Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Το πουλί και ο βασιλιάς: Όταν η αθωότητα καταργεί την εξουσία




«Ο γάιδαρος ο βασιλιάς κι εγώ
Αύριο θα’ χουμε πεθάνει
Ο γάιδαρος από την πείνα
Από την πλήξη ο βασιλιάς
Κι εγώ μόνο απ’ αγάπη.»

(Ζακ Πρεβέρ, «Τραγούδι του Μάη»)




«Όλα τα πουλιά κάνουν ό, τι μπορούν καλύτερο
Δίνουν το παράδειγμα
...
Τα πουλιά δίνουν το παράδειγμα
Το παράδειγμα όπως πρέπει
Παράδειγμα των πουλιών
Παράδειγμα των πουλιών
Παράδειγμα τα φτερά οι φτερούγες το πέταγμα των πουλιών
Παράδειγμα η φωλιά τα ταξίδια τα τραγούδια των πουλιών
Παράδειγμα η ομορφιά των πουλιών
Παράδειγμα η καρδιά των πουλιών
Το φως των πουλιών»

(Ζακ Πρεβέρ,
«Στην τύχη των πουλιών»)






Πρόσφατα οι κινηματογραφικές αίθουσες φιλοξένησαν την ταινία του Μαρσέλ Καρνέ, «Τα παιδιά του παραδείσου». Μια ταινία που κουβαλά ακόμα τις πολεμικές ιαχές της χρονολογίας της (1945) πίσω από τα σκηνικά και τα κοστούμια εποχής. Μια ιστορία για τους έρωτες και τα πάθη των παριζιάνων ηθοποιών κατά την Ιουλιανή μοναρχία (1830–48), καταφέρνει να υπερπηδήσει τόσο την εποχή που απεικονίζει όσο και την εποχή στην οποία γυρίστηκε, ξεφλουδίζοντας το νέο μέσα από το παλαιό. Οι διάλογοι της ταινίας πυκνοί και στοχαστικοί αλλά ταυτόχρονα λειτουργικοί μέσα από τη χρήση μιας ακαριαίας κωμικότητας, η πλοκή περίπλοκη ανάμεσα στις συνεχείς εναλλαγές των ζευγαριών, των μοτίβων και των εικόνων αλλά τελικά χωρίς τίποτα περιττό και οι χαρακτήρες στις πιο αποκαλυπτικές στιγμές τους παραχωρούν απλόχερα στον θεατή την αίσθηση του ντοστογιεφσκικού μεγέθους. Το σενάριο αποτελεί το κατόρθωμα πάνω στο οποίο εικονογραφείται ολόκληρη η ταινία επιτρέποντας τα επιμέρους στοιχεία να αναδειχθούν, από την κινηματογράφηση του Μαρσέλ Καρνέ μέχρι τη σχεδόν βουβή ερμηνεία του Ζαν Λουί Μπαρό.
Δημιουργός του σεναρίου είναι ο γνωστός γάλλος ποιητής Ζακ Πρεβέρ. Η λιγότερο γνωστή ενασχόληση του Πρεβέρ με το κινηματογραφικό σενάριο, κουβαλά όλα τα χαρακτηριστικά και τις θεματικές που συναντά κανείς και στα ποιήματά του: την παιγνιώδη διάθεση να συνυπάρχει με την αμείλικτη σοβαρότητα, τον ανθρώπινο μόχθο να ζητά την παύση του στα καταφύγια του έρωτα και κυρίως μια περιφρονητική και ασεβή στάση απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας. «Τα παιδιά του παραδείσου», μέσω του Ζακ Πρεβέρ συγγενεύουν απροσδόκητα με μια στιγμή των παιδικών μας χρόνων. Την ταινία κινουμένων σχεδίων «Το πουλί και ο βασιλιάς» το σενάριο της οποίας και πάλι έγραψε ο ποιητής.

Μια πολύχρωμη παιδική εικόνα

Ο Βασιλέας Κάρολος ο 5+3=8+8=16, διοικεί το αχανές βασίλειο της Ταχυκαρδίας. Μισεί όλους τους υπηκόους του και αυτοί τον μισούν επίσης. Ο χρόνος του περνά ράθυμα μέσα από το κυνήγι φυλακισμένων πουλιών, το άνοιγμα καταπακτών, ώστε να εξαφανίζει όποιον τον ενοχλεί, την ατελείωτη κραυγή διαταγών και προσταγμάτων. Ο βασιλιάς προτιμά να θαυμάζει τον εαυτό του σε κάποιο από τα χιλιάδες πορτρέτα που κοσμούν τους τοίχους του παλατιού. Οι καθρέφτες δεν είναι καλοί σύμμαχοι, μιας και το παρουσιαστικό του εικονογραφεί το χαρακτήρα του. Κοντός, πλαδαρός και χαρακτηριστικά άσχημος κοιτά τον κόσμο που εξουσιάζει με δύο αλλήθωρα μάτια. Και ενώ όλοι απλώνουν μπροστά του ένα έντρομο χειροκρότημα μεγαλείου και θαυμασμού, ένα πουλί (το οποίο φυσικά καπνίζει πούρο και φοράει καπέλο) δεν διστάζει να πάρει την εκδίκησή του για τα φονευμένα μέλη της οικογένειας του. Τον λοιδορεί, τον ειρωνεύεται και τον εξευτελίζει μπροστά σε όλους τους δειλούς υπηκόους του, κοιτάζοντάς τον από ψηλά χωρίς φόβο.
Εξοργισμένος, ο βασιλιάς θα γυρίσει στα διαμερίσματά του. Θα αναζητήσει την ηρεμία μπροστά σε έναν πίνακα με τον οποίο είναι ερωτευμένος. Το πορτρέτο μιας βοσκοπούλας. Δίπλα του κρέμεται ο πίνακας ενός νεαρού καπνοδοχοκαθαριστή. Οι δύο απεικονίσεις είναι ερωτευμένες. Τη νύχτα και ενώ ο βασιλιάς κοιμάται οι δύο φιγούρες ξυπνούν, δραπετεύουν από τις δύο διαστάσεις και εγκαταλείπουν το διαμέρισμα. Μαζί τους, ξυπνά και ένα από τα πορτρέτα του βασιλιά. Το είδωλο, θα αντικαταστήσει τον πραγματικό Κάρολο και θα σημάνει συναγερμό αναζητώντας τους δύο δραπέτες.
Το ζευγάρι περιπλανιέται κυνηγημένο προσπαθώντας να διαφύγει. Στην προσπάθειά του έχει σύμμαχο το πουλί με το καπέλο που τους βοηθά σε μια σειρά καταστάσεων. Τελικά συλλαμβάνονται με τη βοήθεια της αστυνομίας, των χαφιέδων και ενός τεράστιου μηχανοκίνητου ρομπότ. Η βοσκοπούλα εξαναγκάζεται να παντρευτεί τον βασιλιά, ο καπνοδοχοκαθαριστής και το πουλί πετιούνται στα λιοντάρια. Όμως οι δύο καταδικασμένοι συμμαχούν με τα φυλακισμένα ζώα, εισβάλλουν στο παλάτι και διαλύουν το γάμο. Το πουλί θέτει υπό τον έλεγχό του την ανθρωπόμορφη μηχανή, καταστρέφει το κάστρο του βασιλιά και φυσά τον ίδιο με τη βοήθεια του ρομπότ πέρα από τον ορίζοντα.

Σκίζοντας τα πορτρέτα
της εξουσίας

Το φινάλε είναι ενδεικτικό της φιλοσοφίας των δημιουργών της. Το ρομπότ κάθεται σε ένα έρημο τοπίο στη στάση του στοχαστή του Ροντέν. Ξαφνικά βλέπει μπροστά του ένα ελάχιστο πουλί φυλακισμένο σε ένα κλουβί, το ελευθερώνει και μετά από μια σύντομη παύση συνθλίβει το κλουβί με την τεράστια παλάμη του.
«Το πουλί και ο βασιλιάς» τελείωσε το 1980 και σκηνοθετήθηκε από τον Πολ Γκριμότ, τακτικό συνεργάτη του Πρεβέρ. Το σενάριο αντλεί την εναρκτήρια ιδέα από την ιστορία του Χ.Κ. Άντερσεν «Η βοσκοπούλα και ο καπνοδοχοκαθαριστής» κρατώντας όμως μόνο το ελάχιστο περίγραμμα. Η ταινία, η οποία θεωρείται ως μια από τις σημαντικότερες ταινίες κινουμένων σχεδίων, καταφέρνει μια πολλαπλή σύνθεση. Στα καρέ της ενώνονται το παιδικό παραμύθι με την Μητρόπολη του Φριτς Λανγκ, αλλά και ο Σουρεαλισμός του Ντε Κίρικο και του Ιβ Τανγκί, με το τραγούδι της αριστερής όχθης του Παρισιού. Το σημαντικότερο όμως επίτευγμα της είναι πως ταυτίζει την αθωότητα των πρωταγωνιστών, των πουλιών και των ερωτευμένων (και κατ’ επέκταση των παιδιών που βλέπουν την ταινία) με μια ξεκάθαρη στάση ενάντια στην εξουσία. Μια εξουσία θλιβερή στην ακαμψία και την υστερία της, αξιολύπητη στην ασχήμια της και εξοργιστική στις πρακτικές της. Η απλότητα του μέσου έρχεται να συναντήσει το ξεκάθαρο και διαυγές του μηνύματός της περιγράφοντας την ομορφιά του χωρίς διδακτισμούς. Όπως σε τόσα ποιήματα, τραγούδια και παραμύθια ο Πρεβέρ μας περιγράφει την καθαρότητα μιας αλήθειας: Πως η ουτοπία μπορεί να οριστεί μόνο με την αθωότητα και την ειλικρίνεια ενός παιδικού βλέμματος.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: