Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Τα παγκάκια της Κυψέλης*















Η Αγορά όταν ήταν Κυψέλη.


 Γεννήθηκα, μεγάλωσα και ζω στην Κυψέλη. Στην Κυψέλη του υπερπληθυσμού, της γειτνίασης των πάντων με τα πάντα, στην Κυψέλη με τις ελάχιστες θέσεις για πάρκιγκ. Στην Κυψέλη που σχεδόν όλοι οι δρόμοι έχουν ονόματα νησιών, εδώ που σε μια διασταύρωση το Βελβεντό συνορεύει με την Κέρκυρα και τα Γιαννιτσά με τη Σκόπελο σε μια θάλασσα πρόχειρου τσιμέντου. Στην Κυψέλη του Σαχτούρη, του Κακναβάτου, της Γώγου, της Τζένης Μαστοράκη και τόσων άλλων. Στην Κυψέλη με τους ποιητές, τους μετανάστες και τα παγκάκια. Και ακόμα σε αυτή με την καθημερινή σκληρότητα, τα φτιαγμένα μηχανάκια που μπουκώνουν τον ουρανό με θόρυβο, εδώ που η στάθμη του αφρού δεν κατεβαίνει ποτέ στο ποτήρι του φραπέ.
Όσοι ζούσαν εδώ τη δεκαετία του ’90 θα θυμούνται ακόμα το τραπεζάκι της Χρυσής Αυγής στη Φωκίωνος Νέγρη, τα πρώτα γραφεία στην Κεφαλληνίας, το χτύπημα της συμμορίας του Περίανδρου στα δικαστήρια. Αργότερα ήρθε το πρώτο κύμα μεταναστών: Αλβανοί, Πολωνοί, Βούλγαροι. Οι μελανοχίτωνες εκδιώχθηκαν κακήν κακώς. Σήμερα επιστρέφουν, θριαμβολογώντας με μίσος όπως σε τόσες περιοχές. Ο ρατσισμός ήταν καθημερινότητα στην Κυψέλη πολύ πριν απλωθεί σε κάθε σημείο της χώρας. Δεν έφυγε ποτέ. Μπορούσες να τον συναντήσεις στο πήξιμο του λεωφορείου, στις ουρές του ταχυδρομείου στην πλατεία Κυψέλης, σε ένα βλέμμα και σε μια χειρονομία που τώρα ξεσπούν μεγαλόφωνα, απενοχοποιημένα ως ένα παλαιό μη ομολογημένο αυτονόητο. Σήμερα περνούμε από έναν κοινότοπο ρατσισμό της κάθε μέρας, στο ρατσισμό ως κοινοτοπία. Το θέμα είναι πώς συμβάλλεις υπέρ ή κατά αυτής της κάθε μέρας.

Κυψέλη κάτω από το χαλί

Θυμάμαι τα παγκάκια της Κυψέλης, κατειλημμένα σήμερα από αναμνήσεις. Αυτά που φιλοξένησαν τις σύντομες κοπάνες από τα φροντιστήρια, που πάνω τους χαράχθηκαν οι πρώτες αθώες και υπερφίαλες υποσχέσεις έρωτα και φιλίας, σε κάποια πρόχειρη γραμμική αρχικών μιας ξένης γλώσσας. Στα παγκάκια που χύθηκαν οι πιο βιαστικές περιπτερόμπυρες από παρέες που αργότερα σκόρπισαν άλλοι στο εξωτερικό, άλλοι σε κακοπληρωμένα γραφεία και άλλοι στην απελπισία της ανεργίας. Σήμερα, τα παγκάκια στέκουν ακόμα εκεί, όχι κατειλημμένα από μετανάστες, αλλά στην πλειοψηφία τους παρατημένα, ξεδοντιασμένα από μια δημαρχία που αδιαφορεί επιδεικτικά για το δημόσιο χώρο. Η Κυψέλη δεν βρίσκεται στο κέντρο, στη βιτρίνα της πόλης, εύκολα κάποιος θα την αγνοήσει. Η Κυψέλη, μια ολόκληρη περιοχή κρυμμένη κάτω από το χαλί του δημάρχου.
Αρκετά συχνά από τα παγκάκια δεν θά ‘χει μείνει ούτε μία τάβλα. Μόνο οι δύο σιδερένιες βάσεις θα υπενθυμίζουν πως εκεί καθόταν ένα κάθισμα. Σήμερα οι βάσεις αυτές θα χρησιμεύσουν για τέρμα στο παιχνίδι κάποιων παιδιών. Σε μια παρέα από τα γύρω σχολεία, σε μια παρέα μεικτή, με παιδιά από την Αλβανία, την Ελλάδα, την Αφρική -αδιάφορο από πού αρκεί να παίζεις μπάλα. Είναι αυτές οι παρέες που βλέπεις όλο και πιο συχνά κατηφορίζοντας τη Φωκίωνος, μεικτές και αποκλειστικά μικρής ηλικίας, παρέες που σε κάνουν να χαμογελάς και να ξεχνιέσαι.

Μια γενναία απόφαση

Θυμάμαι την κατάληψη της Αγοράς της Κυψέλης, τις ατελείωτες βάρδιες 7 με 11 (στην πραγματικότητα όσο άντεχε η νύχτα). Τα καθημερινά μαθήματα γλώσσας στους μετανάστες, τις συζητήσεις, τις εκδηλώσεις. Ανάμεσά τους και λογοτεχνικά βράδια, παρουσιάσεις βιβλίων, απαγγελίες. Και κάθε φορά, γύρω στις 10, οι μετανάστες σχολούσαν από τα μαθήματά τους και περνούσαν μέσα από τις εκδηλώσεις. Κάποιοι κοντοστέκονταν και άκουγαν απορημένοι ή συνεπαρμένοι από έναν ήχο οικείο και άγνωστο, άλλοι χαμογελούσαν, άλλοι έφευγαν χαιρετώντας. Ήταν οι στιγμές αυτές που έβλεπες ολόκληρες παρέες μεταναστών να περνούν μέσα από τις στροφές, να περπατούν παραμερίζοντας διακριτικά τους στίχους μετά το μάθημα της γλώσσας. Ήταν οι στιγμές αυτές που σ’ έκαναν να αγαπάς τις λέξεις…
Σήμερα που ο κύριος Καμίνης πήρε τη γενναία απόφαση να κλείσει την Αγορά της Κυψέλης δεν βρίσκω και πολλούς λόγους να κατηφορίσω τη Φωκίωνος. Ίσως καμιά φορά όταν τα συνδρομητικά κανάλια θα δείχνουν κάποιο ματς να δώσουμε ραντεβού με φίλους απέναντι από κάποια οθόνη σε ένα τυχαίο μαγαζί. Σε αυτές τις προβολές θα συναντήσεις και μετανάστες, όχι να καταλαμβάνουν τα τραπέζια (αυτά είναι για όσους έχουν να πληρώσουν), πιο πίσω, μόλις λίγο έξω από το μαγαζί, να συμμετέχουν και αυτοί στην αναμονή της αναμέτρησης, στο θρίαμβο του γκολ και στην άδικη καταδίκη κάποιας κόκκινης κάρτας. Και θυμάμαι έναν φίλο ποιητή που καμιά φορά συναντώ στη Φωκίωνος, κάποτε είχε γράψει το παρακάτω ποίημα:

Πράσινη κάρτα

ολόκληρη η πόλη
μικρή περιοχή
τρέχει επιτέλους
μόνος αμαρκάριστος
και ντριμπλάρει
τους αμυντικούς
της όποιας εστίας
έχει αγκαλιάσει τώρα
στις εξέδρες το κοινό
μαζεύεται η ομάδα πάνω του
κάποιοι δακρυσμένοι
απότομα
ακούγονται σειρήνες
κάποιος του τραβολογά
τη φανέλα
-αίμα στους ώμους
κέρμα απ’την κερκίδα-
ένστολος σαν διαιτητής
προσπέρασε λέει
τους επόπτες γραμμών
χιλιόμετρα πιο πάνω
έχει βγει οφ-σάιντ
έτρεχε σε λάθος γήπεδο
είπαν άλλοι
κοντά στις θέσεις
των επίσημων
δεν πρόλαβε
να τραγουδήσει τον ύμνο
στην αρχή

τον πήρανε μεταγραφή είκοσι ευρώ τη μέρα,
δανεικό από κάπου
στην Β’ κατηγορία.

(Θοδωρής Ρακόπουλος, από τη συλλογή «Φαγιούμ», εκδόσεις Μανδραγόρας)

* Ζητώ εξαρχής συγνώμη για το προσωπικό ύφος. Δεν το συνηθίζω και μάλλον δεν μου ταιριάζει. Αλλά εδώ μπλέκουν αρκετές αγάπες και αρκετοί φόβοι. Η Κυψέλη, η ποίηση, ο δημόσιος χώρος, οι μετανάστες, ο ρατσισμός.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: