Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010

Μάλκομ Χ: Η οργή και η συνείδηση


Στις 21 Φεβρουαρίου, έκλεισαν 45 χρόνια από τη δολοφονία του Μάλκομ Χ. Όπως τόσες άλλες δολοφονίες την ίδια περίοδο στην Αμερική, έτσι και αυτή στέκει για να μας θυμίζει την ένταση της διεκδίκησης, το όραμα και την αποφασιστικότητα των ανθρώπων που εκείνη την εποχή διεκδίκησαν. Όπως και τόσες άλλες φορές, το όνομα του πραγματικού υπεύθυνου απλά συλλαβίζεται σιωπηλά. Σήμερα, στην Αμερική του Ομπάμα, ποια θέση έχει η ανάμνηση και ο λόγος του Μάλκομ Χ, ενός πραγματικού ριζοσπάστη των κοινωνικών διεκδικήσεων;
Η ζωή του Μάλκομ Χ αποτέλεσε παράδειγμα σε πολλούς από τους λόγους του και τελικά μια περιγραφή της πορείας της μαύρης αμερικανικής συνείδησης. Από την άγνοια και τον φόβο, στον φανατισμό και την υπεροψία και στη συνέχεια από τον έγχρωμο ρατσισμό στην διεκδίκηση των κοινών ανθρωπίνων ελευθεριών, την αδελφοσύνη μέσω του μουσουλμανισμού και την οικουμενικότητα του ανθρώπινου δικαιώματος.

Η περιπλάνηση του Μάλκομ Χ

Ο Μάλκομ Χ, γεννήθηκε Μάλκομ Λίτλ στην Ομάχα της πολιτείας της Νεμπράσκα το 1925. Καταγόμενος από οικογένεια ενεργή στον αγώνα για τα δικαιώματα των αφροαμερικανών, ο Μάλκομ γνωρίζει από νωρίς τον ρατσισμό, τη διάκριση και την διεκδίκηση. Ο πατέρας του θα δολοφονηθεί το 1931 κάτω από μυστήριες συνθήκες, το σπίτι του θα καεί από μέλη της κου-κλουξ –κλαν.
Ο Μάλκομ θα μάθει την ζωή στον δρόμο. Εκεί θα αρχίσει μια περιπλάνηση στην εγκληματικότητα, ανάμεσα στο λαθρεμπόριο, στην πορνεία και τις διαρρήξεις. Το 1946, οι κακές αυτές συνήθειες θα τον οδηγήσουν στην φυλακή όπου θα παραμείνει μέχρι το 1952. Η φυλακή, όμως, θα τον αλλάξει. Ορίζοντας ένα πρόγραμμα αναμόρφωσης στον εαυτού του, θα οδηγηθεί στο διάβασμα και τη μελέτη. Σύντομα θα έρθει σε επαφή με τον κόσμο του Ισλάμ και τα διδάγματα του Ελάιζα Μοχάμεντ, αρχηγού του ανερχόμενου «έθνους του Ισλάμ».
Με την έξοδό του από την φυλακή, ο Μάλκομ θα επικοινωνήσει με τους μαύρους μουσουλμάνους οι οποίοι θα τον δεχτούν στους κόλπους τους. Σύντομα θα αναδειχθεί σημαντικός παράγοντας της οργάνωσης. Το επώνυμό του θα αντικατασταθεί από ένα απλό Χ, το οποίο συμβολίζει την άγνοια του πραγματικού ονόματος. Στην πλειοψηφία τους οι αφροαμερικάνοι στο παρελθόν έπαιρναν το όνομα του ιδιοκτήτη τους, ξεχνώντας το όνομα τους και ό,τι τους συνέδεε με το παρελθόν. Το απλό αυτό Χ, θα συμβολίσει 400 χρόνια λευκής καταπίεσης. Ο Μάλκομ Χ θα γίνει δημόσιος ομιλητής και ταυτόχρονα η πιο αναγνωρίσιμη φιγούρα του «έθνους του Ισλάμ». Σε μεγάλο βαθμό θα είναι υπεύθυνος για την μεγάλη άνοδο της οργάνωσης. Τα 500 μέλη που αριθμούσε το 1952, είχανε γίνει 25.000 μέχρι το 1963. Η άνοδος του αστεριού του, θα τον φέρει σύντομα σε σύγκρουση με τον μέντορά του Ελάιζα Μοχάμεντ, μια ρήξη που θα καταλήξει στην αποχώρησή του το 1964. Ο Μάλκομ Χ θα ιδρύσει τότε τον πολιτικό «οργανισμό παν-Αφρικανικής ενότητας» και την θρησκευτική ομάδα Muslim Mosque, Inc. Θα ταξιδέψει σε πολλές περιοχές της μέσης ανατολής και της Αφρικής γνωρίζοντας ηγέτες του τρίτου κόσμου, θα ασπαστεί τον Σουνιτισμό και την ίδια χρονιά θα μεταβεί στην Μέκα για να προσκυνήσει.
Ο πολιτικός ριζοσπαστισμός του Μάλκομ Χ και η αυξανόμενη δημοτικότητα και αποδοχή του, έφεραν πολλούς εχθρούς στον μαύρο ηγέτη. Το 1965, θα δολοφονηθεί σε δημόσια εκδήλωση στο Χάρλεμ. Οι δολοφόνοι ήταν μέλη του «έθνους του Ισλάμ». O άνθρωπος που διέταξε την εκτέλεση παραμένει άγνωστος.

Η φιλοσοφία της βίαιης άμυνας

Η φιλοσοφία και η πρακτική του Μάλκομ Χ αρχίζει από την πλήρη ταύτιση με τις ιδέες του Ελάιζα Μοχάμεντ και συνεχίζει με την σταδιακή απόκλιση από αυτές. Στα πρώτα κηρύγματα, το θρησκευτικό μουσουλμανικό στοιχείο είναι κυρίαρχο, ο μαύρος αμερικάνος παρουσιάζεται ανώτερος από τον λευκό και η βία ως απαραίτητο μέσο για την επιβίωση του αφρομερικάνου σε έναν νόμο και μια κοινωνία που τον αποκλείει. Σταδιακά στους λόγους του, θα κυριαρχήσουν οι πολιτικές διεκδικήσεις, η επιχειρηματολογία για την υπεράσπιση της βίαιης άμυνας και η σημασία του μαύρου ανθρώπου σε πλανητικό επίπεδο. Με την αποχώρηση του από το «έθνος του Ισλάμ» και τον ασπασμό του σουνιτισμού, ο Μάλκομ Χ θα αναγνωρίσει την καταπίεση ως σημαντικότερο παράγοντα διαχωρισμού ανάμεσα στους ανθρώπους απ ότι το χρώμα, θα έρθει πιο κοντά σε σοσιαλιστικές ιδέες και θα ταυτίσει τον αγώνα των αφρομερικάνων για ίσα δικαιώματα με την προσπάθεια των αφρικανικών κρατών για ανεξαρτησία. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως η είδηση του θανάτου του έφερε το ίδιο μεγάλο θρήνο στους ανθρώπους της Αφρικής όσο και σε αυτούς των ΗΠΑ.
Ο Μάλκομ Χ, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους αμερικάνους δημόσιους ομιλητές, ανεξαρτήτως χρώματος. Η σημαντικότερη συμβολή του ήταν πως ανέδειξε την δύναμη της αφροαμερικανικής κοινότητας, υπογράμμισε την αναγκαιότητα για ισότητα, τόνισε την υπεροχή του ανθρωπίνως δίκαιου απέναντι στο θεσμικά σωστό και περιέγραψε καλύτερα από τον καθένα αυτό που αργότερα ονομάστηκε «μαύρη υπερηφάνεια». Κινήματα που περιλαμβάνουν την πολιτική των μαύρων πανθήρων αλλά και την αισθητική των μαύρων τεχνών μέχρι και το hip hop, έχουν τις ρίζες τους στη φωνή του Μάλκομ Χ. Στην σημερινή Αμερική του Ομπάμα, ο βίαιος λόγος της διεκδίκησης του Μάλκομ Χ, μοιάζει τεχνηέντως ξεχασμένος. Η ειρηνική αντίσταση και τα μηνύματα του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ μοιάζουν καταλληλότερα να εκπροσωπήσουν το παρελθόν των αγώνων. Αν αναλογιστούμε όμως την έντονα ταξική χρεία του Χρώματος στις Ηνωμένες πολιτείες, μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε την επικαιρότητα του μηνύματος του Μάλκομ Χ σε μια κοινωνία κρίσης. Η ισότητα και η ελευθερία θα επιτευχθούν, με όποιο απαραίτητο μέσο.

(στην εφημερίδα εποχή)

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

Κράτη... Προσωπικοτήτων


Ο παγκόσµιος χάρτης είναι διάσπαρτος µε κράτη µινιατούρες. Μακρινές ουτοπίες, µε εκκεντρικούς ηγέτες που συνθέτουν µια υπέροχη παρωδία της πραγµατικότητας.



Σε έναν κόσµο πολύπλοκο και παγκοσµιοποιηµένο, στον κόσµο της αυτόµατης παραγωγής, του µαζικού και της συνεχούς αντικατάστασης, τόσο συχνά το πρωτότυπο υπάρχει ταυτόχρονα µε το αντίγραφό του, η παρωδία µε το παρωδούµενο αντικείµενο, η πραγµατικότητα µε το είδωλό της. Δίπλα σε ένα άγαλµα επιβιώνουν χιλιάδες όµοια γύψινα, δίπλα σε µια κινηµατογραφική επιτυχία άπειρες µιµήσεις ή παρωδίες. Με τον ίδιο τρόπο, δίπλα στα εκατοντάδες κράτη βρίσκονται τα χιλιάδες micronations.

Τα micronations (µικροκράτη) είναι µια σειρά από κράτη-προσωπικές (ή οµαδικές) πρωτοβουλίες. Άλλοτε φτιαγµένα σε ξεχασµένες πλατφόρµες στη µέση του ωκεανού, άλλοτε σε περιοχές αποµακρυσµένες που διεκδικούν µια σχετική αυτονοµία και άλλοτε στο διαδίκτυο ή απλά στη φαντασία. Τα περισσότερα από αυτά, αν και προκαλούν κωµικό αποτέλεσµα µε τη φυσική τους ύπαρξη, αναπαράγουν µε επισηµότητα πτυχές ενός κανονικού κράτους. Την τελετουργία του εθνικού ύµνου και της σηµαίας, τον τιµητικό τίτλο του πρίγκιπα ή του βασιλιά, την κρατική εξωστρέφεια των γραµµατοσήµων και των νοµισµάτων (τεράστιας αξίας ανάµεσα στους συλλέκτες). Τα micronations είναι χειρονοµίες απλές σαν παιχνίδια, που όµως διεκδικούν το αυστηρό ύφος ενός θεσµού.
Μακρινές ουτοπίες και γεωγραφικά παράδοξα, τα κράτη αυτά εντυπωσιάζουν µε το ελάχιστο του µεγέθους τους και τον µεγάλο αριθµό τους. Μικρά όσο οι ελάχιστες ψηφίδες του παγκοσµίου χάρτη, µε σύνορά υποχρεωτικά στενά και πληθυσµό σαφώς περιορισµένο έχουν κοινό χαρακτηριστικό τους το γεγονός πως δεν αναγνωρίζονται από άλλα επίσηµα κράτη, δεν έχουν νοµική υπόσταση ή διεθνείς σχέσεις, ενώ συχνά η οικονοµία τους περιορίζεται στον τουρισµό του παραδόξου.
Φτιαγµένα άλλοτε από µεγαλοµανείς και εκκεντρικούς, άλλοτε από σύγχρονους αναχωρητές και ερηµίτες, απατεώνες ή απλά µισάνθρωπους και άλλοτε από επιθυµία για την ουτοπία. Χόµπι τραβηγµένα µε απόλυτη προσήλωση στα άκρα, παρορµήσεις προς το δίκαιο µιας άλλης κοινωνίας ή απλά πρωτότυπος τρόπος φοροδιαφυγής.

Τα πιο παλιά micronations καταγράφονται ήδη τον 19ο αιώνα, όπως τα νησιά Cocos στην Αυστραλία, ή το βασίλειο της Redonda, στην Καραϊβική. Τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, όταν οι ανεξάρτητες κοινότητες είχαν πάρει µια χροιά που ακροβατούσε ανάµεσα στο πολιτικό και το όνειρο, ο αριθµός των µικροκρατών πολλαπλασιάστηκε σηµαντικά. Τα τελευταία χρόνια, και κυρίως µε τη δηµιουργία του ίντερνετ, ο αριθµός αυτός έγινε ακόµα µεγαλύτερος, αλλά και η ίδια η µορφή του εγχειρήµατος άλλαξε. Προσθέτοντας την οµορφιά της απλότητας, αφαιρώντας την αυθεντικότητα του ρίσκου. Σήµερα συναντά κανείς περισσότερα micronations φτιαγµένα για καλλιτεχνικούς λόγους (όπως αυτό του Neue Slowenische Kunst) ή απλά ως αστεία (όπως το Lovely του άγγλου κωµικού Danny Wallace), µε τους δηµιουργούς τους να επιλέγουν να αναµετρηθούν πρωτίστως µε τη φαντασία και δευτερευόντως µε την περιπέτεια.

(στο τελευταίο τευχος του περιοδικού Γαλέρα: http://galera.gr/magazine/modules/articles/article.php?id=1980 )

Sealand



Η Sealand αποτελεί ίσως το γνωστότερο µικροκράτος στον κόσµο και σίγουρα το πιο πετυχηµένο, αφού κατάφερε την ηµιεπίσηµη αναγνώρισή του από την Αγγλία και τη Γερµανία. 10 χλµ. από τις νοτιοανατολικές ακτές της Αγγλίας, η εγκαταλελειµµένη βάση του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου κατακτήθηκε από τον άγγλο ραδιοπειρατή Major Paddy Roy Bates το 1967. Το γεγονός ότι η πλατφόρµα βρισκόταν αρκετά µακριά από το όριο των εθνικών υδάτων (το οποίο τότε έφτανε τα τρία µίλια) έφερε σαν αποτέλεσµα νοµικά κολλήµατα που οδήγησαν σε ένα ασαφές καθεστώς. Έτσι, το 1975 o Bates παρουσίασε το Σύνταγµα της χώρας του, τον εθνικό της ύµνο, τη σηµαία και τα διαβατήρια που εξέδιδε. Το 1978 µια οµάδα αποτελούµενη από Γερµανούς και Ολλανδούς προσπάθησαν να καταλάβουν τα 550 τετρ. µέτρα της χώρας. Ωστόσο ο Bates αντέδρασε γρήγορα και ανέκτησε τα εδάφη του, κρατώντας αιχµάλωτους τούς εισβολείς (τους οποίους τελικά απελευθέρωσε). Το 2007 η ιστοσελίδα pirate bay προσπάθησε να αγοράσει τη Sealand αλλά η συµφωνία τελικά ακυρώθηκε. Η ιστορία της Sealand αναµένεται να κυκλοφορήσει στον κινηµατογράφο εντός του 2010, σε σκηνοθεσία του Μάικ Νιούελ.

Σεµπόργκα


To πριγκιπάτο της Σεµπόργκα βρίσκεται στη Λιγουρία της Ιταλίας, στα σύνορα µε το πριγκιπάτο του Μονακό. Αποτελεί ένα από τα ελάχιστα µικροκράτη που η φύση του ορίστηκε εντονότερα από ιστορικούς λόγους κι όχι από τις πρωτοβουλίες κάποιου εκκεντρικού ή ουτοπιστή. Η σύστασή του ανάγεται στο 954. Μια σειρά από νοµικά θολές αποφάσεις κατά τον 18ο αιώνα απέκλεισαν τη Σεµπόργκα από έναν αριθµό συµφωνιών σχετικά µε εδαφικές διεκδικήσεις ανάµεσα σε διάφορα ευρωπαϊκά κράτη, µε σηµαντικότερη την Πράξη της Ένωσης του Βασιλείου της Ιταλίας το 1861. Έτσι, όταν τη δεκαετία του 1960 ο επικεφαλής του τοπικού συνεταιρισµού ανθοκαλλιεργητών Τζόρτζιο Καρµπόνε αποφάσισε να διακηρύξει την ανεξαρτησία της Σεµπόργκα και να χρήσει τον εαυτό του πρίγκιπα, ο κόσµος τον ακολούθησε. Σήµερα η Σεµπόργκα παραµένει ανεξάρτητη, διατηρώντας όµως κανονικές σχέσεις µε την υπόλοιπη Ιταλία και λειτουργώντας ταυτόχρονα και ως κοµµάτι της.

Hay-on-Wye




To Hay-on-Wye είναι µια µικρή πόλη στην ανατολική Ουαλία. Το 1977 ο βιβλιοπώλης Richard Booth ονόµασε την πόλη του ανεξάρτητο βασίλειο. Ο ίδιος κράτησε για τον εαυτό του τον τίτλο του µονάρχη. Η πόλη ονοµάστηκε πόλη των βιβλίων και ανέπτυξε έντονο τουρισµό, µε αποτέλεσµα σήµερα να αποτελεί «τη Μέκκα των µεταχειρισµένων βιβλίων».

Repubblica dell’Isola delle Rose


Η δηµοκρατία του νησιού των ρόδων ήταν ένα µικροκράτος στην Αδριατική, 11 χλµ. από τις ακτές του Ρίµινι της Ιταλίας. Το 1967 ο ιταλός µηχανικός Τζόρτζιο Ρόσα δηµιούργησε µια πλατφόρµα 400 τετρ. µέτρων η οποία περιείχε εστιατόριο, µπαρ και µαγαζί µε σουβενίρ. Ένα χρόνο µετά το κράτος ανακοίνωσε την ανεξαρτησία του, άρχισε να τυπώνει γραµµατόσηµα και επέλεξε την εσπεράντο ως την επίσηµη γλώσσα του. Το ιταλικό κράτος είδε την κίνηση ως προσπάθεια φοροδιαφυγής µε αποτέλεσµα να αποµονώσει την πλατφόρµα και τελικά να τη βοµβαρδίσει. Ο Ρόσα τυπώνει µέχρι και σήµερα γραµµατόσηµα υπογράφοντας ως εξόριστη κυβέρνηση του Νησιού των Ρόδων.

Gay and Lesbian Kingdom of the Coral Sea Islands




Το βασίλειο των Γκέι και των Λεσβιών των Κοραλλιογενών Νήσων είναι ένα µικροκράτος, βορειοανατολικά της Αυστραλίας. Το κράτος ιδρύθηκε ως πολιτική συµβολική πράξη το 2004. Μια οµάδα γκέι ακτιβιστών ύψωσε τη σηµαία του ουράνιου τόξου στο µεγαλύτερο από τα ακατοίκητα νησιά και ο επικεφαλής της οµάδας, ο Dale Parker Anderson, ονοµάστηκε βασιλέας Dale o Α’. Ο ακτιβισµός αυτός ήλθε ως αντίδραση στην απαγόρευση του γάµου µεταξύ ατόµων του ιδίου φύλου από το κοινοβούλιο της Αυστραλίας. Το 2006 το κράτος έβγαλε τα πρώτα του γραµµατόσηµα.

Celestia




H Celestia (ιδρύθηκε το 1949) υπήρξε ένα µικροκράτος χωρίς φυσική παρουσία, το οποίο διεκδικούσε το σύνολο του διαστήµατος (εκτός του πλανήτη Γη φυσικά). Με τον τρόπο αυτόν ο ιδρυτής της James T. Mangan πίστευε ότι θα προστάτευε το σύµπαν από την ανθρώπινη εξάπλωση, αφού κανένα κράτος δεν θα είχε δικαίωµα να ηγεµονεύσει εκτός του πλανήτη. Για το λόγο αυτόν ο Mangan αλληλογραφούσε συχνά µε τις µεγάλες υπερδυνάµεις, οι οποίες δεν έδωσαν σηµασία στις εκκλήσεις του. Δυστυχώς οι απόγονοι του δεν συνέχισαν τον ευγενή σκοπό του και η Celestia υπάρχει σήµερα µόνο ως τρυφερή ανάµνηση.

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

Πότε τελειώνει ένα έργο τέχνης;



Το να βιώνεις το ελληνικό παρελθόν σημαίνει να περιπλανιέσαι σε έναν κόσμο που γνώρισες αποσπασματικά, έναν κόσμο που σου εμφανίζεται σε σύντομες εκφάνσεις, κομμάτια χαμένα σε ένα σύνολο υποχρεωτικής και συχνά αταίριαστης ποικιλίας. Περπατώντας το αρχαίο κομμάτι, το εγκλωβισμένο κέντρο του παρελθόντος της Αθήνας, έρχεσαι σε επαφή με ερείπια του αμετάκλητα περασμένου, ναούς, κολώνες και τοίχους που προσπαθούν παρά το γύρας, επιμένουν φθαρμένα μέσα σε εκείνο που αλλάζει. Οι ιστορικές περίοδοι μπλέκονται, φτιάχνοντας το σύγχρονο ελληνικό ακρωτηριασμό, αβέβαιο και ταυτόχρονα σίγουρο, ανάμεσα στο θολό της σύγχρονης φανατικής μας παρανόησης και στο καθαρό της δικής τους παλαιάς και ξεχασμένης αλήθειας. Στους δρόμους αυτούς εθιστήκαμε στη μαγεία του μερικού, στην αισθητική των χαμογελαστών ερειπίων.
Στα μουσεία, τα αγάλματα αναπνέουν στις κομματιασμένες τους μορφές, συντρίμμια μέσα στην πλήρη αποδοχή του κοινού που φέρνει συχνά την πλήρη αδιαφορία. Έργα τέχνης κάποτε τελειωμένα που γύρισαν πάλι σε μια μορφή αρχική πριν ο καλλιτέχνης τα τελειώσει, πριν το σύνολο ενώσει τα επιμέρους χαρακτηριστικά. Και όμως η τέχνη είναι εκεί, ορατή μέσα σε εκείνο που χάθηκε, στο αόρατο των χαμένων σημείων. Πώς συμβαίνει να αποδεχόμαστε κάτι που δεν μπορούμε να κρίνουμε ως τελειωμένο σύνολο, είτε γιατί ο καλλιτέχνης δεν το ολοκλήρωσε, είτε γιατί ο χρόνος το έφθειρε προς το αποσπασματικό; Μπορούμε να δεχόμαστε ένα έργο τέχνης κομματιασμένο μέχρι το ελάχιστο και τελικά πότε ένα έργο τέχνης είναι ολοκληρωμένο, πότε τελειώνει ένα έργο τέχνης;

Ατελείωτο στο δρόμο
προς την τελειότητα


Η ιστορία της αισθητικής περιπέτειας και δημιουργικής αναζήτησης του ανθρώπου είναι διάσπαρτη με σώματα καλλιτεχνημάτων που δεν ολοκληρώθηκαν ή επιβίωσαν λειψά. Μέχρι και σήμερα απολαμβάνουμε δημιουργήματα που η τελευταία τελεία τους δεν θα γίνει ποτέ ορατή. Από τα σπαράγματα της αρχαίας λυρικής ποίησης, της Σαπφούς και του Αλκαίου, μέχρι τον «άνθρωπο χωρίς ιδιότητες» του Μουζίλ, η πινακοθήκη μας είναι αποσπασματική.
Ο «Βόιτσεκ» ένα από τα σημαντικότερα θεατρικά του 19ου αιώνα, ανεβαίνει σε παραστάσεις σε όλο τον κόσμο μέχρι και σήμερα. Το τόσο γνωστό έργο παραμένει άγνωστο στην τελική του μορφή, αφού ο Γκέοργκ Μπίχνερ πέθανε πριν το ολοκληρώσει, αφήνοντας το σκόρπιο σε χαρτιά και σημειώσεις. Το έργο αυτό, παρά τη φθορά της μη τελείωσης, κατάφερε να επηρεάσει ίσως περισσότερο από κάθε έργο της εποχής του το σύγχρονο θέατρο.
Οι «ελεύθεροι πολιορκημένοι» του Διονυσίου Σολωμού, ίσως να είναι το χαρακτηριστικότερο ελληνικό ατελείωτο έργο. Είναι σε μεγάλο βαθμό κοινός τόπος, πως το έργο αυτό είναι η σημαντικότερη στιγμή της νεοελληνικής ποίησης. Μέσα από τα σχεδιάσματα, τις παραλλαγές στίχων και τα θραύσματα του, το έργο πέρα από το λογοτεχνικό του μέγεθος και τις δυνατότητες του ποιητικού λόγου στην ελληνική γλώσσα, μας αποκαλύπτει και όλους τους λόγους που αφήνουν ένα έργο ατελείωτο: το λογοτεχνικό άγχος προς την τελειότητα του αποτελέσματος, την άπειρη δυνατότητα της εναλλαγής των μορφών, τη μανία του συγγραφέα να πιάσει αυτό που ποτέ δεν τελειώνει, που δεν συναντιέται με την τελειότητα του, απλά εξελίσσεται με αργό περπάτημα ή άλματα κυνηγώντας την. Στο σημείο αυτό, ο Σολωμός του ρομαντισμού και του κλασικισμού, έρχεται να συναντήσει το μοντερνισμό του Στεφάν Μαλαρμέ. Η καθαρή ποίηση, η αναζήτηση του λεπτού και του περίτεχνου της γλώσσας που αυτή επιβάλλει, άφησε το «Μεγάλο Έργο» του ποιητή ατελείωτο. Όμως οι προκαταρκτικές σημειώσεις για το έργο, τα αποσπάσματα και τα υπόλοιπα έργα του που σχετίζονταν με το εγχείρημα, τον επέβαλαν ως μια από τις κορυφαίες περιπτώσεις ανάμεσα στις στιγμές της παγκόσμιας ποίησης.

Η δυνατότητα ως αρετή

Η σχέση του έργου τέχνης με το χρόνο γέννησης και το τελείωμά του είναι χαρακτηριστική σε αρκετά από τα γλυπτά του Αυγούστου Ροντέν. Φαινομενικά ημιτελή, τα έργα παρουσιάζουν τη διαδικασία μεταμόρφωσης από το άψυχο της ύλης, στο έμψυχο της τέχνης, από το χώμα στο τραγούδι. Μορφές που βγαίνουν από την πέτρα, ακροβατώντας ανάμεσα στους δύο κόσμους, περιγράφοντας ακριβώς το πέρασμα, τη στιγμή της μαγείας και της αλλαγής.
Έργα ημιτελή ή χαμένα, σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, λειτουργούν με περιφρόνηση ενάντια στο απόλυτο της ολοκλήρωσης και το αυστηρό της δομής. Σπαράγματα αρχαίων τραγωδιών και κωμωδιών, μυθιστορήματα κλασικά, όπως το «Μπουβάρ και Πεκισέ» του Φλομπέρ ή ακόμα ο «Πύργος» του Κάφκα. Η τριλογία των νεκρών ψυχών του Γκόγκολ και η σειρά θεατρικών του Ευγένιου Ο’ Nιλ, ή κάποιες από τις ημιτελείς ταινίες του Όρσον Γουέλς, έργα που μας κάνουν να εκτιμούμε ως αρετή τη δυνατότητα, τη μη πραγματοποιημένη περίπτωση και τελικά να συμπληρώνουμε το υπαρκτό τους με προσωπικές συγκεχυμένες προσδοκίες, παραχωρώντας τα δώρα του ολοκληρωμένου στο ατελές.
Πότε τελικά τελειώνει ένα έργο τέχνης; Μπορούμε να απαντήσουμε πως ένα έργο τέχνης δεν τελειώνει ποτέ ή τελειώνει τη στιγμή που αρχίζει, με τη συνέχειά του να μεγεθύνει, να απλώνει και να διαπραγματεύεται, αυτό που ήδη υπάρχει. Στην πρώτη φράση, στον πρώτο στίχο, την πρώτη πινελιά. Όπως έλεγε ο Πολ Βαλερί, δεν υπάρχουν έργα που τελείωσαν πραγματικά, γιατί δεν μπορείς να τελειώσεις ένα έργο τέχνης. Μπορείς απλά να το εγκαταλείψεις.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

Λαθραία ηλικία και άνθρωποι αποκλεισμένοι





Μάρσια: ‘’ το να σε ρίξουν στην φυλακή ανηλίκων, είναι μεγαλύτερο έγκλημα απ αυτό για το οποίο σε δικάζουν’’

Μέσα στο θολό της εποχής, τις αντινομίες και τα αδιέξοδά της, ψάχνουμε ορισμούς που θα περιγράψουν την κοινωνία, τα φαινόμενα και τις μονάδες της, τρόπους τελικά να ονοματίσουμε τον ίδιο τον εαυτό μας. Από τι ορίζεται μια κοινωνία; Ποιοί δείκτες και ποιές μετρήσεις θα καταγράψουν αυτό το οποίο υπάρχει και ταυτόχρονα αυτό που σέρνεται κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων; Ο καθένας κάνει την επιλογή του, περιγράφοντας την ίδια και ταυτόχρονα μια εντελώς διαφορετική κοινωνία.
Η κοινωνία διεκδικεί τον ορισμό του εαυτού της με βάση τα όρια της, όχι τόσο με αυτό που περιέχει, αλλά κυρίως με αυτό το οποίο αποκλείει. Άνθρωποι χωρίς φωνή, φαντάσματα που κατοικούν σε μια εσωτερική εξορία, μακριά από τα σύνορα του αποδεκτού, πλάσματα ακατοίκητα και χωρίς κατοικία. Άστεγοι, φυλακισμένοι, τοξικοεξαρτημένοι και τρόφιμοι με ψυχικές ασθένειες. Μετανάστες τους οποίους η επίσημη γλώσσα έχρισε λαθραίους. Πρόσφατα οι νέοι, καταδικασμένοι στην ατυχία μιας ηλικίας χωρίς προοπτικές, σε ένα μέλλον ρημαγμένο από την απληστία του παρελθόντος. Η κοινωνία δημιουργεί το ανεστραμμένο είδωλό της και μεθά από την ταύτιση που δεν προκύπτει. Στο κουρασμένο και εξαθλιωμένο πρόσωπο του Ξένου, η κοινωνία γιορτάζει την δική της ευδαιμονία.
Από την Γαλλική επανάσταση και μετά, τα συστήματα εγκλεισμού, μετέτρεψαν το χαρακτήρα τους από την τιμωρία στο σωφρονισμό, από την εκδίκηση προς την διόρθωση. Και όμως η κοινωνία επιτηρεί και τιμωρεί. Πρόσφατα παραδείγματα αποδεικνύουν πως συχνά η θεωρία δεν έχει και τόση σημασία. Κάθε φυλακή στην χώρα το αποδεικνύει. Στην φυλακή όπου ο χώρος περιορίζεται στο ελάχιστό (Μήκος 5 βήματα… Το ξερες; Πλάτος 2…)και ο χρόνος πολλαπλασιάζει το ελάχιστό του δευτερολέπτου προς το αμείλικτο του απείρου.
Ο Άρον, ο πρωταγωνιστής του έργου ‘’Μόνο 59 σερβίτσια’’ είναι ένοχος δύο φορές. Πρώτον γιατί δεν κατάφερε να ταιριάξει στη συμπεριφορά μιας κοινωνίας και δεύτερον γιατί έτυχε να είναι νέος. Μέσα στη φυλακή, ο πρωταγωνιστής νοιώθει την τιμωρία και στις δύο ιδιότητές του. Τα κάγκελα του υπενθυμίζουν τον κοινωνικό του αποκλεισμό, οι γύρω του την αδυναμία που προκύπτει από τα λίγα του χρόνια. Η ύπαρξη μεταφράζεται σε μια αγκομαχούσα επιβίωση. Και μέσα στην διπλή του ενοχή, ο Άρον καταλήγει διπλά αποκλεισμένος. Πρώτα από την κοινωνία των ορθών ανθρώπων και στη συνέχεια από την κοινωνία των φυλακισμένων.
Στο αγγλικό αναμορφωτήριο, οι έξω αξίες μετρούν αντίστροφα και Άρον περιγράφει τον εαυτό του ως σκληρό και απάνθρωπο, απλά για να κρύψει πως είναι φοβισμένος, απλά γιατί μέσα στην σύγχυση δεν βρίσκει τρόπο άλλο για να επιβιώσει. Τελικά δεν πείθει κανέναν και ακριβώς γι αυτό καταδικάζεται από τους συγκρατούμενους. Ακριβώς γιατί και οι δύο παράλληλοι κόσμοι τον αποκλείουν εξίσου.
Το παρόν του Άρον στη φυλακή δεν είναι η περίπτωση ενός μεμονωμένου αταίριαστου. Είναι το παρόν μιας κοινωνικής τάξης, μιας ηλικίας, μιας γενιάς. Η περίπτωση ενός πλήθους καταδικασμένου για πάθη και εγκλήματα που δεν πρόλαβε καλά καλά να συλλαβίσει.
Η παρουσία του Στιούαρτ συνδέει την μεμονωμένη περίπτωση με το παρελθόν. Διπλασιάζει -μέσα από την περίπτωση του γιού του- τη τύχη του Άρον και τελικά την πολλαπλασιάζει σε πιθανότητα για κάθε φυλακισμένο. Αυτό που ο Στιούαρτ ζητά και τελικά επιτυγχάνει από τον νεαρό κρατούμενο, είναι η εξιλέωση της δεύτερης ευκαιρίας. Μιας ευκαιρίας που το σύστημα στέρησε στον γιο του και η απώλεια της τον οδήγησε στα άκρα, μετατρέποντάς τον σε παράδειγμα τιμωρίας για τους τροφίμους του αναμορφωτηρίου. Αλήθεια τι είναι πιο σκληρό, να καταδικάζεις κάποιον σε θάνατο, ή να τον σπρώχνεις προς τα εκεί, μετρώντας ένα προς ένα τα βήματά του;
Το έργο μας μιλά για μια κοινωνία εγκλεισμένων, τόσο μέσα όσο και έξω από την φυλακή. Το αναγκαστικό και επιβεβλημένο τους σπρώχνει συνολικά στα άκρα. Η ακροβασία στο χείλος θα τους φέρει την πτώση ή τη λύτρωση. Ο Άρον, μέσα από τη σχέση του με την Μάρσια και τον Στιούαρτ περνά από την σύγκρουση, στην εμπιστοσύνη και τελικά στην ταύτιση. Έτσι ο πρωταγωνιστής βγαίνει κερδισμένος, όχι επειδή καταφέρνει την ελευθερία του, αλλά επειδή διεκδικεί το ανθρώπινο. Η απώλεια της ανθρώπινης διάστασης, είναι η πραγματική τιμωρία. Η ιδιότητα του ανθρώπου στην απόλυτη γενικότητά της, είναι αυτό που το σύστημα στερεί σε κάθε φυλακισμένο, το μέλλον που εξασφαλίζει σε κάθε έναν που δεν ταυτίζεται με την γεωμετρία του. Και εδώ ας αναρωτηθούμε, τελικά τι αποφάσεις παίρνουμε, ενώ τα 60 φλιτζάνια γίνονται 59, ενώ τα φλιτζάνια της κοινωνίας συνεχώς λιγοστεύουν;

(από το πρόγραμμα της παράστασης ''59 σερβίτσια μόνο'' στο θέατρο τόπος Αλλού)

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

ΔΟΚΙΜΗ 7



Τρεις Νίτσε μπαίνουν σ ένα μπαρ και πολλά αστεία πράγματα συμβαίνουν....

(από την παράσταση στο μουσικό καφενείο, ευχαριστώ τον φίλο bananioti για την φωτό)

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2010

Που ανθίζει ο σπόρος του Δεκέμβρη;







Έχοντας το παλιό και σταθερό αυτό συνήθειο, οι μέρες διαδέχονται η μία την άλλη και αυτό που μόλις πρόφτασε να μοιάσει οικείο και κοντινό στην αφή ξαφνικά μεταμορφώνεται απόμακρο, περασμένο, ξένο αφήνοντας το άγγιγμα άδειο. Κάθε τι μικρό ή μεγάλο ακολουθεί την ίδια πορεία και είναι το βάρος της απόστασης αυτό που μας ορίζει σε σχέση με τα γεγονότα και το θολό των βιωμάτων. Έτσι και ο Δεκέμβρης, βίωμα με πρωτόγνωρη ένταση, αργότερα θέμα για άρθρα, συζητήσεις και συνελεύσεις, σημείο αναφοράς απότομα ριγμένο σε συνομιλίες και αναμνήσεις της κάθε μέρας. Και σήμερα; Που βρίσκεται ο Δεκέμβρης σήμερα, μετά το φυσικό τέλος της σύντομης πνοής του, των επετείων και της φιλολογίας του;
Για να απαντήσει κανείς πρέπει να εξετάσει τις πηγές και τις εκβολές του γεγονότος. Από πού ήρθε πραγματικά και τι ορατό άφησε αυτός ο μήνας που όρισε με την ημερολογιακή του πυκνότητα τις τόσες ακόλουθες μέρες; Υπήρξαν κινήσεις και διαδικασίες που προηγήθηκαν, μακριά από τον θόρυβο της δημοσιότητας, το εκκωφαντικό των φακών και των πρωτοσέλιδων. Τοπικές αντιδράσεις και διεκδικήσεις, ομαδικά πάθη και αιτήματα, πρόχειρες δημιουργίες που μες την αμφιβολία τους περιέκλειαν το συνολικό. Δειλά και με ειλικρίνεια. Καταλήψεις, άμυνες και εκθέσεις ενός πραγματικού που τελικά αφορούσε πολλούς περισσότερους….
Το ντοκιμαντέρ «το δικαίωμα στην πόλη» ( το συναντά κάποιος στο http://aformi.wordpress.com) δίνει μια πρόταση για ό, τι περιέκλεισε τον Δεκέμβρη. Καταλήψεις και κινήματα πόλης, άνθρωποι που ζητούν το αυτονόητο που η κάθε μέρα τους στερεί: Την διεκδίκηση του δικαιώματος στην κοινωνικοποίηση με όρους διαφορετικούς, ανθρώπινους και υπό αμφισβήτηση. Κινήσεις που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν τον Δεκέμβρη, τον περιείχαν ή τον περιέγραψαν. Αγορά της Κυψέλης, κίνηση για το κτήμα Ζωγράφου, πλατεία Γαρδένιας, ελεύθερος Γαλαξίας, πάρκο Ναβαρίνου και Ζωοδόχου Πηγής. Διαθέσεις παλαιές και προτάσεις νέες, χειρονομίες που κρατάνε ακόμα και άλλες που ατύχησαν πιεσμένες από το βάρος και την ευθύνη του καινούργιου, τις εξωτερικές πιέσεις, το δύσκολο του πραγματικού και εφαρμοσμένου.

Η ψηφιακή παραποίηση
της σοβαροφάνειας


Η αγορά της Κυψέλης αποτελεί την παλαιότερη από αυτές τις κινήσεις. Άνοιξε στις δημοτικές εκλογές του 2006 και επιβιώνει μέχρι σήμερα, παρά τις αντινομίες, τις δυσκολίες και τα προβλήματα που προκύπτουν από το ίδιο το ιδιαίτερο του εγχειρήματος. Τα χρόνια αυτά της λειτουργίας του το παλαιό κτήριο της Φωκίωνος Νέγρη φιλοξένησε μια σειρά εκδηλώσεων διαφορετικής κλίμακας, θερμοκρασίας και μεγέθους, προβάλλοντας ως προτεραιότητα την προσφορά του χώρου σε όποιον επιθυμεί να συμβάλει στο εγχείρημα χωρίς να απαιτεί περγαμηνές, ανταποδώσεις ή αντίτιμα.
Η πιο πρόσφατη δραστηριότητα στην κατάληψη της αγοράς της Κυψέλης, ήταν η έκθεση «Όλα είναι photoshop...», μια έκθεση κριτικής της πραγματικότητας μέσα από την ψηφιακή παραποίηση της. Δράστης του εγχειρήματος, ο πολυπράγμων Bananiotis (http://amartolipoli.yooblog.gr). Στο σύνολο των έργων εικόνες και γεγονότα της σύγχρονης πολιτικής και καθημερινότητας εμπλέκονται με το ρηχό της ποπ κουλτούρας και της επανάληψης των στερεοτύπων της, τη γλώσσα και το άκαμπτο των καναλιών, τα λεκτικά παιχνίδια και αδιέξοδα, τις εμμονές του καλλιτέχνη και τελικά τις εμμονές της ίδιας της σύγχρονης πραγματικότητας. Ο Κώστας Καραμανλής και ο Νικήτας Κακλαμάνης, συναντήθηκαν με τον Μποτιτσέλι, την Βασίλισσα Ελισάβετ, το Άβαταρ των Εξαρχείων, τον Σπύρο Λούη Άρμστρονγκ και τον Καντάφι Ντακ. Με γλώσσα αυστηρά σύγχρονη στις παραπομπές και τις χρήσεις της, η έκθεση περιγράφει την αντίθεση σε ό, τι επικοινωνιακό και κενό, σε ό τι ρηχό και απόλυτο. Το γέλιο παραχωρεί την θέση του σε ένα μειδίαμα χαμογελαστής συμφωνίας και συνενοχής, σε μια κριτική εκφρασμένη απλά και πρωτότυπα. Το χιούμορ γίνεται εργαλείο κριτικής και ανατροπής, σπάζοντας τη σοβαροφάνεια του περιγράμματος και εισβάλλοντας στο γελοίο του πραγματικού περιεχομένου.
Όπως η έκθεση, ζούμε και φτιάχνουμε πάνω στο ήδη υπάρχον, παραποιώντας, μεγεθύνοντας και αλλοιώνοντας αυτό που βρήκαμε να μας περιμένει, εγκαλώντας μας στην δική του πραγματικότητα. Έτσι και η αγορά της Κυψέλης, αποτελεί σήμερα την παραποιημένη εικόνα της παλιάς Κυψελιώτικης αγοράς και του παρατημένου κτιρίου που την διαδέχτηκε. Έτσι και ο Δεκέμβρης, παραποίησε και παραμόρφωσε τις πραγματικότητες και τις αλήθειες μας, το δεδομένο και το κοινά αποδεκτό, τη συνέχεια του κάθε μέρα, απαιτώντας να χτιστούν όλα ξανά από την αρχή,
στην αρχή σαν παραμόρφωση του παλαιού, στη συνέχεια σαν σπόρος του νέου.

(στην εφημερίδα Εποχή)

j. d. Salinger: ένας επίλογος


Στις 27 Ιανουαρίου έφυγε από τη ζωή μια από τις πιο ιδιαίτερες, αινιγματικές και αγαπητές φιγούρες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο j d Salinger, πατέρας του ‘’φύλακα στην Σίκαλη’’. ο άλλοτε πιο ελπιδοφόρος αμερικάνος συγγραφέας πέθανε ήσυχα στην ηλικία των 91. Απομονωμένος για χρόνια στην λογοτεχνική σιωπή, ο Salinger ζούσε μακριά από τον κόσμο, αυτοπεριορισμένος στο Cornish του New Hampshire, αποφεύγοντας κάθε δημοσιότητα ή κοινωνικό διάλογο. Η απομόνωσή του αυτή έγινε θρύλος με την ίδια ένταση που προκάλεσε και το μοναδικό του μυθιστόρημα. Ο ήσυχος θάνατός του έφερε ξανά στην επιφάνεια όλα τα χρόνια της αποχής του με τρόπο εκκωφαντικό. Ήταν γνωστό πως όλη την περίοδο της απομόνωσης ο συγγραφέας έγραφε χωρίς ποτέ να επιθυμεί να εκδώσει ή έστω να μοιραστεί τα νέα του έργα. Έτσι την αναγγελία του θανάτου του ακολούθησε η φημολογία για έναν μεγάλο αριθμό από νέα βιβλία, κρυμμένα αριστουργήματα, προσδοκίες κριτικών και κοινού. Το τι θα ακολουθήσει παραμένει άγνωστο, το μόνο σίγουρο, είναι πως ο Σάλιντζερ άφησε πίσω του ένα από τα πιο χαρακτηριστικά βιβλία του εικοστού αιώνα, λίγες σελίδες στο ίδιο το μυθιστόρημα της λογοτεχνίας.
Ο ‘’φύλακας στη σίκαλη’’ περιέγραψε και όρισε το μέτρο με το οποίο ο κάθε έφηβος αντιλαμβάνεται και βιώνει τον κόσμο. Ο , Holden Caulfield υπήρξε ένας ήρωας του κενού. Ο μόνιμος περιφερόμενος χωρίς όρους και στόχους. Ένας διαβάτης ξένος, μέσα στην ένταση που προκαλεί εκείνο το τίποτα ενός μέλλοντος που υποχρεούσαι να διεκδικήσεις, μιας ζωής που το νόημα της συνεχώς σου διαφεύγει, μιας ζωής που κινείται πολύ γρήγορα με τα τοπία που κοιτάς από τα παράθυρά της να χάνονται μέσα στο θολό που επιβάλει η ταχύτητα. Η ίδια η ύπαρξη με τα χέρια στις τρύπες της τσέπες. Το βιβλίο μίλησε τον τρόπο του απογοητευμένου νέου, και συνέταξε την πραγματικότητά του με την ίδια ακριβώς γλώσσα: εφηβική και λανθασμένη, αποσπασματική και αδιάφορη, κομπιάζοντας και αποφεύγοντας να καταλήξει.
Το μυθιστόρημα, εκδόθηκε το 1951, εκτινάσσοντας τον συγγραφέα του στο πάνθεον του συγγραφικού κόσμου και επιβάλλοντας τον ως μόνιμο νεολαιίστικο είδωλο. Η χρονολογία δεν είναι τυχαία σε σχέση με την επιτυχία του έργου. η δεκαετία του 50 ταυτίστηκε με την άνοδο της κουλτούρας των νέων, το rock and roll, τα γρήγορα αμάξια τη μπριγιαντίνη και τα πέτσινα. Ο Salinger μίλησε ακριβώς για αυτή την διάθεση, όπως προκύπτει από την ηλικία της ανθρώπινης βιολογίας, τους αποκλεισμούς της κοινωνίας, τα τοπία της κάθε εποχής. Περισσότερο από βιβλίο ο Φύλακας στη Σίκαλη έγινε θεματοφύλακας και φίλος μιας ηλικίας και όχι μιας γενιάς. Οι πωλήσεις του δεν έχουν μειωθεί μέχρι και σήμερα, η επιρροή του το ίδιο. Κάθε έφηβος ήρωας, σε όποια ταινία η μυθιστόρημα, κουβαλά εκείνες τις 2 μέρες και 3 νύχτες του βιβλίου στην πίσω τσέπη του, στο σακίδιο ή στο βλέμμα της άρνησης που αποδεικνύει την ηλικία και επιβεβαιώνει τις απογοητεύσεις.
Στις 27 Γενάρη, μοιάζει η εφηβεία μας να γέρασε απότομα….
(στην εφημερίδα Εποχή)