Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

Ενώ ο ταξιδιώτης ξεκουράζει τον ίσκιο του: ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ 1947-2014


Ο δικός μας νεκρός, ο χτεσινός φίλος, που χάριζε νόημα με κάθε του κίνηση στην ανομολόγητη συνενοχή, αποκτά ανυπολόγιστα δικαιώματα. Αιφνίδια μεταμορφώνεται σε άφαντο θεό, που σε περιεργάζεται σε κάθε τόπο και σε κάθε στιγμή, αδειάζει το χώρο και το χρόνο από την αισθητή του παρουσία, για να μετουσιωθεί σε πανίσχυρη δεισιδαιμονία. Ό,τι είχαμε του ανήκει, ό,τι κάνουμε το διεκδικεί. Στα πάντα σπεύδει πριν από μας, στα πάντα μάς αφήνει προσωρινά ελεύθερους.
(…) Ο νεκρός είναι πλέον απόλυτα σοβαρός, ανέκφραστος από την πολλή ευθύνη. Σαν τα παιδιά, λοιπόν, που παίζουν μπροστά στον αδριάντα του αγέλαστου προγόνου, αλλάζουμε ψιθύρους και βλέμματα, για να ξαναβρούμε την ανασφαλή άνεση των ζωντανών. Δεν υπάρχει πια αναχώρηση και άφιξη. Καταργήθηκαν δια παντός τα βήματα του ανθρώπου που πλησιάζει με την ψυχή στο πρόσωπο. Το μόνο σπίτι που τον στεγάζει δεν είναι η πόλη, ο κόσμος, η οικουμένη και κατοικημένη. Ο νεκρός υπάρχει πλέον μονάχα στην καρδιά μας. Και ακόμα βαθύτερα.
Είναι πια ο σιωπηλός των σιωπηλών.


«Εδώ αναπαύεται κάποιος που το όνομά του γράφτηκε στο νερό», έγραφε το επίγραμμα ενός μεγάλου μακρινού οικείου. Εδώ αναπαύεται ο Κωστής Παπαγιώργης, στις λέξεις του, στις φράσεις που περιγράφουν τους δεσμούς των πραγμάτων πέρα από την προφάνεια των συμβάντων. «Ο τεθνεώς έχει τον τρόπο του να παραμένει άταφος» έγραφε, «ο άνθρωπος γνωρίζει να διαλέγεται μόνο με ανθρώπους- αδιάφορο αν είναι ζωντανοί ή νεκροί». Με τα λόγια της εισαγωγής, διαλεγόταν ο ίδιος το 1993, με τον χαμένο φίλο του Χρήστο Βακαλόπουλο, στο βιβλίο του «Γειά σου, Ασημάκη». Και ταυτόχρονα – μέσω αυτού- όλοι εμείς με τη φωνή των σιωπηλών, τη φωνή που ο Κωστής Παπαγιώργης συνάντησε στις 21 Μαρτίου.

Αλλάζοντας ψιθύρους και βλέμματα

Ο Κωστής Παπαγιώργης υπήρξε ένας από τους επιδραστικότερους συνομιλητές του δημοσίου λόγου των τελευταίων 30 χρόνων. Γεννήθηκε το 1947 στο Νεοχώρι Υπάτης Φθιώτιδας, όπου εργαζόταν ως δάσκαλος ο πατέρας του. Στη συνέχεια έζησε στην Παραλία της Kύμης και τέλος στο Χαλάνδρι, όπου και διέμενε μέχρι τον θάνατό του. Το 1966 πήγε στη Θεσσαλονίκη για σπουδές νομικής (τις οποίες δεν ολοκλήρωσε) και παρέμεινε εκεί για ένα χρόνο. Αργότερα εγκαταστάθηκε στο Παρίσι για σπουδές φιλοσοφίας (τις οποίες επίσης δεν ολοκλήρωσε) και παρέμεινε εκεί ως το 1975, χρονολογία κατά την οποία θα επιστρέψει- και έκτοτε θα παραμείνει μόνιμα- στην Αθήνα.
Μέσα από την πυκνή αρθρογραφία του, μέσα από τις υποδειγματικές του μεταφράσεις στον Φουκώ, τον Πασκάλ, τον Κίκεγκωρ, τον Σιοράν, τον Σαρτρ και πολλούς άλλους, αλλά κυρίως μέσα από το λόγο των δοκιμίων του, ο Κωστής Παπαγιώργης έκανε ευρύτερο κτήμα πτυχές, σκιές και εδάφη της ευρωπαϊκής σκέψης, του προσωπικού του στοχασμού και της βιωμένης εμπειρίας. Με γραφή παιδευτική, δίδασκε ταυτόχρονα το περιεχόμενο και την αποτύπωσή του, τον τρόπο της γλώσσας και το δέρμα της λέξης. Μια γνώση που δεν κλείνει στην τοιχοποιία της βεβαιότητας, αλλά ρυμοτομεί τις προσωπικές κατευθύνσεις του αναγνώστη. Γιατί ο λόγος του Παπαγιώργη, παρά την εκτεταμένη βιβλιογραφική του τεκμηρίωση παρέμενε πάντα δοκιμιακός. «Σαν κράμα λογοτεχνίας και σκέψης, το δοκίμιο μπορεί να φέρει μια πνευματική ενηλικίωση που την έχουμε όλοι ανάγκη» έλεγε ο ίδιος σχολιάζοντας την επιλογή της γραφή του. Με ένα λόγο ανοιχτό στο λάθος της δοκιμής, ριζωμένο σε αλήθειες και πραγματικότητες αλλά τελικά πάντα προσωπικό, ο Παπαγιώργης θα μείνει στην ιστορία ως ένας από τους σημαντικότερους δοκιμιογράφους της ελληνικής γλώσσας.

Μέσα από τη λοξή του ανάγνωση, ο δοκιμιογράφος θα μας παραδώσει την παράδοξή του τοιχογραφία. Σημεία οικεία στο βίωμά μας και ανοίκεια στη ανάλυσή μας. Την εμμονή της μέθης, της αγοραφοβίας, την κλοπή των βιβλίων, τον ευρωπαϊκό μηδενισμό των «τριών μουστακιών», τους ξυλοδαρμούς, τη ζηλοτυπία, τις αρνητικές μορφές της ζωής, το ανάποδο του κόσμου.

Ο κόσμος ως κείμενο

Ο Κωστής Παπαγιώργης θα παραμείνει πρωτότυπος ακόμη και όταν γράφει για τα πιο ειπωμένα θέματα όπως το γέλιο, η μνήμη, ο Παπαδιαμάντης ή ο Ντοστογιέφσκι. Στην τριλογία του γύρω από την ελληνική επανάσταση του 21, [Κανέλλος Δεληγιάννης (Κρατικό Βραβείο Χρονικού - Μαρτυρίας 2002), Τα καπάκια και Εμμανουήλ Ξάνθος, ο Φιλικός], ο Παπαγιώργης θα καταφέρει να περιγράψει ταυτόχρονα την ιστορία με το προσωπικό πάθος, την εμμονή και τον χαρακτήρα των πρωταγωνιστών, διαβάζοντας τη συνείδηση και την ταυτότητα από την ανάποδη. Ταυτόχρονα, θα καταφέρει να μας οδηγήσει σε μια παραδοχή (μια δική του παραδοχή για άλλον συγγραφέα) και ένα συμπέρασμα για το σύνολο του έργου του: «Εκεί που οι άλλοι έχουν ανάγκη να λησμονήσουν, αυτός είχε επείγουσα ανάγκη να θυμηθεί».

Καταλαμβάνοντας ένα εύρος από τον Όμηρο μέχρι τον Βακαλόπουλο, η πυκνότητα του λόγου διαγράφει μια διπλή κίνηση εύρους και βάθους περιγράφοντας τον κόσμο ως κείμενο. Ως πάθος γραφής και ως μανία ανάγνωσης. «Ήθελα να γράψω με την φυσικότητα που ένας άνθρωπος κιτρινίζει όταν φοβάται, ξυρίζεται στον καθρέφτη ή σκάει στα γέλια όταν ακούσει κάτι παράδοξο».
Και μείς τώρα απομένουμε εδώ. Εμείς και το παρόν, μαζί και οι δύο, με λιγότερη γλώσσα και ένα κείμενο για αποχαιρετισμό.

(ο τίτλος είναι φράση του Κ.Π. και ο μακρινός οικείος ο ποιητής Τζων Κητς)

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: