Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Προς ένα νέο φιλελληνισμό



Oπως απέδειξε η συγκέντρωση της περασμένης Κυριακής και η κάλυψή της, τα μέσα ενημέρωσης ,περισσότερο από ποτέ, επιλέγουν και αποκλείουν πραγματικότητες, προβάλλουν αξιώσεις καθολικότητας για τη μερική τους θέαση, προσφέρουν μια επιλεκτική και στρεβλή ματιά με αξιώσεις αντικειμενικότητας. Κάθε θέμα που καλύπτουν, παρουσιάζει ταυτόχρονα - ανάλογα με τον τρόπο κάλυψής του- τις πολιτικές επιδιώξεις και τους στόχους των καναλιών. Στην εποχή της κρίσης, ο λόγος των καναλιών έπαυσε να είναι απλά συνοδευτικός της εξουσίας, έγινε ένας λόγος απαραίτητος για την επιβολή των μέτρων, μέσω των αποσιωπήσεων, των τονισμών και των υπογραμμίσεών του. Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη και ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζουν τα κανάλια την κοινή γνώμη της Ευρώπης και του υπόλοιπου δυτικού κόσμου για την Ελλάδα.

Το ψέμα των μίντια

Η γνώμη των ξένων, η εκτός Ελλάδας φωνή, υπήρξε πάντα αγαπημένο θέμα των δελτίων. Οι θρίαμβοι και οι καταστροφές, επικυρώνονταν πάντα από το βλέμμα του Άλλου. Σήμερα, στην πιο κρίσιμη ώρα, το βλέμμα αυτό μεταφράζεται σε επιχείρημα επιβολής, σε μια τροφή του πανικού για την αναγκαιότητα τόσο των μέτρων όσο και για την ταχύτητα της λήψης των αποφάσεων. Η γνώμη των ευρωπαίων, τα ρατσιστικά εξώφυλλα, τα υποτιμητικά στερεότυπα και οι απόλυτες και υπεραπλουστευτικές δηλώσεις των Ευρωπαίων αξιωματούχων, προβάλλονται με τρόπο τέτοιο, ώστε να αποτελέσουν τον καθρέφτη της συνείδησης του μέσου Έλληνα. Ο συνδυασμός τού επαρχιωτισμού και της σκοπιμότητας των μέσων δημιουργεί στα μάτια μας μια Ευρώπη εχθρική και ταυτόχρονα δίκαιη σε αυτή της την εχθρότητα, μια ενσαρκωμένη ενοχή που ζητά τη μέρα της πληρωμής της. Είναι όμως έτσι;

Οι αλήθειες του διαδικτύου

Το διαδίκτυο προδίδει αλήθειες ταχύτατα, αλήθειες που δεν βρήκαν το χώρο τους στη μικρή οθόνη και που τόσο συχνά βοηθούν στο τίναγμα της σκόνης της τηλεοπτικής φλυαρίας. Την Κυριακή, κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης κατά των νέων μέτρων αλλά και μετά τη λήξη της, το διαδίκτυο γέμισε από μηνύματα και φωτογραφίες συμπαράστασης από όλη την Ευρώπη και από όλο τον κόσμο. Εικόνες από το Βερολίνο, τη Φρανκφούρτη και το Άμστερνταμ παρουσιάζουν πανό που γράφουν ‘’Είμαστε όλοι Έλληνες’’, βίντεο μεταφέρουν χορούς και συνθήματα συμπαράστασης από τη Γαλλία, η φράση ‘’Grecia no esta sola’’ κάνει το γύρο της Λατινικής Αμερικής. Οι εκδηλώσεις αυτές έρχονται να προστεθούν σε ένα πρόσφατο κίνημα εκδήλωσης φιλελληνισμού, το οποίο αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια σε πολλές χώρες, ζητώντας ανάμεσα στα άλλα να δημιουργήσει, μια εναλλακτική και παράλληλη αλήθεια για το πώς βλέπει ο κόσμος την Ελλάδα, αλλά ταυτόχρονα και για το πώς εμείς οι ίδιοι αντιμετωπίζομε τον εαυτό μας. Οι κινήσεις περιγράφουν τη δημιουργία ενός αυθόρμητου νέου φιλελληνισμού.
Το κίνημα του φιλελληνισμού είναι ριζωμένο στην ευρωπαϊκή ιστορία. Η κίνηση η οποία διαμορφώθηκε κυρίως πριν και κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης, υπήρξε μια ενσάρκωση πολλών ιδεών του ρομαντισμού, αλλά ταυτόχρονα και μια συνέχεια της στροφής της Ευρώπης προς την Αρχαία Ελλάδα. Το βλέμμα προς το ελληνικό παρελθόν υπήρξε μια διαδικασία επανεφεύρεσης του ευρωπαϊκού παρόντος. Η αρχαία Ελλάδα τροφοδότησε τις αισθητικές επιδιώξεις και τα ιδανικά της Αναγέννησης και τις πολιτικές αναζητήσεις του Διαφωτισμού. Ο Ρομαντισμός ήρθε να προσθέσει την εξιδανίκευση των σύγχρονων Ελλήνων, την περιγραφή τους ως συνεχιστών της αρχαίας Ελλάδας. Τα στοιχεία αυτά σε συνδυασμό, τόσο με τις ιδέες περί ελευθερίας και εθνικής ανεξαρτησίας, όπως διαμορφώθηκαν μετά την γαλλική επανάσταση, όσο και με το πνεύμα της περιπέτειας που κυριαρχούσε στα χρόνια του Βυρωνισμού, έφερε πολλούς Ευρωπαίους στην Ελλάδα, τους έκανε να πολεμήσουν στην ελληνική επανάσταση, παρά τον τότε κυρίαρχο λόγο των κυβερνήσεών τους και της Ιεράς Συμμαχίας.

Εχθροί και φίλοι…

Η Ελλάδα των τελευταίων ετών έγινε και πάλι αντικείμενο εισαγόμενης εχθρότητας και φιλίας. Σημείο καμπής της αρχικής γνώμης προς τη χώρα, υπήρξε το κίνημα των πλατειών. Μέσα από το αυθόρμητο δίκτυο αντίστασης στα μέτρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημιουργήθηκε μια άτυπή διεθνής αλληλεγγύης, πληροφόρησης και αναζήτησης. Το κίνημα αυτό κατάφερε να ξεπεράσει κατά πολύ τη φίμωση από τα κυρίαρχα μέσα, επιβάλλοντας μια εξωστρέφεια στα προβλήματα του ευρωπαϊκού Νότου. Διανοούμενοι εξέφρασαν τη συμπαράστασή τους, πολλοί εκ των οποίων, όπως ο Λουίς Σεπουλβέδα ή η Αριάν Μνούσκιν, βρέθηκαν στην πλατεία Συντάγματος. Η Ελλάδα, ως πρώτη χώρα που χτυπιέται αλλά και ως πειραματόζωο των αλλαγών, έγινε το κέντρο της σύγκρουσης.
Ο νέος φιλελληνισμός που αναπτύσσεται, διαφέρει ριζικά από τον παλαιό. Οι Ευρωπαίοι δεν έχουν πια το βλέμμα τους στραμμένο στο παρελθόν της Ελλάδας, αναζητώντας έναν νέο εαυτό. Αντίθετα, αντικρίζουν στα μέτρα που επιβάλλονται στη χώρα μας, το δικό τους μέλλον, την κατάρρευση των δικών τους κοινωνιών. Η ταύτιση δεν προκύπτει από κάποιο θολό ιδανικό, αλλά από έναν φόβο και μια κατανόηση, από μια ευαισθησία ριζωμένη στο έδαφος του πραγματικού. Από μια πραγματική ανάγκη. Οι νέοι αυτοί εκφραστές αντιλαμβάνονται πως η μάχη που δίνεται στο ελληνικό έδαφος, είναι μια μάχη και για τις δικές τους μέρες, μια δική τους μάχη. Η έκβασή της στην Ελλάδα, προκρίνει την έκβαση για την Ευρώπη.
(στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ



Η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων ως καλλιτεχνικό όριο




Ζούμε σε έναν κόσμο από καταρρέοντα νεόκτιστα, σε μια διαδρομή φρέσκων ερειπίων. Οι παραστάσεις που μάθαμε να συλλαβίζουμε ως πραγματικότητα, μέρα με τη μέρα ξηλώνονται. Η κάθε μας απώλεια μετρά τις ψευδαισθήσεις, τις αστοχίες και τα ψεύδη που μας οδήγησαν στο σήμερα και ταυτόχρονα βυθομετρά το κενό που πρέπει να εκφραστεί. Το παρόν που προκύπτει ακαριαία, αμφισβητεί τους προγόνους του, τις στιγμές που το ανέθρεψαν, τους τόσους λάθος δρόμους που μας έφεραν ως εδώ και πεταμένο βιαστικά στο σήμερα ζητά να το περιγράψει. Μέσα σε ποια όρια, με ποιους όρους και με τι τρόπους μπορεί να εκφραστεί μια σύγχρονη τέχνη συμβατή με την Ελλάδα της κρίσης;

Η κατάρρευση ενός ιδεολογήματος και το σύμβολό της

Τόσο συχνά το κάθε παρόν ζητά την αντανάκλασή του στο χθες με τη μορφή της επανάληψης. Λέξεις όπως «δικτατορία», «κατοχή» ή «χούντα» έρχονται να περιγράψουν την κρίση σχηματοποιώντας την σε παλαιά και οικεία μοτίβα. Ο πλούσιος σε πληγές ελληνικός 20ός αιώνας, προσφέρει αντιστοιχίες για κάθε ματωμένο συμβάν. Οι μέρες που ζούμε, αποτελούν τον απόηχο μιας κατάρρευσης, της κατάρρευσης του ιδεολογήματος της ισχυρής Ελλάδας. Το πρόσφατο παρελθόν της ανέξοδης ευημερίας, του πλαστικού χρήματος και των δανείων, της ευρωπαϊκής ένταξης και του παραδείσου του ευρώ, αποτέλεσε μια νέα Μεγάλη Ιδέα προς αναζήτηση μιας Μεγάλης Ελλάδας, αυτή τη φορά ειπωμένης με όρους ισχύος. Η εποχή της κρίσης θυμίζει έντονα τις μέρες μετά το 1922, όταν μια ολόκληρη αντίληψη και μια ολόκληρη καλλιτεχνική έκφραση εξανεμίστηκαν στο άνοιγμα και στο κλείσιμο του ματιού. Από την κατάρρευση αυτή προέκυψε μια νέα αντίληψη για την ταυτότητα, για το παρελθόν και την προοπτική, μια νέα τέχνη χτισμένη πάνω σε πρόσφατα ερείπια η οποία συλλάβισε όχι μόνο καινούργιες λέξεις, αλλά κυρίως νέους τρόπους. Και ενώ το δικό μας παρόν τρίζει όλο και πιο επιτακτικά από το βάρος του πρόσφατου παρελθόντος, έρχεται ο καιρός να επιλέξουμε πάνω σε ποια ερείπια θα μπορούσε να χτιστεί ένα νέο βλέμμα, αυτό της Ελλάδας της κρίσης.
Κανένα σύμβολο και κανένα ιστορικό γεγονός δεν μπορεί να περιγράψει και να συμπυκνώσει καλύτερα τις αντιλήψεις, τις καταστάσεις και τις διαθέσεις της Ελλάδας που παρήλθε, από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Γεγονός καταρχάς πολιτικό και οικονομικό, οι Ολυμπιακοί υπήρξαν ενσάρκωση και έκφραση της αφελούς αισιοδοξίας και της ρηχής εθνικής ομοψυχίας, ίσως ο τελευταίος συγκεκριμένος μεγάλος στόχος της κεντρικής πολιτικής. Το 2004 αποτελεί μια ημερομηνία ορόσημο αλλά ταυτόχρονα και την ιστορική κορύφωση των αντιλήψεων και των τρόπων που οδηγούν στην Ελλάδα του σήμερα.

Η τελετή έναρξης

Η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών αγώνων υπήρξε η αισθητική πρόταση που ήρθε να συνοδεύσει, να συμπληρώσει και να καλλωπίσει το πρόσωπο των αγώνων. Σκηνοθετημένη από τον Δημήτρη Παπαϊωάννου η τελετή χαρακτηρίστηκε θρίαμβος από εγχώρια και ξένα μέσα ενημέρωσης. Κοιτάζοντας την τελετή έναρξης σήμερα και ενώ βιώνουμε την κατάρρευση όλων όσων άφησε όρθια η βουή και το χειροκρότημα, παρατηρούμε ένα καλλιτεχνικό όριο που πρέπει να υπερβούμε αν θέλουμε να μιλήσουμε για το παρόν μας. Οποιαδήποτε διαχείριση του παρελθόντος, οποιαδήποτε έκφραση πρέπει να φιλτραριστεί μέσα και αντίθετα από την έκφραση αυτή, να ζυγίσει το κενό κάτω από την ολυμπιακή προσωπίδα.
Η συγκεκριμένη ποιητική αφαίρεση και τα επιμέρους στοιχεία που την συνθέτουν, συναντούν την ημερομηνία λήξης τους στο αμείλικτο παρόν της κρίσης. Η ρητορεία του μεγέθους και ο όγκος της γηπεδικής μάζας, η ανέξοδη συμφιλίωση στο όνομα ενός αμφίβολου ιδεώδους, η επιθετική φλυαρία των πυροτεχνημάτων και η εξωστρέφεια με όρους επαρχιώτικης περηφάνιας περιγράφουν μια κλίμακα αναπόφευκτα ξένη και παράλληλη με τις πομπώδεις και αμφίβολες πολιτικές της ισχυρής Ελλάδας. Ο τρόπος διαχείρισης του παρελθόντος, η παρέλαση της ιστορίας στους διαδρόμους του γηπέδου, δεν μιλά πια για τη δική μας ιστορία. Το αισιόδοξο βλέμμα προς το παρελθόν δεν καταφέρνει να πει τίποτα για το παρόν μας.
Ο τρόπος κατανόησης, αντίληψης και διαχείρισης των επί μέρους αναφορών (η αρχαία Ελλάδα, ο Σεφέρης, ο Χατζιδάκις, ο καραγκιόζης, το ρεμπέτικο, η Κάλλας και τόσα άλλα) καθίσταται σήμερα ένας τρόπος ξένος στο σύνολό του. Αξίες που ειπώθηκαν ως μόνιμες και απόλυτες τώρα ισορροπούν στο κενό. Ευαισθησίες μικρού μεγέθους, όπως π.χ. το παιδί στο καραβάκι, χάνονται μέσα στο μέγεθος του εγχειρήματος και τη ρητορεία της περιόδου και σήμερα μοιάζουν πιο αμήχανες από ποτέ. Ο συμβολισμός και η συμβολική, οι αξίες πέρα από το σημείο, παύουν ακαριαία.
Σήμερα καλούμαστε να κοιτάξουμε πίσω στο όποιο παρελθόν και να το επανασημασιοδοτήσουμε, διεκδικώντας το παρόν μας. Το χρώμα της κινούμενης τοιχογραφίας ξεφτίζει για να αποκαλυφθεί όμοιο μα διαφορετικό. Η γραμμή των αγαλμάτων (κεντρικό σύμβολο της τελετής) αλλάζει ενώ παραμένει σταθερή, ο ακρωτηριασμός των σωμάτων τους σημαίνει από την αρχή. Ο ακρωτηριασμός τους είμαστε εμείς.

(Στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

P.J. HARVEY: LET ENGLAND SHAKE



Όταν ο στίχος κουβαλάει το φόνο

«Πεθάνανε χιλιάδες
Και ανάμεσά τους
οι καλύτεροι
Για μια ξεδοντιασμένη
γριά σκύλα
Για έναν μπαλωμένο
πολιτισμό

Γοητεία, χαμόγελο
στο ωραίο στόμα,
Σβέλτα μάτια που βυθίστηκαν κάτω από το βλέφαρο της γης,

Για εικοσιτέσσερις ντουζίνες σπασμένα αγάλματα,
Για μερικές χιλιάδες στραπατσαρισμένα βιβλία.»

Έζρα Πάουντ, Χιου Σέλγουιν Μόμπερλι

Ο τελευταίος δίσκος της P.J. Harvey, με τον τίτλο «Let England shake», κυκλοφόρησε πρόσφατα, χαρακτηρίστηκε δίσκος της χρονιάς από περιοδικά και κριτικούς και κέρδισε μια σειρά βραβείων, ανάμεσά τους το Mercury Prize. Η Harvey έγινε η πρώτη καλλιτέχνις που βραβεύεται για δεύτερη φορά με το συγκεκριμένο βραβείο. Πέρα από την κριτική και εμπορική του αποδοχή, ο δίσκος αποτελεί μια συγκεκριμένη μουσική, στιχουργική και αισθητική πρόταση γύρω από ένα σκληρό θέμα: τους πρόσφατους πολέμους της Αγγλίας στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Οι περιπτώσεις της σύγκρουσης δεν κατονομάζονται, τα τραγούδια μετατρέπονται σε αφηγήσεις μιας σύρραξης μέσα και ταυτόχρονα έξω από το ιστορικά συγκεκριμένο. Ο πρώτος παγκόσμιος και η παράλογη σφαγή στην μάχη της Καλλίπολης, γίνονται μοτίβα που περιγράφουν το παρόν όσο και την εμπόλεμη συνέχεια της αγγλικής ιστορίας.
Αν και ο δίσκος έχει ως αποκλειστική θεματική τον πόλεμο, στην πραγματικότητα μετατρέπεται σε μια διαδικασία συνείδησης και ταυτότητας. Η Harvey χειρίζεται το υλικό της χωρίς πολεμική, κάνοντάς την πρότασή της να ξεχωρίζει από όποια αντιμιλιταριστική πρόταση συντάχθηκε στο μουσικό παρελθόν. Άλλοτε πένθιμη, άλλοτε ειρωνική και άλλοτε επιλέγοντας την πιο σκληρή και ρεαλιστική περιγραφή: Ποιος είναι ο καρπός της γης μας; Ο καρπός της είναι τα σακατεμένα της παιδιά, επαναλαμβάνει συνδιαλεγόμενη στο τραγούδι «The Glorious Land»), η πρόταση παραμένει λυρική και ελεγειακή. Η καλλιτέχνις αποδέχεται την αγγλικότητα και την καταγωγή της με όποιο ενθύμιο πόνου της κληροδοτούν: Αφήστε με να γυρίσω πίσω στην Αγγλία/ πίσω στην υγρή και γκρίζα βρόμα των καιρών/ στην ομίχλη που κυλά από τις ράχες των βουνών/ στα νεκροταφεία και τους νεκρούς καπετάνιους της θάλασσας. Ο θρήνος των τραγουδιών ξεκινά από την προσωπική ένταξη της φωνής στο χώρο και στο χρόνο και καταλήγει σε έναν συλλογικό οδυρμό για μια χώρα που αιμορραγεί στο φιλοπόλεμο αυτοκρατορικό της παρελθόν. Το παρόν γίνεται παραμορφωμένη αντανάκλαση μιας φριχτής και ένδοξης καταγωγής. Οι λέξεις σχεδόν υλικές στην εκφορά και την σημασία τους λειτουργούν με το βάρος του στιγμιαίου. Στα τραγούδια, η σπαταλημένη σάρκα αχνίζει.

Χωρίς εκφραστικές ευκολίες

Περιγράφοντας τη διαδικασία δημιουργίας του δίσκου, η P.J. Harvey αναφέρει ότι επηρεάστηκε κυρίως από τις αναγνώσεις των ποιημάτων του T.S. Elliot και του Harold Pinter καθώς και από τις ιστορικές περιγραφές από τα χαρακώματα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Οι στίχοι γράφτηκαν και μελοποιήθηκαν στη συνέχεια. Η ίδια σε ένα τραγούδι της περιγράφει: αυτές είναι οι λέξεις που φτιάχνουν το φόνο.
Η μουσική συνοδεύει και δίνει τον τόνο. Και σε αυτό το κομμάτι, η P.J. Harvey αποφεύγει να μεταδώσει τον πόλεμο ή την αγγλικότητα με εύκολα μοτίβα που χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν, τύμπανα πολέμου ή παραλλαγές σε λαϊκά τραγούδια. Τα κιθαριστικά μέρη παλαιοτέρων δίσκων της, συναντιούνται και εδώ κυρίαρχα. Ο ρυθμός άλλοτε γρήγορος και άλλοτε συγκοπτόμενος, λειτουργεί δομικά στο τραγούδι βοηθώντας τη συλλογική έκφραση των επιμέρους στοιχείων. Ένας ήχος που κυριαρχεί σε πολλά από τα τραγούδια της είναι το autoharp (σε κατά λέξη μετάφραση αυτόματη άρπα, στην πραγματικότητα αποτελεί ένα κανονάκι με συγχορδίες), ένας ήχος ιδιαίτερος και συχνά πρωτόγνωρος. Η φωνή της, έντονα δραματική στις εναλλαγές και στο σπασμένο της ρυθμό, φτάνει στο απόγειο της εκφραστικότητας. Ο δίσκος καταφέρνει να χειριστεί το κεντρικό του θέμα, το θάνατο και την απώλεια, χωρίς να καταφεύγει στην εκφραστική ευκολία του θρήνου ή της καταγγελίας. Τόσο συχνά, τα τραγούδια γίνονται εύθυμα στην απώλειά τους, ξορκίζουν το λάθος, περιγράφουν ένα σώμα που επιμένει στο χορό του παρά τις συνεχιζόμενες πτώσεις του.
Το «Let England shake», αποτελεί προσωπική κατάθεση μιας καλλιτέχνιδος στο απόγειο των εκφραστικών της δυνατοτήτων. Μια σταγόνα αίμα, σε ένα ωκεανό ανίας.

(Στην εφημερίδα Εποχή)