Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Μικρή μπαλάντα για την οδό Αθηνάς



Η οδός Αθηνάς είναι η καρδιά της Αθήνας. Και η Αθήνα είναι η καρδιά του έθνους. Γι’ αυτό και ό, τι υμνεί την Αθηνάς είναι εθνικό κι ελληνικό μαζί. Κι έτσι όπως έχει τ’ όνομα Θεάς η οδός αυτή και στην κορφή της την βλογάει ο Παρθενώνας, κανείς δεν της αμφισβητεί την εθνική αξία σ’ ολόκληρη τη χώρα.
Ο δρόμος, η Αθηνάς, έχει πολλά οινομαγειρεία και πιο πολλά πορνεία, κινηματογράφους για κατ’ ιδίαν ερωτικήν απόλαυση, ξενοδοχεία σκοτεινά για άμεση ερωτική περίθαλψη - κάτι σαν πρώτων Βοηθειών, να πούμε, ερωτικών - χιλιάδες καφενεία για ημερήσια χαύνωση, το Δημαρχείο κι ένα γραφείο κηδειών αλλοτινών καιρών.
Στο δρόμο αυτόν κυκλοφορούν εργατικοί, μικρέμποροι, αλήτες, πόρνες, τραβεστί, δημοσιογράφοι, επαρχιώτες μαστρωποί και χίλιοι δολοφόνοι. Αυτό περίπου είναι το σκηνικό.

Σημείωμα
του Μάνου Χατζιδάκι στο έργο του
«Οι Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς»









Κα­τοι­κού­με ε­κεί που κα­τοι­κεί το οι­κείο. Εκεί που οι χει­ρο­νο­μίες μας εί­ναι μέ­ρη της ε­πί­πλω­σης, ε­κεί που ο ό­ποιος διά­κο­σμος κου­βα­λά τις α­νά­με­σα ε­μπει­ρίες και η α­νά­μνη­ση α­πλώ­νει σαν σε­ντό­νι πά­νω στα γε­ρα­σμέ­να έ­πι­πλα. Κά­θε με­τα­κό­μι­ση, μι­κρός θά­να­τος και μι­κρή γέν­νη­ση, νέα α­νά­σα σε στό­μα πα­λιό, πα­λιός παλ­μός σε νέο σώ­μα.

Με­τα­κό­μι­ση στην α­νά­μνη­ση


Στην ο­δό Αθη­νάς, λοι­πόν, Βλα­χά­βα 11. Εί­μα­στε πια κά­τω απ’ την Ακρό­πο­λη χτι­σμέ­νοι. Μα το να με­τα­κο­μί­ζεις στην Αθη­νάς μοιά­ζει να με­τα­κο­μί­ζεις στην α­νά­μνη­ση. Στο θο­λό Θυ­μά­μαι, α­νά­με­σα σ’ έ­να μι­σο­σβη­σμέ­νο γε­γο­νός και έ­να μι­σο­γραμ­μέ­νο ό­νει­ρο. Μέ­σα στην πο­λυ­ση­μία της η Αθη­νάς μοιά­ζει κα­τα­δι­κα­σμέ­νη να θυ­μά­ται και ταυ­τό­χρο­να κα­τα­δι­κα­σμέ­νη να κου­βα­λά πυ­κνω­μέ­νο το Τώ­ρα σαν τα τσου­βά­λια με τους καρ­πούς που α­πλώ­νει στο σώ­μα της.
Ευ­θεία τε­ντω­μέ­νη α­νά­με­σα στην Ακρό­πο­λη και την Ομό­νοια, η ο­δός δια­σχί­ζει τους αιώ­νες. Μπο­ρείς λοι­πόν να στα­θείς πε­ρί­που στην μέ­ση της, α­γνα­ντεύο­ντας το χρό­νο, α­νά­με­σα σε κορ­να­ρί­σμα­τα και μπι­τά­κια ρα­διο­φώ­νων δί­πλα στην ε­λά­χι­στη εκ­κλη­σία της Αγίας Κυ­ρια­κής (χτι­σμέ­νη κά­που στην τουρ­κο­κρα­τία, ε­λά­χι­στα με­γα­λύ­τε­ρη α­πό τα εκ­κλη­σά­κια των α­τυ­χη­μά­των στους δρό­μους) να κοι­τά­ξεις μέ­χρι την (πρώην κα­θο­λι­κή) εκ­κλη­σία στο Μο­να­στη­ρά­κι και πιο πά­νω το τζα­μί του βο­ε­βό­δα Τζι­στα­ρά­κη. Ακό­μα ψη­λό­τε­ρα, ο βρά­χος της Ακρό­πο­λης μορ­φή α­κλό­νη­τη στον χρό­νο χα­ζεύει την πλα­τεία Ομο­νοίας να αλ­λά­ζει ξα­νά και ξα­νά ό­ψη, σε μια πλα­στι­κή εγ­χεί­ρη­ση που πο­τέ δεν λέει να πε­τύ­χει. Θα κλά­ψει ο Παρ­θε­νώ­νας η Ομό­νοια θα βρα­χεί.
Θα μπο­ρού­σα­με να μι­λή­σου­με για την Ιστο­ρία της Οδού Αθη­νάς, για το δη­μο­τι­κό θέ­α­τρο που κα­τε­δα­φί­στη­κε, για τα λου­τρά, για τους α­ρα­μπά­δες και τα κα­ρό­τσια των προ­σφύ­γων απ την Μι­κρά Ασία, για τους αρ­χι­τέ­κτο­νες Κλεάν­θη και Σά­ου­μπερτ. Μα κά­ποιες φο­ρές η ι­στο­ρία μι­λά κα­λύ­τε­ρα ό­ταν σιω­πά. Ακό­μα και η πε­ρι­γρα­φή του Μά­νου Χατ­ζι­δά­κι μοιά­ζει να περ­νά στην ι­στο­ρία. Η ο­δός Αθη­νάς υ­πήρ­ξε ο­δός της α­μαρ­τίας (θυ­μά­σαι ρε μά­να, που ή­μουν μι­κρός και μου έ­δει­χνες την τα­μπέ­λα του ξε­νο­δο­χείου ‘’Η λε­βε­ντο­γεν­νή­τρα Κρή­τη’’ σε κά­ποια βόλ­τα πρωι­νή;) και αρ­γό­τε­ρα ο­δός της μι­κρο­α­στι­κής ευη­με­ρίας των μι­κρο­προϊό­ντων. Η ο­δός εί­ναι έ­νας κό­μπος α­πό μυ­ρω­διές. Μπα­χα­ρι­κά και αλ­λα­ντι­κά, η μυ­ρω­διά του νε­κρού αί­μα­τος έ­ξω α­πό την α­γο­ρά, ο α­λα­τι­σμέ­νος αέ­ρας πά­νω απ τους πα­στω­μέ­νους μπα­κα­λιά­ρους. Εργα­λεία, αυ­γά, το­πι­κά προϊό­ντα, λου­κέ­τα και μπρε­λό­κ, τα βρεγ­μέ­να πα­τώ­μα­τα της α­γο­ράς και τα ει­κο­σι­τε­τράω­ρα μα­γει­ρεία, σα­λά­μια, γκλί­τσες. Μι­κρο­γεω­γρα­φία και ε­ξο­πλι­σμός κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Πω­λη­τές ο­πω­ρο­κη­πευ­τι­κών, πω­λη­τές ψα­ριών, πω­λη­τές ι­δα­νι­κών στιγ­μών.

Οδός της κρί­σης



 




Σή­με­ρα, η ο­δός Αθη­νάς μοιά­ζει να με­τα­τρέ­πε­ται σε ο­δό της κρί­σης, με τα μα­γα­ζιά της να χα­ρο­πα­λεύουν μέ­σα στην ύ­φε­ση, τον ε­ξευ­γε­νι­σμό (gentrification) της Μπιε­νά­λε να α­πλώ­νει κα­θα­ρό­τη­τα , τους κα­βα­λά­ρη­δες της ΔΙΑΣ να καλ­πά­ζουν. Στο σταθ­μό του με­τρό, το υ­πνω­τή­ριο των α­στέ­γων σε μια σχά­ρα πά­νω απ τον γκρε­μό του α­νοίγ­μα­τος προ­σπα­θώ­ντας να α­γκα­λιά­σουν τη ζέ­στη του ε­ξα­ε­ρι­σμού. Με­τα­νά­στες πη­γαί­νουν και έρ­χο­νται (έ­νο­χοι κρι­θή­κα­με και ξέ­νοι/για την χώ­ρα, για την οι­κου­μέ­νη), με την ο­δό να φι­λο­ξε­νεί συ­χνά κη­λί­δες ρα­τσι­στι­κού μί­σους κά­τω απ έ­να α­ε­ρό­στα­το γε­μά­το αί­μα. Ναι, συ­χνά οι δρό­μοι γύ­ρω απ την α­γο­ρά μυ­ρί­ζουν αί­μα.
Περ­νώ­ντας απ την Αθη­νάς, μην ξε­χά­σεις να θαυ­μά­σεις την πλα­τεία Κοτ­ζιά και να ψά­ξεις κά­που να κά­τσεις. Κά­τω απ τα ε­πι­βλη­τι­κά νε­ο­κλα­σι­κά και τους φω­τι­σμούς, δί­πλα στα πε­ρί­κλει­στα αρ­χαία, α­νά­με­σα στην Εθνι­κή τρά­πε­ζα και το δη­μαρ­χείο (ε­κεί έ­χει στή­σει τον θρό­νο του ο νό­μι­μος κύ­ριος Κα­μί­νης, α­λή­θεια σου λέω!). Δεν θα βρεις που­θε­νά πα­γκά­κι, κά­γκε­λο ή πε­ζού­λι. Για­τί η πλα­τεία εί­ναι ό­μορ­φη σαν ά­γαλ­μα και ψυ­χρή σαν μάρ­μα­ρο, σύμ­βο­λο του πως α­ντι­λαμ­βά­νο­νται οι αρ­χές το δη­μό­σιο χώ­ρο. Σαν πέ­ρα­σμα, σαν διά­δρο­μό, σαν σκη­νι­κό που πλαι­σιώ­νει μια ζωή ό­λο βια­σύ­νη, σπρώ­ξι­μο και τα­χυ­καρ­δία. Η μό­νη χρή­ση του εί­ναι το βά­δι­σμα, ά­ντε και έ­να βια­στι­κό κοί­ταγ­μα α­νά­με­σα στα βή­μα­τα.
Έτσι, μα­ζί με βι­βλιο­πω­λεία και εκ­δο­τι­κούς, με­τα­κο­μί­σα­με και μεις στην Οδό, δια­βά­τες των γκρε­μι­σμέ­νων μη­τρο­πό­λεων, κά­τω απ τους ου­ρα­νούς μιας η­μέ­ρας πλη­γω­μέ­νης. Ψά­χνο­ντας στην Οδό Αθη­νάς κά­που α­νά­με­σα στις φω­νές των μι­κρο­πω­λη­τών, τους κρε­μα­σμέ­νους πα­στουρ­μά­δες και τα κορ­να­ρί­σμα­τα, την Μα­ριάν­θη των Ανέ­μων.

Αλλά ό­πως πά­ντα και ά­σχε­τα α­πό την έκ­βα­ση της α­να­ζή­τη­σης μας:
«Ξα­νάρ­χε­ται ο Χει­μώ­νας, η πό­λη θα χα­θεί
Θα γύ­ρει ο Παρ­θε­νώ­νας και θ’ α­πο­κοι­μη­θεί
»



Υ.Γ.: Oι προ­τά­σεις σε πλά­για εί­ναι παρ­μέ­νες α­πό τις ‘’Μπα­λά­ντες της Οδού Αθη­νάς’’ του Μά­νου Χατ­ζι­δά­κι, σε στί­χους Αγα­θής Δη­μη­τρού­κα, Άρη Δα­βα­ρά­κη και του συν­θέ­τη.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: