Σάββατο 5 Απριλίου 2014

Λαθραίοι στην γέφυρα: Για την ποίηση της Μέλπως Αξιώτη.






‘’Ω, δεν είναι της μόδας το παρελθόν- έτσι μου λένε,
Στα ρούχα μεταποιήθηκαν τα πέτα και οι κονκάρδες,
Ο συρμός μάλλον φέτος κλίνει στην αμνησία’’
 Μ.Α. Κοντραμπάντο


‘’Οι νεκροί έχουν ανάγκη να ξανακαινουριώσουνε’’ γράφει σε κάποιο σημείο του ‘’Κοντραμπάντο’’ η Μέλπω Αξιώτη. Μαζί τους και ό, τι ξεχάστηκε ή ό, τι απλά παρήλθε αφήνοντας ένα ελάχιστο αποτύπωμα. Πως όμως μπορείς να φέρεις στο καινούριο κάτι το οποίο φτάνει μέχρι το παρόν μας, κουβαλώντας στοιβαγμένες κρίσεις, διαδοχικές αποφάνσεις και κυρίως το άκαμπτο της γενικής αίσθησης περιγράφοντας μια τελική αξιολόγηση;  
Η Μέλπω Αξιώτη, έχει καταγραφεί στην Νεοελληνική λογοτεχνία ως μια από τις σημαντικότερες πεζογράφους του Ελληνικού μοντερνισμού. Τα μυθιστορήματα και οι νουβέλες της, γλωσσικά συγκεκριμένα, συνειρμικά, κυμαινόμενα ανάμεσα στον παιδικό λόγο, την προφορικότητα και την λαϊκότητα, απορρίπτουν τους συμβατικούς τρόπους αφήγησης, αφήνουν ένα ευδιάκριτο στίγμα και αποτελούν παρακαταθήκη και προϋπόθεση για ό, τι πεζογραφικά καινούριο προσπαθεί να αρθρωθεί.
Την ίδια στιγμή το ποιητικό της έργο μένει παραγκωνισμένο, εξόριστο στα λευκά λιβάδια της υποσημείωσης. Βραχύ σε όγκο, αποτελείται από τρεις (κατά κύριο λόγω) συλλογές -συνθέσεις: τη ‘’Σύμπτωση’’ (1939), το ‘’Κοντραμπάντο’’ (1959) και τα ‘’Θαλασσινά’’ (αποτελούμενο από 4 εκτενή αφηγηματικά ποιήματα) (1961). Πέρα από τον περιορισμένο του όγκο έχω την αίσθηση πως το ποιητικό έργο της Αξιώτη παραμένει ελάχιστα διαδεδομένο λόγω της ιδιόμορφης σχέσης του με το πεζογραφικό της έργο. Γιατί αν η Αξιώτη είναι συχνά αφηγηματική στην ποίησή της (με αποκορύφωμα τα ‘’θαλασσινά), είναι κατά πολύ περισσότερο ποιητική στην μυθιστορηματική της αφήγηση. Ταυτόχρονα, τα δύο μέσα έκφρασης μοιράζονται συχνά κοινές θεματικές, μοτίβα, εμμονές, σύμβολα ακόμα και  πρόσωπα και τεχνικές γραφής. Αν το έργο της αντιμετωπιστεί –όπως είναι άλλωστε φυσικό και δόκιμο- ως όλον, ακόμα και αν τονιστεί ο οργανικός και αναπόσπαστος ρόλος του ποιητικού της έργου, αναπόφευκτα την ίδια στιγμή θα τοποθετηθεί σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με το πεζογραφικό μέγεθος. Το ερώτημα που τίθεται είναι: μπορεί η ποίηση της Μέλπως Αξιώτη να σταθεί αυτόφωτα και αυτοτελώς; Η προσωπική μας απάντηση είναι καταφατική.


Τώρα όμως βιάζομαι ξέρετε.
Έχω να συναντήσω τα χέρια, τις φωνές, τα βράδια που είχα αφήσει

Αν έπρεπε να ορίσουμε ως κέντρο της ποιητικής δημιουργίας της Αξιώτη ένα έργο, αυτό θα ήταν το ‘’Κοντραμπάντο’’. Όχι τόσο από άποψη ποιοτική (αν και μια τέτοια αξιολόγηση δεν μοιάζει λανθασμένη), όσο από άποψη γεωμετρική. Ακριβώς λόγω των ομοιοτήτων του με τα μεταγενέστερα ‘’Θαλασσινά’’ και των διαφορών του με την προγενέστερη ‘’Σύμπτωση’’. Το ‘’ Κοντραμπάντο’’ αποτελεί μια πλεξούδα νοσταλγικών αναμνήσεων, ειπωμένη σε αλληλοεπικαλυπτόμενα ποιητικά μοτίβα, διαρθρωμένο συνειρμικά, μια αναγωγή του παρόντος στην παιδική ηλικία. Ο τρόπος αυτός στα ‘’θαλασσινά’’, θα σπάσει σε τέσσερις διαφορετικές παράλληλες περιπτώσεις, οι οποίες προβάλλονται σε κοινό κλίμα και κοινό φόντο, με τρόπο αυτοτελή. Το υπέδαφος των δύο συνθέσεων (η ανάμνηση, η ανθρωπογεωγραφία, οι εικόνες από τα παιδικά χρόνια της ποιήτριας στο νησί της Μυκόνου κ.α.) είναι κοινό. Αντίθετα, η ‘’Σύμπτωση’’ παρουσιάζει αρκετές διαφορές με τις συλλογές αυτές, παρά τον όμοιό τους πυρήνα.  Η ποιήτρια επιλέγει να περιγράφει το υποκείμενο σε πληθυντικό αριθμό -σε αντίθεση με την ιδιωτικότητα των επόμενων συλλογών-, ο ποιητικός τρόπος είναι παραθετικός, ο λόγος συχνά κοφτός και η εικονοποιία συχνά επιθετική. Ακόμα και ο χρόνος -βασικό μοτίβο σε όλο το έργο της Αξιώτη- μοιάζει σταθερός (Μεγάλο μέρος της ζωής μας περάσαμε μέσα στον καφενέ του Βρόχη με το παλιό ρολόι σταματημένο στις 7/ 30 χρόνια/ οι φίλοι μας το συμβουλεύονταν με άγια πίστη/ τη σεβαστήκαμε/τόση ειλικρίνεια.)
Όλες οι υφολογικές διαφορές, οι εκφραστικές μετατοπίσεις, καθώς και η ίδια η διαφορά στην λειτουργία του ποιήματος (όπως θα δούμε στην συνέχεια), κουβαλούν μια σιωπή είκοσι χρόνων  και ταυτόχρονα το βαρύ βιογραφικό των δεκαετιών αυτών: την κατοχή, την στράτευση της ποιήτριας στην αριστερά, τον εμφύλιο, την εξορία της από το 1947, πρώτα στη Γαλλία και στην συνέχεια στο Ανατολικό Βερολίνο και την Βαρσοβία (ο χρόνος σκότωνε τον άλλο χρόνο/ οι κόσμοι έμπαιναν στους άλλους κόσμους).

Τώρα όμως έφτασα στη γέφυρα. Κάθεται μόνη και αξιοπρεπής.

Το σύμβολο της γέφυρας, όπως ορθώνεται στο ‘’κοντραμπάντο’’ μοιάζει να μας επεξηγεί και να παραλληλίζει  την ίδια τη λειτουργία της ποίησης στην ζωή της Αξιώτη. Σύμβολο πολλαπλό η γέφυρα ενώνει παρελθόν και παρόν, ζωντανούς και νεκρούς, μνήμη και λήθη. Η γριά γέφυρα είναι μια νέα κατασκευή/ από τις σταθερές ώρες του παρελθόντος. Στέκει ακόμα σταθερή, ακλόνητη έχοντας χάσει την πρώτη λειτουργία της (αφού ο ποταμός που περνούσε από κάτω της στέρευσε). Φαίνεται αδίκως οι εποχές συμμάχησαν να την αχρηστέψουν/ ώστε να μείνει ένα πέρασμα όπου να μην χωρεί παρά η αμφιβολία και οι νέοι καιροί εφρόντιζαν να διώχνουν στοργικά τους διαβάτες. Όσοι την χρησιμοποίησαν είναι τώρα νεκροί και όμως αυτή στέκει εκεί, η γριά τούτη γέφυρα ως απόδειξη νόμων δικών μας. 
Το ‘’Κοντραμπάντο’’ (όπως επίσης και τα ‘’θαλασσινά’’), γράφτηκαν στο Βερολίνο, ενώ η Αξιώτη ήταν εξόριστη για χρόνια, αδυνατώντας ακόμα και να επισκεφτεί τη χώρα της. Η ποίηση δεν αποτέλεσε απλά έναν τρόπο έκφρασης, παραμυθίας, ή φυγής, αλλά πολύ περισσότερο έναν τρόπο ενάντια στη λήθη. Περιγράφοντας την ανάμνηση η ποιήτρια δεν περιορίζεται στην αναπόληση.  Η γλώσσα και η χρήση της δεν είναι απλά νοσταλγία, είναι πολύ περισσότερο επιστροφή. Το ‘’Κοντραμπάντο’’ (λαθρεμπόριο) δεν αποτελεί απλά μια σύνθεση για την απώλεια, τον χρόνο ή την μνήμη, αλλά ταυτόχρονα μια απόδειξη για την ίδια την σημασία της ποίησης και της λειτουργίας της στις πιο αιχμηρές εποχές και καταστάσεις. Το ποίημα γίνεται το λαθραίο μονοπάτι προς το παρελθόν, την αθωότητα, την ταυτότητα. Και η ίδια η ποίηση λαθρεπιβάτης στην νομιμότητα της γλώσσας, επαναπατρισμός στον χρόνο και γέφυρα προς το καινούργιο. 

(στο τεύχος 13 του περιοδικού Τα ποιητικά)

Δεν υπάρχουν σχόλια: