Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Αποκριάτικο (κατόπιν εορτής)







 πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
Κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
που τους είχαν ξεχάσει
έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
                                                η αποκριά.

(σερπαντίνες από την Αποκριά του Μίλτου Σαχτούρη)

Θυμάμαι εκείνη την αποκριά που είχα μεταμφιεστεί σε Μπαρμπαστάθη. Δέκα ιδιοκτήτες σούπερ μάρκετ με κυνηγούσαν για να με καταψύξουν. Χρόνια μετά επιτέλους με άφησαν ήσυχο. Έπρεπε να έρθει η κρίση. Τώρα πουλούν μόνο ελληνικά προϊόντα, ενώ εμείς ορκιστήκαμε στον διεθνισμό. 

Πάντα περιμέναμε τις απόκριες, για μήνες μεταμφιεσμένοι στους εαυτούς μας (ή περίπου). Μόλις έφταναν απλά φορούσαμε κουστούμια. Κουστούμια κοινότοπα, επιθυμίες και πρότυπα μαζικής παραγωγής. Κολομπίνες, κλόουν, αρλεκίνοι, Ρομπέν των Δασών και πειρατές (ουφ).  Μετρήσαμε την κοινοτοπία των επιλογών μας με σερπαντίνες και χάρτινα καπελάκια, βουβές σφυρίχτρες και γερασμένα κομφετί. Μετρήσαμε τη ζωή μας με το κουταλάκι του καφέ. Ντυθήκαμε λυκάνθρωποι, βατραχάνθρωποι, υπάνθρωποι. Κόλακες και βρικόλακες. Μεταμφιεστήκαμε σε ήρωες της παγκόσμιας ιστορίας όπως ο Ναπολέων, ο στρατηγός Ντε Γκολ, ο Μπίσμαρκ ή ο Φαήλος Κρανιδιώτης. Σε υπεράνθρωπους όπως ο Μπάτμαν, ο Σούπερμαν ή  ο Θάνος Τζήμερος. Σε αποστάσεις, μακρινά τοπία, βέβαιους προορισμούς. Σε επιθυμίες, φόβους και απώλειες. Κυρίως επιθυμίες. Ξυπνώντας Δευτέρα με τον αναστεναγμό των ''θέλω'' να ανεβαίνει στον ουρανό σαν χαρταετός. Εμείς βρώμικα μυαλά στις πιο καθαρές Δευτέρες, πάντα νηστίσιμοι στην σαρκικότητά μας. Λίγο συγγενείς και λίγο παράταιροι στις διασκεδάσεις, σαν χορτοφάγοι την μέρα της νηστείας.

Καθαρίσαμε Δευτέρες όπως μια θεία μακρινή καθαρίζει φασολάκια μπροστά στο καθημερινό της σίριαλ. Ποτέ δεν καταφέραμε να σηκώσουμε αετό, μόνο μια φορά και άρχισε να βρέχει. Ταπεινωμένοι τον αφήσαμε να πάρει το δρόμο του μπας και σφηνωθεί στο μάτι του θεού. Η λαγάνα υπήρξε μια μόνιμη πρόκληση και η ταραμοσαλάτα μια συνεχής ήττα. Πάντα μας θύμωνε η λέξη ‘’κούλουμα’’, οι βολβοί, οι πάνινοι αετοί με τα περήφανα εμβλήματα ομάδων. 

Πόσα μαθαίνεις κριμένος πίσω από την μάσκα… Ω, μεγάλη αποκριά της κρίσης, μεταμφίεσε τις λέξεις σου στο αντίθετό τους: δημοκρατία, δικαιοσύνη, ασφάλεια, κεντροαριστερά, σωτηρία, επιτυχία. Μάθε μας το γιατί οι ναζί τις απόκριες μεταμφιέζονται σε ναζί. Ω ατέλειωτο τριώδιο της κάθε μέρας, χρίσε τον Βασιλιά Καρνάβαλο Υπουργό Υγείας, πασόκους καταπράσινους σε αριστερούς, ελαιώνες σε ποτάμια. 

Τώρα η μέρα μεταμφιέζεται σε νύχτα. Το παράθυρο μεταμφιέζεται σε καθρέφτη. Όσο πιο έξω κοιτάς τόσο πιο μέσα βρίσκεσαι. Κάθε τοπίο γίνεται εσωτερικό τοπίο και φόντο μόνιμο όσα χάνονται στην κρίση. Ενδοσκόπηση, αυτοκριτική, αυτοσαρκασμός. Ανταλλάσοντας μάσκες μέχρι να φαγωθεί το πρόσωπό μας. Μα εσύ παρηγορητικά μου ψιθυρίζεις, πως μέσα στην ρευστότητα των μορφών και των σχημάτων που επιβάλει το παρόν μας, η μεταμφίεση μοιάζει με μια νέα ειλικρίνεια. Κρυβόμαστε περιμένοντας πίσω από τις επιλογές μας. Άλλωστε πρέπει να είμαστε πάντοτε συντονισμένοι με την εποχή μας. Δεν βρίσκετε;

Θυμάσαι τότε παραμυθά Ιούλιε Βερν που μου διάβαζες ποιήματα την νύχτα για να κοιμηθώ; Την νύχτα εκείνη για να γελάσουμε, είχες μεταμφιεστεί σε Μάκη (Μαυρουδή) Βορίδη. Λιτή η μεταμφίεσή σου: ένα μπλέιζερ, ένα τσεκούρι και κάπου από πίσω να τιτιβίζει το πουλί της χούντας.  Μα εγώ τρόμαξα και για να με ηρεμίσεις μου διάβασες  ένα ποίημα του Ουράνη. Συχνά από τότε, μπροστά σε κάθε μεταμφίεση, κάτι μέσα μου τρίζει: 

Για να ‘μαι ευχάριστος σε όλους,
-κι ακόμα και στον εαυτό μου-
έκρυψα πάντοτες με μάσκες
που μου αρέσουνε το πρόσωπο μου

κι άλλαξα τόσες στη ζωή μου,
που τώρα πια να μη μπορώ
τ’ αληθινό το πρόσωπο μου
να πω ποιο είναι μήτ’ εγώ!

Έτσι, ο θάνατος σα θα ‘ρθει,
δε θα ‘ναι η στέρηση μεγάλη:
θ’ αφήσω μιαν ανυπαρξία
για να περάσω σε μιαν άλλη ….



(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δεν υπάρχουν σχόλια: