Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

Το είδωλο στον καθρέφτη του facebook



Η κάθε μορφή μυθοπλασίας επιδιώκει να είναι επίκαιρη. Αναζητά τα σημεία της τρέχουσας πραγματικότητας που ορίζουν τη στιγμή και τη διαμορφώνουν. Μέσα από το παρόν, ο μύθος καλείται να ξεδιπλωθεί με τρόπους παλαιούς, μιλώντας για πράγματα σταθερά. Το επίκαιρο τραβάει τα βλέμματα, προσφέρει οικειότητα στο δέκτη, επεξηγεί και προσδιορίζει. Γι’ αυτό είναι πάντα ζητούμενο για κάθε δημιουργό.
Η ταινία του David Fincher (Seven, Fight Club, Zodiac), «The social network», ουσιαστικά περιγράφει τη δημιουργία της ιστοσελίδας facebook και παράλληλα διηγείται μια ιστορία σχετικά με τη φιλοδοξία, τις διαπροσωπικές σχέσεις και τους όρους κοινωνικοποίησης των νέων σε μια ρευστή εποχή. Η ταινία αποτελεί τη δραματοποίηση της ζωής των δημιουργών της ιστοσελίδας, ρίχνοντας το βάρος της σε δευτερεύουσες πτυχές της, προσθέτοντας βέβαια τα απαραίτητα στοιχεία μυθοπλασίας που θα δημιουργήσουν μια ιστορία κινηματογραφικά αξιοποιήσιμη.
Αν δούμε το γεγονός αντιστρόφως, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως το πέρασμα ενός γεγονότος από την απλή ύπαρξή του στη σφαίρα της μυθοπλασίας, ουσιαστικά σηματοδοτεί την κατοχύρωση του ως πτυχή του παρόντος άρα και της σημαντικότητάς του. Το γεγονός ότι η δημιουργία του facebook, αποτελεί πηγή έμπνευσης ενός σημαντικού σκηνοθέτη, αλλά ταυτόχρονα και μέρος μια χολιγουντιανής εμπορικής επένδυσης μεγέθους, περιγράφει τη σημασία και τους όρους με τους οποίους η συγκεκριμένη ιστοσελίδα υπάρχει αλλά και διαμορφώνει την κοινωνία.

Το τίποτα ως κάτι

Είναι μήπως υπερβολή, να θεωρούμε κάτι φαινομενικά τόσο περιορισμένο, όπως μια ιστοσελίδα, φορέα και διαμορφωτή μιας -έστω μικρής- κοινωνικής αλλαγής;
Ο καιρός μας είναι έτσι αγκιστρωμένος στο νέο, ένα νέο άνευ όρων, ώστε μια μικρή ηλεκτρονική εφαρμογή να μπορεί να αλλάξει και να επηρεάσει τη μέχρι χθες πραγματικότητά μας. Το my space, σχεδόν τυχαία, άλλαξε τη μορφή και τη λειτουργία της σύγχρονης δισκογραφίας. Pop φαινόμενα όπως οι Arctic Monkeys, ο Sean Kingston και η Lilly Allen, κατάφεραν τη δημοσιότητα μέσα από τη συγκεκριμένη ιστοσελίδα. Τα blogs με την ευκολία χρήσης, τους δικούς τους όρους διάδοσης της πληροφορίας, τη συχνή χρήση της ανωνυμίας, την παράκαμψη των εκδοτικών όρων και συμφερόντων κατάφεραν να απειλήσουν και ως ένα βαθμό να αλλάξουν τη δημοσιογραφία. Ο όρος blogger, έγινε προσδιορισμός πολιτικός, κοινωνικός και σχεδόν υπαρξιακός μέσα στην υπερβολή και τον ενθουσιασμό της ελευθερίας και του νέου. Ιστοσελίδες όπως το you tube, εφαρμογές όπως τα torrent, επαναπροσδιορίζουν και διαμορφώνουν τις κινήσεις μιας παρέας, την κατανομή και τη χρήση του ελεύθερου χρόνου ακόμα και τον τρόπο που γεμίζει και ξεγελιέται η ατομική μοναξιά. Το δυνάμει «Τίποτα» μιας νέας εφαρμογής, πολλαπλασιάζεται και εφαρμόζεται ανάλογα. Και μέσα στη μεγέθυνση του εμφανίζεται ως «Κάτι», αλλάζοντας τα πάντα γύρω. Αλήθεια θυμάται κανείς πως ήταν ο κόσμος χωρίς κινητά ή e-mail;

Αποκλεισμός
των ηλεκτρονικά αναλφάβητων

Το facebook δημιουργήθηκε το 2004 και σήμερα αριθμεί πεντακόσια εκατομμύρια χρήστες. Ο χρήστης δημιουργεί έναν προσωπικό λογαριασμό, στον οποίο μπορεί να περιγράψει τον εαυτό του τα ενδιαφέροντά του, να τοποθετήσει φωτογραφίες να κάνει σχόλια και να έρθει σε επαφή με τον αριθμό των διαδικτυακών του φίλων. Υπερβολικά απλό (όπως όλες οι πετυχημένες ηλεκτρονικές εφαρμογές), το facebook αποτελεί σήμερα την ιστοσελίδα με τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα στο διαδίκτυο. Η ευρεία χρήση του κατά τις αμερικανικές εκλογές του 2008 και στη συνέχεια σε εκλογικές αναμετρήσεις ανά τον κόσμο, ο συμβουλευτικός ρόλος που παίζει κατά τη διάρκεια συνεντεύξεων από πανεπιστήμια ή εταιρίες, αλλά και μια σειρά από άλλες πρακτικές χρήσεις (πρόσφατα ελληνικό πανεπιστήμιο προτίμησε να αναρτά τις ανακοινώσεις του στο λογαριασμό του στο facebook και όχι στον επίσημο ιστότοπο του, αποκλείοντας έτσι έναν αριθμό «ηλεκτρονικά αναλφάβητων» φοιτητών), διαμόρφωσε την εικόνα της σημασίας αλλά και της δύναμης του συγκεκριμένου site.

Λατρεύοντας το είδωλο

Η κριτική απέναντι στην ιστοσελίδα, άρχισε με την πρώτη δημοφιλία της. Το μεγαλύτερο μέρος της κριτικής, μιλούσε για καταπάτηση των προσωπικών δεδομένων, για την εμπορική χρήση και την εκμετάλλευση τους. Μέχρι και σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της κριτικής (πρόσφατα η εφημερίδα Wall Street Journal δημοσίευσε σχετικό άρθρο) εστιάζει σε αυτό το σημείο. Είναι όμως μόνο αυτό το πρόβλημα με το facebook;
Στα διάφορα chat και στις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης, ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται και πράττει ως διαφημιστής του εαυτού του, προσπαθώντας να γίνει αποδεκτός από μια θολή αλλά ακραία αυστηρή κοινότητα. Το άτομο καλείται να γεωμετρήσει τον εαυτό του, τα ενδιαφέροντα, τις καταφάσεις και τις αρνήσεις του. Η προσωπικότητα, μέσα σε όλες τις αντιφάσεις και τις αποκλίσεις της, γίνεται με τρόπο φαινομενικά εθελούσιο, ένα καταχωρισμένο στατιστικό και ο χρήστης, διαχειριστής ενός μεθοδικά κατασκευασμένου ειδώλου. Η διαδικασία ταύτισης του ατόμου με το κατασκευασμένο είδωλό του (η οποία αυξάνεται ανάλογα με την χρήση του μέσου) αποτελεί την απόλυτη ευθυγράμμιση με την αποδεκτή νόρμα και την πλήρη κατάφαση προς το κοινωνικά αποδεκτό.
Ο θαυμαστός νέος κόσμος του facebook (ως ναυαρχίδας της κοινωνικής δικτύωσης) κατασκευάζει καθρέφτες που στην πραγματικότητα συρρικνώνουν ό,τι αντικατοπτρίζουν. Στο διαδικτυακό του είδωλο, ο άνθρωπος προβάλλει αυτό που επιθυμεί να είναι, κατασκευάζει με βάση την πραγματικότητά του, την ίδια του την επιθυμία ως πρότυπο του ατελή εαυτού του. Και αλήθεια πόσο οικεία πρέπει να φαντάζει αυτή η διαδικασία, στον κατεξοχήν κατασκευαστή επιθυμιών και προτύπων, την ίδια την χολιγουντιανή μηχανή…

(ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΠΟΧΗ)

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Tempo libero: ένα έργο του Κώστα Ρουσσάκη




Είναι συχνό ένα καλλιτεχνικό φαινόμενο να μας παρουσιάζεται με ένταση, να διεκδικεί το ξάφνιασμά μας και να προσπαθεί να μας επιβληθεί, άλλοτε με το μεγαλείο και άλλοτε με τον εντυπωσιασμό. Υπάρχει όμως και μια σειρά από έργα που λειτουργούν πιο διακριτικά, ζητώντας μια συγκίνηση που μπορεί να έρθει αρκετά μετά από την αρχική επαφή μας μαζί τους, ζητώντας την αίσθηση, το ξάφνιασμα και τον προβληματισμό σε δεύτερο χρόνο. Τα έργα αυτά ακόμα και σαν προσπάθειες, δεν είναι τόσο συχνά σε έναν σημερινό απότομο κόσμο όπου όλα λειτουργούν με άξονα την ταχύτητα και τη γρήγορη αντικατάσταση. Το εντυπωσιακό και το άμεσο ξάφνιασμα γίνονται μέθοδοι καλλιτεχνικής επιβίωσης, το εμφανώς παράδοξο και το εύρημα εύκολα εργαλεία προς αυτούς τους στόχους. Η χαμηλή μουσική, χάνεται στις κραυγές της αγοράς και του πλήθους.
Το έργο «Τempo libero» του Κώστα Ρουσσάκη, φιλοξενείται στην έκθεση «Προθήκες θαυμάτων» στο πλαίσιο του Zone D της Γκαλερί Ζουμπουλάκη. Η έκθεση, στην οποία συμμετέχουν 36 καλλιτέχνες, πραγματοποιείται σε δύο διατηρητέα κτίρια (Α Κτίριο: Πλατεία Αγ. Ειρήνης 10, Β Κτίριο: Βασιλικής 2, Π. Σκουζέ & Λιμπονά) στην Πλατεία Αγίας Ειρήνης, στο ιστορικό τρίγωνο της Αθήνας και διαρκεί μέχρι και τις 30 Οκτωβρίου.

Το δίπολο του θανάτου
με αθώα ματιά


Η μορφή του έργου είναι απλή και σύνθετη ταυτόχρονα. Μια εγκατάσταση από φελιζόλ, μεγέθους 6 x 3,60 x 4, δημιουργήθηκε στο ένα από τα δύο κτίρια της έκθεσης (το έργο παρουσιάζεται στο έτερο κτίριο). Η εγκατάσταση αποτελεί πιστή αναπαράσταση ενός ξύλινου ικριώματος του παρελθόντος, όπως το συνάντησε ο καλλιτέχνης σε μια παλιά φωτογραφία. Η εγκατάσταση προηγήθηκε της έκθεσης, στην συνέχεια φωτογραφήθηκε και τελικά διαλύθηκε από τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Στη συνέχεια, οι φωτογραφίες που παρουσιάζουν το έργο από διαφορετικές οπτικές γωνίες, τοποθετήθηκαν σε μια σειρά από view master (όμοια με τα παιχνίδια που είχαμε όταν ήμασταν παιδιά κοσμώντας με φευγαλέες εικόνες την ήδη κουρασμένη όρασή μας) κατασκευασμένα από τον ίδιο τον καλλιτέχνη, προβάλλοντας το έργο σε μια τρισδιάστατη (3D) γλυπτική του χώρου. Τα view master, τοποθετήθηκαν τυχαία σε ένα τραπέζι.
Το έργο δεν εντυπωσιάζει το δέκτη με την όψη του, αλλά με την πολυσημία, τη θεατρικότητα, τη λειτουργία και τις αντιθέσεις του, μένοντας ανοιχτό σε ποικίλες ερμηνείες. Ο θεατής καλείται να κοιτάξει ένα έργο το οποίο δεν υπάρχει, ένα έργο που έχει πεθάνει. Ταυτόχρονα ο θάνατος και η εκτέλεση είναι το ίδιο το θέμα του έργου όπως προκύπτει από την επιβλητική μορφή της κρεμάλας. Το περιεχόμενο και η έκφραση ταυτίζονται πλήρως σε ένα δίπολο θανάτου, με το οποίο ο θεατής θα έρθει σε επαφή μέσα από την αθωότητα ενός παιδικού παιχνιδιού. Το view master, απομονώνει την όραση από την υπόλοιπη έκθεση, φιλτράρει με άγουρες ηλικίες την αναπαράσταση και επιβάλει στον δέκτη μια μοναχική εμπειρία παρατήρησης. Το έργο παρουσιάζεται από πολλές οπτικές μέσα από τις φωτογραφίες, τονίζοντας την υποκειμενικότητα της ματιάς. Το στοιχείο της απομόνωσης σε συνδυασμό με το δεδομένο πως το νεκρό έργο αποκλείει κάθε δυνατότητα αγοραπωλησίας, κάνει το αποτέλεσμα να μετατραπεί σε σχόλιο του τρόπου λειτουργίας των σύγχρονων εκθέσεων και της τέχνης γενικότερα. Η 3D αισθητική κάνει το έργο να αποκτά μια επίκαιρη μορφή και μια επαφή με τον κινηματογραφικό τρόπο που μόλις έχει αρχίσει να ξεδιπλώνεται.

Η θεατρικότητα
της δημιουργίας


Μια άλλη παράμετρος, μη εμφανής σε πρώτη ανάγνωση, είναι η θεατρικότητα του έργου. Ερχόμαστε σε επαφή με αυτή, αντιστρέφοντας τα στάδια στη διαδικασία της δημιουργίας. Ο καλλιτέχνης αναπαριστά ένα ήδη υπαρκτό αντικείμενο, άρα δημιουργεί μια σχέση ταύτισης με τον καλλιτέχνη - τεχνίτη του αρχικού ικριώματος. Τα ερωτήματα που πρέπει να απαντήσει, είναι όμοια με αυτά του πρακτικού μάστορα μιας άλλης εποχής. Η στατικότητα, οι αποστάσεις, η λειτουργικότητα. Αλλά ως καλλιτέχνης πρέπει να αντιμετωπίσει το βάρος της κατασκευής ενός έργου θανάτου. Ο ίδιος, παρατηρεί τη σοφία με την οποία δημιουργήθηκε το αντικείμενο και θέτει το ερώτημα πώς γίνεται η τέχνη (έστω ενός λαϊκού μάστορα στην προκειμένη περίπτωση) να τίθεται στην υπηρεσία της εκτέλεσης, του θανάτου, του απάνθρωπου. Η υψηλή ποιότητα τον διακοσμητικών στοιχείων στα όργανα βασανισμού του μεσαίωνα θέτουν την ίδια ερώτηση. Το υλικό της κατασκευής (φελιζόλ και όχι ξύλο) αφαιρεί από το αντικείμενο τη λειτουργικότητά του και άρα ως ένα βαθμό προστατεύει τον καλλιτέχνη. Η διαδικασία κατασκευής γίνεται επίπονη, μια αναμέτρηση με την έκφραση του θανάτου, κατασκευή ενός αντικειμένου φορτισμένου με χιλιάδες κραυγές.
Το έργο έζησε για μια ημέρα. Τη χυδαιότητα της δημιουργίας ακολουθεί η λύτρωση της καταστροφής, όπου ο καλλιτέχνης λειτουργεί ταυτόχρονα ως παιδοκτόνος, καταστρέφοντας το δημιούργημά του, συμπυκνώνοντας στο ελάχιστο το χρόνο φθοράς του αρχικού αντικειμένου. Στη διαδικασία αυτή, ο καλλιτέχνης σκοτώνει το θάνατο της εκτέλεσης αλλά και τη ζωή της δημιουργίας.
Το Tempo libero του Κώστα Ρουσσάκη, είναι ένα έργο που μιλά για μια ανθρώπινη συνθήκη που αν και καταργήθηκε δεν έχει ακόμα ξεχαστεί, ενώ βλέπουμε συχνά να αναβιώνει αρκετά κοντά μας. Η πραγματική απόσταση που μας χωρίζει από τη συνθήκη αυτή, είναι αυτή που επιβάλει το παιδικό, το αθώο βλέμμα.


(ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΠΟΧΗ)

Poetry slam: από το ποιητικό σαλόνι στην κραυγή



Η ιστορία της τέχνης αποτελείται από μια σειρά μεταμορφώσεων της φόρμας, των τρόπων δημιουργίας, της κατασκευής και της εκφοράς. Στη λογοτεχνία, ο μοντερνισμός του 20ου αιώνα ριζοσπαστικοποίησε τη φόρμα της ποίησης και της πεζογραφίας, πειραματιζόμενος με αισθητικούς ακροβατισμούς και αναζητήσεις, με τη σιωπή, την αφαίρεση, το ακραίο. Η φόρμα και η αλλαγή της, ταυτίστηκε με αυτό που αργότερα θεωρήθηκε μοντέρνο, δηλαδή προωθημένο και νέο.
Η τέχνη υπάρχει με τρόπο τόσο ιδιωτικό όσο και κοινωνικό. Ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνεί μπορεί να είναι εξίσου σημαντικός με τη δομή ή τα νοήματά της. Αν δεχτούμε πως οι καλλιτέχνες του πρόσφατου παρελθόντος έφτασαν τη φόρμα στα άκρα της και πως το περιεχόμενο μένει σταθερό στις άπειρες παραλλαγές του, το ριζοσπαστικά νέο μπορεί να αναζητηθεί μόνο στον τρόπο που αυτή επικοινωνεί.
Η κοινωνική έκφραση της ποίησης δεν είναι κάτι σταθερό μέσα στο χρόνο. Οι αρχαίοι ραψωδοί, οι προβηγκιανοί τροβαδούροι, τα λογοτεχνικά σαλόνια της μπελ επόκ και του μεσοπολέμου, οι ποιητές της Σοβιετικής Ένωσης με τις απαγγελίες τους σε στάδια, είναι όλοι εξίσου εκφραστές και φορείς του ποιητικού φαινομένου. Σε έναν κόσμο που περιγράφεται ως κόσμος πληροφορίας, ατελείωτης φλυαρίας και επικοινωνιακού θορύβου, πώς επικοινωνεί η ποίηση, η περισσότερο και ταυτόχρονα λιγότερο ομιλητική απ’ όλες τις ανθρώπινες διαδικασίες και ποιες οι δυνατότητές της σε σχέση με αυτή την επικοινωνία;
Ο κόσμος της έντυπης καταγραφής της ποίησης σε βιβλία και περιοδικά μοιάζει, αν όχι ξεπερασμένος, τουλάχιστον ελλιπής. Ο χάρτης του διαδικτύου δεν μοιάζει ικανός να περιγράψει τα τοπία της ποίησης, προσφέροντας το ψυχρό της οθόνης στο στοιχείο αυτό της γλώσσας που αγωνιά να παραμείνει θερμό αλλά ταυτόχρονα άμεσο. Στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, αυτό που κυριαρχεί ως περιβάλλον της ποίησης έξω από την σελίδα, είναι η διαδικασία του σαλονιού και του συμποσίου. Άτυπες ή επίσημες συναντήσεις φίλων και ομάδων με σκοπό την ανάγνωση και την απαγγελία σε ένα μυημένο και περιορισμένο κοινό. Μια εσωστρεφής διαδικασία που πιο συχνά κολακεύει παρά κρίνει το ποίημα όσο και τον ίδιο τον εαυτό της. Ποιοί νέοι τρόποι μπορούν να εφευρεθούν για να υπάρξει ένα ποίημα;

Slam

Η ποιητική διαδικασία του Slam, ξεκίνησε τα βήματά της στο Σικάγο, στα μέσα της δεκαετίας του 80, από τον Marc Smith, πατώντας στο έδαφος των spoken words και της performance poetry. Καθώς απομακρυνόμαστε από τη χρονική αυτή αφετηρία προς το σήμερα, παρατηρούμε μια ταχύτατη διάδοση του φαινομένου, στο σύνολο της Αμερικής και γενικότερα του δυτικού κόσμου, προτείνοντας κατά καιρούς σημαντικούς ποιητές όπως π.χ. τον πολύ Saul Williams. Στους ποιητικούς αυτούς διαγωνισμούς πέντε μέλη του κοινού επιλέγονται από τον τελετάρχη (Master of ceremonies), ώστε να κρίνουν τους διαγωνιζόμενους ποιητές με βαθμολογία από το 1 έως το 10. Η διαδικασία συνήθως χωρίζεται σε γύρους και φιλοξενείται σε θεατρικούς χώρους, κινηματογράφους και μπαρ.
Η ποίηση slam στέκει ανάμεσα στην απαγγελία και στη θεατρική απόδοση. Συχνά αυτοσχεδιαστική, ενσωματώνει μια σειρά από ποιητικά φαινόμενα και εκδοχές, το κωμικό, την ειρωνεία, την ομοιοκαταληξία, τους διάφορους παραδοσιακούς ρυθμούς. Ο ποιητής είναι όμως ελεύθερος να επενδύσει με τρόπους θεατρικούς την εκφορά του: μίμηση ήχων, αυξομειώσεις της έντασης και του ρυθμού, καταγγελία, κραυγή. Η χρήση μουσικής, κουστουμιών και θεατρικών αντικειμένων απαγορεύεται.
Η ποίηση slam ζητά να επαναπροσδιορίσει τον τρόπο επικοινωνίας αλλά και την ίδια τη μορφή της ποιητικής επικοινωνίας. Συχνά πολιτικοποιημένη επιθυμεί να καταγγείλει το ρατσισμό, τους όρους της πολιτικής, τους όρους των ανθρώπινων σχέσεων. Άλλωστε, ο ποιητής κρίνεται τόσο για το πάθος του όσο και για την εκφορά ή το περιεχόμενο της ποίησής του. Αν και προφορική, η ποίηση αυτή, στις καλύτερες εκδοχές της, μιλά σωματικά. Η λέξη ταυτίζεται με την ανάσα και ο παλμός του σώματος με το ρυθμό της εκφοράς. Ο ποιητής ντύνεται το ποίημα, όχι σαν ηθοποιός αλλά σαν τελεστής, μέρος και φορέας ενός τελετουργικού. Ο ποιητής γίνεται ποίημα, που ανασαίνει μέσα από κάποιον άλλο. Η βλάστηση των λέξεων και των νοημάτων προκύπτει από το σημείο αυτό.
Το ελληνικό κοινό μπορεί να έρθει σε επαφή με το φαινόμενο αυτό, στον τελικό του πρώτου πανελλήνιου διαγωνισμού Slam, την Κυριακή 10 Οκτωβρίου, στις 7 μ.μ. στον πολυχώρο Άνεσις (Κηφισίας 14, στους Αμπελόκηπους). Παρών θα είναι και ο δημιουργός του φαινομένου, Marc Smith.

(ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΠΟΧΗ)

Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2010

Τα φεστιβάλ της αριστεράς ως πολιτιστική πρόταση



Στο προηγούμενο φύλλο της «Εποχής», η Έλενα Πατρικίου στη συνέντευξή της παρατηρούσε: «Ως τί την θέλουν την τέχνη εκεί μέσα (στα φεστιβάλ); Κάποτε πρέπει να αποφασίσουν. Δεν μπορεί η τέχνη να καλείται να κάνει σκόντο επειδή οι αριστερές οργανώσεις δεν βρίσκουν γι’ αυτήν άλλον ρόλο από αυτόν του προσχήματος. Εξ ου και τελικά όλα αυτά τα φεστιβάλ είναι εντελώς ίδια και το μόνο που έχουν να δώσουν στον κόσμο, και ειδικά στους νέους, είναι φτηνή διασκέδαση και φτηνές μπύρες». Η παρατήρηση αυτή, ανοίγει το θέμα της σχέσης της αριστεράς με την τέχνη και την έκφραση της σχέσης αυτής, στις διάφορες εκδηλώσεις της.

Φεστιβάλ και φεστιβάλ νεολαίας

Τα φεστιβάλ και κυρίως τα φεστιβάλ των πολιτικών νεολαιών, χαρακτήρισαν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και κυρίως τη δεκαετία του 80. Το πρώτο φεστιβάλ νεολαίας διοργανώθηκε από την ΚΝΕ, το 1975.
Στα φεστιβάλ των διαφόρων πολιτικών οργανώσεων, πέρα από την κοινωνικοποίηση με όρους που η ίδια η οργάνωση αποφάσιζε, τα μέλη-διοργανωτές, προσπαθούσαν να διαμορφώσουν με όρους φαντασιακού, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της αριστεράς. Τα φεστιβάλ προέβαλαν μια συνέχεια, από την αντίσταση και τον εμφύλιο στα χρόνια της ΕΔΑ και αργότερα της δικτατορίας, προς τη μελλοντική κοινωνία και όλα αυτά περνώντας από το ιστορικό παρόν της συγκεκριμένης εκδήλωσης. Οι εκθέσεις φωτογραφιών και οι διάφορες ομιλίες, είχαν σαν στόχο αυτήν την πολλαπλή εννοιολόγηση του ρευστού αριστερού χρόνου.
Κεντρικό σημείο των φεστιβάλ αποτέλεσε η ψυχαγωγία και τα διαφορετικά πρότυπα που η κάθε νεολαία πρότεινε και προέβαλε. Οι συναυλίες πάντα είχαν το χαρακτήρα του κεντρικού προπαγανδιστή των φεστιβάλ κάτι το οποίο ισχύει μέχρι και σήμερα. Έτσι η επιλογή της μουσικής και των συγκροτημάτων διαμορφωνόταν τόσο από την ταυτότητα και την πολιτιστική πρόταση, του φορέα που διοργάνωνε το φεστιβάλ, όσο και από τα γούστα του κοινού που επιθυμούσε να προσεγγίσει.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 80 γίνεται μια απεύθυνση κάποιων φεστιβάλ προς κινήματα διαμαρτυρίας όπως το φεμινιστικό και το οικολογικό και πολύ αργότερα το μεταναστευτικό και τα διάφορα κινήματα πόλεων. Η σχέση αυτή θα αποτυπωθεί με περίπτερα και διανομή υλικού καθώς και μέσα από διάφορες συζητήσεις.
Στα τέλη της δεκαετίας του 80, μέσα στη γενικευμένη αποπολιτικοποίηση ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας και κυρίως της νεολαίας, τα φεστιβάλ θα χάσουν την κομβική τους σημασία αλλά και τις έντονες δυνατότητες απεύθυνσης. Σε αυτό συνέβαλαν και μια σειρά από δευτερεύοντα γεγονότα όπως π.χ. η διάσπαση του 1989 στο ΚΚΕ και η διοργάνωση δύο διαφορετικών φεστιβάλ (ένα από τους αποχωρήσαντες και ένα από τους εναπομείναντες).

Το φεστιβάλ ως συνολική
πολιτιστική πρόταση


Τα φεστιβάλ θα εμφανιστούν πάλι με ένταση στις αρχές της νέας δεκαετίας. Η μορφή τους όμως δεν θα ανανεωθεί και το βάρος θα συνεχίσει να πέφτει στις συναυλίες και τα ονόματα που θα μπορέσουν να μαζέψουν κόσμο. Με τον τρόπο αυτό θα συνεχίσουν να αποτελούν μια τυχαία γιορτή μέσα στο ημερολογιακό χάος, μια εναλλακτική έξοδο με ατροφικό συνήθως στίγμα. Μέσα από τις μεταμορφώσεις, τόσο της ταυτότητας της αριστεράς όσο και τις ανάγκες της ίδιας της κοινωνίας, σήμερα τίθεται η επιταγή για μια νέα μορφή εκδήλωσης, όπου το βάρος θα μεταφερθεί από την εκδήλωση-γιορτή προς μια διαδικασία προβληματισμού και πολιτιστικής ζύμωσης.
Ένα φεστιβάλ ή μια εκδήλωση δεν μπορεί να εμφανίζεται ως μια ξαφνική στιγμή μέσα στο χρόνο. Πρέπει να αποτελεί κορύφωση μιας μακρόχρονης διαδικασίας, μιας πολιτικής και πολιτιστικής συνομιλίας και ταυτόχρονα αφετηρία για μια νέα ζύμωση. Παίρνοντας ως δεδομένο πως η αριστερά έχει χάσει από καιρό την πολιτιστική της ηγεμονία (αν και τόσο συχνά φαίνεται να το αρνείται), τίθεται το ερώτημα ποια θα μπορούσε να είναι η νέα πολιτιστική πρόταση που θα προβάλει.
Η αριστερά μπορεί να προσεγγίσει μια σειρά από πολιτιστικές εκφράσεις, οι οποίες ενώ συνορεύουν μαζί της από άποψη διάθεσης, παραμένουν ξένες και χωρίς πολιτικό πρόσημο, συχνά εγκλωβισμένες σε έναν θολό ναρκισσιστικό εναλλακτισμό. Τα graffiti, οι M.C. μονομαχίες, η ποίηση slam, οι performances, οι εικαστικές εγκαταστάσεις, τα fanzine, το stand up, οι πειραματικοί τρόποι θεάτρου και κινηματογράφου, οι ομάδες κωμωδίας, καθώς και μια σειρά από ομάδες και μικροκοινότητες νέων καλλιτεχνών και λογοτεχνών, εκφράσεις νέες αλλά και διάσπαρτες, χωρίς επικοινωνία μεταξύ τους, μπορούν να αποτελέσουν την αρχή για μια νέα πολιτιστική πρόταση της αριστεράς.
Κομμάτια πολιτισμού που δεν μπορούν να βρουν έκφραση μέσα από τους άκαμπτους τρόπους του συστήματος, μπορούν να απεγκλωβιστούν και να συνομιλήσουν μέσα από μια σειρά εκδηλώσεων. Με την προϋπόθεση πως η προσέγγιση αυτή θα γίνει όχι με χαρακτήρα οικειοποίησης αλλά αμοιβαίας ανταλλαγής και προβληματισμού. Ξεκινώντας από μια κατάθεση απόψεων και καταλήγοντας σε μια εκδήλωση συνολικής πολυπρισματικής έκφρασης.
(στην εφημερίδα Εποχή)