Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

Όνειρο και συσκότιση: η ποίηση του Μιχάλη Παπαντωνόπουλου



«στ»

Φαινόταν
η γυναίκα στον ξενώνα κ’ έλεγες μοιραζόταν
δύσκολη μεταμέλεια: καθώς
σε όνειρο τα χέρια της κινούσε-
γύριζε τους δείχτες,
έριχνε κόκκινα σκοινιά στις τέσσερις γωνίες
και μου περνούσε το παλτό
στους ώμους, άσπρα δάχτυλα, μαλλιά-
(πάντα απορούσα εκείνο
ένα άδειο κάθισμα με δύο
πράσινα, στον ίσκιο του κεφάλια)
- κ’ έδειχνε πάνω τη μισοφαγωμένη λάμπα.

(από τη συλλογή «Δ»)



Μαθαίνω να βλέπω. Δεν ξέρω που οφείλεται αυτό, όλα εισχωρούν βαθύτερα μέσα μου χωρίς να σταματούν στη θέση που άλλοτε πάντα ήταν το τέλος. Έχω ένα εσώτερο, αυτό δεν το ήξερα. όλα τώρα πηγαίνουν εκεί. Δεν ξέρω τι συμβαίνει εκεί.

(Ρ.Μ. Ρίλκε, Σημειώσεις
του Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε)

Ο Μιχάλης Παπαντωνόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Το 2001 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή «Πλάσματα της νύχτας» από τις εκδόσεις Δωδώνη. Θα ακολουθήσουν οι συλλογές «Δ» από τις εκδόσεις Ερατώ, το 2006, και «Συμεών Βάλας: Ένα σχεδίασμα» από τις εκδόσεις Μελάνι, το 2010. Στο έργο του συγκαταλέγονται επίσης και μια σειρά μεταφράσεων, ποιήματα και πεζά των Γκέοργκ Τρακλ, Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Όσκαρ Ουάιλντ, Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, Νικολάι Γκόγκολ, Νοβάλις, Μαίρη Ελίζαμπεθ Μπράντον, Φρίντριχ φον Σλέγκελ, Οκτάι Ριφάτ κ.ά. καθώς επίσης και το Βορτιστικό Μανιφέστο. Σήμερα ζει και εργάζεται στην Κύπρο και συνεργάζεται με την εφημερίδα «Αυγή» και άλλα έντυπα.
Η ποίηση του Μιχάλη Παπαντωνόπουλου είναι απαιτητική, φτιαγμένη από δύσκολα υλικά. Σε μια εποχή που ο εύκολος λόγος, η κοινοτοπία και η παράκαμψη της λέξης γίνονται φαινόμενα κυρίαρχα, ακόμα και στην ποιητική έκφραση, συναντούμε μια ποίηση που ξαφνιάζει όχι μόνο με τον τρόπο που χρησιμοποιεί τη γλώσσα, αλλά και με τη θέση που της επιφυλάσσει ως απόλυτο πυρήνα του ποιητικού κόσμου. Διαβάζοντας τις ποιητικές συλλογές έχεις συχνά την αίσθηση πως ο Μύθος της κάθε ενότητας, λειτουργεί ως πρόφαση γλώσσας, σημείο εκκίνησης ενός στοχασμού που δεν περιγράφει, αλλά πλάθει την πραγματικότητα.
Ο κεντρικός μύθος στο «Δ» είναι η παρουσία μιας γυναίκας και η σχέση της με τον ποιητή, ως επιθυμία, ως φωνή και ως απουσία. Το βιβλίο είναι γραμμένο στον τόνο ενός εξπρεσιονισμού που πλησιάζει περισσότερο στην αγωνία παρά στο σκοτάδι. Τα υλικά που κυριαρχούν φανερώνουν μια πρωτογενή ποιητική απλότητα. Η νύχτα, το σώμα, οι ίσκιοι, η πέτρα, πλεγμένα με μια γλώσσα ικανή να τα συνθέσει σε μια σκοτεινή συχνά μουσική. Το «Δ» περιγράφει την εμπειρία δύο ανθρώπων προς την ένωση, αλλά ταυτόχρονα τον τρόπο με τον οποίο η εμπειρία και το βίωμα γίνονται ποίηση.
Αν η γλώσσα της δεύτερης συλλογής του Μιχάλη Παπαντωνόπουλου παρουσιάζεται ως μια χειρονομία πλήρης, στη συλλογή «Συμεών Βάλας» γίνεται πραγματικός πρωταγωνιστής τόσο ως έκφραση όσο και ως αρχιτεκτονική της σύνθεσης.
Κέντρο της σύνθεσης αποτελεί ο μοναχός Συμεών Βάλας και μέσα από τη φωνή του η αγωνία, ο τρόπος ύπαρξης του και ο προσωπικός του αγώνας. Το ποίημα δανείζεται τη γλώσσα της ορθόδοξης υμνογραφίας, των πατερικών κειμένων και διαφόρων κειμένων λαϊκής θρησκευτικότητας. Η σύνθεση εμφανίζεται σε μια γλώσσα που μοιάζει να έρχεται από παλιά, μια γλώσσα η οποία παρατίθεται αποσπασματικά. Συχνά οι στίχοι μένουν ημιτελείς, θυμίζοντας θραύσματα παπύρων, το συντακτικό συχνά παραβλέπεται και η ποιητική υπακούει στους δικούς της εσωτερικούς κανόνες. Μέσα από την αφαίρεση, η γλώσσα πυκνώνει. Συχνά ο Παπαντωνόπουλος επιλέγει να χρησιμοποιήσει τη μορφή της θεατρικής σκηνικής οδηγίας, δίνοντας στο έργο μια παράδοξη αίσθηση χώρου, εξασφαλίζοντας τη συνέχεια μέσα στην αποσπασματικότητα. Το υποκείμενο του έργου μένει τελικά σκοτεινό και μέσα στο θολό της μορφής, επιτρέπει στους στίχους να υπάρξουν σχεδόν αυτόνομα, μιλώντας για θέματα κρυφά στην πρώτη ανάγνωση. Παράδειγμα το απόσπασμα: «Αυτός εκδικεί· Αυτός αξιώνει· Αυτός επιβάλλει μια νέα δυναστεία των παθών· σκυφτή, ασάλευτη μορφή, μέσα στην ύστατη παντοδυναμία της, διατάζει: «Έξω, ο λαός σφαδάζει με γλώσσα ικετήρια την πόλη· αφήστε τον να πεθάνει, αφήστε τον να πεθάνει»» , μας μεταφέρει από την εσωτερικότητα και το προσωπικό του μοναχού, σε μια σκηνή και μια περιγραφή του πλήθους, σε έναν στίχο που μπορεί να διαβαστεί και πολιτικά.
Ο «Συμεών Βάλας» είναι ένα ποίημα όχι καταρχάς θρησκευτικό, αλλά ένα ποίημα που επιλέγει την κατάσταση την ένταση και την αντίστοιχη γλώσσα του μοναχισμού ως την εντονότερη μορφή ενδοσκόπησης και προσωπικής αναζήτησης. Τα ερωτήματα που αρθρώνει δεν αφορούν τελικά τη σκοτεινή μορφή του πρωταγωνιστή, αλλά την πολύ αρθρωμένη αγωνία μας. Ο Παπαντωνόπουλος επανασηματοδοτεί παρελθόντες φόβους και παρελθόντες κινδύνους βγαλμένους από ένα τρόπο χτισμένο στο παλαιό. Το μύχιο αυτών των συναισθημάτων επικαιροποιείται. Η λέξη γίνεται φορέας ενός σκοτεινού στοχασμού.

(Στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΝΕΟ ΠΟΙΗΤΗ ΘΟΔΩΡΗ ΡΑΚΟΠΟΥΛΟ

«Ο τίτλος ποιητής απονέμεται από τον αναγνώστη»





Επιφάνια


Στάθηκε λοιπόν μπροστά
με το πνευμόνι του διαμπερές
κι ένα μπουκάλι χωρίς πώμα
ή μέσα μήνυμα

με την αμηχανία του ακάλεστου
στο κατώφλι κυριακάτικα
όταν όλες οι κάβες έχουν κλείσει

«ρε Πάνο» του είπα, «από το χώμα έρχεσαι και μου μυρίζεις
σαν όταν έσκαβες χωράφια· ο ίδιος· κόπιασε».

Εκείνος δεν απάντησε- ούτε καν φαίνονταν
να έχει καταλάβει· με κοίταζε αργά στο στήθος
σαν να ψάχνει τους υπότιτλους
κι έβγαζε ένα μαντήλι συνέχεια κόκκινο
σκουπίζοντας την ευφυΐα στάλα στάλα από το μέτωπο.

Δεν ήτανε στην γλώσσα ο Πάνος.
Δεν «τό ’χε» που λέν οι γλωσσοπλάστες.
Σε μια μαύρη φωτογραφία ήτανε, χωμένος στο παλιό του ρούχο.

σημ: αυτό το ποίημα βγήκε με αναμμένο το αλάρμ
μόλις προσπέρασα έναν που σου έμοιαζε ρε Πάνο
ακίνητος στο αεράκι του αμπελώνα
με το πουκάμισό του καπνισμένο
λογάριαζε την αριθμητική των πουλιών.


Στις αποκλεισμένες μέρες που ζούμε, μια νέα γενιά ποιητών λογοτεχνών και καλλιτεχνών γενικότερα έρχεται να μιλήσει τη δική της γλώσσα. Σκοπός της συγκεκριμένης στήλης είναι να καταγράψει τις φωνές, να περιγράψει τους τρόπους και να συγκεντρώσει τις διάφορες προτάσεις δίνοντας βήμα και έμφαση σε αυτή τη γενιά των αποκλεισμένων.
Ο Θοδωρής Ρακόπουλος γεννήθηκε το 1981 στο Αμύνταιο. Σήμερα ζει μεταξύ Λονδίνου και Θεσσαλονίκης. Η συλλογή «Φαγιούμ» είναι το πρώτο του βιβλίο. Στην ποίησή του ο χρόνος συναντιέται ως στιγμή και ως συνέχεια, ρευστός και φωτογραφημένος ταυτόχρονα. Ο ποιητικός του τρόπος, εμπεριστατωμένος στο παρελθόν, συνδιαλέγεται με το καινούργιο.

Στο έργο σου συναντάμε έντονα το στοιχείο της αποτύπωσης του χρόνου, τόσο μέσα από την αναφορά στους τρόπους (φωτογραφία, κεχριμπάρι, Φαγιούμ), όσο και μέσα από τη λειτουργία του ποιήματος ως αποτύπωση μιας στιγμής. Ο τίτλος της συλλογής, (η αναφορά στα ταφικά πορτρέτα Φαγιούμ) δίνει στην καταγραφή την αίσθηση αυτού που ο Μπαρτ, μιλώντας για τη διαδικασία της φωτογράφησης, ονόμασε «προοικονομία θανάτου». Ποιος ο ρόλος της μνήμης, της στιγμής και της φθοράς στην τέχνη σου;


Νομίζω όλη η ποιητική γραφή είναι μάχη για την αποτύπωση της χρονικής ροής -όπως και συνολικά ένας μηχανισμός μεταφοράς της μνήμης, μια κινητοποίηση του συλλογικού μνημονικού. Το ομηρικό έργο ή η «παραδοσιακή» ευρωπαϊκή ποίηση, (κατ’ αντιστοιχία, το δημοτικό τραγούδι) είναι η προσπάθεια μιας κοινότητας να παραδώσει μια δημιουργία οριζόντια στη συγχρονία της αλλά κι από γενιά σε γενιά -και μάλιστα προφορικά. Στο μοντερνισμό το ποίημα γράφεται κι αναπαράγεται με συγκεκριμένη αισθητική αρχιτεκτονική, ίσως σαν στιγμή της ηρακλείτειας ροής του λόγου. Λίγο απονεκρωμένο ακούγεται… Για να μην φλυαρώ, θα απαντούσα ότι το ποίημα έρχεται με ορμή από την Ιστορία: το κουβαλά ο άνεμος της εμπειρίας, ας πούμε αυτός που σηκώνει ένα κορίτσι που φεύγει, όπως υπονοείται σε ένα από τα φωτογραφικά ποιήματα της συλλογής. Και νομίζω κάποιες ποιητικές γραφές, όπως αυτή στο «Φαγιούμ», δεν προλαβαίνουν να το σταματήσουν καθαρό μπροστά στα μάτια τους, με το μολύβι τους. Τις παρασέρνει έτσι η δύναμη αδράνειάς του, αποτυπώνοντας κάτι, φθαρμένο, θολό, σίγουρα στιγμιαίο -μια αποκρυστάλλωση του μερικού ίσως, που φωτίζει την τροπή του γενικού. Πάντως η εικονοπλασία είναι σταθερός συνομιλητής στο «Φαγιούμ», με μορφές όπως του Φράνσις Μπέικον ή του Λούσιαν Φρόιντ, να αποτελούν ποιητικούς πυρήνες.

Στην ποίησή σου συναντάμε συχνά μια υπαινικτική πολιτική στάση, μακριά από το άγαρμπο του συνθήματος. Μορφές του παρελθόντος, η καθημερινή κουλτούρα, ακόμα και η δομή του ποιήματος συμμετέχουν σε αυτόν τον υπαινιγμό, δίνοντας της μια συνολικότερη και συνεχόμενη διάσταση. Σε τι βαθμό η ποίησή σου είναι πολιτική;

Στο βαθμό που θα καταγράψει το γραδόμετρο του αναγνώστη, υποθέτω. Το λέω έτσι διότι για μένα το ποιητικό φαινόμενο ή είναι διαδραστικό, (κι άρα καταστατικά πολιτικό θα μπορούσαμε να πούμε) ή περιορίζεται σε μέτρα λυκειακής διδασκαλίας. Επομένως ελπίζω να περνάει, υπαινικτικά, όπως λες, η θερμοκρασία της πολιτικής ζύμωσης που γέννησε το ποιητικό υποκείμενο, στην ευαισθησία του ανθρώπου που ακούει ή διαβάζει το ποίημα -κι η ανάγνωση είναι μια ζύμωση, κατ’ αυτόν τον τρόπο. Τώρα για το ακραιφνώς «πολιτικό», η τριβή με την πραγματικότητα αφήνει αμυχές αδιόρατες που αναδύονται σε ποιήματα, από τις πιο, φαινομενικά, αδιάφορες λεπτομέρειες της ειδησεογραφίας, ενώ τα πιο συνταρακτικά γεγονότα μπορούν να αφήνουν ποιητική αφλογιστία: για παράδειγμα, το ποίημα για τη Γαλλία του 2005 καθυστερεί όχι στην εξέγερση αλλά στο γενεσιουργό της περιστατικό.

Θυμάμαι σε κάποια απαγγελία σου είχες κάνει μια αναφορά στην γλώσσα της εξουσίας. Στο ποίημα σου «από κουτί φοντάν» κάνεις μια αναφορά στη μακεδονική γλώσσα. Ποια είναι η σχέση της ποιητικής γλώσσας με τη γλώσσα της εξουσίας;

Η γλώσσα είναι δομημένη τόσο συμμετοχικά όσο και εξουσιακά κι οι ποιητές συχνά συνηγορούν στην αναπαραγωγή αυτής της ιστορικότητάς της. Στην ελληνική περίπτωση ας πούμε, ο στραγγαλισμός των περιφερειακών γλωσσών (κι όπως επισημαίνεις, το ποίημα αναφέρεται στην γλώσσα της γιαγιάς μου, τα μακεδονικά) συνεχίζεται ως σήμερα, όχι με το χωροφύλακα αλλά με την καταναγκαστική κληρονομιά του «την γλώσσα μου έδωσαν ελληνική». Εγώ αποδέχομαι με χαρά τη μετά θάνατον δωρεά, αλλά γράφω ελληνικά χωρίς αυταπάτες για την «ιερότητά» τους, βουτώντας τα στην Ιστορία, κι άρα, για να γυρίσω στην προηγούμενη ερώτηση, υιοθετώντας μέσω της γραφής μια πολιτική στάση απέναντι στο ίδιο το μέσο της ποίησης. Με ενδιαφέρει ιδιαίτερα η ποίηση να οδηγεί στο πολιτικό κι όχι αντίστροφα απαραίτητα: ελληνικά στην εποχή της μετα-ελληνικότητας.

Παρακολουθείς τη σύγχρονη ποίηση; Μοιράσου μερικές σκέψεις για τον τρόπο που υπάρχει σήμερα, για τις εξελίξεις και τη νεότερη γενιά ποιητών.
Είμαι λιγάκι κλασικιστής και ξενόφιλος, οπότε κάπως αλληθωρίζω σε άλλες γλώσσες ή εποχές. Ζώντας εκτός Ελλάδας εδώ και χρόνια, είναι αποκαλυπτικές οι επιστροφές στα γλωσσοπάτρια, όποτε συμβαίνουν. Καταβυθίζομαι σε νέα αναγνώσματα, κι ευτυχώς πάντα υπάρχουν ερεθιστικά πράγματα -το πηλίκο είναι θετικό. Μάλλον ριζώνει η αίσθηση ότι πολλοί ποιητές της ηλικίας μας βρίσκουν δικό τους τόνο και ύφος και αρχίζουν να διευρύνουν το βεληνεκές της γλώσσας… Δεν γνώρισα πάντως φιλολογικές παρέες ή ομάδες, μην έχοντας ζήσει στην Αθήνα. Σίγουρα «ποιητής» είναι τίτλος που απονέμεται από τον αναγνώστη -άρα καλό είναι να αφήνουμε τον ρέκτη να κρίνει. Πάντως, ήδη διαφαίνονται πλέγματα που υφαίνονται αόρατα μεταξύ τους σήμερα, για να φανερωθούν ίσως στο μέλλον ως πολυφωνική γενιά.
( στην εφημεριδα Εποχή)

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Η λογοτεχνία μιας γενιάς και το «εμείς» του Δεκέμβρη



Εμείς η κατακραυγή
της κοινωνίας, οι αλήτες,
οι καταραμένοι, εμείς
που μείναμε στην πρώτη πατρίδα, στο παιδί...

Εμείς τρελοί από έρωτα, Νεκροί από πόνο, Λυσσασμένοι
από συνείδηση

(από την κατάληψη
της Λυρικής…)



Στην επιδερμική ανάλυση του δημοσίου λόγου, ο Δεκέμβρης έχει καταγραφεί ως το ξύπνημα μιας κοιμισμένης νεολαίας, μιας γενιάς που μοίραζε το χρόνο της ανάμεσα στο φροντιστήριο και την καφετέρια, ανάμεσα στην ηλεκτρονική οθόνη και το θέαμα μιας άχαρης πραγματικότητας. Η γενιά του καναπέ εξεγέρθηκε, έχοντας ξαφνικά αιτήματα, επιθυμίες και διεκδικήσεις. Αλλά για ποια γενιά μιλάμε με τόση σιγουριά; Ποιο άθροισμα εμφανίστηκε τόσο συμπαγές ώστε να γίνει μονάδα; Πόσο εύκολα ξεμπερδεύεις με ένα ετερογενές σύνολο ανθρώπων όταν το ομογενοποιείς, ώστε να ονομάσεις την επιφάνεια περιεχόμενο, την πράξη σκέψη, τις φωνές Φωνή;
Και όμως, το υπέδαφος περιέχει τα ορυκτά του ξένου, ανέγγιχτα από τους πολλούς, φωνές που κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να ακούσει, μια τέχνη που εκφράζεται εδώ και καιρό, με τη μοναδικότητα της μονάδας και τη δύναμη του συνόλου. Η γενιά πίσω από το Δεκέμβρη, έχει τη δική της φωνή, τη δική της τέχνη, το θέατρο, τον κινηματογράφο και την ποίηση της. Μια τέχνη λιγότερο φωτογενή από τον ψευδή τηλεοπτικό θρήνο, λιγότερο εντυπωσιακή από έναν καμένο κάδο, λιγότερο φλύαρη από έναν εξοργισμένο ρεπόρτερ.

Η ποίηση μιας ασχημάτιστης γενιάς

Πίσω από τα συνθήματα και τα πανό ξεπροβάλλει ο ποιητικός λόγος ανθρώπων μιας κοινής ηλικίας, μιας ασχημάτιστης ακόμα γενιάς. Ποιητικές συλλογές, περιοδικά, αναρτήσεις σε ιστολόγια, συζητήσεις. Ο φιλολογικός προσδιορισμός μιας γενιάς είναι καταδικασμένος να στοχεύει πάντα λανθασμένα, ορίζοντας κανόνες που οι τόσες εξαιρέσεις καταργούν. Παρ' όλα αυτά ακόμα και η χρονολογική εγγύτητα μπορεί να προσφέρει σε έργα διαφορετικά, κοινά χαρακτηριστικά, την περιγραφή μιας διάθεσης, έστω θολής. Διαβάζοντας τη γενιά αυτή ίσως να καταλάβουμε περισσότερα. Πολλές φορές η ποίηση μιλά πιο ξεκάθαρα από τα ερωτηματολόγια.
Στην ποίηση αυτής της γενιάς, ο κόσμος περιγράφεται ως ανία και ως απειλή [πολύ λίγο ενδιαφέρον\ πολύ λίγο κουράγιο\ ενώ\ έξω οι βόμβες σκάνε \οι μέρες φεύγουν\ κι εδώ \δε συμβαίνει τίποτα (Νικος Σφαμένος)], το καθημερινό μέσα στη ρουτίνα του γίνεται εφιάλτης, [το ελικόπτερο καταδιώκει το αυτοκίνητο.\ Οι θεατές σε ένα σύχρονο Κολοσσαίο: καναπές, τηλεόραση, τσιπς, μπύρα. «Σκοτώστε τους! Σκοτώστε τους!» (Γιώργος Λίλλης, γεν. 1974)], και το έξω περιγράφεται συχνά με μια γραμμή σχεδόν εξπρεσιονιστική [και αργός\ επίμονος συλλαβισμός\ όταν μαθαίνεις λέξεις, όπως\ «έρεβος», «νεκρός». (Μιχάλης Παπαντωνόπουλος, γεν. 1980)] Η γενιά είναι κληρονόμος ενός μέλλοντα ακυρωμένου [ο χρόνος, έτσι όπως μας δόθηκε σακάτης\ δεν τολμώ να πω τι δικαιώνει. (Γιάννης Στίγκας, γεν. 1977)], και μιας αποκλεισμένης ηλικίας [Σου θύμισε τα Εξάρχεια.\ Είχες πεθάνει κάποτε εκεί,\ μα πέρασε καιρός για να θυμάσαι. (Ιωάννης Τσίρκας, γεν. 1989)].

Το ενιαίο «εσείς»

Το σκληρό και μονοσήμαντο της πραγματικότητας, ταυτίζεται συχνά με αυτούς που το δημιούργησαν, τις προηγούμενες γενιές. Απέναντι σε αυτές η ποίηση γίνεται συχνά εχθρική [ ο γιός μου μ’ ένα ψεύτικο πιστόλι με σημαδεύει. «Μπαμπά! Μπαμ… Μπαμ... μπαμ… σε σκότωσα (Λίλης)]. Οι δημιουργοί του αδιεξόδου ταυτίζονται με τους διαδόχους που θα το διαχειριστούν, αποσπώνται από τον χρόνο και γίνονται ένα ενιαίο «εσείς», μιας κοινής στάσης τοποθετημένης απέναντι από το ποίημα [Εσείς που μασουλάτε τη μοναξιά μου\ με την τηλεόραση ανοικτή (Jazra Khaled, γεν. 1979)]. Απέναντι σε αυτό το «εσείς», η ποίηση απαντά άλλοτε με ειρωνεία [Την ανευθυνότητα της πράξης τους ανέλαβαν οι «Γελωτοποιοί του δεν γνωρίζω / δεν απαντώ» (Νικόλας Ευαντινός, γεν. 1982)], άλλοτε προτάσσοντας την αθωότητά [δεν είμαι δυνατός\ δεν είμαι δυνατός\ Αν ήμουν όμως\ θα σας έδειχνα εγώ (Νίκος Ερηνάκης, γεν. 1988)], άλλοτε προτρέποντας σε επίθεση [Ας γίνουμε ποίημα.\ Ας γίνουμε beat. Ας γίνουμε βενζίνη.\ Ποίηση σημαίνει επίθεση (Khaled) ]. Η σαφής πολιτική θεματική δεν λείπει, με αναφορές σε θέματα όπως π.χ. τη μετανάστευση [τον πήραν μεταγραφή είκοσι ευρώ τη μέρα\ δανεικό από κάπου στη β’ κατηγορία («Πράσινη Κάρτα», Θοδωρής Ρακόπουλος, γεν. 1981)] όμως, όλο και πιο συχνά η ποίηση απαντά σε αυτόν τον κόσμο με την ίδια την ουσία της, την ειλικρίνεια της ύπαρξή της.

Επιστροφή στον πολιτικό λόγο

Η πολιτική της συγκεκριμένης ποίησης προκύπτει μέσα από τα ίδια της τα υλικά, ένα όλο και εντονότερα παρατηρούμενο, ποιητικό «εμείς», που στέκει απέναντι σε έναν κόσμο που αποκλείει τόσο τη συγκεκριμένη γενιά όσο και την ίδια την ποίηση. [ θα μείνουμε μόνοι μας\ με ανέτοιμο αίμα/ και τ’ όνειρο θα ζει σε χαρτόκουτα (Στίγκας)], [παράξενο δάσος, τόσα ξοπίσω μας παιδιά\ γυρνάμε κι ανταμώνουμε\ εμάς, στα βήματά μας (Γιώργος Τσιόγκας, γεν. 1983)], [τα γλυπτά μας είναι όλα\ τρυφερά, από πάγο (Νίκος Βιολάρης, γεν. 1985)] κ.α., Αυτός ο πληθυντικός, άλλοτε αναφερόμενος σε ένα πρόσωπο, άλλοτε σε μια γενιά ή σε αυτούς που τάσσονται στο πλευρό του ποιήματος, συναντιέται σε κείμενα με διαφορετικό στόχο, διαφορετική θερμοκρασία και διαφορετική καταγωγή. Αυτό το ποιητικό εμείς, συμπαγές και ταυτόχρονα αφηρημένο, αποτελεί μια επιστροφή στον πολιτικό λόγο με όρους τελείως διαφορετικούς από το παρελθόν, χωρίς δόγμα και χωρίς βεβαιότητες. Είναι αυτό το «εμείς» που συγγενεύει με τη σπορά του Δεκέμβρη, μια φωνή που δεν μιλά για απαντήσεις αλλά για ερωτήσεις, όχι για τον ενικό εαυτό της αλλά για ό,τι τον ξεπερνά. Ή όπως γράφει ο Ζ.Δ. Αϊναλής (γεν. 1982) κι όμως/ δε μιλώ για τον εαυτό μου\ γι' αυτό και συλλογίζομαι τόσο πολύ τούτες τις μέρες και τον Νεοπτόλεμο\ και τόσους άλλους\ καμένη γενιά\ γενιά μου.

(στην εφημερίδα Εποχη)

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Έπαψε το κουκλόσπιτο να κατοικείται; : Η διαχρονικότητα του έργου του Ίψεν.


Ο Ίψεν, είναι ο συγγραφέας που εξέτασε όσο λίγοι την κοινωνία της εποχής του. Μέσα από την εξέταση των ανθρωπίνων σχέσεων, πάντα σε έναν δεδομένο κοινωνικό χώρο, ο Νορβηγός συγγραφέας κατάφερε να αλλάξει τόσο το θέατρο όσο και τον τρόπο που ως ένα βαθμό διακρίνουμε την κοινωνία και τις μονάδες της. Ενώ όμως το αντικείμενο παρατήρησης του συγγραφέα αλλάζει, τόσο ημερολογιακά με το πέρασμα των ετών όσο και γεωγραφικά, το ερώτημα παραμένει κατά πόσο τα θεατρικά αυτά έργα είναι απλά καρποί μιας εποχής, ή διαχρονικά σημεία κατανόησης της ανθρώπινης φύσης και διαδικασίας. Ή μάλλον καλύτερα τι από τα έργα του Ίψεν ανήκει σε μια συγκεκριμένη εποχή και τι στο διαχρονικό.
Η επαναστατικότητα της δομής των έργων της πρώτης ωριμότητας του συγγραφέα ( σε αυτά μαζί με τη Νόρα συγκαταλέγονται οι ‘’ στυλοβάτες της κοινωνίας’’, οι ‘’βρικόλακες’’ και το ‘’ ένας εχθρός του λαού’’) δεν μπορεί να εμφανιστεί εύκολα στην σύγχρονη θεατρική ματιά. Τα έργα δανείζονται τις δομές και τις συμβάσεις του θεάτρου του σαλονιού και των σύγχρονων τους μελοδραμάτων. Όμως ο Ίψεν γεμίζει το μέχρι τότε άδειο αυτό σκεύος, με κοινωνικό προβληματισμό, σχεδόν επιστημονική παρατηρητικότητα. Ο συγγραφέας δεν διαχειρίζεται πια ένα οικογενειακό συμβάν ή ένα γεγονός, αλλά μια κοινωνική δομή και μια αντίληψη. Το πέρασμα αυτό δεν είναι πια ορατό παρά μόνο με ιστορικούς όρους, ακριβώς λόγο της επιτυχίας του και της ιστορικής σημασίας του.
Αν δεχτούμε πως ‘’ το κουκλόσπιτο’’ διαχειρίζεται απλώς το θέμα της σχέσης των δύο φύλων και της οικογένειας, σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, τότε το έργο ανήκει στα περασμένα. Ο Ίψεν μας παρουσιάζει τα προβλήματα και μας προτείνει τις λύσεις τους. Όπως παρατηρεί ο Τζωρτζ Στάινερ στο ‘’Θάνατο της τραγωδίας’’: ‘’το ‘’κουκλόσπιτο ‘’ στηρίζεται πάνω στην πίστη πως η κοινωνία μπορεί να προχωρήσει σε μια ώριμη, υγιή αντίληψη της σεξουαλικής ζωής και ότι η γυναίκα μπορεί και πρέπει να ανυψωθεί στο επίπεδο των δικαιωμάτων του άντρα.’’ Έπαψε άραγε το κουκλόσπιτο να κατοικείται μετά τα μακρά κινήματα για την χειραφέτηση των γυναικών και αν όχι ποιοί είναι η νέοι του κάτοικοι;
Κλειδί του έργου παραμένει η πρωταγωνίστριά του. Η Νόρα δεν είναι σύζυγος, η Νόρα παίζει τον ρόλο της συζύγου με την αφέλεια ενός ηθοποιού που ταυτίζεται με το θεατρικό κατασκεύασμα. Ο ρόλος αυτός μέσα στην ελαφρότητά του γίνεται ιδανικό. Και έτσι η πτώση προς την έρημο του πραγματικού είναι ξαφνική, αμείλικτη, αμετάκλητη. Ο ρόλος αυτός, είναι ο ρόλος της συζύγου μέσα σε μια προτεσταντική κοινωνία, άκαμπτη στα ήθη της σαν το κολάρο του πάστορα. Ο άντρας της ταυτίζει τα αισθήματά του με τις λογιστικές του πράξεις. Είναι ένα ‘’λογιστικό λάθος’’ και ένας εκβιασμός που ξεκινά από αυτό, τα οποία θα σημάνουν την αποκάλυψη της Νόρας. Η ηρωίδα αντιλαμβάνεται ξαφνικά τη σημασία των σχέσεων πέρα από τις συγκεκριμένες επιταγές, το ανθρώπινο πέρα από το κοινωνικό. Προβληματίζεται, αντιδρά, αποφασίζει. Η στιγμή της αποκάλυψης και της απόφασης είναι ο αληθινός πυρήνας του έργου.
Η πραγματική διαχρονικότητα του έργου δεν ορίζεται από την συγκεκριμένη παρουσίαση του χρόνου και του χώρου δράσης του, από την ένταξη τον γεγονότων στην συγκεκριμένη ιστορική και κοινωνική συγκυρία. Αυτό που έχει σημασία είναι ο όλος θεατρικός διάκοσμος και το θεατρικό παιχνίδι, όπως προκύπτει από τον τίτλο αλλά και το σύμβολο του Κουκλόσπιτου. Το σαλόνι όπου διαδραματίζεται το έργο, σύμβολο της αστικής μακαριότητας και ασφάλειας, είναι σκηνικό τόσο για τους θεατές όσο και για τους πρωταγωνιστές του έργου. Τα πρόσωπα καλούνται να παίξουνε ρόλους αυστηρά προσδιορισμένους μέσα σε αυτό το σκηνικό. Το παιχνίδι τους είναι η κοινωνική αποδοχή, η αποδοχή των όρων που η ίδια η κοινωνία επιβάλει. Και αν οι συγκεκριμένοι όροι της συγκεκριμένης εποχής έχουν αλλάξει, η διαδικασία της αποδοχής και πολύ περισσότερο η αποκάλυψη και ανάταση της Νόρας στο τέλος, παραμένουν διαχρονικοί. Η ηρωίδα, ενώ ο χρόνος και τα ήθη αλλάζουν, παίρνει μια διαφορετική απόφαση σε κάθε εποχή, μια απόφαση που όμως παραμένει τελικά η ίδια μέσα στην ειλικρίνεια και τη γενναιότητά της, αυτή που την απελευθερώνει από τα δεσμά του κατασκευασμένου και της (και μας) αποκαλύπτει την αυθεντική ζωή.
Τα έργα του Ίψεν παραμένουν διαχρονικά. Με τρόπο όμως διαφορετικό απ ότι αυτά του Στρίμπεργκ ή του Τσέχωφ. Ο ίδιος ο χρόνος τα μεταμορφώνει και θέτει επιτακτικά μια νέα διαχείριση των ιδεών και της κριτικής του. Οι ψυχές των έργων έχουν ένα κοινωνικό περιτύλιγμα. Μέσα όμως σ αυτό βρίσκεται σε καθαρή μορφή το πάντα επίκαιρο ερώτημα για τη σχέση των φύλων, τις επιταγές της κοινωνίας και τελικά την ίδια τη μοίρα του ανθρώπου. Οι επιλογές και οι συγκρούσεις των ηρώων, η ποίηση των δομών και των σχέσεων παραμένουν πεισματικά διαχρονικές.

(απο το πρόγραμμα της παραστασης Η Νόρα μετά στο θεατρο Τόπος Αλλού)

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

Η αδικημένη σοδειά


* Ο θάνατος του Γιάννη Κοντραφούρη
και η γέννηση του ελληνικού μεταδραματικού θεάτρου



Η κίνηση στις περισσότερες πτυχές του ελληνικού πνευματικού βίου εμφανίζεται ως συντηρητική, απρόθυμη, εσωστρεφής. Δεν διορθώνει αλλά απορρίπτει, περιγράφει το κοινότοπο ως κλασικό, δεν επιθυμεί τη δημιουργία αλλά την αέναη επανάληψη που τελικά την ακυρώνει. Το νέο μένει εκτός, καταδικασμένο σε μια δύσκολη επιβίωση που το εξαντλεί στους τόσους προθάλαμους της αναμονής. Ο ελληνικός κανόνας συντάσσεται με κείμενα και ενέργειες βαλσαμωμένες, σε μια επανάληψη που υπενθυμίζει αντί να προτείνει, λοιδορεί πιο εύκολα απ’ ό,τι ενθουσιάζεται, γκρεμίζει πράξεις που δεν έχουν ακόμα χτιστεί.
Η περίπτωση του Γιάννη Κοντραφούρη είναι μια τέτοια περίπτωση, η ιστορία μιας αποσιωπημένης λάμψης, στο σκοτάδι του ελληνικού κανόνα. Η παρουσίαση του βιβλίου «Ιοκάστη και άλλα κείμενα για το θέατρο» (εκδόσεις Άγρα) στο θέατρο Άττις, στις 22 Δεκεμβρίου, ήρθε όχι για να μας υπενθυμίσει αυτή την ελληνική παθογένεια, αλλά πράττοντας πέρα και ενάντια σε αυτή, να μας προτείνει ένα νέο σημαντικό συγγραφέα και έναν νέο τρόπο ελληνικής θεατρικής γραφής.
Ο Γιάννης Κοντραφούρης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1968. Σπούδασε στο Θέατρο Τέχνης την περίοδο 1989-1991 και το 1999 σε εργαστήρια του Ιάπωνα σκηνοθέτη Ταντάσι Σουζούκι. Έπαιξε σε αρκετές ελληνικές παραστάσεις, σκηνοθέτησε, ίδρυσε την θεατρική ομάδα «Ομάδα Υψηλού Κινδύνου», έγραψε θεατρικά. Τον Σεπτέμβριο του 2007, πέθανε πρόωρα σε ηλικία 39 ετών. Άφησε πίσω του μια σημαντική σειρά από θεατρικά έργα που τον τοποθετούν στην πρώτη σειρά της ελληνικής θεατρικής γραφής. Το σύνολο των έργων αυτό παρουσιάστηκε στην παρούσα έκδοση.

Ο λόγος
ως πραγματική πράξη

«Τα παιδιά πενθούν», «Το Στεφάνι», «Όταν η Marilyn Monroe μένει μόνη της», «Μήδεια - η έξοδος», «Μισοφέγγαρα», «Φαίδρα», «Ιοκάστη». Τα κείμενα του Κοντραφούρη ζούνε την εποχή μετά το κείμενο. Τη μεταδραματική εποχή του θεάτρου. Μετά το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων (ή έστω την έντονη αμφισβήτησή τους) ο θεατρικός λόγος ζητά να αναμορφωθεί. Αυτό που προκύπτει είναι μια νέα κειμενική πρόταση. Ένας λόγος αποσπασματικός, στα σύνορα ανάμεσα στην ποίηση και τη σιωπή. Τα έργα μένουν ανοιχτά ως προς την παράστασή τους, δεν απαιτούν μια σαφή θεατρική αναπαράσταση, αλλά προτρέπουν προς μια αλληλεπίδραση με τη σκηνική τέλεσή τους. Τα πρόσωπα, οι διάλογοι, ο χώρος και ο χρόνος δεν δηλώνουν αλλά δεν δηλώνονται, υπάρχουν υπαινικτικά. Αυτό που κυριαρχεί, είναι η αίσθηση, μια περιγραφή πέρα από το συγκεκριμένο, την οικουμενική πρόταση, την ιδεολογική βεβαιότητα. Τα έργα του Γιάννη Κοντραφούρη δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα με τα ευρωπαϊκά αντίστοιχα τους (π.χ. το «Crave» της Σάρα Κέιν), χωρίς όμως να επηρεαστούν από αυτά. Κύρια επιρροή του συγγραφέα, πέρα από τον ποιητικό λόγο, υπήρξε το έργο του Χάινερ Μίλερ και κυρίως η πρόσληψή τους μέσα από τις παραστάσεις του Θόδωρου Τερζόπουλου και του θεάτρου Άττις.
Στα έργα του Γιάννη Κοντραφούρη, ο λόγος είναι η πραγματική πράξη. Ένα αγκομαχητό πρόσωπων και εικόνων, έντονο, σχεδόν απτό. Η θεατρική σκηνή προκύπτει μέσα από αυτόν τον λόγο και εκτείνετε πέρα από τα σκηνικά της όρια. Αστικά τοπία, μικροαστικά ρημάδια, ο άνθρωπος αναλώσιμος και ο κόσμος εχθρικός. Η θεατρική φωνή, παίρνει τη μορφή της παιδικής αθωότητας, της απελπισίας του φύλου, της αγωνίας του οριακού και του αποκλεισμένου. Σπαράγματα λόγου από ένα περιβάλλον σπαραγμένο. Το έρημο του ανθρώπου γίνεται το έρημο του κόσμου. Και στο κέντρο του κόσμου αυτού, η γυναικεία μορφή εξέχουσα, λεηλατημένη, σπαραχτική.
Το υποκείμενο που μονολογεί τον εαυτό του, γίνεται αντικείμενο που παρατηρεί και περιγράφει την ύπαρξή του σαν κάτι μακρινό και ξένο, ο μονόλογος εξωτερικεύεται και το πρόσωπο της σύνταξης αλλάζει.

Μια αγωνιώδης προσπάθεια
προς το νέο

Στα έργα του Κοντραφούρη οι ταυτότητες μπερδεύονται, τα χαρακτηριστικά τους γίνονται ρευστά και τελικά μπλέκονται με το χέρι του συγγραφέα που τα συνθέτει, ανάμεσα στον ενικό της ενότητας και τον πληθυντικό του κόσμου, σε ένα ψηφιδωτό όλο, σε χώρο και χρόνο αβέβαιο.
Στη θεματική των έργων εμφανίζεται ο μύθος της αρχαίας τραγωδίας. Η Μήδεια, η Φαίδρα, η Ιοκάστη. Ένας μύθος που δεν μιλά όμως με τη νεκρόφιλη ευλάβεια και συνέπεια της αναπαραγωγής και της πιστότητας, αλλά με την αρχική ρευστότητα με την οποία χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, διαπραγματεύσιμος, ανοιχτός, δημιουργός ορίων και υπερβάσεων. Ο τρόπος αυτός διαχείρισης του υλικού, περιγράφει την ίδια την έννοια του καινούργιου στην τέχνη. Όχι ως παρθενογένεση, αλλά σαν μια αγωνιστική σχέση με το παρελθόν από το οποίο πηγάζει. Μια αγωνιώδη προσπάθεια προς το νέο.
Τα έργα του Γιάννη Κοντραφούρη χτυπήθηκαν και χλευάστηκαν, από έναν κόσμο που επιτίθεται στο νέο, μια κοινωνία που σε όλα τα επίπεδα επιλέγει να τρώει τα παιδιά της, να αποσιωπά το έργο τους και να το στοιβάζει περιμένοντας τη σκόνη. Η ανάγνωση των συγκεκριμένων έργων (αλλά και της παράστασης της «Ιοκάστης» με την Σοφία Χιλλ, η οποία θα ξεκινήσει σύντομα στο θέατρο Άττις), δεν γίνεται μόνο αναμέτρηση με τη σημαντικότατη πρόταση ενός νέου συγγραφέα, αλλά και με την απουσία πρότασης ενός κόσμου που επιμένει στο γήρας.

(ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΠΟΧΗ)

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Το καλοκαίρι και οι σκιές



Πίναμε νερό ζεστό όλο το καλοκαίρι εκείνο. Περπατούσα μαζί της στο δρόμο με τα ψηλά δέντρα, συζητούσαμε αδιάφορα και κυνηγούσαμε σκιές. Όταν τις πιάναμε, τις βάζαμε σε ένα ψάθινο καλάθι. Και κάθε νύχτα, πριν γυρίσουμε στο σπίτι μας, μετρούσαμε τις σκιές, τις ράβαμε και φτιάχναμε ένα σκοτάδι. Με αυτό καλύπταμε το παρκαρισμένο μας αμάξι.
Μια μέρα έπαιζα χαρτιά με τη σκιά μου. Δεν γνωρίζω αν ήταν οι κακές μου επιδόσεις στο χαρτοπαίγνιο, οι οποίες με έχριζαν άμεσα έναν συμπαίκτη βαρετό, ή ίσως το γεγονός ότι ένιωθε παραμελημένη σε σχέση με τις ξένες σκιές. Μα μόλις ο δεύτερος γύρος τελείωσε, έφυγε τσαντισμένη χτυπώντας την πόρτα πίσω της. Με παράτησε και από τότε έμεινα χωρίς σκιά. Οι επιπτώσεις ήτανε άμεσες. Οι άνθρωποι σταμάτησαν να μου μιλούν, τα σκυλιά με κυνηγούσαν γαυγίζοντας και τα παιδιά μου πετούσανε πέτρες.
Προσπάθησα να ορθοποδήσω, να πάρω αποφάσεις. Μέσα στην απόλυτη και ιδρωμένη απελπισία μου, αγόρασα μια μπέρτα. Περιφέρθηκα μαζί της παριστάνοντας ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει. Μα δεν ήταν το ίδιο. Τότε αποφάσισα να ψάξω την σκιά μου. Είχα αλλάξει. Είχα γίνει δειλός. Αναγνωρίζοντας την επιρροή της πάνω μου, την απόλυτη εξουσία που μου ασκούσε η συνοδεία της, δεν άργησα να ανακαλύψω και το φόβο. Δεν είναι ντροπή να το ομολογήσω, φοβόμουνα τη σκιά μου.
Ταπεινωμένος άρχισα να την ψάχνω. Έψαχνα μέσα στο καλοκαίρι, όταν τα τζιτζίκια τραγουδούν και η ζέστη έχει δόντια. Και αφού περιπλανήθηκα αρκετά, ένα πρωί σε τόπο μακρινό συνάντησα τα ίχνη της. Δούλευε σε μια μεγάλη πλαζ. Τις νύχτες σχεδόν αόρατη μες στα σκοτάδια, γυρνούσε στην έρημη αμμουδιά και πριόνιζε τις ομπρέλες. Έτσι, τις μέρες με το βαρύ ήλιο, σε μια παραλία καραφλή από ίσκιους, νοίκιαζε τις υπηρεσίες της, ξαπλώνοντας πάνω στα κουρασμένα σώματα των παραθεριστών, απλώνοντας το δροσερό εαυτό της. Κέρδιζε πολλά χρήματα και ήτανε λογικό… δεν ήθελε να επιστρέψει σε αυτή την τόσο εγκλωβιστική μας συνύπαρξη. Ένιωσα την απελπισία να λούζει το μέτωπό μου.
Μα μια μέρα η τύχη της άλλαξε. Μια αγέλη νεοναζί την πέτυχε. Την τρύπησε, φορές πολλές με ένα κατσαβίδι, κάνοντάς την να πληρώσει για το μαύρο της δέρμα. Την τρύπησαν όπως το χαλάζι τρυπάει την τέντα. Και αυτή, κουρελιασμένη σύρθηκε πίσω στο σπίτι μας.
Την υποδέχτηκα θυμωμένος. Τη δίκασα και την καταδίκασα πρόχειρα, με διαδικασίες συνοπτικές. Μέσα από την καταδίκη της και το συνοφρυωμένο των φρυδιών μου, ανέκτησα τελικά και πάλι το αρχικό μου μέγεθος. Με τέσσερα καρφιά την κάρφωσα, στη ρίζα ενός παλιού ρολογιού. Μέχρι και σήμερα στέκει εκεί εγκλωβισμένη. Στέκει εκεί και κάθε μία ώρα μου υπενθυμίζει πως δεν έχω πολύ χρόνο. Και γω περιπλανιέμαι σε ένα σπίτι που όλο μεγαλώνει,
σταματώντας για λίγο, κάθε τόσο,
συνεχίζοντας για λίγο, κάθε τόσο.
Έτσι, προχωρούμε όλοι εμείς, άνθρωποι και σκιές, τρυπημένοι από το χρόνο. Βυθομετρώντας τις επιφάνειες, δωροδοκώντας τις λέξεις, εξετάζοντας εκεχειρίες. Όλοι εμείς, που βγήκαμε από τη σκιά για να βρούμε το σκοτάδι.

(Από το Ξημέρωμα είναι σφαγή κύριε Κρακ, εκδόσεις Εκάτη)

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Το Πολυτεχνείο της γενιάς μας


Ο εορτασμός του πολυτεχνείου κάθε χρόνο θέτει μια σειρά από ερωτήματα, σε σχέση με το χρόνο, την πολιτική κατάσταση και την αντίσταση σε αυτή. Φέτος ζήσαμε την πρώτη μετά τον ερχομό της κρίσης γιορτή του Πολυτεχνείου. Μια μαζική πορεία με πάνω από 50.000 άτομα (και εξίσου πολλές αστυνομικές δυνάμεις) προσπάθησε να επικαιροποιήσει τα μηνύματα του παρελθόντος. Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς το Πολυτεχνείο ταξιδεύει μες στο χρόνο και τελικά κατά πόσο η χρονολογική απομάκρυνσή μας τόσο από τα γεγονότα όσο και από το σύνολο της επταετίας, αλλάζει την ίδια τη φύση του.
Η γιορτή του Πολυτεχνείου θεσμοποιήθηκε έναν μήνα μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981, ως επίσημη σχολική επέτειος. Το πρόβλημα εντοπίζεται ακριβώς σε αυτή τη κίνηση. Μια επέτειος περιγράφει το καθολικό, το κοινά αποδεκτό και ταυτόχρονα, το σταθερό στις αξίες του, το αχρονικό, το απόλυτα παγιωμένο στην πρότασή του. Και καθώς οι εορτασμοί διαδέχονται ο ένας τον άλλο, η συλλογική μνήμη λειαίνει τα γεγονότα, αφαιρεί τις λεπτομέρειες, επιλέγει τις ευκολότερα αποδεκτές αλήθειες και δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα. Μήπως με
τους εορτασμούς καταλήγουμε να γιορτάζουμε τον ίδιο τον εορτασμό του Πολυτεχνείου μέσα σε έναν αυτοαναφορικό συμβολικό στρόβιλο και όχι την ουσία και τη φύση των γεγονότων εκείνου του αρχικού τριημέρου; Μήπως βιώνουμε το παράδοξο να εορτάζουμε αλλά ταυτόχρονα να ακυρώνουμε το ίδιο γεγονός;
Τα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, είχαν χαρακτηριστικά συγκεκριμένα ακόμα και μέσα στο ρευστό της τότε μαζικής πράξης. Βασικό τους χαρακτηριστικό ήταν η αυθόρμητη ανάταση και αντίσταση, κατά ενός καθεστώτος παρά τις όποιες κομματικές αποφάσεις και αρνήσεις. Μια αυθόρμητη γενικευμένη σύγκρουση φοιτητών και πολιτών με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς ενός κράτους (έστω σε περίοδο άρσης της δημοκρατικής νομιμότητας). Η θεσμοποίηση μιλά για το ακριβώς αντίθετο. Το κεντρικό αυτό σημείο του αυθόρμητου βρίσκεται μακριά από την ίδια την έννοια της επετείου, αδιαφορεί για τα ημερολόγια, δεν επαναλαμβάνει αλλά δημιουργεί, δεν καταθέτει στεφάνι στο παρελθόν, αλλά στο μέλλον. Μήπως τελικά το νόημα της συγκεκριμένης εξέγερσης συνέχισε να υπάρχει όχι στις περιγραφές εκείνων των ημερών, στην επανάληψη των ίδιων τραγουδιών, των ίδιων φωνών και των ίδιων προσώπων αλλά σε γεγονότα που ακολούθησαν την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος, γεγονότα όπως το νικηφόρο κίνημα των καταλήψεων του 1978 και 1979, στην αιματηρή πορεία του εορτασμού του 1980, την κατάληψη του χημείου τον Μάιο του 1985;
Όσο υπερβολικό, παράλογο και αναχρονιστικό και αν ακουστεί στους παλαιότερους (και ίσως κυρίως σε έναν αριθμό των συμμετεχόντων στα τότε γεγονότα), για τις νεότερες γενιές ο Δεκέμβρης του 2008, αποτέλεσε το σημαντικότερο εορτασμό του πολυτεχνείου τα τελευταία χρόνια. Παρόλες τις επιμέρους διαφορές στις συνθήκες, στα αίτια και στην έκφρασή, τα δύο γεγονότα είναι συγγενή. Και στις δύο περιπτώσεις συναντώμαι ένα αυθόρμητο μαζικό αίτημα, ηθικής και πολιτικής δικαιοσύνης, μια πράξη ενός επιθετικού ενεστώτα που διεκδικεί ό,τι
δεν ανέχεται να του αφαιρούν. Μια πράξη ενάντια στο παράλογο και το αυταρχικό της εξουσίας.
Μπορούμε να καταλήξουμε πως ο πραγματικός εορτασμός της 17 Νοέμβρη υπάρχει στην καθημερινή δημιουργία των συνθηκών που θα φέρουν την ίδια αυθόρμητη χειρονομία. Στις επικαιροποιημένες κινήσεις αντίστασης απέναντι στο άδικο. Το νόημα του Πολυτεχνείου επιβιώνει, όχι στα τηλεοπτικά αφιερώματα και στις καταθέσεις στεφάνων, αλλά στις μαζικές διεκδικήσεις των νεοτέρων, στις απαιτήσεις, στις κινήσεις και στη δημιουργία. Η πραγματική επέτειος του Πολυτεχνείου είναι η υπενθύμιση αυτής της διεκδίκησης. Ο εορτασμός του Πολυτεχνείου μιλά για το παρελθόν, η ουσία του όμως μιλά αυστηρά για το μέλλον.

(στην εφημεριδα Εποχη)

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ: 1920-2010



Η ύλη της γλώσσας και το όνειρο του ποιήματος

«σφαγμένη εντός σου μιαν ερώτηση δε λέει να σωπάσει»


Eφυγε σε ηλικία 90 ετών ο ποιητής Έκτωρ Κακναβάτος, ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της μεταπολεμικής μας ποίησης. Ο Γιώργος Κοντογιώργης (το πραγματικό του όνομα), γεννήθηκε στον Πειραιά το Σεπτέμβριο του 1920. Εκεί θα τελειώσει τις εγκύκλιες σπουδές του και στη συνέχεια θα σπουδάσει μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1943, θα κάνει την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία με την ποιητική συλλογή «Fuga», η οποία θα βγει σε ιδιωτική έκδοση. Έναν χρόνο αργότερα θα γράψει μαζί με τον φίλο του και επίσης ποιητή Δημήτρη Παπαδίτσα, το δοκίμιο «Μια θέση και μια έφοδος», μανιφέστο μιας νέας ποιητικής και μιας νέας λογοτεχνικής γενιάς. Η Κατοχή θα τον βρει ενεργό στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ, αλλά εκτός των κομματικών μηχανισμών. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, ο ποιητής θα συλληφθεί και το 1947 θα εξοριστεί στην Ικαρία αρχικά και το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου στη Μακρόνησο. Η ήττα του Δημοκρατικού Στρατού το 1949 θα φέρει την απόλυσή του. Από το 1958 έως το 1962 θα εργαστεί στη Σύρο, όπου θα φτιάξει και δικό του φροντιστήριο. Τη δεκαετία από το 1963 έως το 1973, θα διδάξει στην Αθήνα σε φροντιστήρια υποψηφίων για τα ΑΕΙ. Το 1973 θα διδάξει στη Σχολή Μωραΐτη. Το 1979 θα διοριστεί για πρώτη φορά στο Δημόσιο, από το οποίο ήταν αποκλεισμένος λόγω πολιτικών φρονημάτων. Το 1983, θα βραβευτεί με το κρατικό βραβείο ποίησης, για τη συλλογή του «In perpetuum» και θα συνταξιοδοτηθεί το 1986.
Ο Έκτωρ Κακναβάτος διετέλεσε επίσης σύμβουλος στο υπουργείο Παιδείας και αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας Συγγραφέων. Εξέδωσε 16 ποιητικές συλλογές με σημαντικότερες τις: «Διασπορά», «Η κλίμακα του λίθου», «Οδός Λαιστρυγόνων», «Ανάστιξη του θρύλου για τα νεφρά της πολιτείας», «Τα μαχαίρια της Κίρκης», «Χαοτικά Ι». Το 2005, θα εκδοθεί η τελευταία του ποιητική συλλογή με τίτλο «Στα πρόσω ιαχής». Εξέδωσε επίσης δοκίμια για τον ελληνικό υπερρεαλισμό καθώς και μεταφράσεις από το έργο της Γαλλίδας ποιήτριας Joyce Μansour. Ο Κακναβάτος αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους ποιητές της δεύτερης γενιάς του ελληνικού υπερρεαλισμού. Αν και βιωμένες, οι εμπειρίες της αριστεράς, της εμφύλιας φρίκης και του αποκλεισμού, δεν συναντώνται στο έργο του ως αναφορές αλλά λειτουργούν ως υπέδαφος. Τα ποιήματα του Κακναβάτου δημιουργούν μια οριακή ανάταση. Όχημα για την αίσθηση αυτή αποτελεί ο λόγος. Η ποίηση του Κακναβάτου είναι η ποίηση του σημαίνοντος και όχι του σημαινομένου, της γλώσσας πέρα και παρά το νόημα. Η λεκτική χειρονομία του ποιητή αντιλαμβάνεται το υλικό της συνολικά, πλάθοντας ένα νέο εκφραστικό δίχτυ, μια ενιαία λεκτική αποτύπωση, μέσα από ετερογενή στοιχεία. Όπως οι παλαιότεροι Έλληνες υπερρεαλιστές, έπαιξε με τις διάφορες εκφάνσεις της γλώσσας αντιμετωπίζοντας την σαν κάτι ρευστό αλλά συνεχές. Η δημοτική μέχρι τις πιο βαθιές της ρίζες, η καθαρεύουσα, η αρχαϊκή και οι νεολογισμοί, κατοικούν ισότιμα το σώμα του ποιητή. Ταυτόχρονα ο Κακναβάτος αποτελεί ίσως μια μοναδική στην ελληνική ποίηση περίπτωση, όπου η επιστήμη, τα μαθηματικά, η φυσική συναντώνται τόσο σαν έκφραση και λέξη όσο και σαν πνευματικό φορτίο. Ο Κακναβάτος προσπάθησε να δημιουργήσει το ποιητικό όνειρο από τις πιο υλικές πηγές, να μιλήσει για το πιο παλαιό και το πιο σταθερό, με τρόπους ρευστούς και νέους. Η σημαντικότητα της προσφοράς του περιγράφει με τον πιο εύγλωττο τρόπο το μέγεθος της απώλειας.
(ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΠΟΧΗ)

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

Ο Αμυράς της τηλεοπτικής εικόνας



Οι εκλογές της προηγούμενης Κυριακής ήταν οι πρώτες στην Ελλάδα της κρίσης. Το γεγονός, αυτό ίσως να αποτελούσε απλά μια χρονολογική καταγραφή, αν δεν έφερνε μαζί του μια σειρά από άλλα πρωτόγνωρα για τις εκλογικές διαδικασίες φαινόμενα. Την κυρίαρχη αποχή, το νεοναζιστικό 5,29% της Χρυσής Αυγής και τη σημαντική άνοδο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Ανάμεσα στα φαινόμενα που καταγράφηκαν είναι και ο συνδυασμός «Επιμένουμε Ελλάδα» του τηλεπαρουσιαστή Γιώργου Αμυρά, ο οποίος απέσπασε το 7,37% των ψήφων στο δήμο της Αθήνας, ξεπερνώντας μάλιστα την Ανοιχτή Πόλη. Αυτό που αποκτά σημασία είναι όχι τόσο το ποσοστό που απέσπασε ο συγκεκριμένος συνδυασμός, όσο η πολιτική του ταυτότητα και η κατάφαση των πολιτών προς αυτή. Ηθελημένα μακριά από αυτό που η τρέχουσα γλώσσα αντιλαμβάνεται ως πολιτική (κομματισμός, φθαρμένος πολιτικός λόγος της υπόσχεσης και της επανάληψης, προφίλ πολιτικού, γύρας, νεποτισμός κ.τ.λ.) και τους αρνητικούς συνειρμούς που αυτή φέρνει μέσα στην υπεραπλούστευσή της, ο συνδυασμός χτίζει το προφίλ του με συντεταγμένες τηλεοπτικής εικόνας. Ο συνδυασμός δεν δανείζεται μόνο την οικειότητα που προκαλεί ένα τηλεοπτικό πρόσωπο (ή προσωπείο) στον ψηφοφόρο αλλά και τον ίδιο τον τίτλο του από τη συγκεκριμένη εκπομπή του παρουσιαστή (Μένουμε Ελλάδα).
Σε σημειολογικό επίπεδο η εκλογική δραστηριότητα υποβιβάζεται ως παράρτημα της τηλεοπτικής, αφού είναι η πρώτη αυτή που δανείζεται (όνομα, ύφος, τρόπους και προτάσεις ζωής) και η δεύτερη αυτή που λειτουργεί επικουρικά. Ο συνδυασμός, εμφανίζεται αστραφτερά νεανικός (άρα συνειρμικά και αθώος), ερωτικά και ιατρικά αθλητικός, απλός στο λόγο και εναλλακτικός στις λύσεις του και κυρίως α-πολίτικος στην πολιτική του.
Το ποδήλατο γίνεται σημαία του κινήματος. Και αν η έλλειψη ποδηλατοδρόμων αποτελεί ένα πρόβλημα, σίγουρα δεν είναι το σημαντικότερο θέμα που απασχολεί τον πολίτη της μεγαλούπολης, ειδικά σήμερα. Προς τι λοιπόν η εκλογική κατάφαση; Πολύ περισσότερο από θέμα προς λύση, το ποδήλατο γίνεται σύμβολο πολλαπλών τρόπων. Εμπεριέχει ταυτόχρονα μια επιδερμική και απόλυτα μερική προσέγγιση της οικολογίας, εύκολα όμως κατανοητή και προσβάσιμη, ένα σύμβολο νεανικού τρόπου ζωής αλλά και σωματικής ικανότητας, καθώς επίσης και ένα σημείο δυτικόστροφης εκλογίκευσης (όλες οι πρωτεύουσες της Ευρώπης χρησιμοποιούν ποδήλατα γιατί όχι εμείς;). Μέρος αυτής της αποθέωσης των λύσεων που έρχονται από το αστραφτερά νέο, είναι και ο τρόπος που έδωσε ο συνδυασμός την προεκλογική του μάχη, κινούμενος αποκλειστικά μέσω Facebook, twitter και blog παρουσιάζοντας και χρησιμοποιώντας όλους του φτηνούς τρόπους της τεχνολογίας και προβάλλοντας, αξιακά πια, μια άνευ όρων εξοικείωση με τα νέα μέσα και την πρακτικότητα της τεχνολογίας.
Το φαινόμενο Αμυρά αποτελεί μια πιο σύνθετη έκφραση της δυσαρέσκειας των πολιτών. Μια κίνηση πιο κοντά στην πράξη της αποχής παρά στην πολιτική ψήφο διαμαρτυρίας προς το ΚΚΕ. Προτείνοντας λύσεις αυστηρά πρακτικές, εξορίζει τις αιτίες των φαινομένων, την επιστημονική τους ανάλυση, την ιστορική τους διάσταση και συνέχεια, προτείνει την άμεση πράξη ενός ατελείωτου ενεστώτα έξω από το χρόνο. Ο συγκεκριμένος εναλλακτισμός βρίσκεται πάντα εν κινήσει, σαν τη ρόδα του ποδηλάτου, αποσπασματικά, χωρίς ουσιαστική ανάλυση, ανάμεσα σε έναν εύκολο και ανέμελο προοδευτισμό του συναισθήματος και ένα συγκεκαλυμμένο συντηρητισμό (οι απολύσεις και τα πρόστιμα ως ριζοσπαστικές (sic) λύσεις).
Η απόφαση του 7,37% βρίσκεται τελικά λιγότερο κοντά στην πολιτική και πιο κοντά στην καρικατούρα του βιταλισμού των extreme sport, στην εισβολή της τηλεοπτικής οικειότητας και στο lifestyle των free press προτάσεων. Το συγκεκριμένο γεγονός του συνδυασμού, περιγράφει το πέρασμα αυτού του φανατικά απολιτικού τρόπου στην πολιτική σφαίρα και κυρίως την εκλογική καταγραφή του και τη θεσμική νομιμοποίηση του. Και αυτό ακριβώς είναι το νέο και το σημαντικό που φέρνει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα.


(στην εφημεριδα Εποχή)

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010

«Περί φωτίσεως»: ο Ζοζέ Σαραμάγκου και οι δημοτικές εκλογές



Η απώλεια γεννά μεγέθη, εξωραΐζει, νομιμοποιεί την υπερβολή, περιγράφει με συναίσθημα χωρίς διάθεση κριτικής. Ο πρόσφατος θάνατος του Ζοζέ Σαραμάγκου (18-6-2010) τον τοποθέτησε με μιας στο πάνθεο των κλασικών συγγραφέων. Όμως το αληθινό μέγεθος αποκτά τα χαρακτηριστικά του με την πάροδο του χρόνου. Πώς μπορούμε να μιλήσουμε ανάμεσα σε επικήδειες υπερβολές για το πραγματικό μέγεθος κάποιου; Με ποιο τρόπο θα τον πλησιάσουμε από την αρχή με αγνό και αμόλυντο βλέμμα; Πολλές φορές κριτήριο θα μπορούσε να αποτελέσει, το πόσο συχνά ανατρέχουμε στο έργο ενός συγγραφέα εγκλωβισμένοι στο άγχος των ερωτηματικών και ακόμα περισσότερο το πόσο συχνά στο έργο αυτό βρίσκουμε απαντήσεις.
Η τελευταία περίοδος, πολιτικά ταυτίστηκε όχι μόνο με το προεκλογικό κλίμα αλλά ταυτόχρονα και με μια συζήτηση γύρω από το χαρακτήρα των εκλογών και ίσως για κάποιους, γύρω από την ίδια τη φύση τους. Το μυθιστόρημα «Περί φωτίσεως» (2004), χωρίς καν να προλάβει να γεράσει, γίνεται επίκαιρο και μυθιστορηματικό σημείο αναφοράς μιας προβληματικής. Ο πορτογάλος συγγραφέας περιγράφει, με αφορμή κάποιες δημοτικές εκλογές, την απότομη ωρίμανση ενός λαού προς την αλληλεγγύη και την αυτοοργάνωση, αλλά ταυτόχρονα και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την καταστολή της.

Το «ολίσθημα» των πολιτών
Όπως σε όλα τα μυθιστορήματα του Σαραμάγκου, ο χρόνος και ο χώρος είναι ασαφείς αλλά απόλυτα οικείοι (επιτρέποντας πιο εύκολα την ταύτιση), προσδιοριζόμενοι τελικά σαν το απόλυτο εδώ και τώρα του μύθου. Σε κάποια πρωτεύουσα κάποιας χώρας διεξάγονται δημοτικές εκλογές. Με έκπληξη, μετά την πρώτη καταμέτρηση, η πολιτική ηγεσία ανακαλύπτει πως το 70 % των κατοίκων ψήφισε λευκό. Φοβισμένη από το ολίσθημα των πολιτών, επιλέγει να κηρύξει επανάληψη της εκλογικής διαδικασίας προσμένοντας τη διόρθωση του «στατιστικού λάθους». Τη φορά, όμως, αυτή η λευκή ψήφος αγγίζει το 83%. Αδυνατώντας να αποδεχτεί την στάση των πολιτών, η κυβέρνηση, χαρακτηρίζει τη μαζική πολιτική επιλογή ως «καθαρή και απροκάλυπτη τρομοκρατία», αναστέλλει κάθε συνταγματική εγγύηση και κηρύσσει στρατιωτικό νόμο. Τελικά, μαζί με το στρατό και την αστυνομία φεύγει από την πόλη, προσμένοντας το χάος που θα κατοχυρώσει την αυτονόητη αναγκαιότητά της. Η πόλη όμως θα λειτουργήσει διαφορετικά: οι κάτοικοι θα αυτοοργανωθούν και η κοινωνία θα επιβιώσει. Οι αρμοδιότητες θα μοιραστούν με φυσικότητα φέρνοντας μια κοινωνική ισορροπία που θα καταφέρει να διαχειριστεί με επιτυχία τα διάφορα προβλήματα, το κυκλοφοριακό, την καθαριότητα, την εγκληματικότητα. Η πανικόβλητη ηγεσία θα λάβει δραστικά μέτρα και με μια σειρά από πράξεις που στρέφονται κατά των πολιτών (προβοκάτσιες, προπαγάνδα) θα φέρει ξανά τη «δημοκρατική ομαλότητα».

Τι θα γινόταν αν...
Τα μυθιστορήματα του Σαραμάγκου αποτελούν μια λοξή ματιά προς το δοκίμιο, αποφεύγοντας όμως το διδακτισμό, μέσω της χρήσης μιας έντονα επεξεργασμένης λογοτεχνικής τεχνικής. Το φανταστικό και το μαγικό λειτουργούν ως αξιωματικές αφετηρίες. Η παιδική αφέλεια της ερώτησης «τι θα γινόταν άμα…», γίνεται εργαλείο για μια σχεδόν χειρουργική τομή πάνω στην ανθρώπινη φύση και ταυτόχρονα έδαφος για να καρπίσει μια από τις σημαντικότερες μυθιστορίες της σύγχρονης εποχής. Τι θα γινόταν άμα η Ιβηρική χερσόνησος ξεκοβόταν από την υπόλοιπη Ευρώπη, γινόταν νησί και έπλεε ελεύθερη στον Ατλαντικό ωκεανό (Η πέτρινη σχεδία); Τι θα γινόταν άμα το σύνολο του πληθυσμού μιας χώρας ξαφνικά τυφλωνόταν (Περί τυφλότητος); Τι θα γινόταν άμα οι άνθρωποι σταματούσαν να πεθαίνουν (Περί θανάτου);
Το φανταστικό δεν παρεμβαίνει στην εξέλιξη του μυθιστορήματος. Οι ήρωες λειτουργούν με απόλυτα λογικούς όρους σε μια κατάσταση που η αρχή της έχει οριστεί ως παράλογη. Με τον τρόπο αυτό ο συγγραφέας εξετάζει και παρουσιάζει τον άνθρωπο χωρίς προαπαιτούμενα μια και τον τοποθετεί πάντα σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, μέσα στην ειλικρίνεια του πανικού και του ξαφνικού. Τα μυθιστορήματα του Σαραμάγκου είναι παραβολές που δεν ζητούν να διδάξουν, δεν επιμένουν στο άκαμπτο, αλλά παρουσιάζουν την πραγματικότητα καλειδοσκοπικά, παραλλαγμένη αλλά ταυτόχρονα γυμνή στην ειλικρίνεια της.

Το τρίξιμο κάθε θέσφατου
Το μυθιστόρημα «Περί φωτίσεως», δεν αποτελεί έναν λίβελο κατά της εκλογικής διαδικασίας. Στρέφεται πολύ περισσότερο κατά αυτού που ο Ζίζεκ περιγράφει ως «καταναγκαστική φύση των δημοκρατικών τελετουργικών της ελευθερίας», των κατοχυρωμένων δομών και θεσμών που ορίζουν το πολιτικά λογικό και αυτονόητο. Ουσιαστικά, ο Σαραμάγκου περιγράφει την ανάταση ενός πληθυσμού απέναντι σε αυτό το πολιτικά αυτονόητο (άρα και υποχρεωτικό) και στην υπέρβασή του με όρους που το ίδιο το σύστημα τού έχει παραχωρήσει, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορεί να ελέγξει. Οι πολίτες δεν διαλέγουν την αποχή αλλά αντιθέτως τη συμμετοχή στην πολιτική με τρόπους άμεσους χωρίς διαμεσολαβητές και διαμεσολαβήσεις.
Αυτό που τελικά βιώνει ο αναγνώστης, είναι το δικαίωμα στην έμπρακτη αμφισβήτηση και ανυπακοή, αλλά και τις ευθύνες που αυτές φέρνουν. Το τρίξιμο κάθε θέσφατου και την κατάρρευση κάθε αυταπόδεικτης πραγματικότητας. Το «Περί φωτίσεως» δεν αποδεικνύει μόνο στο χαμένο στο προεκλογικό κλίμα αναγνώστη, το δημιουργικό μέγεθος του Ζοζέ Σαραμάγκου, αλλά ουσιαστικά του προφέρει ένα κριτικό εργαλείο, ώστε να κινηθεί μέσα σε αυτό, να προβληματιστεί, να επιλέξει και να πράξει.

(ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΠΟΧΗ)

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

Το είδωλο στον καθρέφτη του facebook



Η κάθε μορφή μυθοπλασίας επιδιώκει να είναι επίκαιρη. Αναζητά τα σημεία της τρέχουσας πραγματικότητας που ορίζουν τη στιγμή και τη διαμορφώνουν. Μέσα από το παρόν, ο μύθος καλείται να ξεδιπλωθεί με τρόπους παλαιούς, μιλώντας για πράγματα σταθερά. Το επίκαιρο τραβάει τα βλέμματα, προσφέρει οικειότητα στο δέκτη, επεξηγεί και προσδιορίζει. Γι’ αυτό είναι πάντα ζητούμενο για κάθε δημιουργό.
Η ταινία του David Fincher (Seven, Fight Club, Zodiac), «The social network», ουσιαστικά περιγράφει τη δημιουργία της ιστοσελίδας facebook και παράλληλα διηγείται μια ιστορία σχετικά με τη φιλοδοξία, τις διαπροσωπικές σχέσεις και τους όρους κοινωνικοποίησης των νέων σε μια ρευστή εποχή. Η ταινία αποτελεί τη δραματοποίηση της ζωής των δημιουργών της ιστοσελίδας, ρίχνοντας το βάρος της σε δευτερεύουσες πτυχές της, προσθέτοντας βέβαια τα απαραίτητα στοιχεία μυθοπλασίας που θα δημιουργήσουν μια ιστορία κινηματογραφικά αξιοποιήσιμη.
Αν δούμε το γεγονός αντιστρόφως, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως το πέρασμα ενός γεγονότος από την απλή ύπαρξή του στη σφαίρα της μυθοπλασίας, ουσιαστικά σηματοδοτεί την κατοχύρωση του ως πτυχή του παρόντος άρα και της σημαντικότητάς του. Το γεγονός ότι η δημιουργία του facebook, αποτελεί πηγή έμπνευσης ενός σημαντικού σκηνοθέτη, αλλά ταυτόχρονα και μέρος μια χολιγουντιανής εμπορικής επένδυσης μεγέθους, περιγράφει τη σημασία και τους όρους με τους οποίους η συγκεκριμένη ιστοσελίδα υπάρχει αλλά και διαμορφώνει την κοινωνία.

Το τίποτα ως κάτι

Είναι μήπως υπερβολή, να θεωρούμε κάτι φαινομενικά τόσο περιορισμένο, όπως μια ιστοσελίδα, φορέα και διαμορφωτή μιας -έστω μικρής- κοινωνικής αλλαγής;
Ο καιρός μας είναι έτσι αγκιστρωμένος στο νέο, ένα νέο άνευ όρων, ώστε μια μικρή ηλεκτρονική εφαρμογή να μπορεί να αλλάξει και να επηρεάσει τη μέχρι χθες πραγματικότητά μας. Το my space, σχεδόν τυχαία, άλλαξε τη μορφή και τη λειτουργία της σύγχρονης δισκογραφίας. Pop φαινόμενα όπως οι Arctic Monkeys, ο Sean Kingston και η Lilly Allen, κατάφεραν τη δημοσιότητα μέσα από τη συγκεκριμένη ιστοσελίδα. Τα blogs με την ευκολία χρήσης, τους δικούς τους όρους διάδοσης της πληροφορίας, τη συχνή χρήση της ανωνυμίας, την παράκαμψη των εκδοτικών όρων και συμφερόντων κατάφεραν να απειλήσουν και ως ένα βαθμό να αλλάξουν τη δημοσιογραφία. Ο όρος blogger, έγινε προσδιορισμός πολιτικός, κοινωνικός και σχεδόν υπαρξιακός μέσα στην υπερβολή και τον ενθουσιασμό της ελευθερίας και του νέου. Ιστοσελίδες όπως το you tube, εφαρμογές όπως τα torrent, επαναπροσδιορίζουν και διαμορφώνουν τις κινήσεις μιας παρέας, την κατανομή και τη χρήση του ελεύθερου χρόνου ακόμα και τον τρόπο που γεμίζει και ξεγελιέται η ατομική μοναξιά. Το δυνάμει «Τίποτα» μιας νέας εφαρμογής, πολλαπλασιάζεται και εφαρμόζεται ανάλογα. Και μέσα στη μεγέθυνση του εμφανίζεται ως «Κάτι», αλλάζοντας τα πάντα γύρω. Αλήθεια θυμάται κανείς πως ήταν ο κόσμος χωρίς κινητά ή e-mail;

Αποκλεισμός
των ηλεκτρονικά αναλφάβητων

Το facebook δημιουργήθηκε το 2004 και σήμερα αριθμεί πεντακόσια εκατομμύρια χρήστες. Ο χρήστης δημιουργεί έναν προσωπικό λογαριασμό, στον οποίο μπορεί να περιγράψει τον εαυτό του τα ενδιαφέροντά του, να τοποθετήσει φωτογραφίες να κάνει σχόλια και να έρθει σε επαφή με τον αριθμό των διαδικτυακών του φίλων. Υπερβολικά απλό (όπως όλες οι πετυχημένες ηλεκτρονικές εφαρμογές), το facebook αποτελεί σήμερα την ιστοσελίδα με τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα στο διαδίκτυο. Η ευρεία χρήση του κατά τις αμερικανικές εκλογές του 2008 και στη συνέχεια σε εκλογικές αναμετρήσεις ανά τον κόσμο, ο συμβουλευτικός ρόλος που παίζει κατά τη διάρκεια συνεντεύξεων από πανεπιστήμια ή εταιρίες, αλλά και μια σειρά από άλλες πρακτικές χρήσεις (πρόσφατα ελληνικό πανεπιστήμιο προτίμησε να αναρτά τις ανακοινώσεις του στο λογαριασμό του στο facebook και όχι στον επίσημο ιστότοπο του, αποκλείοντας έτσι έναν αριθμό «ηλεκτρονικά αναλφάβητων» φοιτητών), διαμόρφωσε την εικόνα της σημασίας αλλά και της δύναμης του συγκεκριμένου site.

Λατρεύοντας το είδωλο

Η κριτική απέναντι στην ιστοσελίδα, άρχισε με την πρώτη δημοφιλία της. Το μεγαλύτερο μέρος της κριτικής, μιλούσε για καταπάτηση των προσωπικών δεδομένων, για την εμπορική χρήση και την εκμετάλλευση τους. Μέχρι και σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της κριτικής (πρόσφατα η εφημερίδα Wall Street Journal δημοσίευσε σχετικό άρθρο) εστιάζει σε αυτό το σημείο. Είναι όμως μόνο αυτό το πρόβλημα με το facebook;
Στα διάφορα chat και στις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης, ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται και πράττει ως διαφημιστής του εαυτού του, προσπαθώντας να γίνει αποδεκτός από μια θολή αλλά ακραία αυστηρή κοινότητα. Το άτομο καλείται να γεωμετρήσει τον εαυτό του, τα ενδιαφέροντα, τις καταφάσεις και τις αρνήσεις του. Η προσωπικότητα, μέσα σε όλες τις αντιφάσεις και τις αποκλίσεις της, γίνεται με τρόπο φαινομενικά εθελούσιο, ένα καταχωρισμένο στατιστικό και ο χρήστης, διαχειριστής ενός μεθοδικά κατασκευασμένου ειδώλου. Η διαδικασία ταύτισης του ατόμου με το κατασκευασμένο είδωλό του (η οποία αυξάνεται ανάλογα με την χρήση του μέσου) αποτελεί την απόλυτη ευθυγράμμιση με την αποδεκτή νόρμα και την πλήρη κατάφαση προς το κοινωνικά αποδεκτό.
Ο θαυμαστός νέος κόσμος του facebook (ως ναυαρχίδας της κοινωνικής δικτύωσης) κατασκευάζει καθρέφτες που στην πραγματικότητα συρρικνώνουν ό,τι αντικατοπτρίζουν. Στο διαδικτυακό του είδωλο, ο άνθρωπος προβάλλει αυτό που επιθυμεί να είναι, κατασκευάζει με βάση την πραγματικότητά του, την ίδια του την επιθυμία ως πρότυπο του ατελή εαυτού του. Και αλήθεια πόσο οικεία πρέπει να φαντάζει αυτή η διαδικασία, στον κατεξοχήν κατασκευαστή επιθυμιών και προτύπων, την ίδια την χολιγουντιανή μηχανή…

(ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΠΟΧΗ)

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Tempo libero: ένα έργο του Κώστα Ρουσσάκη




Είναι συχνό ένα καλλιτεχνικό φαινόμενο να μας παρουσιάζεται με ένταση, να διεκδικεί το ξάφνιασμά μας και να προσπαθεί να μας επιβληθεί, άλλοτε με το μεγαλείο και άλλοτε με τον εντυπωσιασμό. Υπάρχει όμως και μια σειρά από έργα που λειτουργούν πιο διακριτικά, ζητώντας μια συγκίνηση που μπορεί να έρθει αρκετά μετά από την αρχική επαφή μας μαζί τους, ζητώντας την αίσθηση, το ξάφνιασμα και τον προβληματισμό σε δεύτερο χρόνο. Τα έργα αυτά ακόμα και σαν προσπάθειες, δεν είναι τόσο συχνά σε έναν σημερινό απότομο κόσμο όπου όλα λειτουργούν με άξονα την ταχύτητα και τη γρήγορη αντικατάσταση. Το εντυπωσιακό και το άμεσο ξάφνιασμα γίνονται μέθοδοι καλλιτεχνικής επιβίωσης, το εμφανώς παράδοξο και το εύρημα εύκολα εργαλεία προς αυτούς τους στόχους. Η χαμηλή μουσική, χάνεται στις κραυγές της αγοράς και του πλήθους.
Το έργο «Τempo libero» του Κώστα Ρουσσάκη, φιλοξενείται στην έκθεση «Προθήκες θαυμάτων» στο πλαίσιο του Zone D της Γκαλερί Ζουμπουλάκη. Η έκθεση, στην οποία συμμετέχουν 36 καλλιτέχνες, πραγματοποιείται σε δύο διατηρητέα κτίρια (Α Κτίριο: Πλατεία Αγ. Ειρήνης 10, Β Κτίριο: Βασιλικής 2, Π. Σκουζέ & Λιμπονά) στην Πλατεία Αγίας Ειρήνης, στο ιστορικό τρίγωνο της Αθήνας και διαρκεί μέχρι και τις 30 Οκτωβρίου.

Το δίπολο του θανάτου
με αθώα ματιά


Η μορφή του έργου είναι απλή και σύνθετη ταυτόχρονα. Μια εγκατάσταση από φελιζόλ, μεγέθους 6 x 3,60 x 4, δημιουργήθηκε στο ένα από τα δύο κτίρια της έκθεσης (το έργο παρουσιάζεται στο έτερο κτίριο). Η εγκατάσταση αποτελεί πιστή αναπαράσταση ενός ξύλινου ικριώματος του παρελθόντος, όπως το συνάντησε ο καλλιτέχνης σε μια παλιά φωτογραφία. Η εγκατάσταση προηγήθηκε της έκθεσης, στην συνέχεια φωτογραφήθηκε και τελικά διαλύθηκε από τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Στη συνέχεια, οι φωτογραφίες που παρουσιάζουν το έργο από διαφορετικές οπτικές γωνίες, τοποθετήθηκαν σε μια σειρά από view master (όμοια με τα παιχνίδια που είχαμε όταν ήμασταν παιδιά κοσμώντας με φευγαλέες εικόνες την ήδη κουρασμένη όρασή μας) κατασκευασμένα από τον ίδιο τον καλλιτέχνη, προβάλλοντας το έργο σε μια τρισδιάστατη (3D) γλυπτική του χώρου. Τα view master, τοποθετήθηκαν τυχαία σε ένα τραπέζι.
Το έργο δεν εντυπωσιάζει το δέκτη με την όψη του, αλλά με την πολυσημία, τη θεατρικότητα, τη λειτουργία και τις αντιθέσεις του, μένοντας ανοιχτό σε ποικίλες ερμηνείες. Ο θεατής καλείται να κοιτάξει ένα έργο το οποίο δεν υπάρχει, ένα έργο που έχει πεθάνει. Ταυτόχρονα ο θάνατος και η εκτέλεση είναι το ίδιο το θέμα του έργου όπως προκύπτει από την επιβλητική μορφή της κρεμάλας. Το περιεχόμενο και η έκφραση ταυτίζονται πλήρως σε ένα δίπολο θανάτου, με το οποίο ο θεατής θα έρθει σε επαφή μέσα από την αθωότητα ενός παιδικού παιχνιδιού. Το view master, απομονώνει την όραση από την υπόλοιπη έκθεση, φιλτράρει με άγουρες ηλικίες την αναπαράσταση και επιβάλει στον δέκτη μια μοναχική εμπειρία παρατήρησης. Το έργο παρουσιάζεται από πολλές οπτικές μέσα από τις φωτογραφίες, τονίζοντας την υποκειμενικότητα της ματιάς. Το στοιχείο της απομόνωσης σε συνδυασμό με το δεδομένο πως το νεκρό έργο αποκλείει κάθε δυνατότητα αγοραπωλησίας, κάνει το αποτέλεσμα να μετατραπεί σε σχόλιο του τρόπου λειτουργίας των σύγχρονων εκθέσεων και της τέχνης γενικότερα. Η 3D αισθητική κάνει το έργο να αποκτά μια επίκαιρη μορφή και μια επαφή με τον κινηματογραφικό τρόπο που μόλις έχει αρχίσει να ξεδιπλώνεται.

Η θεατρικότητα
της δημιουργίας


Μια άλλη παράμετρος, μη εμφανής σε πρώτη ανάγνωση, είναι η θεατρικότητα του έργου. Ερχόμαστε σε επαφή με αυτή, αντιστρέφοντας τα στάδια στη διαδικασία της δημιουργίας. Ο καλλιτέχνης αναπαριστά ένα ήδη υπαρκτό αντικείμενο, άρα δημιουργεί μια σχέση ταύτισης με τον καλλιτέχνη - τεχνίτη του αρχικού ικριώματος. Τα ερωτήματα που πρέπει να απαντήσει, είναι όμοια με αυτά του πρακτικού μάστορα μιας άλλης εποχής. Η στατικότητα, οι αποστάσεις, η λειτουργικότητα. Αλλά ως καλλιτέχνης πρέπει να αντιμετωπίσει το βάρος της κατασκευής ενός έργου θανάτου. Ο ίδιος, παρατηρεί τη σοφία με την οποία δημιουργήθηκε το αντικείμενο και θέτει το ερώτημα πώς γίνεται η τέχνη (έστω ενός λαϊκού μάστορα στην προκειμένη περίπτωση) να τίθεται στην υπηρεσία της εκτέλεσης, του θανάτου, του απάνθρωπου. Η υψηλή ποιότητα τον διακοσμητικών στοιχείων στα όργανα βασανισμού του μεσαίωνα θέτουν την ίδια ερώτηση. Το υλικό της κατασκευής (φελιζόλ και όχι ξύλο) αφαιρεί από το αντικείμενο τη λειτουργικότητά του και άρα ως ένα βαθμό προστατεύει τον καλλιτέχνη. Η διαδικασία κατασκευής γίνεται επίπονη, μια αναμέτρηση με την έκφραση του θανάτου, κατασκευή ενός αντικειμένου φορτισμένου με χιλιάδες κραυγές.
Το έργο έζησε για μια ημέρα. Τη χυδαιότητα της δημιουργίας ακολουθεί η λύτρωση της καταστροφής, όπου ο καλλιτέχνης λειτουργεί ταυτόχρονα ως παιδοκτόνος, καταστρέφοντας το δημιούργημά του, συμπυκνώνοντας στο ελάχιστο το χρόνο φθοράς του αρχικού αντικειμένου. Στη διαδικασία αυτή, ο καλλιτέχνης σκοτώνει το θάνατο της εκτέλεσης αλλά και τη ζωή της δημιουργίας.
Το Tempo libero του Κώστα Ρουσσάκη, είναι ένα έργο που μιλά για μια ανθρώπινη συνθήκη που αν και καταργήθηκε δεν έχει ακόμα ξεχαστεί, ενώ βλέπουμε συχνά να αναβιώνει αρκετά κοντά μας. Η πραγματική απόσταση που μας χωρίζει από τη συνθήκη αυτή, είναι αυτή που επιβάλει το παιδικό, το αθώο βλέμμα.


(ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΠΟΧΗ)

Poetry slam: από το ποιητικό σαλόνι στην κραυγή



Η ιστορία της τέχνης αποτελείται από μια σειρά μεταμορφώσεων της φόρμας, των τρόπων δημιουργίας, της κατασκευής και της εκφοράς. Στη λογοτεχνία, ο μοντερνισμός του 20ου αιώνα ριζοσπαστικοποίησε τη φόρμα της ποίησης και της πεζογραφίας, πειραματιζόμενος με αισθητικούς ακροβατισμούς και αναζητήσεις, με τη σιωπή, την αφαίρεση, το ακραίο. Η φόρμα και η αλλαγή της, ταυτίστηκε με αυτό που αργότερα θεωρήθηκε μοντέρνο, δηλαδή προωθημένο και νέο.
Η τέχνη υπάρχει με τρόπο τόσο ιδιωτικό όσο και κοινωνικό. Ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνεί μπορεί να είναι εξίσου σημαντικός με τη δομή ή τα νοήματά της. Αν δεχτούμε πως οι καλλιτέχνες του πρόσφατου παρελθόντος έφτασαν τη φόρμα στα άκρα της και πως το περιεχόμενο μένει σταθερό στις άπειρες παραλλαγές του, το ριζοσπαστικά νέο μπορεί να αναζητηθεί μόνο στον τρόπο που αυτή επικοινωνεί.
Η κοινωνική έκφραση της ποίησης δεν είναι κάτι σταθερό μέσα στο χρόνο. Οι αρχαίοι ραψωδοί, οι προβηγκιανοί τροβαδούροι, τα λογοτεχνικά σαλόνια της μπελ επόκ και του μεσοπολέμου, οι ποιητές της Σοβιετικής Ένωσης με τις απαγγελίες τους σε στάδια, είναι όλοι εξίσου εκφραστές και φορείς του ποιητικού φαινομένου. Σε έναν κόσμο που περιγράφεται ως κόσμος πληροφορίας, ατελείωτης φλυαρίας και επικοινωνιακού θορύβου, πώς επικοινωνεί η ποίηση, η περισσότερο και ταυτόχρονα λιγότερο ομιλητική απ’ όλες τις ανθρώπινες διαδικασίες και ποιες οι δυνατότητές της σε σχέση με αυτή την επικοινωνία;
Ο κόσμος της έντυπης καταγραφής της ποίησης σε βιβλία και περιοδικά μοιάζει, αν όχι ξεπερασμένος, τουλάχιστον ελλιπής. Ο χάρτης του διαδικτύου δεν μοιάζει ικανός να περιγράψει τα τοπία της ποίησης, προσφέροντας το ψυχρό της οθόνης στο στοιχείο αυτό της γλώσσας που αγωνιά να παραμείνει θερμό αλλά ταυτόχρονα άμεσο. Στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, αυτό που κυριαρχεί ως περιβάλλον της ποίησης έξω από την σελίδα, είναι η διαδικασία του σαλονιού και του συμποσίου. Άτυπες ή επίσημες συναντήσεις φίλων και ομάδων με σκοπό την ανάγνωση και την απαγγελία σε ένα μυημένο και περιορισμένο κοινό. Μια εσωστρεφής διαδικασία που πιο συχνά κολακεύει παρά κρίνει το ποίημα όσο και τον ίδιο τον εαυτό της. Ποιοί νέοι τρόποι μπορούν να εφευρεθούν για να υπάρξει ένα ποίημα;

Slam

Η ποιητική διαδικασία του Slam, ξεκίνησε τα βήματά της στο Σικάγο, στα μέσα της δεκαετίας του 80, από τον Marc Smith, πατώντας στο έδαφος των spoken words και της performance poetry. Καθώς απομακρυνόμαστε από τη χρονική αυτή αφετηρία προς το σήμερα, παρατηρούμε μια ταχύτατη διάδοση του φαινομένου, στο σύνολο της Αμερικής και γενικότερα του δυτικού κόσμου, προτείνοντας κατά καιρούς σημαντικούς ποιητές όπως π.χ. τον πολύ Saul Williams. Στους ποιητικούς αυτούς διαγωνισμούς πέντε μέλη του κοινού επιλέγονται από τον τελετάρχη (Master of ceremonies), ώστε να κρίνουν τους διαγωνιζόμενους ποιητές με βαθμολογία από το 1 έως το 10. Η διαδικασία συνήθως χωρίζεται σε γύρους και φιλοξενείται σε θεατρικούς χώρους, κινηματογράφους και μπαρ.
Η ποίηση slam στέκει ανάμεσα στην απαγγελία και στη θεατρική απόδοση. Συχνά αυτοσχεδιαστική, ενσωματώνει μια σειρά από ποιητικά φαινόμενα και εκδοχές, το κωμικό, την ειρωνεία, την ομοιοκαταληξία, τους διάφορους παραδοσιακούς ρυθμούς. Ο ποιητής είναι όμως ελεύθερος να επενδύσει με τρόπους θεατρικούς την εκφορά του: μίμηση ήχων, αυξομειώσεις της έντασης και του ρυθμού, καταγγελία, κραυγή. Η χρήση μουσικής, κουστουμιών και θεατρικών αντικειμένων απαγορεύεται.
Η ποίηση slam ζητά να επαναπροσδιορίσει τον τρόπο επικοινωνίας αλλά και την ίδια τη μορφή της ποιητικής επικοινωνίας. Συχνά πολιτικοποιημένη επιθυμεί να καταγγείλει το ρατσισμό, τους όρους της πολιτικής, τους όρους των ανθρώπινων σχέσεων. Άλλωστε, ο ποιητής κρίνεται τόσο για το πάθος του όσο και για την εκφορά ή το περιεχόμενο της ποίησής του. Αν και προφορική, η ποίηση αυτή, στις καλύτερες εκδοχές της, μιλά σωματικά. Η λέξη ταυτίζεται με την ανάσα και ο παλμός του σώματος με το ρυθμό της εκφοράς. Ο ποιητής ντύνεται το ποίημα, όχι σαν ηθοποιός αλλά σαν τελεστής, μέρος και φορέας ενός τελετουργικού. Ο ποιητής γίνεται ποίημα, που ανασαίνει μέσα από κάποιον άλλο. Η βλάστηση των λέξεων και των νοημάτων προκύπτει από το σημείο αυτό.
Το ελληνικό κοινό μπορεί να έρθει σε επαφή με το φαινόμενο αυτό, στον τελικό του πρώτου πανελλήνιου διαγωνισμού Slam, την Κυριακή 10 Οκτωβρίου, στις 7 μ.μ. στον πολυχώρο Άνεσις (Κηφισίας 14, στους Αμπελόκηπους). Παρών θα είναι και ο δημιουργός του φαινομένου, Marc Smith.

(ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΠΟΧΗ)

Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2010

Τα φεστιβάλ της αριστεράς ως πολιτιστική πρόταση



Στο προηγούμενο φύλλο της «Εποχής», η Έλενα Πατρικίου στη συνέντευξή της παρατηρούσε: «Ως τί την θέλουν την τέχνη εκεί μέσα (στα φεστιβάλ); Κάποτε πρέπει να αποφασίσουν. Δεν μπορεί η τέχνη να καλείται να κάνει σκόντο επειδή οι αριστερές οργανώσεις δεν βρίσκουν γι’ αυτήν άλλον ρόλο από αυτόν του προσχήματος. Εξ ου και τελικά όλα αυτά τα φεστιβάλ είναι εντελώς ίδια και το μόνο που έχουν να δώσουν στον κόσμο, και ειδικά στους νέους, είναι φτηνή διασκέδαση και φτηνές μπύρες». Η παρατήρηση αυτή, ανοίγει το θέμα της σχέσης της αριστεράς με την τέχνη και την έκφραση της σχέσης αυτής, στις διάφορες εκδηλώσεις της.

Φεστιβάλ και φεστιβάλ νεολαίας

Τα φεστιβάλ και κυρίως τα φεστιβάλ των πολιτικών νεολαιών, χαρακτήρισαν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και κυρίως τη δεκαετία του 80. Το πρώτο φεστιβάλ νεολαίας διοργανώθηκε από την ΚΝΕ, το 1975.
Στα φεστιβάλ των διαφόρων πολιτικών οργανώσεων, πέρα από την κοινωνικοποίηση με όρους που η ίδια η οργάνωση αποφάσιζε, τα μέλη-διοργανωτές, προσπαθούσαν να διαμορφώσουν με όρους φαντασιακού, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της αριστεράς. Τα φεστιβάλ προέβαλαν μια συνέχεια, από την αντίσταση και τον εμφύλιο στα χρόνια της ΕΔΑ και αργότερα της δικτατορίας, προς τη μελλοντική κοινωνία και όλα αυτά περνώντας από το ιστορικό παρόν της συγκεκριμένης εκδήλωσης. Οι εκθέσεις φωτογραφιών και οι διάφορες ομιλίες, είχαν σαν στόχο αυτήν την πολλαπλή εννοιολόγηση του ρευστού αριστερού χρόνου.
Κεντρικό σημείο των φεστιβάλ αποτέλεσε η ψυχαγωγία και τα διαφορετικά πρότυπα που η κάθε νεολαία πρότεινε και προέβαλε. Οι συναυλίες πάντα είχαν το χαρακτήρα του κεντρικού προπαγανδιστή των φεστιβάλ κάτι το οποίο ισχύει μέχρι και σήμερα. Έτσι η επιλογή της μουσικής και των συγκροτημάτων διαμορφωνόταν τόσο από την ταυτότητα και την πολιτιστική πρόταση, του φορέα που διοργάνωνε το φεστιβάλ, όσο και από τα γούστα του κοινού που επιθυμούσε να προσεγγίσει.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 80 γίνεται μια απεύθυνση κάποιων φεστιβάλ προς κινήματα διαμαρτυρίας όπως το φεμινιστικό και το οικολογικό και πολύ αργότερα το μεταναστευτικό και τα διάφορα κινήματα πόλεων. Η σχέση αυτή θα αποτυπωθεί με περίπτερα και διανομή υλικού καθώς και μέσα από διάφορες συζητήσεις.
Στα τέλη της δεκαετίας του 80, μέσα στη γενικευμένη αποπολιτικοποίηση ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας και κυρίως της νεολαίας, τα φεστιβάλ θα χάσουν την κομβική τους σημασία αλλά και τις έντονες δυνατότητες απεύθυνσης. Σε αυτό συνέβαλαν και μια σειρά από δευτερεύοντα γεγονότα όπως π.χ. η διάσπαση του 1989 στο ΚΚΕ και η διοργάνωση δύο διαφορετικών φεστιβάλ (ένα από τους αποχωρήσαντες και ένα από τους εναπομείναντες).

Το φεστιβάλ ως συνολική
πολιτιστική πρόταση


Τα φεστιβάλ θα εμφανιστούν πάλι με ένταση στις αρχές της νέας δεκαετίας. Η μορφή τους όμως δεν θα ανανεωθεί και το βάρος θα συνεχίσει να πέφτει στις συναυλίες και τα ονόματα που θα μπορέσουν να μαζέψουν κόσμο. Με τον τρόπο αυτό θα συνεχίσουν να αποτελούν μια τυχαία γιορτή μέσα στο ημερολογιακό χάος, μια εναλλακτική έξοδο με ατροφικό συνήθως στίγμα. Μέσα από τις μεταμορφώσεις, τόσο της ταυτότητας της αριστεράς όσο και τις ανάγκες της ίδιας της κοινωνίας, σήμερα τίθεται η επιταγή για μια νέα μορφή εκδήλωσης, όπου το βάρος θα μεταφερθεί από την εκδήλωση-γιορτή προς μια διαδικασία προβληματισμού και πολιτιστικής ζύμωσης.
Ένα φεστιβάλ ή μια εκδήλωση δεν μπορεί να εμφανίζεται ως μια ξαφνική στιγμή μέσα στο χρόνο. Πρέπει να αποτελεί κορύφωση μιας μακρόχρονης διαδικασίας, μιας πολιτικής και πολιτιστικής συνομιλίας και ταυτόχρονα αφετηρία για μια νέα ζύμωση. Παίρνοντας ως δεδομένο πως η αριστερά έχει χάσει από καιρό την πολιτιστική της ηγεμονία (αν και τόσο συχνά φαίνεται να το αρνείται), τίθεται το ερώτημα ποια θα μπορούσε να είναι η νέα πολιτιστική πρόταση που θα προβάλει.
Η αριστερά μπορεί να προσεγγίσει μια σειρά από πολιτιστικές εκφράσεις, οι οποίες ενώ συνορεύουν μαζί της από άποψη διάθεσης, παραμένουν ξένες και χωρίς πολιτικό πρόσημο, συχνά εγκλωβισμένες σε έναν θολό ναρκισσιστικό εναλλακτισμό. Τα graffiti, οι M.C. μονομαχίες, η ποίηση slam, οι performances, οι εικαστικές εγκαταστάσεις, τα fanzine, το stand up, οι πειραματικοί τρόποι θεάτρου και κινηματογράφου, οι ομάδες κωμωδίας, καθώς και μια σειρά από ομάδες και μικροκοινότητες νέων καλλιτεχνών και λογοτεχνών, εκφράσεις νέες αλλά και διάσπαρτες, χωρίς επικοινωνία μεταξύ τους, μπορούν να αποτελέσουν την αρχή για μια νέα πολιτιστική πρόταση της αριστεράς.
Κομμάτια πολιτισμού που δεν μπορούν να βρουν έκφραση μέσα από τους άκαμπτους τρόπους του συστήματος, μπορούν να απεγκλωβιστούν και να συνομιλήσουν μέσα από μια σειρά εκδηλώσεων. Με την προϋπόθεση πως η προσέγγιση αυτή θα γίνει όχι με χαρακτήρα οικειοποίησης αλλά αμοιβαίας ανταλλαγής και προβληματισμού. Ξεκινώντας από μια κατάθεση απόψεων και καταλήγοντας σε μια εκδήλωση συνολικής πολυπρισματικής έκφρασης.
(στην εφημερίδα Εποχή)

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

Η κρίση της ποίησης και η ποίηση της κρίσης ( εισήγηση στο 30ο συμπόσιο ποίησης της Πάτρας)







ή
Η σιωπή, η κρίση και το φλεγόμενο δέντρο

———————
Η σιωπή
Η σύγχρονη κοινωνία, είναι μια κοινωνία πληροφόρησης. Μια κοινωνία απείρων πομπών και δεκτών στα όρια του θορύβου. Ό, τι συμβαίνει ή δεν συμβαίνει επικοινωνεί, μεταδίδεται, καταλαμβάνει τον ελάχιστο χώρο του πριν αντικατασταθεί. Ακόμα και όταν σιωπά, το κενό δεν μένει βουβό αλλά καλύπτεται από άλλες πληροφορίες εξίσου εκκωφαντικές. Και στην διαδικασία αυτή της αλληλουχίας και της επικάλυψης, εμείς, οι σύγχρονοι άνθρωποι, αποδεχόμαστε μια κατάσταση ήπια επιβεβλημένη. Μοιραζόμαστε και ανταλλάσσουμε γεγονότα, πληροφορίες αβέβαιης σημασίας μας κυκλώνουν και μας ενημερώνουν υποχρεωτικά, βιώνουμε τον κόσμο μιας επικοινωνίας που καταργήθηκε, μέσα στην ίδια την υπερβολή, της διάδοσης και της εναλλαγής της. Και Ο λόγος, φθαρμένος από την ταχύτητα, αδιάφορα κοινότοπος μες στις επαναλήψεις, συμπυκνώσεις κενού που έρχονται να απαντήσουν σε ερωτήσεις που δεν τέθηκαν. Διαφημιστικές υπερβολές, τηλεοπτικές πόζες και επιθυμίες παραιτημένες σε βιαστικά μηνύματα κινητών και στην αφόρητη μοναξιά των τόσων greeklish στα διαδικτυακά chat. Και η ποίηση; Πώς μιλά η ποίηση μέσα στην τόση φλυαρία, στην τόση κυριαρχία του κενού λόγου;
«Η σιωπή είναι μια εναλλακτική λύση. Όταν οι λέξεις είναι φορτωμένες βαρβαρότητα και ψέμα, τίποτα δεν μιλάει δυνατότερα από ένα άγραφο ποίημα» καταλήγει ο Τζορτζ Στάινερ στο δοκίμιό του «Η σιωπή και ο ποιητής», προτρέποντας προς την ευφράδεια μιας λέξης που απουσιάζει, σε έναν κόσμο όπου το νόημα διαφεύγει αδιάφορο. Η θέση της ποίησης στον καθημερινό, δημόσιο λόγο, η ποίηση επιβεβαιώνει τη σιωπή της. Σε έναν καιρό αυστηρά πρακτικό επιβιώνει διαστρεβλωμένη: ως συνοδευτικό της διαδρομής στα βαγόνια του μετρό, ως κορόνα σε πολιτικούς λόγους νομιμοποιώντας τη φθαρμένη γλώσσα και την έλλειψη οράματος, ως συγκίνηση σε επικήδειους, εικονογραφημένη σε μπλογκ θεματικά, μπάλωμα μιας σιωπής που κραυγάζει. Και ο ποιητής του σήμερα; Ας υποθέσουμε πως δεν έχει φτάσει από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής…
Η ποίηση πάντα φλέρταρε με τους τρόπους της σιωπής. Από τον πρώτο μοντερνισμό της με τα «Άνθη του κακού» του Μποντλέρ (1857), μέχρι και σήμερα, η ποιητική γλώσσα εμπεριέχει τη σιωπή μέσα από την αφαίρεση. Ο παλιός λυρισμός μέσα από την μουσική των λέξεων, αντικαθίσταται και γίνεται ορατός ακριβώς με την ορθή απουσία τους. Το νόημα δεν απαντάται, αλλά εμπεριέχεται αποφεύγοντας μια καθαρή ομολογία. Έχοντας ως μόνο εργαλείο και στόχο τη γλώσσα, η ποίηση την χρησιμοποιεί υπερβαίνοντας τη. Στις πιο ακραίες της μορφές (ποίηση νταντά, λετρισμός, κολάζ λέξεων) την παύει ακριβώς για να την κρίνει. Η βαρβαρότητα των δύο παγκοσμίων πολέμων, βλάστησε τη λεκτική παύση περισσότερο από ποτέ, μέσα στην επικράτεια του ποιήματος. Η ερώτηση του Αντόρνο (Πώς μπορεί να γραφτεί ποίηση μετά το Άουσβιτς;) απαντήθηκε συχνά με μια σιωπή ενεργητική, όπως στα θεατρικά έργα του Μπέκετ ή του Πίντερ, με την ταυτόχρονη αποδοχή και απόρριψη του παραλόγου. Μια σιωπή που χρωματίζεται όχι από το λευκό του άδειου, αλλά από το μαύρο της απόλυτης πυκνότητας. Πότε λοιπόν σιωπούν οι ποιητές;

Ανάμεσα στις λεγεώνες των ποιητών συναντάμε περιπτώσεις όπου η σιωπή δέθηκε τόσο με την ποίησή τους όσο και με την ίδια τους τη ζωή. Ο Φρίντριχ Χαίλντερλιν (1770 – 1843) ένας από τους σημαντικότερους αναμορφωτές της γερμανικής ποίησης, πέρασε τα τελευταία 32 χρόνια της ζωής του μιλώντας και γράφοντας σε μια γλώσσα κατασκευασμένη από τον ίδιο, μέσα σε μια κατάσταση γαλήνιας τρέλας. Ο εσωτερισμός της ποίησής του έγινε μέγεθος απόλυτο, ταυτιζόμενο με την ίδια τη ζωή του, σταματώντας το μάταιο της επικοινωνίας. Ο Αρθούρ Ρεμπό (1854- 1891), αποφασίζει αφού έχει τελειώσει το «Μια εποχή στην κόλαση», να παρατήσει για πάντα την ποίηση στα 18 του χρόνια, επιλέγοντας την ζωή του τυχοδιώκτη, το εμπόριο όπλων και την περιπλάνηση σε διάφορες περιοχές της Ασίας και της Αφρικής. Οι πιο αισιόδοξοι, είδαν στη στάση αυτή όχι μια παραίτηση, αλλά μια αποθέωση της πράξης πάνω από τη γλώσσα, την ποίηση μιας ζωής άγριας, μιας ζωής χωρίς ομοιοκαταληξίες. Το 1961, ο Έζρα Πάουντ (1885-1972), διαλέγει την μεγάλη σιωπή. Συνεργάτης του ιταλικού φασισμού με έναν τρόπο υποκειμενικό αν και φανατικό, έγκλειστος κλουβιού σε αμερικανικό στρατόπεδο της Πίζας και στη συνέχεια σε ψυχιατρική κλινική στην Ουάσιγκτον, βασανισμένος από τις επιλογές του, τη μεταμέλεια, την ίδια την ποίηση. Ο Πάουντ δεν υπήρξε μόνο ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ού αιώνα, υπήρξε ταυτόχρονα και αυτός που προσπάθησε να κλείσει στο έργο του το σύνολο της ποίηση των περασμένων εποχών. Η σιωπή του δεν ήταν η σιωπή ενός οποιουδήποτε ποιητή, ήταν η σιωπή της ίδιας της ποίησης. Πολλοί από τους σύγχρονους του αναρωτήθηκαν: Μήπως ο miglior fabbro (μεγάλος τεχνίτης σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Έλιοτ) ανακάλυψε στη σιωπή μια καινούργια γλώσσα; Και μήπως τελικά αυτή, είναι η γλώσσα της νέας εποχής που ξημερώνει;
Η ποίηση στην εποχή μας δεν απουσιάζει, θα μπορούσαμε να πούμε (έστω διστακτικά) πως απλώς συχνά εκδηλώνεται ως σιωπή. Ας αναλογιστούμε, πόση σιωπή αναλογεί, σε κάθε πρόχειρη απόφανσή μας, σε κάθε τυχαία πεταμένη φράση, σε κάθε λέξη μας, φθαρμένη εκ των προτέρων; Αλλά μπορεί κανείς να σιωπά εξίσου σε όλους τους καιρούς;

———–

Η κρίση
Ζήσαμε τις μέρες σβήνοντάς τις από τα ημερολόγια της πραγματικότητας. Ζήσαμε μέρες ενός αυστηρού παρόντος, ικανοποιημένοι στην ασάφεια, άλλοι παραβλέποντας, άλλοι περιμένοντας, άλλοι προσπαθώντας διστακτικά. Και ύστερα ήρθαν οι μέρες της κρίσης. με όρους αμείλικτους και ξεκάθαρους, λύσεις παράλογες και επιβεβλημένες, νέα μέτρα και νέες πραγματικότητες. Ο οικονομολόγος γίνεται ο νέος ήρωας, μιας εποχής που περιγράφει τη ζωή με όρους τεχνικούς, ψυχρούς και ακατανόητους, ο ήρωας μιας πραγματικότητας που μοιάζει να μας διαφεύγει, μέσα στο ακατανόητο και αυστηρά συγκεκριμένο της ορολογίας της. Διαγράμματα, τεχνοκρατικές αναλύσεις, κύρος οίκων και θεσμών άγνωστων, σπαστά αγγλικά και φλύαροι αριθμοί, φτιάχνουν μια νέα γλώσσα που περιγράφει τις μοίρες μας, μοίρες που αδυνατούμε πια να κατανοήσουμε. Και έτσι βρισκόμαστε κρατώντας λέξεις παλαιές, αντιμέτωποι με έναν κόσμο νέο. Η παλαιά σιωπή δεν μιλά πια εκκωφαντικά, γιατί δεν είναι η οικονομία αυτό που αλλάζει. Μαζί της, όπως πάντα, αλλάζει και κάθε τι γύρω.

Τα νέα μέτρα πλησιάζουν όλο και περισσότερο, με τις εφαρμογές και την πραγματικότητά τους να απειλεί κάθε τι κεκτημένο, κάθε τι αυτονόητο. Τα μέτρα δεν αλλάζουν μόνο την οικονομική διάσταση της κάθε μέρας, αλλά ταυτόχρονα ξεριζώνουν έναν τρόπο ζωής που μάθαμε να συλλαβίζουμε ως καθημερινό. Είναι τέτοια η ένταση και σκληρότητα που πλησιάζει, ώστε να μεταμορφώνει κάθε εικόνα, κάθε χειρονομία, κάθε θερμοκρασία που δεχτήκαμε να αποκαλούμε ζωή.
Η τέχνη σε κάθε έκφανση της, θεωρήθηκε συχνά πολυτέλεια. Σαν κάτι που περισσεύει, γεμίζει τυχαία τις ώρες, ψυχαγωγεί, και διασκευάζει το τρέχον, συχνά χωρίς σημασία. Μέσα σε μια πραγματικότητα αυστηρά και χυδαία υλιστική, κάθε ενασχόληση με την τέχνη κατέληξε να θεωρείται χόμπι, παραξενιά ή σπατάλη του πολύτιμου χρόνου. Σε έναν κόσμο ρευστό, που βασικές αξίες και κεκτημένα για πρώτη φορά αμφισβητούνται και συνθλίβονται με τέτοια ένταση και σε τέτοια έκταση, καλούμαστε να επαναδιαπραγματευτούμε την σχέση μας με αυτή την «πολυτέλεια», να προσδιορίσουμε ξανά το ρόλο και τη σημασία της και τελικά να προσδιοριστούμε από αυτή.
Η ζωή στη δύσκολες στιγμές της, παρουσιάζεται με όλο τον κυνισμό, την ματαιότητα, την απελπισία της. Στεγνή από όνειρα, διατάζει προτεραιότητες, πρακτικότητα και αδιέξοδα. Και είναι ακριβώς η ίδια η ταύτιση του αναγκαίου με το ρεαλιστικό που συντηρεί την κατάσταση, αποφεύγοντας κάθε όραμα που θα την μεταμόρφωνε. Κάθε κατάφαση που πολλαπλασιάζει το δύσκολο του παρόντος, ακυρώνει την αλλαγή του μέλλοντος. Η αλλαγή, η ανατροπή και η δημιουργία του νέου, είναι φτιαγμένες από το ίδιο υλικό που είναι φτιαγμένα τα όνειρα.
Δεν είναι τυχαίο πως σε περιόδους μεγάλων κρίσεων, σε μαύρες εποχές, η τέχνη δεν παύει, δεν περικόπτεται ως αχρείαστο έξοδο υπουργείου, αλλά αντιθέτως ανθίζει ως αναγκαιότητα. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος γέννησε την χαμένη γενιά, μια σειρά συγγραφικών μεγεθών που ξεπέρασαν την απελπισία και δημιούργησαν. Τα χαμένα παιδιά της γενιάς αυτής, βρέθηκαν ξανά μέσα σε σελίδες που υπερέβησαν την απελπισία του χαρακώματος. Ο Φιτζέραλντ, ο Φώκνερ, ο Χέμινγουει, ο Ντος Πάσος, πιθανόν να μην είχαν επιτύχει τη λογοτεχνική τους δημιουργία, αν δεν είχαν ως εμπόδιο και τελικά ως συγγραφικό όπλο, την καταστροφή γύρω τους. Το παράλογο του δευτέρου παγκοσμίου γέννησε την εποχή του λογοτεχνικού παραλόγου (εκφρασμένο κυρίως μέσω του θεάτρου). Μια σειρά από συγγραφείς μίλησαν για τα αδιέξοδα της ανθρώπινης διάστασης, υπερβαίνοντας τα μέσω της ανάτασης που γέννησε η καταγραφή, η περιγραφή και η λογοτεχνική ανάλυσή τους. Η ήττα του εμφυλίου και η ελληνική μεταπολεμική κατάσταση, έφεραν στο προσκήνιο, μια νέα σειρά ποιητών. Γενιές ηττημένες, έγραψαν βιώνοντας τις πληγές ενός κόσμου τσακισμένου. Μέχρι και σήμερα δεν σταματούμε την συνομιλία μας με την γενιά αυτή. Τον Σαχτούρη, τον Καρούζο, τον Λειβαδίτη τον Αναγνωστάκη και τόσους άλλους. Μια ηττημένη περίοδος, κέρδισε και κληροδότησε μεγάλους ποιητές.
Ο εξπρεσιονισμός των ημερών που έρχονται, χρειάζεται τα δικά του σκληρά χρώματα. Όπως έγραφε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, οι εποχές της φρίκης τραγουδούν τα τραγούδια της φρίκης. Είτε σαν παραμυθία, είτε σαν διέξοδος, είτε σαν ανάταση και όραμα, η τέχνη και η ποίηση πρέπει να αναζητήσει τον χαμένο της πυρήνα. Οι εποχές που την περιέγραψαν ως συνοδευτικό μιας ζωής επαρκούς, μοιάζουν να έχουν περάσει ανεπανόρθωτα. Η τέχνη δεν μπορεί πια να επιβιώνει ως βραδινή δημόσια έξοδος, ως best seller, ως ανέξοδη ευαισθησία. Σε εποχές κρίσης η τέχνη επιβιώνει μόνο ως ανάγκη. Το όραμά της και οι ορίζοντές της είναι αυτοί που θα τροφοδοτήσουν την πραγματικότητα με ένα όραμα που μπορεί να την αλλάξει. Στρατευμένη στην ειλικρίνεια, η ποίηση διακρίνει το νέο σε κάθε τι που γερνά και πεθαίνει. Ο ρόλος του δημόσιου διανοουμένου, ο ρόλος του καλλιτέχνη στην κοινωνία, της ίδιας της τέχνης στη ζωή, επαναδιαπραγματεύεται με αυτή την ειλικρίνεια που φαντάζει αναγκαστική. Και μέσα από τα τραγούδια ενός κόσμου που πληγώνει, μπορεί να γεννηθεί ένας νέος κόσμος με περισσότερο ουρανό (για να θυμηθούμε τον Μίλτο Σαχτούρη). Και ας μην το κρύβουμε, ειδικά σήμερα, διψάμε για περισσότερο ουρανό. Και δεν υπάρχει τόπος άλλος από την τέχνη, τόπος άλλος από την ποίηση που να γεννιέται περισσότερος ουρανός.

————–

Το φλεγόμενο δέντρο
Οι μέρες που πλησιάζουν θα είναι μέρες κοινωνικών ανακατατάξεων και απ όσο όλοι προβλέπουν κοινωνικών αναταραχών. Αν η ίδια η κοινωνία αλλάζει, δεν πρέπει μαζί της να αλλάξει και η ποίηση. Και αν η απάντηση είναι καταφατική τι μορφή θα μπορούσε αυτή να πάρει; Κάθε απάντηση ή πρόβλεψη μοιάζει μάταιη. Γιατί το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί από μια νέα ομιλία, δεν μπορεί να απαντηθεί από μια νέα θεωρητική ανάλυση, μπορεί να απαντηθεί μόνο μέσα από ένα νέο ποίημα. Μπορούμε να αναζητήσουμε – έστω πρόχειρες- προβλέψεις και συγγένειες στο πρόσφατο παρελθόν; Ας γυρίσουμε πίσω στον Δεκέμβρη του 2008…

Ο χρόνος ζητά να συμπυκνώνει. Με λίγες φράσεις, με λίγες εικόνες που εμπεριέχουν πολύ περισσότερα. Τα γεγονότα του Δεκέμβρη ζητούσαν και αυτά το σύμβολό τους. Η εικόνα του φλεγόμενου χριστουγεννιάτικου δέντρου, στην πλατεία συντάγματος, κατάφερε να συμπυκνώσει και να περιγράψει τον μήνα και τις διαθέσεις με τρόπο πιο πετυχημένο από τις περισσότερες αναλύσεις και τα περισσότερα άρθρα που γράφτηκαν την περίοδο εκείνη. Κρίνοντας το γεγονός αισθητικά και όχι πολιτικά ή ηθικά μπορούμε να παρατηρήσουμε μια πολυσημία που συναντούμε πια σπάνια. Το δέντρο αυτό υπήρξε σύμβολο του ατάραχου καταναλωτισμού, που επιβάλλεται με το μέγεθός του, συνδέοντας τον κοινοβουλευτισμό της βουλής με την εμπορικότητα της Ερμού. Σύμβολο το οποίο ταυτίζει τις αγορές με την γιορτινή χαρά και μακαριότητα, την κακογουστιά των επιβεβλημένων ημερολογιακών εορτών, με τα τόσα πρότυπα που αφήσαμε να υπάρχουν χωρίς κριτική. Τα Χριστούγεννα που κάηκαν μπροστά στη βουλή, πέρα από τις όποιες προθέσεις, έφτιαξαν μια δήλωση πολύ πιο έντονη και ξεκάθαρη μέσα στην αντίθεση της εικόνας. Την αντίθεση των συνθημάτων που μιλούσαν για ένα δολοφονημένο παιδί και ένα δολοφονημένο μέλλον, με τα τραγουδάκια μιας πλαστικής θρησκευτικότητας που προσφέρει στολίδια και φάτνες. Την αντίθεση ενός πλήθους ριγμένου στην ανεργία και την ανασφάλεια, με τις υπερπροσφορές και τις γιορτινές εκπτώσεις. Την αντίθεση ενός κοινοβουλευτισμού ατάραχου ανάμεσα σε μια σειρά σκανδάλων, με μια πολιτική του δρόμου, της απελπισίας, της φαντασίας. Η εικόνα έκανε τον γύρο του κόσμου, με μια αφοπλιστική, βίαιη ευφράδεια, περιγράφοντας ακαριαία.

Ήταν πολλές οι φωνές που ζήτησαν να μιλήσουν τον μήνα εκείνο, μέσα από συνθήματα, ειπωμένα από στόματα αγνώστων ή γραμμένα στους τοίχους: Ιστορία ερχόμαστε! Κοίτα τον ουρανό! Ξυπνήστε πεθαίνω! Πρόχειρες φράσεις χωρίς αισθητικές επιδιώξεις, χωρίς να ζητούν επιβεβαίωση, βγαλμένες από μια ανάγκη που ξεχείλιζε. Με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των ημερών, αλλά και τα τόσο συγκεκριμένα γεγονότα να επιβάλουν ένα συναίσθημα έντονο και κοινό, η τυχαία συνάντηση με τις φράσεις αυτές, έκανε ανθρώπους να εκφραστούν, να συγκινηθούν, να αισθανθούν ενότητα μέσα στον βόμβο του άγνωστου πλήθους.

Θα μπορέσει η ποίηση που θα έλθει τις στιγμές της κρίσης, να διεκδικήσει τη συγκίνηση που προκαλεί το τυχαίο και στιγμιαίο ενός συνθήματος, χωρίς να χάσει τις αισθητικές της αξιώσεις; Θα μπορέσει η ποίηση που θα έλθει να λάμψει πιο έντονα από την πυρκαγιά ενός δέντρου; Η απάντηση και πάλι δεν θα δοθεί από μια ομιλία, δεν θα δοθεί από ένα θεωρητικό έργο. Η απάντηση θα δοθεί από ένα νέο ποίημα.

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

Είμαστε ’80s, σου λέω, ανίατα ’80s…



Μικρά ή μεγάλα γεγονότα, πεταμένα τυχαία στον χρόνο, ζητούν να προσδιορίσουν αυτό που τα προσδιόρισε, να καταγραφούν, να διαμορφώσουν και από περιστατικά τυχαία να ενταχθούν στην μνήμη ως ιστορία. Κάθε τι οικείο απομακρύνεται. Αυτό που μέχρι χθες έμοιαζε καθημερινότητα, αύριο θα προκύψει ως σημείο του παρελθόντος που προσδιορίζει το σήμερα. Ζούμε με τη βιασύνη της πραγματικότητας, βιώνοντας το τυχαίο, διαμορφώνοντας το συγκεκριμένο, συνορεύοντας με το σημαντικό και το αδιάφορο ταυτόχρονα. Το παρόν εμφανίζεται πάντα ελαφρύ, μα ακριβώς μετά τη λήξη του αρχίζει να κερδίζει βάρος, γίνεται γεγονός και πλανιέται στην προσωπική και συλλογική μνήμη. Αυτό που σήμερα ανασαίνουμε, είναι η ιστορία του αύριο.
Πολλοί από μας γεννήθηκαν τη δεκαετία του ‘80. Άλλοι έχτισαν ή γκρέμισαν μέσα της την ηλικία τους, βίωσαν, ωρίμασαν, γέρασαν, μοίρασαν τη ζωή τους σε συγκεκριμένες χρονολογίες. Και σήμερα συναντούμε ξανά αυτό το περασμένο, το κάποτε οικείο, μεταμορφωμένο αυτή τη φορά σε ιστορία. Με ένα ξάφνιασμα αντίστοιχο με την τυχαία συνάντηση ενός παιδικού φίλου, που έχουμε χρόνια να συναντήσουμε αλλά πάντα τον νιώθαμε γείτονα των περιστατικών μας και τώρα ξάφνου ανακαλύπτουμε πόσο πολύ έχει αλλάξει.

Το λεξικό

Το βιβλίο «Η Ελλάδα στη Δεκαετία του ‘80. Κοινωνικό - Πολιτικό-Πολιτισμικό Λεξικό» (εκδόσεις Το πέρασμα) αποτελεί μια ογκώδη κοινωνιολογική καταγραφή των σημαντικότερων γεγονότων και φαινομένων μιας δεκαετίας. Με τη μορφή το λεξικού και την αλφαβητική παράθεση, το βιβλίο επιλέγει και αναλύει σημεία, σταθμούς και αποχρώσεις. Η ταξινόμηση και ο όγκος των πληροφοριών, δημιουργεί στον αναγνώστη μια πολλαπλή δυνατότητα ανάγνωσης. Συνολική, θεματική ή τυχαία, επιστημονική ή κεντρισμένη από το καθαρό της περιέργειας, κινούμενη στην υπενθύμιση του ήδη γνωστού ή την επισήμανση του αγνώστου. Η επιστημονική επιμέλεια και η εκτενής και κατατοπιστική εισαγωγή έγινε από τον Βασίλη Βαμβακά και τον Παναγή Παναγιωτόπουλο, ενώ για την συγγραφή των λημμάτων συνεργάστηκαν πάνω από 100 συγγραφείς.
Το σημαντικότερο προσόν του συγκεκριμένου βιβλίου, πέρα από την εις βάθος ανάλυση και τον μεγάλο αριθμό των λημμάτων, είναι η επιλογή της καταγραφής και ανάλυσης γεγονότων που θα μπορούσαν να θεωρηθούν δευτερεύοντα ή άνευ σημασίας. Έτσι ο φιλοαραβισμός, η Β~ Πανελλαδική και ο αντιαμερικανισμός της δεκαετίας, συνυπάρχουν με τα πρώτα ταχυφαγεία, τον Γκάλη και τον Στάθη Ψάλτη. Με τον τρόπο αυτό, (και μέσα από την επιλογή χαρακτηριστικών φωτογραφιών που συνοδεύουν τα λήμματα) οι συγγραφείς καταφέρνουν να αναπλάσουν τη δεκαετία, όχι μόνο ως διαδοχή χρονολογιών και σημαντικών γεγονότων, αλλά ως περιρρέουσα ατμόσφαιρα, κλίμα και αίσθηση. Αντιλαμβανόμαστε έτσι το πώς η γεωγραφία του μικρού, διαμορφώνει τον πραγματικό χρόνο και το γεγονός. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης παρακολουθούμε την ίδια τη δεκαετία του ‘80, από παρελθόν να μετατρέπεται σε ιστορία, μια ιστορία επεξηγηματική για το σήμερα.

Η δεκαετία

Η δεκαετία του ‘80, τόσο σε πλανητικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, έχει ξεχωριστή σημασία γιατί σε μεγάλο βαθμό διαμόρφωσε ή γέννησε τις καταστάσεις που βιώνουμε σήμερα. Ένα σύνολο τάσεων και στάσεων, από το νεοφιλελευθερισμό και τις κυρίαρχες σημερινές πολιτικές θεωρίες, μέχρι τους όρους που διαμόρφωσαν την αντίληψή μας για το σώμα (γυμνισμός, γυμναστήρια, HIV κ.α.), εμφανίστηκαν τη περίοδο αυτή. Η ανάλυση και η μελέτη της δεκαετίας αποτελεί τον καλύτερο τρόπο για να καταλάβουμε το ρέον του παρόντος.
Σε παγκόσμιο επίπεδο αυτό που κυριαρχεί είναι η πορεία προς την κατάρρευση του κομμουνιστικού κόσμου και η ταυτόχρονη άνοδος των πολιτικών εφαρμογών της Θάτσερ και του Ρόναλντ Ρήγκαν. Το ελληνικό πολιτικό σκηνικό ανοίγει με τον ερχομό του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση και τη διαχείριση της Αλλαγής και κλείνει με το σκάνδαλο Κοσκωτά και την συγκυβέρνηση. Η πορεία από το ένα σημείο στο άλλο εμπεριέχει, στην συνάφεια των διαφόρων γεγονότων, τη γέννηση και τη διαμόρφωση μιας σειράς από φαινόμενα με τα οποία ερχόμαστε σε επαφή σήμερα: την άνοδο του Κιτς και του λαϊκισμού, τη δημιουργία της ιδιωτικής τηλεόρασης και τους όρους που παγίωσαν την σχεδόν απόλυτη δύναμή της, τις μεταμορφώσεις της παλιάς αριστεράς και την γέννηση του αναρχικού χώρου, την άνοδο των τρομοκρατικών οργανώσεων, το φαινόμενο της οργανωμένης οπαδικής βίας κ.α. Ταυτόχρονα η δεκαετία περιγράφει μια μετάβαση στο επίπεδο του καθημερινού. Από την πολιτισμική κυριαρχία της αριστεράς, περνούμε σε μια περίοδο όπου αρχίζει να κυριαρχεί ο πλαστικός ηδονισμός της κατανάλωσης και απενοχοποιημένος κυνισμός του ατομισμού. Μια σειρά από φαινόμενα περιγράφουν αυτή τη μετάβαση: Η δημιουργία των καφετεριών και των ντισκοτέκ, τα φαστφουντάδικα, περιοδικά όπως το κλικ και το Playboy, η ιδιωτική διασκέδαση του βίντεο, η διαμόρφωση των σύγχρονων αντρικών και γυναικείων ταυτοτήτων. Η δεκαετία του ‘80 αποτελεί το πέρασμα από τον κόσμο του παλαιού, στο δικό μας γενναίο νέο κόσμο. Η ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου αποτελεί μια αναμέτρηση με το πρόσφατο παρελθόν. Μέσα από αυτή την αναμέτρηση, μπορούμε να αντιληφθούμε πως το σήμερα έχει μέσα του πολύ χθες και πως η αρχή για να αλλάξουμε το Τώρα γίνεται με το να καταλάβουμε το Τότε.
(ο τίτλος αποτελεί παράφραση στίχου του Βύρωνα Λεοντάρη)

(ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΠΟΧΗ)

Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

Το αργό διάβασμα και η κουλτούρα της ανάγνωσης




Στη σύγχρονη κοινωνία επικρατεί η ελαχιστοποίηση της απόστασης, η συρρίκνωση του χρόνου που προσφέρεται για κάθε δραστηριότητα, και η αλλαγή της κάθε δραστηριότητας με βάση τα νέα χρονικά δεδομένα. Η έκρηξη του διαδικτύου και οι νέες ταχύτητες που αυτό κοινωνεί, αλλάζουν το σύνολο της καθημερινότητας, από τον τρόπο που τρώμε ή διαβάζουμε ένα βιβλίο, μέχρι τους ρυθμούς που σκεφτόμαστε ή αντιλαμβανόμαστε τις γύρω μας σχέσεις. Και μέσα στο άκαμπτο και νέο της υποχρεωτικής βιασύνης, προκύπτουν αντιδράσεις που ασκούν κριτική και προτείνουν εναλλακτικές για το καθημερινό, που μέσα στις ταχύτητές που αναπτύσσει, μοιάζει να χάνεται γρήγορα σαν το θολό μιας μορφής που επιταχύνει.

Τέχνη και τεχνολογία

Κάθε περίοδος αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως περίοδο αλλαγών, περίοδο μετάβασης προς το απόλυτα νέο, το άγνωστο και καινούργιο. Αυτή η φαινομενική ρευστότητα είχε πάντα σαν αποτέλεσμα την προσπάθεια να συντηρηθούν οι όροι του κόσμου που πιστεύουμε πως αφήνουμε πίσω, άλλοτε πανικόβλητα και άλλοτε κριτικά. Από την βιομηχανική επανάσταση και μετά, η αλλαγή αυτή ορίζεται από το νέο της τεχνολογικής εφεύρεσης. Η επανάσταση της τεχνολογίας, επηρέαζε πάντα τη ζωή στο σύνολό της. Από την επιρροή αυτή αλλάζουν τα δεδομένα κάθε τομέα της ζωής, από τον τρόπο μετακίνησης και τους όρους διαβίωσης μέχρι τη σκέψη και την τέχνη.
Ως προς την τέχνη, πολύ συχνά στην πρόσφατη ιστορία, οι αμήχανες αντιδράσεις απέναντι σε μια νέα εφεύρεση, έδωσαν τη θέση τους στην ενδοσκόπηση προς τον ίδιο τον πυρήνα της τέχνης και την πλήρη μεταμόρφωσή της μέσω μιας διαλεκτικής διαδικασίας. Όταν εφευρέθηκε η φωτογραφία στις αρχές του αιώνα οι ζωγράφοι και κυρίως οι πορτρετίστες, ένιωσαν να απειλούνται οι όροι επιβίωσής τους. Η πρώτη τους αντίδραση, ήταν να δημιουργήσουν πίνακες όπου η λεπτομέρεια και ο φωτογραφικός ρεαλισμός θα ξεπερνούσαν τις δυνατότητες της ίδιας της φωτογραφίες. Η αντίδραση σε αυτό το φαινόμενο, έφερε στο προσκήνιο την αφαίρεση, μια νέα προσπάθεια της ίδιας της ζωγραφικής να αντιληφθεί τον εαυτό και τις ποιότητες της πέρα από την καταγραφή και την αναπαράσταση. Η εφεύρεση του κινηματογράφου, προκάλεσε παρ όμοιο πανικό στους ανθρώπους του θεάτρου. Η πρώτη αντίδραση, ήταν οι γιγαντιαίες παραστάσεις, με τον τεράστιο αριθμό κομπάρσων, τα χιλιόμετρα σκηνικών και την αναζήτηση του εύκολου ενθουσιασμού. Η αντίδραση σε αυτό το φαινόμενο γέννησε έναν νέο θέατρο στηριγμένο στο ανθρώπινο σώμα, την τελετουργία, την ανθρώπινη επαφή, στοιχεία δηλαδή που μόνο το θέατρο μπορούσε να προσφέρει. Μέσα από την αμήχανη στάση του απέναντι στο καινούργιο, το παλαιό ανακαλύπτει έναν νέο εαυτό πιο κοντά στην ουσία του.

Το slow reading και το slow movement

Το νέο στην εποχή μας εμφανίζεται με ταχύτητα. Για την ακρίβεια, το νέο ταυτίζεται με αυτή τη νέα ταχύτητα. Επι μέρους τομείς επηρεάζονται και μεταβάλλονται, με αποτέλεσμα να τρώμε γρήγορα, να μετακινούμαστε γρήγορα, να διαβάζουμε και τελικά να ζούμε γρήγορα. Απέναντι σε αυτή τη νέα συνθήκη εμφανίζεται το slow movement, με τις επιμέρους εφαρμογές του: slow food, slow travel, slow shopping και πρόσφατα το slow reading.
Το αργό διάβασμα είναι η αντίδραση στους όρους ανάγνωσης που επιβάλει το διαδίκτυο με την υπερπληθώρα των πληροφοριών του και την εύκολη μετάβαση από την μια πληροφορία στην άλλη. Πρόσφατες μελέτες έδειξαν πως οι αντιληπτικές ικανότητες και η δυνατότητα αυτοσυγκέντρωσης μειώνεται δραστικά. Οι όροι ανάγνωσης έχουν αλλάξει. Απέναντι σε αυτό το φαινόμενο, μια σειρά από πανεπιστημιακούς( Καρλ Ονορέ, Τζον Μιεντέμα, Νίκολας Καρ κ.ά.), προτείνουν την απεμπλοκή από την ταχύτητα και τους τρόπους του διαδικτύου. το μη συνεκτικό αυτό κίνημα, έχει πολλούς εκφραστές, διαφορετικές εκφάνσεις καθώς και αρκετές ενστάσεις. Γίνεται όμως η συζήτηση στη σωστή της βάση;

Για μια νέα αναγνωστική
κουλτούρα

Το θέμα της ανάγνωσης και του διαβάσματος, δεν είναι ένα θέμα πρακτικό, είναι θέμα υπαρξιακό. Ο ρυθμός του διαβάσματος δεν παράγει υποχρεωτικά και αξίες. Και ακόμα και αν ο χρόνος τίθεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για μια καλή ανάγνωση, δεν είναι απαραίτητο πως μπορεί να παράγει ποιότητες. Αυτό που μοιάζει αναγκαίο σε μια εποχή φλύαρης και λαίμαργης κατανάλωσης πληροφορίας, είναι μια νέα κουλτούρα διαβάσματος, μια νέα ανάγνωση. Όχι ένας νέος ρυθμός, αλλά ένας νέος τρόπος. Όχι ένα νέο εργαλείο αλλά μια νέα σχέση. Γιατί παιδεία μπορεί να είναι και ο σωρός των αδιάβαστων βιβλίων στο γραφείο μας, η σκονισμένη ράχη των βιβλίων στη βιβλιοθήκη και η σκονισμένη μας προσδοκία να τα διαβάσουμε, η έξοδος με ένα βιβλίο στην πίσω τσέπη, η κλοπή ή ο δανεισμός των βιβλίων, τα πρόχειρα διαβασμένα οπισθόφυλλα, η ανάγνωση στο βουερό πεζούλι του δρόμου ή το ήσυχο παγκάκι του πάρκου, στην αναμονή μιας στάσης λεωφορείου ή κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού, καθώς οι περιγραφές και οι εικόνες των φράσεων μπλέκονται με τα περιστατικά που συμβαίνουν μπροστά μας. Περιστατικά μιας πραγματικότητας παραδομένης σε μια ταχύτητα που φλυαρεί μα δεν έχει τίποτα να πει.

(στην εφημερίδα Εποχή)