Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Κουρδίζοντας πορτοκάλια



- Εννοείτε ότι θα είναι σαν να πηγαίνω κάτι τύπου σινεμά, γιατρέ;
 Το κουρδιστό πορτοκάλι, αρκετά χρόνια πριν αποδοθεί κινηματογραφικά από τον Στάνλεϋ Κιούμπρικ, υπήρξε μυθιστόρημα, γραμμένο από τον Άντονι Μπέρτζες. Η επιτυχία της ταινίας και η –αποδεδειγμένη– αντοχή της στον χρόνο ορίζουν την τύχη κάθε παρόμοιας περίπτωσης. Το μυθιστόρημα διαβάζεται πάντα υπό το φως της ταινίας, η φαντασία εικονογραφεί τις περιγραφές και τα πρόσωπα πάντα με βάση τις προκατασκευασμένες εικόνες, η τύχη του βιβλίου δένεται αναπόφευκτα με αυτήν της ταινίας. Σχεδόν πάντα, όσο πιο πολύ πετυχαίνει μια μεταφορά, τόσο κλέβει και αφαιρεί από την αρχική σύνθεση. Και το μυθιστόρημα Το κουρδιστό πορτοκάλι βιώνει την τύχη και την ατυχία να έχει αποδοθεί με μνημειώδη τρόπο. Στο σημείο αυτό αναρωτιέσαι: τι έχει να προσθέσει σε αυτή την τόσο εγκλωβιστική συνύπαρξη μια θεατρική μεταφορά του έργου (ακόμα και αν την υπογράφει ο αρχικός συγγραφέας); Με ποιους όρους μπορεί το θέατρο να αναμετρηθεί με τον κινηματογράφο διαχειριζόμενο ένα όμοιο πρωτογενές υλικό, αφού εξ ορισμού ηττάται στο επίπεδο της εικόνας;

Η παράσταση Το κουρδιστό πορτοκάλι στο θέατρο Αποθήκη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, αποτυγχάνει να απαντήσει στο συγκεκριμένο ερώτημα. Κι αυτό γιατί επιλέγει να οικοδομήσει τις σκηνές του έργου ακριβώς πάνω στην εικόνα (να σημειώσουμε εδώ ως εξαίρεση την κεντημένη σωματική έκφραση του Άρη Σερβετάλη, η οποία όμως βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την υπερβολικά μουντή εκφορά των περιγραφών, ακόμη και των διαλόγων). Η παράσταση παρουσιάζεται χορογραφημένη στη λεπτομέρειά της, συχνά αφηγηματική (με την αφήγηση να θυμίζει περισσότερο voice over και λιγότερο απεύθυνση), χρησιμοποιεί κινηματογραφικά το slow motion, ενώ οι επιμέρους δράσεις θυμίζουν καρέ και στριπ κόμικ, σε ένα επίπεδο και συχνά καταιγιστικό αποτέλεσμα.
Παρ’ όλη την αχρονικότητα που κουβαλά κάθε έργο επιστημονικής φαντασίας και κάθε δυστοπική περιγραφή, το Κουρδιστό πορτοκάλι είναι και έργο μιας συγκεκριμένης εποχής. Γραμμένο το 1962, περιγράφει, μεταθέτοντας, τη δημιουργία της νεανικής κουλτούρας, μιας κουλτούρας που άρχισε να κατακτά την αυτονομία της στα μέσα της δεκαετίας του ’50 για να φτάσουμε στην έκρηξή της κατά τη δεκαετία του ’60 . Η κουλτούρα και η αυτονόμησή της περιγράφεται στο βιβλίο από την ίδια τη γλώσσα αφήγησης, τη γλώσσα του νεαρού αφηγητή Άλεξ. Ο Μπέρτζες κατασκευάζει το ιδίωμα Nadsat, ένα μίγμα από σλαβικές και ρωσικές λέξεις, νεολογισμούς και ομοιοκαταληξίες. Η γλώσσα περιγράφει έτσι την αυτοτέλεια, το μέγεθος και τη σημασία μιας συγκεκριμένης υποκουλτούρας εντός –ή στα περιθώρια– της κυρίαρχης κουλτούρας. Δίνει διαστάσεις στους ήρωες και ενσαρκώνει επιθυμίες, απόψεις και φόβους. Ταυτόχρονα και πιο έντονα από κάθε περιγραφή τοπίου, ενδύματος ή συμπεριφοράς, η slang καταγράφει το Εκεί του βιβλίου, το χρόνο και το χώρο της δυστοπίας. Η διάσταση αυτή απουσιάζει πλήρως από την παράσταση, οι γλωσσικοί κώδικες μοιάζουν απλά με λεκτικούς ακροβατισμούς του πρωταγωνιστή, όμοιους με τον ιδιόρρυθμο βηματισμό του ή τη συγκεκριμένη μόδα των κοστουμιών. Έτσι, μόνο στοιχείο της νεανικής κουλτούρας μένει η αχαλίνωτη βία, μια βία χωρίς πρόσημο και συχνά χωρίς σκοπό.
Με τον τρόπο αυτό, η ίδια η αχρονικότητα συρρικνώνεται. Το κάπου και το κάποτε υποχρεωτικά πλησιάζουν το εδώ. Το έργο παύει να αποτελεί μια ιστορία που, παρ’ όλες τις –πλήρως αποδεκτές– ελευθερίες και υπερβολές, λειτουργεί και ως έμμεσο σχόλιο του εδώ και του τώρα. Χαμένο μέσα στα στρώματα του χρόνου μοιάζει να γίνεται καρικατούρα του παρόντος.  Έτσι, το έργο καταλήγει να πραγματεύεται τη νεανική βία του παρόντος και –στο δεύτερο μέρος του– την κρατική βία. Όμως η βία του Μπέρτζες είναι μια βία χτισμένη σε μια πραγματικότητα που θέλει να κριτικάρει – έμμεσα και χωρίς να φορτώνει το βιβλίο ακριβώς για τους λόγους που περιγράψαμε παραπάνω: τις πρώτες εμφανίσεις του χουλιγκανισμού, τις νεανικές συμμορίες, τη χρήση τοξικών ουσιών ως στοιχείο κουλτούρας, την έκφραση της άλογης βίας στο περιβάλλον της μητρόπολης. Ο παραλληλισμός με την Ελλάδα του σήμερα δεν προκύπτει. Εκτός βέβαια αν κάποιος υιοθετήσει πλήρως τη θεωρία των δύο άκρων (ουφ, κούραση…), της αφαιρέσει κάθε πολιτικό πρόσημο και την ψυχολογικοποιήσει αυθαίρετα. Στην πραγματικότητα το κοινό της παράστασης καταλήγει να καταναλώνει την επί σκηνής βία περίπου με τον ίδιο τρόπο που την ασκούν οι πρωταγωνιστές (με αντίστροφη βέβαια φορά): πορνογραφικά, θεαματικά, με μόνο πρόσημο το αισθητικό.
Η παράσταση Το κουρδιστό πορτοκάλι αποτελεί ένα καλοκουρδισμένο θέαμα. Η έντονη εικονοποιία, οι καταιγιστικοί ρυθμοί και οι ταχύτατες εναλλαγές μέσων και πολυμέσων (με τη σκιά της ταινίας να πλανάται πάντα πάνω από την παράσταση) σε κάνουν τελικά να αναρωτηθείς ποιος είναι ο λόγος της παράστασης και ποιο το θέμα της; Η νεανική βία; Η κρατική καταστολή; Η σημασία της ανθρώπινης βούλησης; Η σχέση αισθητικής και τέχνης; Μα όχι. Κεντρικός λόγος και θέμα της παράστασης Το κουρδιστό πορτοκάλι μοιάζει να είναι το ίδιο το Κουρδιστό πορτοκάλι.

(στο μπλογκ του περιοδικού Unfollow, στήλη Αντίσκηνο)


Δεν υπάρχουν σχόλια: