχίας και τα ‘’το μνημόνιο είναι ευλογία για τον τόπο’’, το ξερίζωμα ως μεταρρύθμιση και εκσυγχρονισμός, η κατασκευή ενός μη-τόπου με καρφιτσωμένο στο μέτωπο ένα μονίμως θετικό πρόσημο. Ένα παραπλανητικό αρχιτεκτόνημα από πρωτοσέλιδα, τηλεοπτικά ρεπορτάζ και ανέξοδα παραπλανητικά σχόλια, ένα χαμόγελο σταθερό τόσο ώστε να παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά του προσώπου κάπου ανάμεσα στη βλακεία και το θράσος. Ο πρώτος βράχος ζητά από τη διάθεση μια υπομονή στα όρια της απάθειας, μια ενοχή μέχρι την αυτοκατάργηση και μια υπόκλιση στα όρια του γονατίσματος. 

Και από την άλλη ο βράχος της φυσικής ροπής. Της τάσης προς την μελαγχολία, την παραίτηση, την απόγνωση. Της φυσικής (στα όρια πια του αντανακλαστικού) αντίδρασης απέναντι σε όσα συμβαίνουν γύρω σου, στις στατιστικές της απώλειας, στις εικόνες της καταστροφής, στο βίωμα της διάλυσης. Με το αρνητικό για μετρονόμο στον ρυθμό της ήττας.

Βρεθήκαμε εδώ που βρεθήκαμε, με αθώους και ενόχους, εγκλήματα και εγκληματίες, αιτίες και αφορμές, πτώσεις και εκπτώσεις. Σημασία έχει τώρα πώς προχωρούμε. Και προς τα πού; Είναι επιθυμητή η επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση; Στον κανόνα του μείγματος αφελούς αισιοδοξίας- κυνικού ατομισμού- κατασκευής και εκπλήρωσης των πιο μάταιων επιθυμιών; Στην μακαριότητα της αποβλάκωσης και στο μέτρο της υπερβολής; Ας απαντήσουμε για μια φορά αρνητικά και με τρόπο απόλυτο. Ας λογαριάσουμε τι χάθηκε σε ό,τι προσπαθήσαμε να βιώσουμε ως νίκη. Ας εφεύρουμε μια νέα διάθεση και μια νέα τροχιά που μας απομακρύνει από τις συμπληγάδες. Και ταυτόχρονα ας μην ξεχάσουμε να κοιτάξουμε πίσω με οργή.

Η πορεία μας από το πλαδαρό παρελθόν στο αιχμηρό παρόν μας, μας έφερε στη θερμοκρασία βρασμού των βεβαιοτήτων. Μα η βεβαιότητα πληγώνει όταν στην αφαιρούν όχι όταν προσπαθείς να την κατασκευάσεις από την αρχή. Είτε το θέλουμε είτε όχι, είμαστε πια εκτεθειμένοι στο καινούριο.  Το τι μορφή θα πάρει εξαρτάται αποκλειστικά από εμάς. Αφού λοιπόν δεν έχουμε άλλα περιθώρια και αφού η αβεβαιότητα κατέληξε να είναι η μόνη βεβαιότητά μας, ας γιορτάσουμε αυτή την πορεία στο αβέβαιο, ως ένα ενδεχόμενο έξω από τις παρενθέσεις και κόντρα στην παύση των περασμένων εποχών, ως μια πιθανότητα κόντρα σε άλλες πιθανότητες. Άλλωστε όπως λέει και ο ποιητής: ‘’ από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Μόνο που’ ναι πιο δύσκολο.’’

Οι δύσκολες εποχές, οι εποχές του αγκομαχητού και της ταχυκαρδίας κρύβουνε μέσα τους και την αυτοκατάργησή τους. Θέλω να πω –και ας μην ακουστεί  αφ’ υψηλού- πως πέρα από τη δυσκολία και τις πληγές του, ο χρόνος μας κουβαλά και κάτι το συναρπαστικό. Μια ταυτόχρονη κίνηση παλιών στοιχείων, μια ανακατάταξη των μορφών και των αφηγήσεων, μια επαναδιαπραγμάτευση της αφετηρίας και του τέρματος, αρκετή ώστε να περιγράψει τον χρόνο ως ιστορία. Και δεν είναι λίγες οι στιγμές τα τελευταία χρόνια που τα γεγονότα βιώθηκαν με τη σημασία της ιστορίας. Ζούμε σε άθλιους και ταυτόχρονα όμορφους καιρούς, με την ομορφιά τους να προκύπτει ακριβώς λόγω της αθλιότητας τους ως κάτι το αναγκαίο.

Ας ζήσουμε την ιστορία ως έγκαυμα του χρόνου, ακονίζοντας το αύριο προς άγνωστη –προς το παρόν- χρήση. Ας αναζητήσουμε τον τόπο ανάμεσα στην κοινοτοπία και την ουτοπία και ας επανεφεύρουμε τους ξεχασμένους πληθυντικούς. Τις παράλληλες ευθείες που τέμνονται άξαφνα και ύστερα τραβούν το δρόμο τους. Αφήνοντας πάντα πίσω το σημάδι της τροχιάς τους. Έτσι αυλακώνει η ζωή. Άλλοτε σαν μουτζούρα και άλλοτε σαν καλλιγραφία.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)