Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΚΑΡΠΑΘΙΩΤΑΚΗ

Πριν από μας αιώνιο ένα βήμα


Ολη μου τη ζωή δεν ξεπέρασα τα σαράντα πέντε κιλά, ίσως γι’ αυτό δεν μ’ έπαιρνε ο κόσμος στα σοβαρά, στα λεωφορεία οι άνθρωποι με αγνοούσαν και περνούσαν διαμέσου του κορμιού μου, στο τέλος το πίστεψα κι εγώ η ίδια πως δεν ήμουν εκεί κι έγινα διάφανη. Αυτό ξεκίνησα να σου πω λέγοντας για τη τζαμαρία και τον παράδεισο, πως με απορρόφησε τελικά το γυαλί, αναλήφθηκα ένα ανύποπτο πρωινό σαν σπασμένη λάμπα μεταξύ μαινόμενων χερουβείμ, είμαι η πρώτη γυαλένια οσία στο χριστιανικό εορτολόγιο, οι μελλούμενες γενιές θα γιορτάζουν την επέτειο της αναλήψεώς μου θρυμματίζοντας με πέτρες βιτρίνες πολυκαταστημάτων. Πρόσεχε, κόβω απ’ όλες τις μεριές.
(απόσπασμα του πεζογραφήματος «Το γυαλί», από τη συλλογή «Χάντρες»).


Η Χρυσή Καρπαθιωτάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1983. Σπούδασε στη Νομική Αθηνών. Το 2004 εξέδωσε τη συλλογή πεζογραφημάτων «Χάντρες, οχτώ εξομολογήσεις και ένας επίλογος» από τις εκδόσεις Πάροδος και από τον ίδιο εκδοτικό, ένα χρόνο μετά, εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Η Φυσαρμόνικα». Ποιήματά της έχουν επίσης εκδοθεί σε περιοδικά όπως το Πλανόδιον, η Ποίηση και αλλού.
Η ποίηση της Χρυσής Καρπαθιωτάκη (τόσο στα ποιητικά όσο και στα πεζά κείμενά της) είναι μια ποίηση αυστηρά ενική. Μια προσπάθεια να οριστούν οι αλλαγές στα μεγέθη της μονάδας-υποκειμένου και του κόσμου που την περιβάλει. Η ποιήτρια ζει έναν κόσμο καθημερινό, μα στη μεταφορά από το βίωμα στην ποίηση ο κόσμος αυτός αλλάζει. Τα κείμενα περιγράφουν ακριβώς την ενσάρκωση της ποίησης στο σώμα του έξω κόσμου και αποτελούν μαρτυρία της μεταμόρφωσής του. Η ίδια η ποιήτρια, ως πρωταγωνίστρια του κόσμου, δεν μένει μακριά από τη συνθήκη της μεταμόρφωσης ακόμα και όταν αυτή υπάρχει μόνο ως ενδεχόμενο (μάζεψα σ’ ένα χαρτόκουτο τα ενδεχόμενά μου/κι έπεσα για ύπνο).
Χώρος των ποιημάτων μένει σχεδόν πάντα ο καμβάς της πόλης, μια περιοχή άλλοτε απειλητική και άλλοτε μουντή και ασπρόμαυρη (Η πόλη τούτη μ’ έχει ερωτευτεί /Αγκαθωτή στη φούστα μου γαντζώνεται /Όρκους ζητά και σημαδεύει το αύριο). Η οικία ή το δωμάτιο τόσο συχνά αποτελούν καταφύγιο, γεννώντας ταυτόχρονα ασφάλεια και μόνωση. Η μοναξιά γράφει τους στίχους (Τώρα τα βράδια αφήνω τις κουρτίνες ορθάνοιχτες -τι να φοβηθώ;- βγάζω τα ρούχα μου μπροστά στον καθρέφτη, έτσι για να έχω παρέα). Η ποίηση της Καρπαθιωτάκη γεννιέται από αντικείμενα που μπορεί κάποιος να συναντήσει παντού, αντικείμενα σχεδόν μη αντιληπτά λόγω της καθημερινής τους παρουσίας, μια φυσαρμόνικα, ένα χρυσόψαρο, μια τζαμαρία, μια σχολική φωτογραφία. Το μικρό τους μέγεθος μέσα από την έκφραση παίρνει νέες διαστάσεις ειπωμένο με το περιφραστικό νέο του όνομα. Με τρόπο όμοιο, ως αφετηρία του κειμένου ορίζεται ένα μικρό περιστατικό καθημερινό και τετριμμένο, μια ερώτηση της δασκάλας, μια μετακόμιση, η αναμονή σε έναν σταθμό. Το ατομικό βίωμα πολλαπλασιάζεται και ταυτίζεται με το χώρο και το χρόνο (Ζήσαμε μια σύντομη αιωνιότητα/ κάθε φορά που μού εσφιγγες το χέρι/ Έφευγε και από μία δεκαετία).

Αφίξεις και αναχωρήσεις

Η ποίηση της Καρπαθιωτάκη είναι η ποίηση της συνάντηση και του αποχωρισμού. Άντρες που φεύγουν και άγνωστοι που παραμένουν άγνωστοι, ορίζουν μια επαφή και μια χειρονομία σχεδόν αδύνατη (Όμως τα δάχτυλά μου είχαν τόσο πολύ αδυνατίσει, έτρεμα μη σε τρυπήσω αν σ’ αγγίξω) ή έστω ευρισκόμενη στην αρχαιολογία της επαφής (Μην ψάξεις μες στην τσέπη θα σε κόψουν/ τα θρύψαλα απ’ το τελευταίο χάδι μου). Οι περαστικοί και οι ξένοι γίνονται σύνορο και στοίχημα της μοναξιάς. Η πρωταγωνίστρια τους πλησιάζει, τους μιλά, τους μοιράζεται. Στην πιο απλή συνάντηση με έναν γείτονα ή έναν άνθρωπο με ένα μαύρο σακάκι ή στην πιο παράδοξη συντροφιά με μία μοίρα, έναν αρχάγγελο ή έναν αποκεφαλισμένο από την γαλλική επανάσταση. Η αποχώρησή τους, σηματοδοτεί το ίδιο το καταφύγιο της φυγής (Έρχομαι στο σταθμό έτσι, από συνήθεια, χαζεύω τους ανθρώπους που περιμένουν να ταξιδέψουν. Είναι γοητευτικοί οι άνθρωποι όταν έχουν στο βλέμμα τους τη φυγή. Αλλά τους άλλους, αυτούς που φθάνουν, δεν τους κοιτάω ποτέ. Είναι ολόκληροι μια ματαίωση… από το μέτωπο μέχρι τις σόλες των παπουτσιών τους. Καταλαβαίνετε, γι’ αυτό διστάζω να κόψω εισιτήριο).
Μπορεί, όπως η ίδια η ποιήτρια μας περιγράφει, η ποίηση να είναι παιδί του πένθους, αλλά τελικά σημασία έχει το πώς διαχειρίζεσαι το κάθε βάρος, την περίεργη αυτή σιωπή που υψώνεται πίσω από τις λέξεις, τα τοπία και τα πρόσωπα των ποιημάτων της Χρυσής Καρπαθιωτάκη. Η ίδια μοιάζει να πλησιάζει το κάθε φαινόμενο με κατανόηση, με ένα αίσθημα προσωπικής ευθύνης και προπάντων με μια πραγματικά σπάνια τρυφερότητα ακόμη και στο επώδυνο:

Να ντύνεσαι ζεστά
να μην το παρακάνεις
Με το τσιγάρο να με θυμάσαι όταν
Ερωτεύεσαι και βρέχει.

(Τα βιβλία της Χρυσής Καρπαθιωτάκη είναι δύσκολο να βρεθούν στο εμπόριο. Ο ενδιαφερόμενος θα μπορούσε όμως να ανατρέξει σε μια αρκετά εκτεταμένη σειρά ηλεκτρονικών αναδημοσιεύσεων στο ιστολόγιο «Κενός Τίτλος» στην παρακάτω διεύθυνση:

http://moggolospolemistisvalkaniosagrotisoklonos.wordpress.com/ )

(στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

ΤΟ ΙΔΡΥΜΑ: Η ΝΕΑ ΕΚΠΟΜΠΗ ΤΟΥ ΣΚΑΪ

Από τον ανέξοδο εναλλακτισμό στη φθηνή σάτιρα



Το δελτίο ειδήσεων του Σκάι αποτελεί έναν από τους χαρακτηριστικότερους φορείς εξουσιαστικού λόγου στη δημόσια σφαίρα. Η κρίση πάντα περιγράφεται ως ένα κακό το οποίο πλησίαζε εδώ και καιρό, ως μια μοίρα στην οποία όλοι συμβάλαμε εξίσου, τα μέτρα για την αντιμετώπιση της ως αναγκαία αν και πολλές φορές δειλά σε σχέση με την αποφασιστικότητα (για άλλους σκληρότητα) τους. Σε καθημερινή βάση, τα ρεπορτάζ περιγράφουν -σαν σε μυθιστόρημα της πεντάρας σε συνέχειες- τις σπατάλες και τις αυθαιρεσίες των δημοσίων υπαλλήλων, το παράλογο των κλειστών επαγγελμάτων, τη δυσλειτουργία του ελληνικού πανεπιστημίου, τον ανθελληνισμό των λιμενεργατών και των ταξιτζήδων που δυσκολεύουν τη ζωή των τουριστών, τις αμαρτίες και τα εγκλήματά μας, τις ευθύνες μας απέναντι στην κρίση και τους εταίρους μας, όλα συνδεδεμένα με την πλαστική αυστηρότητα των αποστειρωμένων ντεκόρ και των αποστειρωμένων παρουσιαστών των δελτίων.
Σε πολλούς προκαλούσε συχνά εντύπωση η επιλογή του σταθμού να προβάλλει την Ελληνοφρένεια ως εκπομπή που θα προηγείται καθημερινά των δελτίων του (το περίφημο lead-in). Εκπομπή με επιθετική σάτιρα τόσο στις επιλογές όσο και στους τρόπους της, η Ελληνοφρένεια δεν δίσταζε να θίξει θέματα που άλλες σατιρικές εκπομπές αποφεύγουν όπως την εκκλησία, τον εθνικισμό, την τηλεοπτική εξαχρείωση, αλλά κυρίως να περιγράψει με κωμικό τρόπο την αντίθεσή της στην κυβέρνηση, στα μέτρα και σε ό,τι έκρινε η ίδια ως άδικο. Αυτή η τηλεοπτική ασυμμετρία ανάμεσα στα δύο θεάματα λύθηκε τον περασμένο Μάιο με την ακύρωση της εκπομπής τόσο από την τηλεόραση όσο και από το ραδιόφωνο του Σκάι. Προσπαθώντας να επαναλάβει το πετυχημένο πείραμα της καθημερινής σάτιρας ο σταθμός εξασφάλισε και φέτος μια εκπομπή που θα οδηγεί τους θεατές στα δελτία του. Αυτήν, όμως, τη φορά μια εκπομπή απόλυτα συμβατή με αυτά.

Έλληνας: η αιτία της κρίσης

«Έλληνες, τα μεγάλα συμφέροντα έφαγαν πολλά από τα δανεικά του κράτους σας. Κι εσείς επίσης. Οι πολλές ακρίδες κάνουν μεγαλύτερη ζημιά από έναν ελέφαντα. Οπότε Έλληνες, μαζί τα φάγατε. Και φάγατε πάρα πολλά. Απλώς, εσάς σας αδίκησε η διαίρεση». Η φράση αυτή, παρμένη από την ιστοσελίδα της εκπομπής, περιγράφει αρκετά συνοπτικά τον πυρήνα της διάθεσής της. Το «Ίδρυμα» αποτελεί τηλεοπτική μεταφορά της περσινής ομώνυμης θεατρικής παράστασης της ομάδας Abovo στον πολυχώρο Bios. Σύμφωνα με την αρχική ιδέα, μια ομάδα ειδικών έρχεται στην Ελλάδα της κρίσης ώστε να μετατρέψει τους Έλληνες από «ανεύθυνους και αντικοινωνικούς ουρακοτάγκους σε υπεύθυνους πολίτες». Η εκπομπή παρουσιάζει καθημερινά μια σειρά από μικρά κωμικά σκετς εκθέτοντας τα δεδομένα που οδήγησαν την κοινωνία στη σημερινή της κατάσταση. Η μέση ελληνική οικογένεια, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι υπάλληλοι της ΔΕΗ, οι ταξιτζήδες, οι αγανακτισμένοι του Συντάγματος, η γενιά του Πολυτεχνείου, οι μαθητές και οι φοιτητές, ο συνδικαλισμός και οι αναπηρικές συντάξεις γίνονται τα νέα αντικείμενα της σάτιρας. Ο Έλληνας γίνεται ο όρος που περιγράφει τις αιτίες της κρίσης: απρόθυμος να ακολουθήσει κανόνες, ανίκανος να αναλάβει ευθύνες, ημιάγριος στον πρόσφατο πλουτισμό του, φωνάζει, διαμαρτύρεται, κλέβει κουτοπόνηρα και διεκδικεί με παράλογους τρόπους παράλογα πράγματα.

Η αισθητική της ανατροπής

Η εκπομπή ουσιαστικά δανείζεται τους χαρακτήρες της από τις περιγραφές των τηλεοπτικών δελτίων και των ενημερωτικών εκπομπών καταφάσκοντας στο λόγο δημοσιογράφων και πολιτικών που περιγράφουν ως ενόχους για την κρίση αυτούς που θα υποστούν και τις συνέπειές της. Με τον τρόπο αυτό, πατώντας σε ορατά προβλήματα και συμπεριφορές, οι αποκλίσεις ταυτίζονται με τον κανόνα και τα συμπτώματα με την ίδια την ουσία του φαινομένου. Τα στερεότυπα, οι γενικεύσεις και οι απλουστεύσεις που παράγονται δεν αποτελούν πια απλά παράγωγα ενός κυρίαρχου εξουσιαστικού λόγου, αποτελούν ένα βασικό εργαλείο του, με σκοπό αρχικά να δικαιολογήσει και τελικά να επιβάλει τους όρους του. Ο λόγος αυτός, φθαρμένος όσο ποτέ από την αναξιοπιστία η οποία περιβάλει τόσο τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης όσο και τους ίδιους τους πολιτικούς, ξεγυμνώνεται όταν μετατίθεται στο μεγεθυντικό κόσμο της κωμωδίας.
Η κωμωδία φυσικά δεν οφείλει να είναι πολιτικά αρεστή ή πολιτικά ορθή, δεν οφείλει να είναι καν ηθική, οφείλει όμως να είναι κωμωδία. Ένα ρατσιστικό ή ένα σεξιστικό αστείο, μπορεί να κάνουν κάποιον να γελάσει άσχετα με το αν διαφωνεί με το φορτίο που κουβαλούν. Η κωμωδία διδάσκει την αισθητική της ανατροπής και πρέπει να κρίνεται καταρχήν με αισθητικούς όρους. Το «Ίδρυμα» συνδυάζει σε ένα αμφίβολο αισθητικό αποτέλεσμα τις αμήχανες ερμηνείες μιας σχολικής παράστασης, με την προχειρότητα επιθεωρησιακών κειμένων της δεκαετίας του ’90. Τα στοιχεία αυτά σε συνδυασμό με τον πολιτικό κυνισμό της εκπομπής αλλά και με το ψυχρό και υπερσύγχρονο της υψηλής ανάλυσης εικόνας του Σκάι ίσως να προκαλεί απορία ακόμα και οργή, αλλά όχι γέλιο. Τουλάχιστον όχι περισσότερο από τα δελτία ειδήσεων του σταθμού.

(στην εφημερίδα Εποχή)