Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Ο Καβάφης και οι σκιές

Η ρευστότητα της ιστορίας και η ρευστότητα των νοημάτων

 

Στο κομβικό του δοκίμιο «Κ. Π. Καβάφης, Θ. Σ. Έλιοτ, Παράλληλοι», ο Γιώργος Σεφέρης ανάμεσα σε άλλα συμπεράσματα καταλήγει και στην διαπίστωση πως «από μία στιγμή και πέρα -τη στιγμή αυτή την τοποθετώ στα 1910 περίπου - το καβαφικό έργο πρέπει να διαβάζεται και να κρίνεται όχι σαν μια σειρά από χωριστά ποιήματα, αλλά σαν ένα και μόνο ποίημα εν προόδω- ένα ‘work in progress', όπως θα έλεγε ο James Joyce- που τερματίζει ο θάνατος. Ο Καβάφης είναι, νομίζω, ο ‘δυσκολότερος' ποιητής της σύγχρονης ελληνικής γραμματείας και τον καταλαβαίνουμε πολύ καλύτερα όταν τον διαβάζουμε με το συναίσθημα της παρουσίας του συνολικού του έργου. Αυτή η ενότητα είναι η χάρη του, και μ' αυτό τον τρόπο θα τον αντικρίσω». Στη διαπίστωση βέβαια αυτή, είχαν καταλήξει και άλλοι πρώιμοι μελετητές του καβαφικού έργου πριν από τον Σεφέρη, για διαφορετικούς ίσως λόγους και με διαφορετικές προθέσεις, όπως π.χ. ο Νικήτας Ράντος, ο Τέλος Άγρας, ο Γιώργος Βρισιμιτζάκης και ο Δημήτρης Νικολαρεΐζης. Η διαφορά της διαπίστωσης του Σεφέρη είναι πως παράλληλα με την περιγραφή του συγκεκριμένου χαρακτηριστικού, προβαίνει στην ένταξη του Καβάφη σε μια παραλληλία με τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό (στην πραγματικότητα τον αγγλοσαξονικό μοντερνισμό του Τζόυς και του Έλιοτ), της δίνει άρα ιστορικότητα, συγγενείς και ομοίους και της εξασφαλίζει ένα καταφύγιο μέσα σε έναν δεδομένο χρόνο. Η διαπίστωση αυτή -η οποία σε μεγάλο βαθμό έγινε κοινός τόπος μετά την διατύπωσή της - γίνεται ο κανόνας ανάγνωσης του καβαφικού έργου και με βάση αυτή μπορούμε να κατανοήσουμε συμπεράσματα και αστοχίες, παρανοήσεις και παραδοχές.

Μια κοινή αίσθηση

Ποια είναι σήμερα η αίσθησή μας για το καβαφικό έργο; Η επανάληψη ενός ονόματος σε τετριμμένες φράσεις και κοινότοπες κουβέντες, η αναγνωρισιμότητα του πορτραίτου του ποιητή στις εικονικές επιφάνειες της καθημερινότητας, λίγοι στίχοι και λίγα ποιήματα που μέσα στην εύκολη χρήση τους κατέληξαν να θυμίζουν παροιμίες, δημιουργούν μια πλαστή αίσθηση οικειότητας με την ποίηση του Καβάφη. Η αίσθηση αυτή στην πραγματικότητα μας μεταφέρει μακριά από την κυριολεξία του έργου στα σύνορα της άγνοιας. Η τύχη του καβαφικού έργου και η δύσβατη πορεία αναγνώρισής του, η διάδοση του έργου στο εξωτερικό, τα ελάχιστα βιογραφικά του ποιητή, ο εξωτισμός της Αλεξάνδρειας και μια σειρά από άλλα χαρακτηριστικά, μας κάνει συχνά να εμμένουμε στο επιμέρους αδιαφορώντας για το σύνολο (όπως το περιγράφει ο Σεφέρης), ανίκανοι να κατευθυνθούμε προς τον πυρήνα. Βιώνουμε λοιπόν ένα παράδοξο: ο Καβάφης σήμερα είναι και πάλι παραγνωρισμένος, ακριβώς λόγο του υπερθετικού τής (στρεβλής) αναγνώρισης του. Σε αυτό συνέβαλλαν κατά την άποψή μου άλλα δύο γεγονότα. Ο τρόπος με τον οποίο ο Καβάφης άπλωσε τη σκιά της επιρροής του στην μετέπειτα ελληνική ποίηση και η πολλαπλή ρευστότητα σε μια σειρά από επιλογές και στοιχεία της ποίησης του.

Η κατακερματισμένη επίδραση

Η επίδραση του Καβάφη, προκύπτει και αυτή κατακερματισμένη. Από τη στιγμή που ο Καβάφης εκδόθηκε στην Ελλάδα και καθιερώθηκε σαν μέγεθος άσκησε μια επιρροή σχεδόν καθολική στην επίδρασή της αλλά ταυτόχρονα δύσκολα αναγνωρίσιμη. Δύσκολα θα μπορούσαμε να βρούμε συνεχιστές του καβαφικού έργου και σίγουρα δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για σχολή. Αν θέλαμε να εντοπίσουμε άμεσες επιδράσεις θα αναφέραμε μια αρκετά μικρή συγκομιδή: κάποια από τα ποιήματα του Άρη Αλεξάνδρου από το Ευθύτης Οδών (όπου τα καβαφίζοντα προσωπεία χρησιμοποιούνται με μια έντονη δόση πολιτικής ειρωνίας), κάποια ποιήματα από το Κατά Σαδδουκαίων του Μιχάλη Κατσαρού (που συχνά παίρνουν μια μαγιακοφσκική χροιά σε ένα τόσο ενδιαφέρον αποτέλεσμα) κάποια από τα πρώτα ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου και ίσως μερικές ακόμη περιπτώσεις. Αντίθετα, τα επί μέρους χαρακτηριστικά του καβαφικού έργου μοιάζουν διάσπαρτα στο σύνολο της ελληνικής ποίησης. Η σκηνοθεσία και η δραματικότητα μπορούν να γίνουν εμφανείς σε ποιητές τελείως διαφορετικούς, από τον Ρίτσο μέχρι τον Σαχτούρη, η προφορικότητα παραμένει ζητούμενο για ποιητές μέχρι και την πιο νεόκοπη γενιά. Η υπαινικτικότατα, η χαμηλότονη μουσική και οι γλωσσικές μίξεις δημοτικής και καθαρεύουσας συναντιούνται στους στίχους και τις στροφές όλο και περισσότερων ποιητών. Η κληρονομιά του Καβάφη θυμίζει τους Επιγόνους των αλεξανδρινών κτήσεων. Κληρονόμους μιας έκτασης τόσο μεγάλης, δοσμένης σε επί μέρους βασίλεια. Μια κληρονομιά κατακερματισμού. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Καβάφης αποτελεί στην πραγματικότητα και τον τελευταίο καβαφικό ποιητή.

Η καβαφική ρευστότητα

Πάντα αντιλαμβανόμαστε το ιστορικό παρόν μας ως ρευστό, ως μετάβαση του χθες στο αύριο. Έτσι κάθε εποχή -στις περιγραφές του εαυτού της- γίνεται κομβική εποχή. Η ρευστότητα του παρόντος (του κάθε παρόντος) αδυνατεί να περιγράψει το τώρα ως κάτι το στατικό (ακόμη και αν τίποτα δεν συμβαίνει). Ο Καβάφης επιλέγει να τοποθετήσει ως κέντρο του ιστορικού του σύμπαντος μια όντως ρευστή και μεταιχμιακή εποχή, τα ελληνιστικά χρόνια. Μια εποχή όπου τα σύνορα των βασιλείων ήταν φτιαγμένα όχι από πέτρα αλλά από σκόνη, εκτεθειμένα στις διαθέσεις των ανέμων της ιστορίας. Μια εποχή όπου σχολές φιλοσοφίας αλληλοκαλύπτονταν και αναιρούνταν, θρησκείες συνυπήρχαν και περιπλέκονταν, ήθη άλλαζαν και αλληλοσυμπληρώνονταν. Ο Καβάφης δεν επιλέγει την καθαρότητα των μορφών και την αρμονία της κλασσικής εποχής, αλλά μια ποικιλία σε έναν κόσμο ανακατατάξεων, σ' έναν κόσμο ψηφιδωτό και συνεχώς εν κινήσει. Με την επιλογή του να περιγράψει δράσεις και καταστάσεις σε ένα κόσμο ρευστό, ο Καβάφης καταφέρνει να περιγράψει το παρόν, το κάθε δικό μας παρόν.
Τη ρευστότητα αυτή μπορούμε να τη συναντήσουμε ακόμη και στα ερωτικά του ποιήματα. Στα ποιήματα αυτά, το αντικείμενο της επιθυμίας δεν κινείται ποτέ στον ενεστώτα, το ποθούμενο σώμα βιώνεται ως ανάμνηση ή ως επιθυμία (πολύ συχνά και ως ανάμνηση μιας επιθυμίας). Η πράξη δεν πράττει, μένει θολή, ενώ τα χρώματα πλέκονται κάτω από τις σκιές της θύμησης.
Συχνά ειπώθηκε πως ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της καβαφικής ποίησης είναι η ειρωνεία. Μια ειρωνεία πολλαπλή, που συναντούμε στη γλώσσα, στις πλάνες των ηρώων και στην απόσταση ανάμεσα σε αυτό που δηλώνεται στην επιφάνεια και στο βάθος του ποιήματος. Μέρος αυτής της ειρωνίας (άρα και της καβαφικής ουσίας) χάνεται άμα δεν δούμε το έργο του Καβάφη ως συμπαγές σύνολο. Και κυρίως η ρευστότητα των νοημάτων. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Στο ποίημα «Στα 200 π.Χ.» ο καταληκτικός στίχος («Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!») μιλά ξεκάθαρα με απαξία απέναντι στους Σπαρτιάτες. Αντίθετα, ποιήματα όπως οι «Θερμοπύλες» ή το «Εν Σπάρτη» («το φρόνημα της Σπάρτης ασφαλώς δεν ήταν ικανός/ να νοιώσει ένας Λαγίδης χθεσινός») μας περιγράφουν ακριβώς την αντίθετη θέση. Όμοια, η πόλη θα περιγραφεί ως τόπος εγκλωβισμού αλλά και ως καταφύγιο, η ηδονή ως κατάρα και ως σημαντικότερο ζητούμενο του βίου. Το κεντρικό πρόσωπο του ποιήματος βρίσκεται συνεχώς ανάμεσα στον ποιητή και τον αναγνώστη, όχι σε μια διαδικασία ευθείας επικοινωνίας αλλά σε μια διαδρομή μόνιμα μεταβλητή. Η πολλαπλή αυτή αναίρεση δεν περιγράφει ένας συμπαγές σύστημα αρχών και θέσεων αλλά ένα σύνολο σε διαρκή συνομιλία. Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε ένα και μόνο ποίημα (για να γυρίσουμε στον Σεφέρη). Κάθε συμπέρασμα και κάθε συναίσθημα προκύπτει όχι από τα επί μέρους ποιήματα, αλλά από τη μεταξύ τους σχέση.
Η ίδια η φύση της καβαφικής ποίηση μας αποτρέπει από ασφαλή συμπεράσματα. Ας μην μιλούμε λοιπόν με σιγουριά. Ο αριθμός και η ποικιλία των ερμηνειών σε σχέση με το καβαφικό έργο είναι τόσες ώστε να αναιρούν την όποια βεβαιότητα ερμηνείας. Κάθε αναμέτρηση με το έργο του Καβάφη, -ένα έργο που παραμένει πεισματικά ανοιχτό σαν γκρεμός νοημάτων χλευάζοντας τις αποκωδικοποιήσεις- γίνεται αναμέτρηση πρωτίστως με τον εαυτό μας.

(Στην εφημερίδα Αυγή)

 


Δεν υπάρχουν σχόλια: