Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΤΑΙΝΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΩΑΜΕΘ ΚΑΙ Ο ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΣ ΟΡΙΕΝΤΑΛΙΣΜΟΣ

Οι «Σατανικοί στίχοι», η συγκυρία και «Η αθωότητα των μουσουλμάνων»



Oταν στις 26 Σε­πτεμ­βρίου του 1988 κυ­κλο­φο­ρού­σε το βι­βλίο του Σά­λα­μαν Ράσ­ντι «Οι σα­τα­νι­κοί στί­χοι», ο συγ­γρα­φέ­ας του πε­ρί­με­νε να προ­κα­λέ­σει έ­να μι­κρό σκάν­δα­λο. Τα δύο προ­η­γού­με­να βι­βλία του εί­χαν λά­βει πρω­τό­γνω­ρες δια­στά­σεις α­κο­λου­θώ­ντας ό­μοιες ο­δούς . «Τα παι­διά του με­σο­νυ­χτίου» εί­χαν ε­ξορ­γί­σει την Ίντι­ρα Γκά­ντι και το μυ­θι­στό­ρη­μα «Ντρο­πή» εί­χε ε­νο­χλή­σει το πο­λι­τι­κό και στρα­τιω­τι­κό κα­τε­στη­μέ­νο του Πα­κι­στάν. Στο ο­γκώ­δες του νέο μυ­θι­στό­ρη­μα, ο ιν­δο­βρε­τα­νός συγ­γρα­φέ­ας δη­μιούρ­γη­σε μια ι­στο­ρία πα­ράλ­λη­λη με την ι­στο­ρία του Ισλά­μ, μια ι­στο­ρία ο­νει­ρι­κή, φα­ντα­σια­κή και συ­χνά βέ­βη­λη στη χρή­ση των μύ­θων και των θρύ­λων της μου­σουλ­μα­νι­κής θρη­σκείας. Η έκ­δο­ση του βι­βλίου δεν δη­μιούρ­γη­σε α­πλώς σκάν­δα­λο, αλ­λά ο­δή­γη­σε σε μα­ζι­κές α­ντι­δρά­σεις και δια­δη­λώ­σεις μου­σουλ­μά­νων. Στις 14 Φε­βρουα­ρίου, ο ι­ρα­νός η­γέ­της Αγια­το­λάχ Χο­μεϊνί εκ­δί­δει φετ­φά κα­τα­δι­κά­ζο­ντας σε θά­να­το τον Ράσ­ντι και ό­λους ό­σοι ε­νε­πλά­κη­σαν στην έκ­δο­ση ή τη με­τά­φρα­ση του βι­βλίου. Ο συγ­γρα­φέ­ας θα πέρ­να­γε τα ε­πό­με­να 10 χρό­νια της ζωής του κρυμ­μέ­νος υ­πό την ε­πί­βλε­ψη ει­δι­κής μο­νά­δας της βρε­τα­νι­κής α­στυ­νο­μίας.
Αυ­τό που δεν υ­πο­λό­γι­σε ο Ράσ­ντι στις προ­βλέ­ψεις του σχε­τι­κά με τις α­ντι­δρά­σεις, ή­ταν η συ­γκε­κρι­μέ­νη πο­λι­τι­κή συ­γκυ­ρία, μια συ­γκυ­ρία που θα εκ­μη­δέ­νι­ζε την α­πό­στα­ση α­νά­με­σα στο σκαν­δα­λι­σμό και στο θρη­σκευ­τι­κό συμ­βό­λαιο θα­νά­του. Οι ε­κλο­γές στην Ινδία, το τέ­λος του ε­φτά­χρο­νου πο­λέ­μου α­νά­με­σα στο Ιράν και το Ιρά­κ, η ε­σω­τε­ρι­κή κα­τά­στα­ση στο με­τα­πο­λε­μι­κό Ιράν και οι δι­πλω­μα­τι­κές του σχέ­σεις με τη Βρε­τα­νία (με τις υ­πο­θέ­σεις Βρε­τα­νών ο­μή­ρων τό­σο στην ί­δια τη χώ­ρα ό­σο και στον Λί­βα­νο α­πό την Χεζ­μπο­λάχ να εκ­κρε­μούν) θα δη­μιουρ­γού­σαν έ­να πε­ρι­βάλ­λον τέ­τοιο ώ­στε να φυ­τρώ­σει μια πρω­τό­γνω­ρη δο­λο­φο­νι­κή ε­πι­τα­γή.
Σή­με­ρα, 24 χρό­νια με­τά την έκ­δο­ση των «Σα­τα­νι­κών στί­χων», ο Ράσ­ντι μας υ­πεν­θυ­μί­ζει τα γε­γο­νό­τα μέ­σα α­πό την έκ­δο­ση του βι­βλίου του «Τζο­ζέφ Αντόν». Το αυ­το­βιο­γρα­φι­κό βι­βλίο, το ο­ποίο κυ­κλο­φό­ρη­σε μέ­σα στον Σε­πτέμ­βρη, ε­ξι­στο­ρεί τα 10 χρό­νια σκιάς και φό­βου του συγ­γρα­φέα και χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε ή­δη λο­γο­τε­χνι­κό γε­γο­νός της χρο­νιάς. Η υ­πό­θε­ση Ράσ­ντι α­πο­κτά ξε­χω­ρι­στή ση­μα­σία σή­με­ρα για­τί α­πο­τέ­λε­σε την πρώ­τη πα­γκο­σμιο­ποιη­μέ­νη α­ντί­δρα­ση θρη­σκευ­τι­κού φα­να­τι­σμού ε­νά­ντια στην ε­λευ­θε­ρία της έκ­φρα­σης και ε­νά­ντια σε έ­να δυ­τι­κό πο­λι­τι­στι­κό πα­ρά­γω­γο. Οι πα­ρά­γο­ντες, οι σκο­πι­μό­τη­τες και η πο­λι­τι­κή εκ­με­τάλ­λευ­ση του σκαν­δά­λου ί­σως να έ­χουν τε­λι­κά με­γα­λύ­τε­ρη ση­μα­σία σή­με­ρα α­πό το γε­γο­νός στα στε­νά ό­ριά του.

Η α­θωό­τη­τα των μου­σουλ­μά­νων

Το να κα­τα­δι­κά­ζει κα­νείς τον φο­ντα­με­ντα­λι­σμό (ο ο­ποίος για σχε­δόν ό­λα τα δυ­τι­κά μέ­σα ε­νη­μέ­ρω­σης ταυ­τί­ζε­ται α­πο­κλει­στι­κά με τη μου­σουλ­μα­νι­κή εκ­δο­χή του), α­πο­τε­λεί μια πρά­ξη κοι­νό­το­πη στα ό­ρια του βα­ρε­τού. Η κοι­νο­το­πία ό­μως αυ­τή εί­ναι ι­κα­νή, ό­χι μό­νο να κα­τα­σκευά­σει στε­ρεό­τυ­πα, αλ­λά και να τα ο­ρί­σει ως την μό­νη α­πο­δε­κτή α­λή­θεια. Οι ει­κό­νες α­πό τα πρό­σφα­τα α­φιο­νι­σμέ­να πλή­θη στις μου­σουλ­μα­νι­κές χώ­ρες της Αφρι­κής και της Ασίας, ε­πι­σκία­σαν ό­λες τις άλ­λες πα­ρα­μέ­τρους του γε­γο­νό­τος: Την ται­νία «Η α­θωό­τη­τα των μου­σουλ­μά­νων», τους συ­ντε­λε­στές και τους σκο­πούς τους και πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο τη διε­θνή συ­γκυ­ρία (και ε­δώ να διευ­κρι­νί­σω πως κα­τά την ά­πο­ψή μου τα σα­τυ­ρι­κά σχέ­δια του γαλ­λι­κού πε­ριο­δι­κού «Charlie Hebdo», α­πο­τε­λούν α­πλά έ­να ε­ξυ­πνα­κί­στι­κο και και­ρο­σκο­πι­κό ε­πι­πλέ­ον γε­γο­νός, το ο­ποίο δεν προ­σθέ­τει τί­πο­τα στη συ­ζή­τη­ση).
Η πε­ρί­πτω­ση της Αθωό­τη­τας των μου­σουλ­μά­νων α­πο­κτά ξε­χω­ρι­στή ση­μα­σία α­κό­μα και α­πό τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του ί­διου του α­ντι­κει­μέ­νου που προ­κά­λε­σε τις α­ντι­δρά­σεις. «Η α­θωό­τη­τα των μου­σουλ­μά­νων» εί­ναι μια ται­νία που δεν γυ­ρί­στη­κε πο­τέ. Κυ­κλο­φό­ρη­σε δια­δι­κτυα­κά ως έ­να μο­ντα­ρι­σμέ­νο δε­κα­τε­τρά­λε­πτο, μια συρ­ρα­φή τυ­χαίων σκη­νών. Στο σύ­ντο­μο αυ­τό κομ­μά­τι ο Μωά­μεθ ό­χι μό­νο α­πει­κο­νί­ζε­ται αλ­λά προ­βάλ­λε­ται ως λά­γνος, ψεύ­της και ο­μο­φυ­λό­φι­λος. Οι μου­σουλ­μά­νοι που τον α­κο­λου­θούν πε­ρι­γρά­φο­νται ως ά­γριοι και αι­μο­δι­ψείς, παι­δό­φι­λοι και σα­δι­στές. Η αι­σθη­τι­κή των α­πο­σπα­σμά­των εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά κα­κό­γου­στη κά­που α­νά­με­σα σε σε­ξο­κω­μω­δία της σει­ράς και σε φιλμ α­νε­ρυ­θρία­στης φτη­νής προ­πα­γάν­δας.
Οι συ­ντε­λε­στές του έρ­γου έ­χουν και αυ­τοί ξε­χω­ρι­στό εν­δια­φέ­ρον. Ως σκη­νο­θέ­της, σε­να­ριο­γρά­φος και πα­ρα­γω­γός της ται­νίας, εμ­φα­νί­ζε­ται ο Nakoula Basseley Nakoula, φα­να­τι­κός Κό­πτης αι­γυ­πτια­κής κα­τα­γω­γής ο ο­ποίος ζει στην Αμε­ρι­κή. Ο Nakoula εί­χε κα­τα­δι­κα­στεί στο πα­ρελ­θόν για κα­τα­σκευή και λα­θρε­μπό­ριο ναρ­κω­τι­κών και τρα­πε­ζι­κές α­πά­τες. Στην κυ­κλο­φο­ρία και με­τά­δο­ση της ται­νίας ε­νε­πλά­κη­σαν μια σει­ρά α­πό γνω­στά πρό­σω­πα της φο­ντα­με­ντα­λι­στι­κής Αμε­ρι­κής ό­πως ο Morris Sadek, δι­κη­γό­ρος ο ο­ποίος κα­τά και­ρούς έ­χει το­πο­θε­τη­θεί υ­πέρ μιας ει­σβο­λής στην Αί­γυ­πτο που θα έ­διω­χνε το Ισλά­μ, και ο Terry Jones, α­με­ρι­κα­νός πά­στο­ρας που εί­χε γί­νει γνω­στός στο πα­ρελ­θόν ό­ταν α­να­κοί­νω­σε το σχέ­διό του να κά­ψει το Κο­ρά­νι κα­τά τη διάρ­κεια της λει­τουρ­γίας.
Ένα α­κό­μα εν­δια­φέ­ρον στοι­χείο, εί­ναι πως κα­νέ­νας συ­ντε­λε­στής ε­κτός α­πό τον σκη­νο­θέ­τη της ται­νίας δεν γνώ­ρι­ζε το πε­ριε­χό­με­νό της. Μια πρό­χει­ρη πα­ρα­κο­λού­θη­ση των α­πο­σπα­σμά­των α­πο­κα­λύ­πτει πως ό­λες οι φρά­σεις που α­να­φέ­ρο­νται στον Μωά­μεθ και το Ισλάμ εί­ναι ντου­μπλα­ρι­σμέ­νες και το­πο­θε­τή­θη­καν με­τά τα γυ­ρί­σμα­τα. Οι η­θο­ποιοί α­γνοού­σαν τους πραγ­μα­τι­κούς ρό­λους που υ­πο­δύο­νταν, ε­νώ πολ­λοί α­πό αυ­τούς μό­λις εί­δαν το υ­λι­κό που κυ­κλο­φό­ρη­σε στο δια­δί­κτυο κα­τέ­θε­σαν μη­νύ­σεις κα­τά του σκη­νο­θέ­τη.
Όπως εί­ναι, λοι­πόν, εμ­φα­νές α­πό τα δε­δο­μέ­να, η ται­νία γυ­ρί­στη­κε, χω­ρίς κα­μία καλ­λι­τε­χνι­κή ή α­κό­μη και οι­κο­νο­μι­κή α­ξίω­ση, αλ­λά με μο­να­δι­κό στό­χο να προ­κα­λέ­σει τον μου­σουλ­μα­νι­κό κό­σμο και να δη­μιουρ­γή­σει τις α­ντι­δρά­σεις που τε­λι­κά προ­κά­λε­σε.

Ένας νέ­ος, ε­πι­θε­τι­κός Οριε­ντα­λι­σμός

Κά­θε συ­ζή­τη­ση για τη σχέ­ση της α­να­το­λής με τη δύ­ση, μας φέρ­νει πί­σω στον «Οριε­ντα­λι­σμό», το κομ­βι­κό έρ­γο του Εντουάρ­ντ Σαΐντ. Σύμ­φω­να με τον Σαΐντ, ο Οριε­ντα­λι­σμός -ο τρό­πος θέ­α­σης της Ανα­το­λής α­πό την Δύ­ση- α­πο­τε­λεί μια κα­τα­σκευή η ο­ποία ε­πι­βάλ­λει στε­ρε­ο­τυ­πι­κές α­ντι­λή­ψεις και ει­κό­νες, δη­μιουρ­γώ­ντας έ­να φα­ντα­σια­κό οι­κο­δό­μη­μα που δεν α­ντα­πο­κρί­νε­ται στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Η ε­ντύ­πω­ση της πο­λι­τι­στι­κής κα­τω­τε­ρό­τη­τας της Ανα­το­λής, καλ­λιερ­γή­θη­κε συ­στη­μα­τι­κά στο πλα­τύ κοι­νό, κυ­ρίως μέ­σα α­πό πο­λι­τι­στι­κές κα­τα­γρα­φές (πί­να­κες, ποιή­μα­τα, ε­ντυ­πώ­σεις πε­ριη­γη­τών κ.τ.λ.) προ­σφέ­ρο­ντας άλ­λο­θι στις προ­σπά­θειες της Δύ­σης να κυ­ριαρ­χή­σει. Ο Οριε­ντα­λι­σμός -α­πό τον α­ποι­κια­κό 18ο και 19ο αιώ­να μέ­χρι και σή­με­ρα- λει­τούρ­γη­σε ως έ­να ε­πε­κτα­τι­κό ερ­γα­λείο νο­μι­μο­ποίη­σης των α­ποι­κια­κών και κυ­ριαρ­χι­κών βλέ­ψεων.
Ο νέ­ος ε­πι­θε­τι­κός Οριε­ντα­λι­σμός, ό­πως φα­νε­ρώ­θη­κε α­πό το δια­δι­κτυα­κό φαι­νό­με­νο της Αθωό­τη­τας των μου­σουλ­μά­νων, δεν έ­χει σαν στό­χο α­πλά να πε­ρι­γρά­ψει στε­ρεό­τυ­πα. Πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­σπα­θεί, προ­κα­λώ­ντας και πιέ­ζο­ντας με βά­ση δε­δο­μέ­νες και προ­βλέ­ψι­μες α­ντι­δρά­σεις, να κά­νει τους δέ­κτες της πρό­κλη­σης να συ­μπε­ρι­φερ­θούν ως στε­ρεό­τυ­πα. Οι πο­ρείες, τα ε­ξορ­γι­σμέ­να πρό­σω­πα και οι δο­λο­φο­νίες, προϋπάρ­χουν και εν­σω­μα­τώ­νο­νται στην αρ­χι­κή α­φή­γη­ση πριν καν συμ­βούν. Ο ε­πι­θε­τι­κός Οριε­ντα­λι­σμός πε­ρι­γρά­φει έ­να α­ντι­κεί­με­νο ε­νώ την ί­δια στιγ­μή το κα­τα­σκευά­ζει.
Όπως μας φα­νέ­ρω­σε η υ­πό­θε­ση Ράσ­ντι, θα ή­ταν λά­θος να α­ντι­με­τω­πί­σου­με τα γε­γο­νό­τα ε­κτός της συ­γκε­κρι­μέ­νης συ­γκυ­ρίας. Για­τί α­κό­μη και αν υ­πο­θέ­σου­με πως η ται­νία δεν κυ­κλο­φό­ρη­σε ε­πί­τη­δες τη δε­δο­μέ­νη στιγ­μή, ω­στό­σο ο­ρί­ζε­ται σε τέ­τοιο βαθ­μό α­πό τα γε­γο­νό­τα που την πε­ρι­βά­λουν, ώ­στε η αρ­χι­κή πρό­θε­ση (ή η έλ­λει­ψη πρό­θε­σης) να μην έ­χουν κα­μία ση­μα­σία. Τα γε­γο­νό­τα α­πο­τε­λούν την πρώ­τη με­γά­λης κλί­μα­κας α­ντί­δρα­ση με­τά την Αρα­βι­κή Άνοι­ξη και σε με­γά­λο βαθ­μό -έ­στω και σε φα­ντα­σια­κό ε­πί­πε­δο- μπο­ρούν να χρη­σι­μο­ποιη­θούν κό­ντρα και ε­νά­ντια σε αυ­τή. Το γε­γο­νός ο­ρί­ζε­ται ε­πί­σης α­πό την ε­πι­λο­γή των Η­ΠΑ για μια πιο ή­πια ε­ξω­τε­ρι­κή πο­λι­τι­κή α­πέ­να­ντι στις μου­σουλ­μα­νι­κές χώ­ρες κα­τά την προ­ε­δρία Ομπά­μα. Η μι­κρή α­πό­στα­ση α­πό τις α­με­ρι­κα­νι­κές ε­κλο­γές ε­πα­να­φέ­ρει στην ατ­ζέ­ντα των συ­ζη­τή­σεων την ε­πι­λο­γή αυ­τή. Επί­σης, τα μο­ντα­ρι­σμέ­να α­πο­σπά­σμα­τα κυ­κλο­φό­ρη­σαν σε μια πε­ρίο­δο που οι συ­ζη­τή­σεις στο Ισραήλ για ε­πί­θε­ση στο Ιράν βρί­σκο­νται σε η­με­ρή­σια διά­τα­ξη και α­πο­κτούν ό­λο και με­γα­λύ­τε­ρη έ­ντα­ση.
Τε­λι­κά, εί­ναι δύο τα θέ­μα­τα που προ­κύ­πτουν α­πό τα γε­γο­νό­τα. Το έ­να μι­λά για την ε­λευ­θε­ρία του λό­γου ως πο­λι­τι­κό δια­κύ­βευ­μα και ζη­τού­με­νο σε μια πα­γκο­σμιο­ποιη­μέ­νη κοι­νω­νία της πλη­ρο­φο­ρίας. Το δεύ­τε­ρο εί­ναι το πώς το πρώ­το θέ­μα μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποιη­θεί για πο­λι­τι­κούς σκο­πούς, α­κό­μα και φο­ντα­με­ντα­λι­στι­κές (χρι­στια­νι­κές αυ­τή τη φο­ρά) σκο­πι­μό­τη­τες. Η ταύ­τι­ση των δύο θε­μά­των έ­χει σαν α­πο­τέ­λε­σμα την ε­πι­σκία­ση και α­πο­σιώ­πη­ση του δευ­τέ­ρου. Και η κυ­ριαρ­χία αυ­τής της ταύ­τι­σης εί­ναι α­κρι­βώς αυ­τό που πα­ρα­κο­λου­θή­σα­με τις τε­λευ­ταίες ε­βδο­μά­δες πί­σω α­πό τις ει­κό­νες του α­γριε­μέ­νου πλή­θους.
(Τις ί­διες μέ­ρες, η υ­πό­θε­ση του «γέ­ρο­ντα Πα­στί­τσιου» και η ε­μπλο­κή της Χρυ­σής Αυ­γής σε αυ­τή ήρ­θε να προ­σθέ­σει μια α­κό­μα πα­ρά­με­τρο στην ό­λη κου­βέ­ντα για τον δι­κό μας, ελ­λη­νι­κό φο­ντα­με­ντα­λι­σμό).

(Στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Η νέα ά­νο­δος του Αρτού­ρο Ούι

* Ή ό­ταν οι ε­γκλη­μα­τίες ει­σβά­λλουν στην πο­λι­τι­κή

 

«Τέ­τοιοι σαν αυ­τόν τον Ούι
υ­πάρ­χουν κιό­λας πολ­λοί»

Μπέρ­τολτ Μπρε­χτ,
Η α­πο­τρέ­ψι­μη ά­νο­δος
του Αρτού­ρο Ούι (σκη­νή
πρώ­τη, ει­κό­να δεύ­τε­ρη)


Σι­κά­γο, δε­κα­ε­τία του ’30. Το τρα­στ του κου­νου­πι­διού βρί­σκε­ται σε δύ­σκο­λη οι­κο­νο­μι­κή κα­τά­στα­ση λό­γω της κρί­σης. Μέ­σα στον πα­νι­κό της κα­τάρ­ρευ­σης, οι η­γέ­τες του τρα­στ προ­σπα­θούν να στή­σουν έ­να πα­ρά­νο­μο δά­νειο. Εμπό­διο στα σχέ­δια τους στέ­κε­ται ο γέ­ρος Ντό­γκσμπο­ρου, δή­μαρ­χος και οι­κο­νο­μι­κός η­γέ­της των ε­πι­χει­ρή­σεων. Μέ­σα α­πό ψέ­μα­τα, κο­λα­κείες και δω­ρο­δο­κίες, οι η­γέ­τες θα κα­τα­φέ­ρουν να ε­μπλέ­ξουν τον Ντό­γκσμπο­ρου στα πα­ρά­νο­μα σχέ­διά τους. Όταν το δη­μο­τι­κό συμ­βού­λιο αρ­χί­σει να ε­ρευ­νά την υ­πό­θε­ση, ο πα­νι­κό­βλη­τος Ντό­γκσμπο­ρο θα δε­χτεί την προ­στα­σία του γκάν­γκστερ Αρτού­ρο Ούι, ο ο­ποίος θα τον υ­πε­ρα­σπι­στεί α­παλ­λάσ­σο­ντας τον α­πό τις κα­τη­γο­ρίες, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να θα τον κα­τα­στή­σει υ­πο­χεί­ριο των δι­κών του σκο­πών.
Σύ­ντο­μα, ο Ούι θα πα­ρέ­χει προ­στα­σία σε ο­λό­κλη­ρο το τρα­στ του κου­νου­πι­διού. Απέ­να­ντι στους δια­φω­νού­ντες και τις α­ντι­δρά­σεις, ο γκάν­γκστερ και οι υ­πα­σπι­στές του θα α­πα­ντή­σουν με ψέ­μα­τα, βία και δο­λο­φο­νίες. Όταν ξε­σπά­σει η με­γά­λη φω­τιά στις α­πο­θή­κες των ε­μπό­ρων ο Ούι θα κα­τη­γο­ρή­σει τους εχ­θρούς του για το συμ­βάν. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ό­μως εί­ναι οι υ­πα­σπι­στές του γκάν­γκστερ αυ­τοί που έ­βα­λαν τη φω­τιά. Οι γκάν­γκστε­ρς εκ­με­ταλ­λεύο­νται το διά­χυ­το φό­βο και σύ­ντο­μα πω­λούν προ­στα­σία σε ο­λό­κλη­ρη την πό­λη. Η δύ­να­μη του Ούι θα με­γα­λώ­σει ταυ­τό­χρο­να με την πα­ρά­νοια του. Φο­βού­με­νος σχέ­δια α­να­τρο­πής, θα δο­λο­φο­νή­σει τον υ­πα­σπι­στή του, συ­νερ­γά­τη και στε­νό του φί­λο Ερνέ­στο Ρό­μα. Η πα­ρά­νοια του, ό­μως, δεν θα στα­θεί ε­μπό­διο στην ε­πι­τυ­χία του. Με­τά το Σι­κά­γο, η γει­το­νι­κή πό­λη του Κί­κε­ρο θα μπει και αυ­τή κά­τω α­πό την προ­στα­σία των γκάν­γκστερ. Σύ­ντο­μα και άλ­λες πό­λεις θα α­κο­λου­θή­σου­ν…

Ανά­με­σα στην πα­ρω­δία και την πα­ρα­βο­λή

Στη σχη­μα­τι­κό­τη­τα των χα­ρα­κτή­ρων και της δο­μή του έρ­γου του Μπέρ­τολτ Μπρε­χτ «Η α­πο­τρέ­ψι­μη ά­νο­δος του Αρτού­ρο Ούι» , ο θε­α­τής μπο­ρεί να α­να­γνω­ρί­σει άλ­λη μια γκαν­γκστε­ρι­κή ι­στο­ρία στους δρό­μους του Σι­κά­γου. Ανά­με­σα στις σκη­νές θα δια­κρί­νει την ε­γκλη­μα­τι­κή στα­διο­δρο­μία του άρ­χο­ντα της πό­λης Αλ Κα­πό­νε και την πα­ρά­νοια της ε­ξου­σίας του σεξ­πι­ρι­κού Ρι­χάρ­δου του Τρί­του. Το έρ­γο ό­μως στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα α­πο­τε­λεί α­πο­συ­ναρ­μο­λό­γη­ση και α­να­σύν­θε­ση των γε­γο­νό­των και των προ­σώ­πων που ο­δή­γη­σαν τον Χίτ­λερ στην ε­ξου­σία. Οι σχέ­σεις του Χίτ­λερ με τον γερ­μα­νό πρό­ε­δρο φον Χί­ντεν­μπουρ­γκ, η ά­νο­δος του στην κα­γκε­λα­ρία, ο ε­μπρη­σμός του Ράιχ­στα­γκ και η νύ­χτα των κρυ­στάλ­λων, η δο­λο­φο­νία του Ερνστ Ρομ και η νύ­χτα των με­γά­λων μα­χαι­ριών και τε­λι­κά η ε­πέ­κτα­ση της Γερ­μα­νίας στην Αυ­στρία εί­ναι τα πραγ­μα­τι­κά γε­γο­νό­τα πί­σω α­πό τις σκη­νές του έρ­γου. Κι­νού­με­νο α­νά­με­σα στην πα­ρω­δία και την πα­ρα­βο­λή, το έρ­γο δεν α­πο­τε­λεί α­πλά μια κα­τα­γρα­φή γε­γο­νό­των. Αντί­θε­τα κα­τα­φέρ­νει να το­νί­σει τους μη­χα­νι­σμούς πί­σω α­πό τα συμ­βά­ντα, τις ευ­θύ­νες πί­σω α­πό την κί­νη­ση και τε­λι­κά να α­να­δεί­ξει ε­κεί­νη την α­να­τρο­πή (ό­πως εμ­φα­νί­ζε­ται στον τίτ­λο) που πο­τέ δεν ήρ­θε.

Η σκη­νή του φα­σι­σμού

Ένα στοι­χείο με ξε­χω­ρι­στή ση­μα­σία το ο­ποίο υ­πάρ­χει έ­ντο­να μέ­σα στο έρ­γο εί­ναι η ί­δια η θε­α­τρι­κό­τη­τα του φα­σι­σμού. Στον προ­νο­μια­κό χώ­ρο της θε­α­τρι­κής σκη­νής, ο Μπρε­χτ μας πα­ρου­σιά­ζει και μας δι­δά­σκει τους τρό­πους με τους ο­ποίους έ­νας κοι­νός ε­γκλη­μα­τίας, έ­νας μι­σό­τρε­λος γκάν­γκστερ γί­νε­ται Φί­ρε­ρ, τα υ­λι­κά με τα ο­ποία δη­μιουρ­γεί­ται μια μυ­θο­λο­γία που μπο­ρεί να πλα­νέ­ψει τα πλή­θη: Η θε­α­τρι­κό­τη­τα της κί­νη­σης, ο το­νι­σμός της χει­ρο­νο­μίας, η έ­ντα­ση του λό­γου και η χρή­ση του φό­βου και του μί­σους αλ­λά­ζουν τις δια­στά­σεις και δί­νουν άλ­λο μέ­γε­θος σε έ­να χα­ρα­κτή­ρα που μέ­χρι τα μι­σά του έρ­γου έ­μοια­ζε ε­πι­κίν­δυ­νος αλ­λά εμ­φα­νι­ζό­ταν α­δύ­να­μος και α­ναι­μι­κός. Μέ­σα α­πό τις σκη­νο­θε­τη­μέ­νες εμ­φα­νί­σεις το πραγ­μα­τι­κό δια­στρέ­φε­ται και το ψέ­μα προ­κύ­πτει ως α­λή­θεια, μια α­λή­θεια που φα­να­τί­ζει τα πλή­θη.
Το έρ­γο γρά­φτη­κε το 1941, ό­ταν ο Μπρε­χτ ή­ταν ε­ξό­ρι­στος στην Φι­λαν­δία. Ο Αρτού­ρο Ούι δεν παί­χτη­κε και δεν εκ­δό­θη­κε πο­τέ ό­σο ο Μπρε­χτ ή­ταν ζω­ντα­νός, αλ­λά σή­με­ρα α­πο­τε­λεί έ­να α­πό τα πιο πο­λυ­παιγ­μέ­να και γνω­στά του έρ­γα. Ενώ η αρ­χι­κή πρό­θε­ση του συγ­γρα­φέα ή­ταν να α­πο­μυ­θο­ποιή­σει και να γε­λοιο­ποιή­σει τον Χίτ­λερ και τους ε­πι­κε­φα­λής του τρί­του Ράι­χ, το έρ­γο πή­ρε τε­λι­κά μια νέα τρο­πή. Όπως ο ί­διος ο Μπρε­χτ ση­μειώ­νει: «το έρ­γο δεν εί­ναι τό­σο μια ε­πί­θε­ση στον Χίτ­λε­ρ, αλ­λά κυ­ρίως μια ε­πί­θε­ση στην αυ­τα­ρέ­σκεια των αν­θρώ­πων που μπο­ρού­σαν να του α­ντι­στα­θούν αλ­λά δεν το έ­κα­ναν». Το έρ­γο δι­δά­σκει, ε­νο­χο­ποιεί και ταυ­τό­χρο­να προ­ει­δο­ποιεί. Λει­τουρ­γώ­ντας πα­ράλ­λη­λα στο Σι­κά­γο και τη Γερ­μα­νία, στο χρό­νο του να­ζι­σμού και στο χρό­νο του γκαν­γκστε­ρι­σμού, ο Αρτού­ρο Ούι γδύ­νε­ται τους προσ­διο­ρι­σμούς του συ­γκε­κρι­μέ­νου, με α­πο­τέ­λε­σμα να γί­νε­ται έρ­γο ε­πί­και­ρο ό­που και ό­πο­τε χρεια­στεί. Για­τί ό­πως πε­ρι­γρά­φει δι­δα­κτι­κά και ε­πι­θε­τι­κά ο ί­διος ο Μπρε­χτ στο τέ­λος του έρ­γου: «Άνθρω­πε ε­σύ, μην για την ήτ­τα του ε­κεί­νη θριαμ­βο­λο­γείς,
Για­τί α­κό­μα και αν ο κό­σμος ορ­θώ­θη­κε και στα­μά­τη­σε τον μπά­σταρ­δο, η σκύ­λα που τον γέν­νη­σε έ­χει και πά­λι κά­ψες».

 (Στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Έβγα­λαν τον Πά­πα... Πά­πισ­σα για να χτυ­πή­σουν την ελ­λη­νι­κή εκ­κλη­σία!

ΑΙ­ΣΧΡΟ ΜΥ­ΘΙ­ΣΤΟ­ΡΗ­ΜΑ Α­ΠΟ ΤΟΝ ΕΜ­ΜΑ­ΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗ



Σύμ­φω­να με α­πο­κα­λύ­ψεις της ε­φη­με­ρί­δας «Το τε­λευ­ταίο ψέ­μα», σά­λο έ­χει προ­κα­λέ­σει το μυ­θι­στό­ρη­μα του Εμμα­νουήλ Ροΐδη «Η Πά­πισ­σα Ιωάν­να». Στο συ­γκε­κρι­μέ­νο μυ­θι­στό­ρη­μα ο συγ­γρα­φέ­ας πα­ρου­σιά­ζει μια γυ­ναί­κα να α­νέρ­χε­ται τις θέ­σεις της εκ­κλη­σια­στι­κής ιε­ραρ­χίας, μέ­χρι να φτά­σει στο α­νώ­τε­ρο α­ξίω­μα, αυ­τό του Πά­πα. Σύμ­φω­να, ό­μως, με την ε­φη­με­ρί­δα «πα­ρό­λο που το βι­βλίο πα­ρι­στά­νει πως μι­λά­ει για την κα­θο­λι­κή εκ­κλη­σία του με­σαίω­να, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα έ­χει ως στό­χο την ορ­θό­δο­ξη ελ­λη­νι­κή εκ­κλη­σία του σή­με­ρα. Οι πα­πά­δες πε­ρι­γρά­φο­νται ως α­μόρ­φω­τοι, υ­πο­κρι­τές και λά­γνοι. Οι μο­να­χοί ως αι­ρε­τι­κοί, ά­θε­οι, μοι­χοί και αι­μο­μί­κτες. Στην ορ­γιώ­δη φα­ντα­σία του κυ­ρίου Ροΐδη, το μό­νο που συμ­βαί­νει στα μο­να­στή­ρια εί­ναι τσι­μπού­σια και όρ­για (η η­ρωί­δα κλεί­νε­ται σε μο­να­στή­ρι ε­πει­δή μια α­γία, σε έ­να ό­ρα­μα της σφύ­ρι­ξε πως ε­κεί θα έ­χει κα­λύ­τε­ρη σε­ξουα­λι­κή ζωή). Οι πα­πά­δες βα­φτί­ζουν (κυ­ριο­λε­κτι­κά) το κρέ­ας ψά­ρι και προ­σπα­θούν να βιά­σουν την η­ρωί­δα η ο­ποία δεν κά­νει τί­πο­τα άλ­λο α­πό το να συ­νευ­ρί­σκε­ται ε­ρω­τι­κά με ιε­ρω­μέ­νους».
Το δη­μο­σίευ­μα συ­νε­χί­ζει: «Από το “α­ρι­στούρ­γη­μα” του κουλ­του­ριά­ρη κυ­ρίου Ροΐδη δεν α­που­σιά­ζουν βέ­βαια και τα προ­κλη­τι­κά σχό­λια προς το ποί­μνιο και τον α­πλό ελ­λη­νι­κό λαό. Έτσι οι Έλλη­νες πα­ρου­σιά­ζο­νται ως κου­το­πό­νη­ροι, α­πα­θείς και α­νό­η­τοι. Όσοι νη­στεύουν, μας λέει, τρώ­νε α­στα­κό την Πα­ρα­σκευή (δεν έ­χου­με ό­λοι μας τό­σα λε­φτά κύ­ριε Ροΐδη. Ει­δι­κά με ό­λα αυ­τά που τρα­βά­ει ο ελ­λη­νι­κός λαός στις μέ­ρες μας θα μπο­ρού­σα­τε να εί­στε πιο προ­σε­χτι­κός), α­κό­μα και τις ορ­θό­δο­ξες θρη­σκευ­τι­κές ει­κό­νες, τις α­πο­κα­λεί τε­ρα­τό­μορ­φες, ε­νώ μας λέει πως προ­τι­μά τις δυ­τι­κές. Και στην ει­σα­γω­γή ο “συγ­γρα­φέ­ας” α­να­φέ­ρει πως προ­τι­μά τους κα­θο­λι­κούς πα­πά­δες α­πό τους ορ­θό­δο­ξους (αν συ­μπα­θεί τό­σο τους κα­θο­λι­κούς πα­πά­δες να τους πά­ρει σπί­τι του!). Το μυ­θι­στό­ρη­μα εί­ναι τό­σο ε­ξό­φθαλ­μα αι­σχρό που μέ­χρι και ο ί­διος πα­ρα­δέ­χε­ται στην ει­σα­γω­γή του  πως πε­ριέ­χει μό­νο αί­σχη και γε­λοιο­γρα­φίες».

Ο Κύ­ριος Ροΐδης

Στην συ­νέ­χεια πα­ρα­τί­θε­ται έ­να σύ­ντο­μο βιο­γρα­φι­κό του συγ­γρα­φέα. Η ε­φη­με­ρί­δα το­νί­ζει: «Ο κύ­ριος Ροΐδης α­πο­τε­λεί πα­ρά­δειγ­μα σύγ­χρο­νου κουλ­του­ρια­ρέ­ου. Κα­τα­γό­με­νος α­πό πλού­σια οι­κο­γέ­νεια σπού­δα­σε στο ε­ξω­τε­ρι­κό με λε­φτά του μπα­μπά και τώ­ρα έρ­χε­ται να μας κρί­νει και να μας πει πώς να ζού­με, χω­ρίς να έ­χει δου­λέ­ψει μια μέ­ρα στη ζωή του. Όταν ε­πι­τέ­λους α­πο­φά­σι­σε να δου­λέ­ψει, έ­πια­σε δου­λειά στην ε­θνι­κή βι­βλιο­θή­κη (βα­ρέα και αν­θυ­γιει­νά ο δι­κός σου). Με λί­γα λό­για πλη­ρώ­νε­ται με λε­φτά του κρά­τους (λε­φτά του Έλλη­να φο­ρο­λο­γου­μέ­νου, δι­κά μου και δι­κά σου, φί­λε α­να­γνώ­στη, που ού­τε μου πε­ρισ­σεύουν ού­τε σου πε­ρισ­σεύουν) για να γρά­φει τα τε­ρα­τουρ­γή­μα­τά του».
«Βέ­βαια», συ­νε­χί­ζει η ε­φη­με­ρί­δα, «αυ­τή δεν εί­ναι η πρώ­τη φο­ρά που ο κύ­ριος Ροΐδης προ­κα­λεί. Δεί­τε τι δή­λω­σε πα­λαιό­τε­ρα:  Έκα­στος τό­πος έ­χει την πλη­γήν του: Η Αγγλία την ο­μί­χλην, η Αί­γυ­πτος τας ο­φθαλ­μίας, η Βλα­χία τας α­κρί­δας και η Ελλάς τους Έλλη­νας. Το μό­νο που μπο­ρού­με να του πού­με ε­μείς, εί­ναι πως αν δεν του α­ρέ­σει η χώ­ρα μας εί­ναι ε­λεύ­θε­ρος να φύ­γει, κα­νείς δεν τον κρα­τά».

Αντι­δρά­σεις

Με­τά τις α­πο­κα­λύ­ψει της ε­φη­με­ρί­δας α­κο­λού­θη­σε σά­λος α­ντι­δρά­σεων. Σε άρ­θρο της την ε­πό­με­νη μέ­ρα, η ε­φη­με­ρί­δα «Το τε­λευ­ταίο ψέ­μα» α­να­φέ­ρει: «Σά­λο προ­κά­λε­σαν οι α­πο­κα­λύ­ψεις του Τε­λευ­ταίου Ψέ­μα­τος για το μυ­θι­στό­ρη­μα του Εμμα­νουήλ Ροΐδη «Η πά­πισ­σα Ιωάν­να». Με ε­πί­ση­μη α­να­κοί­νω­σή της η εκ­κλη­σία χα­ρα­κτη­ρί­ζει το μυ­θι­στό­ρη­μα α­ντι­χρι­στια­νι­κό και κα­κοή­θες, ε­νώ σε πη­γα­δά­κια έ­ξω α­πό τη Μη­τρό­πο­λη α­κού­γο­νται φή­μες πε­ρί α­φο­ρι­σμού. Επί­σης ο  μη­τρο­πο­λί­της Δρυι­νου­πό­λεως, Πω­γω­νια­νής και Κο­νί­τσης, υ­πέρ­τι­μος και έ­ξαρ­χος Βο­ρείου Ηπεί­ρου, δή­λω­σε α­πό τον Γράμ­μο -ό­που έ­χει κα­τα­σκη­νώ­σει μό­νι­μα- πως δεν τον φο­βί­ζουν «ού­τε ο Ροΐδης, ού­τε το ΚΚΕ, ού­τε ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ» για να κα­τα­λή­ξει:  «Ο Γράμ­μος ζει και μας ο­δη­γεί!».  Η Χρυ­σή Αυ­γή δεν προέ­βη α­κό­μη σε δη­λώ­σεις, αλ­λά σύμ­φω­να με διαρ­ροές η το­πο­θέ­τη­ση α­να­μέ­νε­ται να κι­νη­θεί κά­πως έ­τσι: «Εί­ναι πά­ρα πολ­λά τα δρώ­με­να. Αυ­τή η α­θλιό­τη­τα δεν θα πε­ρά­σει έ­τσι. Σας προ­ει­δο­ποιού­με ό­τι αυ­τή η μα­λ… ται­νία (sic) δεν θα α­φή­σου­με να παι­χτεί στην πό­λη μας. Θα μας βρεί­τε α­πέ­να­ντί σας και πι­στέψ­τε μας δεν θέ­λε­τε..!», ε­νώ φή­μες μι­λούν για προ­γραμ­μα­τι­σμό συ­γκέ­ντρω­σης μπρο­στά στο ά­γαλ­μα του Εμμα­νουήλ Ροΐδη στην Ερμού­πο­λη, κα­θώς και στην ο­δό Χα­ρι­λά­ου Τρι­κού­πη στην Αθή­να (μια και ο συγ­γρα­φέ­ας ή­ταν φα­να­τι­κός ο­πα­δός του πο­λι­τι­κού Χα­ρι­λά­ου Τρι­κού­πη)».

Συ­μπέ­ρα­σμα

Τα δύο δη­μο­σιεύ­μα­τα κα­τα­λή­γουν πά­νω κά­τω στο ί­διο συ­μπέ­ρα­σμα το ο­ποίο πα­ρα­θέ­του­με αυ­τού­σιο:  «Στην ε­πο­χή της κρί­σης ό­που κά­θε ε­ξου­σία έ­χει πα­ρα­δο­θεί στους τροϊκα­νούς και τους διε­θνείς το­κο­γλύ­φους, το τε­λευ­ταίο που θέ­λει να χτυ­πή­σει η νέα τά­ξη πραγ­μά­των εί­ναι και το πιο δύ­σκο­λο: την ψυ­χή και το πνεύ­μα του Έλλη­να. Για το λό­γο αυ­τό θέ­λουν να τι­νά­ξουν στον αέ­ρα τούς τρεις πυ­λώ­νες της ταυ­τό­τη­τας μας: Τη θρη­σκεία, την πα­τρί­δα και την οι­κο­γέ­νεια. Και αν η πα­τρί­δα έ­χει χτυ­πη­θεί με τό­σους δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους, έρ­γα θο­λο­κουλ­του­ρια­ρέων  σαν του κυ­ρίου Ροΐδη έ­χουν στό­χο τη θρη­σκεία μας. Όσο για την οι­κο­γέ­νεια θα σας υ­πεν­θυ­μί­σου­με α­πλώς δύο έρ­γα που παί­χτη­καν αυ­τό το κα­λο­καί­ρι στα αρ­χαία μας θέ­α­τρα (και πά­λι με δι­κά μας λε­φτά, με χρή­μα­τα του α­πλού Έλλη­να φο­ρο­λο­γου­μέ­νου). Στο έ­να με την ο­νο­μα­σία «Οι­δί­πο­δας Τύ­ραν­νος» έ­νας βα­σι­λιάς σκο­τώ­νει τον πα­τέ­ρα του και κά­νει σεξ με την μά­να του, ε­νώ σε έ­να άλ­λο με τον τίτ­λο «Μή­δεια», μια ξέ­νη πρι­γκί­πισ­σα σκο­τώ­νει τα παι­διά της και στο τέ­λος φεύ­γει α­τι­μώ­ρη­τη. Όπως γρά­ψα­με πα­λαιό­τε­ρα σε άρ­θρα σχε­τι­κά με τις δύο πα­ρα­στά­σεις, τέ­τοια άρ­ρω­στα κα­τα­σκευά­σμα­τα έ­χουν σαν μο­να­δι­κό στό­χο να δη­λη­τη­ριά­σουν την ψυ­χή του Έλλη­να». 
Με­τά το σά­λο που προ­κλή­θη­κε, η «Επο­χή» ε­ξα­σφά­λι­σε α­πο­κλει­στι­κές δη­λώ­σεις του συγ­γρα­φέα. Ο Εμμα­νουήλ Ροΐδης μάς δή­λω­σε σε α­πο­κλει­στι­κό­τη­τα: «Εί­μαι νε­κρός. Αφή­στε με ή­συ­χο».

(Το πα­ρα­πά­νω κεί­με­νο εί­ναι προϊόν σά­τι­ρας. Οποια­δή­πο­τε ο­μοιό­τη­τά του με πραγ­μα­τι­κά γε­γο­νό­τα ή πρό­σω­πα ο­φεί­λε­ται α­πο­κλει­στι­κά σε έλ­λει­ψη φα­ντα­σίας).

(Στην εφημερίδα Εποχή)


Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

Το “Πρώ­το Θέ­μα” και ο Αθα­νά­σιος Διά­κος

Α­ΠΟ ΤΗΝ ΚΙ­ΤΡΙ­ΝΗ ΔΗ­ΜΟ­ΣΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ ΣΤΗ ΧΡΥ­ΣΗ ΑΥ­ΓΗ



Mε­τά τον «Τε­λευ­ταίο πει­ρα­σμό« του Σκορ­σέ­ζε, την έκ­θε­ση Outlook, την ει­κα­στι­κή ε­γκα­τά­στα­ση της Εύας Στε­φα­νή στην Art Athina και αρ­κε­τές α­κό­μη πε­ρι­πτώ­σεις, έ­να α­κό­μα έρ­γο έρ­χε­ται να σκαν­δα­λί­σει το η­θι­κό ελ­λη­νι­κό κοι­νό και να ε­πα­να­φέ­ρει στο προ­σκή­νιο προ­τρο­πές λο­γο­κρι­σίας. Το θε­α­τρι­κό έρ­γο της Λέ­νας Κι­τσο­πού­λου «Αθα­νά­σιος Διά­κος: Η ε­πι­στρο­φή«, α­πο­τε­λεί το πιο πρό­σφα­το θύ­μα του η­θι­κι­στι­κού πυ­ρε­τού. Αυ­τό που δια­φο­ρο­ποιεί τη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση α­πό ό­λες τις προ­η­γού­με­νες εί­ναι η συ­γκε­κρι­μέ­νη χρο­νι­κή συ­γκυ­ρία, ο φο­ρέ­ας της α­ντί­δρα­σης («Πρώ­το Θέ­μα«) κα­θώς και ο τρό­πος με τον ο­ποίο η ε­φη­με­ρί­δα δια­χει­ρί­στη­κε και διέ­χυ­σε το σκαν­δα­λι­σμό της.

Κί­τρι­να ε­ξώ­φυλ­λα και φαιο­χί­τω­νες προ­τρο­πές

Στις 4 Σε­πτεμ­βρίου, η ε­φη­με­ρί­δα «Πρώ­το Θέ­μα« έ­γρα­φε στο ε­ξώ­φυλ­λό της: «Αι­σχρή πα­ρά­στα­ση με χρή­μα­τα του Δη­μο­σίου. Έβγα­λαν σου­βλατ­ζή, κε­ρα­τά - συ­ζυ­γο­κτό­νο τον Αθα­νά­σιο Διά­κο«. Πα­ρα­κά­τω το ε­ξώ­φυλ­λο προ­σέ­θε­τε: «Η σκη­νο­θέ­τις Λέ­να Κι­τσο­πού­λου δη­λώ­νει: Κά­θε κό­ρη Έλλη­να θα εί­ναι κα­λό να πά­ει με έ­ναν μαύ­ρο«. Το κο­λάζ φρά­σεων συ­μπλη­ρω­νό­ταν σε ξε­χω­ρι­στό πλαί­σιο με την προ­τρο­πή: «Κά­ποιος να τους στα­μα­τή­σει«. Αυ­τό που κυ­ριαρ­χού­σε, ό­μως, στο ε­ξώ­φυλ­λο δεν ή­ταν οι λέ­ξεις αλ­λά ο συν­δυα­σμός τους με έ­να κα­κό­γου­στο τρί­πτυ­χο ει­κό­νω­ν: έ­να πορ­τρέ­το του Αθα­νά­σιου Διά­κου, μια φω­το­γρα­φία α­πό την πα­ρά­στα­ση και στο κέ­ντρο μια γυ­μνή ασ­πρό­μαυ­ρη φω­το­γρα­φία της σκη­νο­θέ­τι­δος. Το άρ­θρο που συ­μπλη­ρώ­νει το ε­ξώ­φυλ­λο (για­τί σε αυ­τού του εί­δους τη δη­μο­σιο­γρα­φία ο κύ­ριος ό­γκος της ε­φη­με­ρί­δας α­πο­τε­λεί α­πλά πα­ρα­γέ­μι­σμα της ε­ξώ­φυλ­λης φω­να­σκίας), κά­νει λό­γο για έ­να αρ­ρω­στη­μέ­νο και δια­στρο­φι­κό έρ­γο που προ­σβά­λει τον έλ­λη­να πο­λί­τη και την ελ­λη­νι­κή ι­στο­ρία, α­σκεί κρι­τι­κή με ε­κτε­νή α­να­φο­ρά στον πρό­ε­δρο του Φε­στι­βάλ Αθη­νών Γιώρ­γο Λού­κο, ε­πα­να­φέ­ρει έ­να ά­σχε­το με την πα­ρά­στα­ση άρ­θρο της Κι­τσο­πού­λου στο «Κο­ντέι­νε­ρ« (α­πό ό­που και το α­πό­σπα­σμα του ε­ξω­φύλ­λου) και τε­λι­κά θέ­τει ως βα­σι­κό ε­πι­χεί­ρη­μα πως αυ­τό το «α­ρι­στούρ­γη­μα« (με ει­σα­γω­γι­κά στο άρ­θρο) χρη­μα­το­δο­τή­θη­κε με λε­φτά του έλ­λη­να φο­ρο­λο­γου­μέ­νου.
Την ε­πό­με­νη μέ­ρα δύο σχε­τι­κά άρ­θρα θα συ­μπλη­ρώ­σουν τον η­θι­κό συ­να­γερ­μό της ε­φη­με­ρί­δας. Το πρώ­το εί­χε τίτ­λο: «Ως την Τουρ­κία έ­φτα­σε η... χά­ρη του Διά­κου της Κι­τσο­πού­λου« και το δεύ­τε­ρο: «Πλη­θαί­νουν οι α­ντι­δρά­σεις. Χρυ­σή Αυ­γή: Πορ­νο­γρά­φη­μα η πα­ρά­στα­ση για τον Αθα­νά­σιο Διά­κο«. Για άλ­λη μια φο­ρά -ό­πως έ­γι­νε πο­λύ πρό­σφα­τα και με το θέ­μα της με­τα­νά­στευ­σης- η γνώ­μη της ε­φη­με­ρί­δας βρί­σκει προ­νο­μια­κό συ­νο­μι­λη­τή το κόμ­μα της Χρυ­σής Αυ­γής, ε­νώ οι προ­τρο­πές του Θέ­μα­τος (το «κά­ποιος να τους στα­μα­τή­σει«) α­να­βαθ­μί­ζο­νται σε α­πει­λές: «Εμείς ως Λαϊκός Σύν­δε­σμος Χρυ­σή Αυ­γή σας προ­ει­δο­ποιού­με ό­τι αυ­τή η μα­λ… ται­νία (sic) δεν θα α­φή­σου­με να παι­χτεί στην πό­λη μας τη Λα­μία, (…) θα μας βρεί­τε α­πέ­να­ντι σας και πι­στέψ­τε μας δεν θέ­λε­τε..!» γρά­φει η α­να­κοί­νω­ση.
Όπως ή­ταν α­να­με­νό­με­νο, η εί­δη­ση έ­κα­νε το γύ­ρο του δια­δι­κτύου με υ­βρι­στι­κές α­ναρ­τή­σεις σε θε­μα­τι­κά μπλο­γκ, σε­ξι­στι­κά σχό­λια α­πέ­να­ντι στη συγ­γρα­φέα και α­νορ­θό­γρα­φες α­πει­λές α­πέ­να­ντι σε ο­ποιον­δή­πο­τε α­περ­γά­ζε­ται την κα­τα­στρο­φή του έ­θνους και της ι­στο­ρίας μας. Μή­πως, ό­μως, η συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση α­να­δει­κνύει πε­ρισ­σό­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά α­πό αυ­τά που θα ταί­ρια­ζαν σε μια α­κό­μα η­θι­κι­στι­κή/ε­θνι­κι­στι­κή υ­στε­ρία;

Ο «αυ­ρια­νι­σμός« την ε­πο­χή της κρί­σης

Το «Πρώ­το Θέ­μα« και o εκ­δό­της του Θέ­μος Ανα­στα­σιά­δης α­πο­τε­λούν τους κλη­ρο­νό­μους του αυ­ρια­νι­σμού της δε­κα­ε­τίας του ’80. Η σκαν­δα­λο­λο­γία, ο πο­λι­τι­κός κυ­νι­σμός, ο α­ντι­δρα­στι­κός χα­βα­λές, ο α­ντι­δια­νοου­με­νι­σμός και η ε­πι­λε­κτι­κή η­θι­κο­λο­γία, γί­νο­νται ση­μαία της ε­φη­με­ρί­δας. Η ρη­το­ρι­κή φόρ­μα της κα­ταγ­γε­λίας, α­νε­πτυγ­μέ­νη κα­τά τη δε­κα­ε­τία του ’80, μι­λά με τον τρό­πο ε­νός και­ρο­σκο­πι­κού λαϊκι­σμού, σκαν­δα­λί­ζε­ται στο ό­νο­μα του μέ­σου Έλλη­να, στο ό­νο­μα μιας πα­ρω­χη­μέ­νης κοι­νω­νι­κής η­θι­κής. Δεν την εν­δια­φέ­ρει να ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γή­σει και να α­πο­δεί­ξει αλ­λά να ε­πι­βλη­θεί, ο­ρί­ζο­ντας ως ιε­ρά θέ­μα­τα ό­πως η πα­τρί­δα, η θρη­σκεία και η οι­κο­γέ­νεια, πε­ρι­γρά­φο­ντας το κα­τα­σκεύα­σμα του μυ­θι­κού ε­πι­κού πα­ρελ­θό­ντος ως ι­στο­ρία την ο­ποία α­πα­γο­ρεύε­ται να αγ­γί­ξεις. Χω­ρίς ε­πι­χει­ρή­μα­τα και πά­λι το­πο­θε­τεί άλ­λο­τε τα ό­ρια της σά­τι­ρας, άλ­λο­τε τα ό­ρια της τέ­χνης ή α­κό­μα και της η­θι­κής. Αυ­θαί­ρε­τα, υ­πο­κρι­τι­κά και ε­πι­θε­τι­κά.
Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πώς η ε­φη­με­ρί­δα χει­ρί­στη­κε το θέ­μα της πα­ρά­στα­σης του Αθα­να­σίου Διά­κου. Δύο μή­νες με­τά την πα­ρά­στα­ση το θέ­μα σερ­βί­ρε­ται με τον τρό­πο του κα­τε­πεί­γο­ντος. Η φω­το­γρα­φία της Κι­τσο­πού­λου στο ε­ξώ­φυλ­λο παρ­μέ­νη α­πό το καλ­λι­τε­χνι­κό άλ­μπουμ «Λευ­κό Βι­βλίο« του Τά­κη Δια­μα­ντό­που­λου, το­πο­θε­τεί­ται ε­κτός πλαι­σίου, βα­φτί­ζε­ται πορ­νο­γρα­φι­κή με στό­χο τη δια­πό­μπευ­ση της συγ­γρα­φέως που ό­ρι­σαν ως εχ­θρό. Το ί­διο και η ε­πι­λο­γή και το μο­ντάζ α­πό­ψεων που πα­ρα­τί­θε­νται α­πό πα­λαιό­τε­ρα άρ­θρα της. Ο μό­νος στό­χος εί­ναι η η­θι­κή εκ­μη­δέ­νι­ση του α­ντι­πά­λου.
Η χρή­ση του γυ­μνού εί­ναι εν­δει­κτι­κή της υ­πο­κρι­σίας του Θέ­μου Ανα­στα­σιά­δη ό­πως μας έ­χει πα­ρου­σια­στεί και μέ­σα α­πό τις εκ­πο­μπές του: το αν­θρώ­πι­νο σώ­μα πα­ρου­σιά­ζε­ται κα­τά βού­λη­ση άλ­λο­τε ως αι­σχρό και άλ­λο­τε ε­μπο­ρεύ­σι­μο, με τον ί­διο άλ­λο­τε στο ρό­λο του η­θι­κού ει­σαγ­γε­λέα και άλ­λο­τε του προ­α­γω­γού η­δο­νο­βλε­πτι­κών ει­κό­νων, σερ­βι­ρι­σμέ­νων με σε­ξι­στι­κά, ε­ξυ­πνα­κί­στι­κα σχό­λια. Ο ί­διος ο Ανα­στα­σιά­δης γί­νε­ται σύμ­βο­λο του κρυ­πτο­φα­σι­σμού της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, ο ο­ποίος α­νά­λο­γα με τις συν­θή­κες μπο­ρεί να (και έ­χει) εκ­φρα­στεί ως ε­θνι­κι­σμός, ξε­νο­φο­βία, α­ντι­ση­μι­τι­σμός, ο­μο­φο­βία και φαλ­λο­κρα­τι­σμός. Μέ­σα α­πό τα ε­ξώ­φυλ­λα, την αρ­θρο­γρα­φία και τις εκ­πο­μπές του α­να­μο­χλεύει και υ­πο­γραμ­μί­ζει τα πιο α­ντι­δρα­στι­κά και μι­σαλ­λό­δο­ξα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της κοι­νω­νίας και τα κα­τευ­θύ­νει κα­τά βού­λη­ση ε­νά­ντια σε ο­ποιον­δή­πο­τε ο­ρί­ζει ως εχ­θρό: τους με­τα­νά­στες, τους ο­μο­φυ­λό­φι­λους, τους α­ρι­στε­ρούς, τους καλ­λι­τέ­χνες.
Πρέ­πει να α­ντι­λη­φθού­με πως ζού­με σε νέες ε­πο­χές, ρευ­στές και ί­σως α­πελ­πι­στι­κές ως προς τα εν­δε­χό­με­νά τους. Η πε­ρί­πτω­ση του Πρώ­του Θέ­μα­τος δεν α­πο­τε­λεί α­πλά άλ­λη μια πε­ρί­πτω­ση ευ­πώ­λη­της υ­στε­ρίας. Απο­τε­λεί πε­ρι­γρα­φή της ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποίη­σης του συ­ντη­ρη­τι­σμού, προ­βο­λή του πιο μαύ­ρου μελ­λο­ντι­κού εν­δε­χο­μέ­νου, πε­ρι­γρα­φή μιας α­ντι­δρα­στι­κής και φο­βι­κής η­θι­κής και κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας που συ­νο­ρεύει, ε­γκολ­πώ­νει και μπο­ρεί εύ­κο­λα να ξε­πε­ρά­σει το δη­μο­κο­πι­κό 10% της Χρυ­σής Αυ­γής.


(Στην εφημερίδα Εποχή)