Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

Το γέλιο, ως μοναδική λάμψη στο σκοτάδι


100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΙΟΝΕΣΚΟ


Στις 26 Νοεμβρίου έκλεισαν εκατό χρόνια από τη γέννηση του γαλλορουμάνου συγγραφέα Ευγένιου Ιονέσκο. Μορφή ξεχωριστή ανάμεσα στον μοντερνισμό του εικοστού αιώνα, ο Ιονέσκο άφησε το στίγμα του στην εξέλιξη του θεάτρου σημαδεύοντάς την με το χιούμορ, την ελλειπτικότητα και την αγωνία των έργων του.
Γεννημένος το 1909, στη Ρουμανία από Ρουμάνο πατέρα και μητέρα γαλλικής και ρουμανοελληνικής καταγωγής, ο Ιονέσκο πέρασε τα παιδικά του χρόνια κυρίως στη Γαλλία. Το 1925 γυρνά στη Ρουμανία με τον πατέρα του και από το 1928 μέχρι το 1933, φοιτά στο πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου στο τμήμα της γαλλικής λογοτεχνίας. Το 1936, παντρεύεται την Rodica Burileanu και δύο χρόνια μετά φεύγουν μαζί για τη Γαλλία. Εκεί θα αρχίσει και η λογοτεχνική καριέρα του Ιονέσκο, μετά τον πόλεμο.

Το έργο του Ιονέσκο

Στις 11 Μαΐου του 1950, ανεβαίνει το πρώτο του έργο «Η φαλακρή τραγουδίστρια», στο Παρίσι σε σκηνοθεσία του Νικολά Μπατάιγ. Το έργο θα αποτελέσει σκάνδαλο και ταυτόχρονα θα σηματοδοτήσει την αρχή μιας νέας εποχής στο θέατρο. «Η φαλακρή τραγουδίστρια» δανείζεται στοιχεία από το βουλεβάρτο, την παράδοση τον κλόουν και τις μεθόδους εκμάθησης Αγγλικών ώστε να αποκαλύψει με την ασυνάρτητη γλώσσα και δομή του, τη γελοιότητα και την κενότητα του αστικού τρόπου ζωής, την συμβατικότητα της γλώσσας, τα όρια της ανθρώπινης επικοινωνίας.
Τα μονόπρακτα έργα που θα ακολουθήσουν τη «φαλακρή τραγουδίστρια», (πιο γνωστά ανάμεσά τους «Το μάθημα» και «Οι καρέκλες») θα κινηθούν στα ίδια πλαίσια: έλλειψη επικοινωνίας, κουρέλια χαρακτήρων βουτηγμένα σε μια χαμογελαστή απελπισία, με την συμβατικότητα της δομής και της γλώσσας του αστικού θεάτρου παρούσα στη σακατεμένη της μορφή.
Το 1954, ο Ιονέσκο γράφει το πρώτο πολύπρακτο έργο του, το «Αμεδαίος ή πώς να το ξεφορτωθούμε». Στο επόμενο έργο του «ο δολοφόνος» κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή του ο Μπερανζέ, ένας ημιαυτοβιογραφικός ήρωας, που θα εμφανιστεί και σε επόμενα έργα και διηγήματα. Πιο γνωστό ανάμεσά τους (και ίσως το γνωστότερο έργο του Ιονέσκο), ο «Ρινόκερος» γραμμένο το 1959.
Σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Γαλλίας, εμφανίζεται ο ιός της ρινοκερίτιδας. Ο Μπερανζέ βλέπει έναν προς έναν τους κατοίκους της πόλης να μετατρέπονται σε ρινόκερους. Μόνος του, περικυκλωμένος από τους βρυχηθμούς και την βία των ζώων, ο Μπερανζέ αποφασίζει πως θα μείνει άνθρωπος, πως δεν θα παραδοθεί παρόλο το βάρος της μοναξιάς του. «Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος και θα παραμείνω μέχρι το τέλος. Δεν θα συνθηκολογήσω». Το έργο αποτελεί μια παραβολή για την άνοδο του ολοκληρωτισμού, την βία της μάζας, την εξαφάνιση της προσωπικότητας μέσα στην ομοιόμορφη φωνή του πλήθους.
Το 1962, ο Ιονέσκο γράφει το «Ο Βασιλιάς πεθαίνει». Στο έργο αυτό ο Μπερανζέ (και στο πρόσωπό του ο κάθε άνθρωπος) είναι βασιλιάς, διατάζει τις δυνάμεις της φύσης και είναι πάνω από τετρακοσίων χρονών. Στην αρχή του έργου ο βασιλιάς πληροφορείται πως πεθαίνει, οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν, το βασίλειό του μαραζώνει μέσα σε λίγα λεπτά. Σε έναν κόσμο που καταρρέει, ο βασιλιάς προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου, να συμφιλιωθεί με την ζωή του, να δεχτεί την κοινή ανθρώπινη μοίρα.
Το 1970 ο Ιονέσκο θα γίνει μέλος της γαλλικής ακαδημίας. Τα επόμενα χρόνια, θα συνεχίσει να γράφει δοκίμια και θεατρικά έργα χωρίς όμως να φτάσει την επιτυχία των μεγάλων του δημιουργημάτων. Πιο σημαντικά ανάμεσά τους: «Η πείνα και η δίψα»(1964), «Το παιχνίδι της σφαγής» (1970) «Μακμπέτ» (1972). Το 1994, θα φύγει από τη ζωή, στην ηλικία των 84.

Το θέατρο του παραλόγου

Μαζί με τον Σάμουελ Μπέκετ, τον Αρθούρ Αντάμοφ και τον Ζαν Ζενέ, ο Ιονέσκο αποτέλεσε μέρος του θεάτρου του παραλόγου. Βγαλμένο μέσα από τον παραλογισμό των χαρακωμάτων του Β’ παγκοσμίου πολέμου και της ψυχροπολεμικής ισορροπίας του τρόμου, το νέο αυτό ιδίωμα θα μιλήσει με νέο τρόπο για τον δυτικό άνθρωπο. Τα έργα, δομημένα ως ανεστραμμένες παραβολές δεν έχουν πρόθεση να διδάξουν αλλά να παρουσιάσουν. Ο Χρόνος και ο χώρος, πάντα συμβατικοί, μεταφέρουν το τοπίο της σκηνής σε κάθε χρόνο και κάθε χώρο. Η γλώσσα κομματιασμένη, υπονομεύει τον εαυτό της ώστε να δείξει τα όριά της. Ο κόσμος έχει χάσει το κέντρο του. Ο άνθρωπος, πεταμένος τυχαία στην πραγματικότητα είναι αναγκασμένος να ζήσει μια ζωή που το νόημά της συνεχώς θα του διαφεύγει. Το παράλογο κατακλύζει τα πάντα, είτε ως ματαιότητα είτε ως απαισιοδοξία. Και ανάμεσα στο σκοτάδι που τα έργα κουβαλούν, μοναδική λάμψη που κάνει τους ανθρώπους να μπορούν να συνεχίσουν, είναι το γέλιο. Τα έργα του Ρουμάνου συγγραφέα αν και σκιαγραφούν ένα τοπίο δύσκολο για τον άνθρωπο, ταυτόχρονα κάνουν το κοινό να γελά. Η απελπισία μετατρέπεται από τον θεατή σε συμπόνια. Είναι σίγουρο πως ο Σίσυφος του Ιονέσκο σπρώχνει την πέτρα του μέσα στην μάταιη αιωνιότητα. Είναι όμως επίσης σίγουρο πως παραμένει χαμογελαστός.
(στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΜΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟ


Αναμέτρηση με το παρελθόν

Μετά τους εορτασμούς για την επετείο του Πολυτεχνείου, τις εκδηλώσεις, τις πορείες και τα διατυπωμένα οράματα, τα συνθήματα καταλαγιάζουν, τα μεγάφωνα σιωπούν και οι δρόμοι αδειάζουν από επετειακές πορείες. Η σιωπή που ακολουθεί τα γεγονότα πλήθους επιβάλλει τον αναστοχασμό, την κριτική, την ησυχία του προβληματισμού.
Κάθε γεγονός που συνέβη στο παρελθόν και συνεχίζει να συγκινεί και να εμπνέει, διατρέχει τον κίνδυνο να τοποθετήσει τον εαυτό του στο χώρο της μυθολογίας. Εκεί όπου επικρατεί η αισθητικοποίηση της πραγματικότητας, συμβολισμοί δίνουν τη θέση τους σε αυστηρές πραγματικότητες, οι πολιτικές αναλύσεις δίνουν τη θέση τους στα τραγούδια του παρελθόντος, η διαλεκτική της συζήτησης στα συνθήματα. Το Πολυτεχνείο περνά στο βασίλειο του ατελείωτα θετικού πρόσημου ζητώντας να απαλλαγεί μια και καλά από την κριτική, την αμφιβολία και τελικά το βάρος του παρόντος χρόνου.
Ο εορτασμός εμφανίζεται, λοιπόν, καταρχάς και πρώτα απ´ όλα με όρους αισθητικούς προβάλλοντας κομμάτια μιας συγκεκριμένης κουλτούρας. Με τον τρόπο αυτό ζούμε ένα διπλό εορτασμό. Την ίδια την εξέγερση του Πολυτεχνείου, αλλά ταυτόχρονα και τη νίκη της αριστεράς στο αισθητικό επίπεδο και στο χώρο τον ιδεών τα μετεμφυλιακά χρόνια. Όμως, όσο πιο έντονη είναι μια επιβεβαίωση για κάτι που πέρασε, τόσο πιο έντονα θέτει την αμφιβολία για κάτι που έρχεται. Ποια η θέση της αριστεράς στο σήμερα, στην πάλη των ιδεών, στην καθημερινή κουλτούρα; Πώς μπορεί η αριστερά να αναμετρηθεί με τον κόσμο του σήμερα;
Η σύγχρονη κυρίαρχη κουλτούρα αναζητά και πετυχαίνει την ηγεμονία αισθητικοποιώντας ιδεολογήματα, προβάλλοντας καθημερινούς όρους χρήσης τους, επιβάλλοντας πρότυπα ατομισμού, μιλώντας μέσα από διαφημίσεις, συνεντεύξεις αστέρων, θεάματα αρένας και έντυπο ημίγυμνο κυνισμό. Πιο οργανωμένη από ποτέ εφευρίσκει τον εαυτό της από την αρχή όλο και πιο γρήγορα αντικαθιστώντας με νέες εκδοχές στοιχεία πρόωρα γερασμένα. Αυτό που ξεκίνησε ως πρόταση επιβάλλεται μετά την κυριαρχία του με το βάρος του αμετακίνητου αυτονόητου. Ενσωματώνει το αντίθετο στα πλαίσια μιας ανεκτικότητας που δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης ή αναμέτρησης. Στο ουδέτερο τοπίο του everything goes η μάχη δεν μπορεί να κερδηθεί, γιατί η μάχη δεν δίνεται ποτέ. Είναι το παρελθόν της αριστεράς αρκετό για να αναμετρηθεί με αυτήν τη σύγχρονη κατάσταση;

Μπροστά από το παρελθόν
ή πίσω από αυτό;

Η αριστερά μοιάζει για καιρό αναπαυμένη στις δάφνες της. Περήφανη για παλαιότερες κατακτήσεις, τις οποίες επαναλαμβάνει επετειακά, γιορτάζοντας με τρόπο μουσειακό, μια πραγματικότητα που παραχωρεί ζωτικό χώρο στη νοσταλγία, στην αναπόληση, στον εξωτισμό του περασμένου.
Συνεχίζουμε να πιστεύουμε πως η αριστερά έχει προνομιακή σχέση με την κουλτούρα, την ποίηση, το θέατρο, τις τέχνες γενικά. Και αν η ίδια η φύση της, η ιστορία της και οι επιλογές της αποδεικνύουν κάτι τέτοιο, δεν μπορούν στην πραγματικότητα να αντικαταστήσουν την αναγκαιότητα μιας κουλτούρας σύγχρονης, σε συνέχεια, μονίμως νέας.
Συνεχίζουμε να κερδίζουμε μάχες του παρελθόντος που έχουν τελειώσει. Γιατί, αν και για δεκαετίες η αριστερά ηγεμόνευσε, το σήμερα έχει σχέση περισσότερο με τη φευγαλέα στιγμή του παρόντος και λιγότερο με ζωντανές παρακαταθήκες. Τα φαινόμενα που αναδύονται επιβάλλουν νέους όρους, νέα πεδία αναμέτρησης, νέες επιταγές. Και προφανώς νέες ήττες και νέους ήρωες.
Μέσα από τις εκδηλώσεις πολιτικών ομάδων, παρατάξεων ή κομμάτων, μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε ένα κενό. Μια εκδήλωση για την ποίηση, θα επικεντρωθεί στο έργο του Μαγιακόφσκι, του Νερούδα ή του Λειβαδίτη. Μια αντίστοιχη εκδήλωση για το θέατρο, στο έργο του Μπρεχτ. Ακόμα και στη γραφιστική πολλών πολιτικών αφισών, βλέπουμε πως κυριαρχούν οι έντονες ευθείες του ρωσικού φουτουρισμού. Ας αναρωτηθούμε: από ποιο σημείο και μετά η επανάληψη γίνεται συντήρηση; Από ποιο σημείο και μετά το παρελθόν έρχεται αντιμέτωπο με το παρόν και τελικά με τον ίδιο τον εαυτό του;
Ο χρόνος δίνει νέες διαστάσεις σε ό,τι περνά. Τοποθετεί σε εικονοστάσια τις φωνές ανθρώπων που διεκδίκησαν ακριβώς την καθημερινότητα του έργου τους, την τριβή με το απλό. Οι διαστάσεις αυτές, αντί να φέρνουν πιο κοντά τα έργα του Ρίτσου, του Θεοδωράκη ή του Ντάριο Φο (για να μιλήσουμε τελικά μόνο για στρατευμένες εκδοχές), τα εξορίζουν στην οικουμενικότητα της αιωνιότητας. Σε ένα τέτοιο τοπίο ποια είναι ή ποια θα μπορούσε να είναι η σχέση της αριστεράς με τις performing arts, τις εγκαταστάσεις ή το hip hop; Ποια η θέση ενός νέου ποιητή με λίγες σελίδες στο βιογραφικό του;
Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πολλαπλό ερώτημα. Θα μπορέσει η αριστερά να δημιουργήσει μια νέα, δική της κυρίαρχη κουλτούρα; Μπορεί η αριστερά να αναμετρηθεί με το παρελθόν της χωρίς ταυτόχρονα να το ξεχνά. Χωρίς να επιβάλλει ή έστω να αναζητά την ενσωμάτωση στοιχείων που επιθυμούν την αυτονομία τους, χωρίς να χαρακτηρίζει αυτονόητο ό,τι κερδισμένο και ξένο ό,τι μακρινό. Η αναγκαιότητα μιας τέτοιας κουλτούρας μοιάζει επιτακτική, όμοια με την αναγκαιότητα της αριστεράς.
(στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009

Το τέλος του παιχνιδιού και το αμείλικτο του χώρου



Μια από τις σημαντικές τομές που συντελέστηκαν στην ιστορία του θεάτρου με την εμφάνιση του θεάτρου του παραλόγου, είναι η χρήση του χώρου και του χρόνου . Θέλοντας να περιγράψουν την ύπαρξη του ανθρώπου στο σύνολο της, οι συγγραφείς σχετικοποιούν τις δύο διαστάσεις δίνοντας στις επιμέρους περιπτώσεις, χαρακτηριστικά σχεδόν οικουμενικά. Το που και το πότε δεν απαντιούνται. Όμοια με τις παραβολές ή τους μύθους, τα έργα συντελούνται σε θολές διαστάσεις, οικείες αλλά ταυτόχρονα και ονειρικές , με χαρακτηριστικά συχνά σύγχρονα όπως ένα μαγνητόφωνο και άλλοτε μυθικά όπως ένας πύργος. Όμοια και οι ήρωες εμφανίζονται άλλοτε ως καρικατούρες της καθημερινότητας ενώ άλλες φορές ως αρχέτυπα των ανθρωπίνων καταστάσεων.
Αν και σύμβολο του μοντερνισμού, ο Σάμουελ Μπέκετ αντλεί στοιχεία γραφής από μια ευρεία κουλτούρα που εμπεριέχει το σύνολο του Δυτικού κανόνα της λογοτεχνίας. Κλασικοί συγγραφείς θα ορίσουν τον μοντερνισμό του σε βαθμό αντίστοιχο με την επιρροή του Προύστ και του Τζόυς. Επιρεασμένος από μια μακροχρόνια σχέση με το έργο του Ρακίνα και ενώ βρίσκεται είδη σε μια φρενίτιδα γραψίματος, ο συγγραφέας καταλήγει πως πρέπει να περιορισθεί στα ουσιώδη συστατικά στοιχεία του θεάτρου: το Χώρο, τον χρόνο και το λόγο. Τα τρία αυτά στοιχεία θα παίξουν ρόλο πρωταγωνιστικό, παράλληλα, καθένα στην έκταση του.

Ο Χώρος

Όπως και στον Ρακίνα, στον κλειστό χώρο του Μπέκετ δεν συντελούνται αλλαγές. Στα έργα του, ο χώρος συμβολίζει χωρίς να δείχνει, απεικονίζει χωρίς να αποκαλύπτει, περιγράφει χωρίς να δηλώνει. Τα διάφορα αντικείμενα που βρίσκονται σπαρμένα στη σκηνή, λειτουργούν συχνά ως σύμβολα, νύξεις προς το ασαφές της κατεύθυνσης και όχι το συγκεκριμένο του στόχου.
Ο Μπέκετ είναι ένας συγγραφέας εξόχως γεωμετρικός. Στα έργα του οι συμμετρίες είναι εμφανείς στους αριθμούς και τις σχέσεις των ηρώων, στον χρόνο των πράξεων, ακόμα και στο μοίρασμα του λόγου. Οι σκηνοθετικές του οδηγίες είναι σαφείς και απαράβατες, ο χώρος και τα αντικείμενα αυστηρές επιλογές, δομικές για το έργο. Η γεωμετρικότητα αυτή είναι περισσότερο από οπουδήποτε εμφανής, τόσο στο μοίρασμα όσο και στη σημασία του χώρου.

Στο ‘’Τέλος του παιχνιδιού’’, το σκηνικό είναι λιτό. Δυο παράθυρα, δύο σκουπιδοτενεκέδες, ένα κάδρο αναποδογυρισμένο, μια πόρτα. Και έξω από το δωμάτιο ένας κόσμος κατεστραμμένος και έρημος, μία έκταση όπου το παιχνίδι έχει ήδη τελειώσει. Οι ήρωες του έργου είναι ή πιστεύουν πως είναι, οι τελευταίοι επιζώντες. Ο χώρος παίρνει το ρόλο του πρωταγωνιστή. Το αχανές τίποτα του έξω κόσμου βαραίνει και ορίζει τους ήρωες, με τον Χαμ συνεχώς να ρωτά για το έξω και τον Κλοβ συνεχώς να το κοιτά. ‘’Τα κύματα μολύβι και ο ήλιος ανύπαρκτος’’ περιγράφει. Είναι το έξω αυτό, που περιγράφει τους ήρωες, το πέρασμα και το αμείλικτο του χρόνου, το ακατόρθωτο της επικοινωνίας, την πραγματικότητα που συνεχώς διαφεύγει. ‘’ Τίποτα δεν σαλεύει όλα είναι ψόφια’’, περιγράφει ξανά ο Κλοβ για όσα βλέπει πέρα από το δωμάτιο, περιγράφοντας όμως ταυτόχρονα ό, τι εμείς βλέπουμε σε αυτό: την κλειστοφοβία, τη φθορά, την παραίτηση των τεσσάρων ηρώων. Κουρέλια ζωής, σκέψης, αισθήματα συντελεσμένα. Ό, τι βλέπουμε ή μαθαίνουμε ως θεατές πεθαίνει.

Ο Εγκλεισμός και η αλληλεξάρτηση

Καθ όλη τη διάρκεια του έργου, οι ήρωες παραμένουν στο εσωτερικό. Οι τρεις καθηλωμένοι και ο Κλοβ αδυνατώντας. Η πόρτα που ο Κλοβ δεν περνά στο τέλος του έργου, είναι το όριο της σχέσης του με τον Χαμ. Ο Κλοβ δεν περνά την πόρτα, η σχέση μένει σταθερή, ως κάτι που έχει τελειώσει αλλά ταυτόχρονα εκκρεμεί. Το πραγματικό έξω περιγράφεται από τους ήρωες μόνο ως ανάμνηση, ως κάτι που έχει παρέλθει. Η δυνατότητα του Κλοβ να βγει στον έξω κόσμο,(όπως φανερώνεται από τα λόγια του ίδιου αλλά και του Χαμ) δεν επιβεβαιώνεται. Το μέσα είναι ο μόνος υπαρκτός χώρος.
Σε όλο το έργο συναντούμε πολλαπλά εσωτερικά και εξωτερικά. Το ίδιο το δωμάτιο σε σχέση με τον έξω κόσμο, το μέσα των σκουπιδοτενεκέδων, το μέσα πίσω από το κουρελάκι του Χαμ, η κουζίνα του Κλοβ που επιβεβαιώνει το ρόλο του μια και είναι ο μόνος που μπορεί να βρεθεί εκεί. Οι ήρωες λοιπόν όχι μόνο ορίζονται από τον χώρο, αλλά και από τις δυνατότητές τους ως προς αυτόν. Οι τρεις περιορισμένοι σε ακινησία, ο Κλοβ αδυνατώντας να σταματήσει να κινείται. Η αδυναμία σε σχέση με τον χώρο είναι αυτή που γεννά τη σχέση της αλληλεξάρτησης, τον πυρήνα δηλαδή του έργου.

(στο πρόγραμμα της παράστασης του θεάτρου Τόπος Αλλού)

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

ΣΤΗΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ :Η πτώση του τείχους ως βιωματικό παρόν


Ζούμε σε μια εποχή που τα ημερολόγια πυκνώνουν απειλητικά. Γιορτές, επέτειοι, μέρες αφιερωμένες θεματικά, έτη αφιερωμένα σε συγγραφείς και ποιητές. Η μνήμη καταχωρείται και βιώνεται ως συλλογική ανάμνηση συχνά πέρα από την ιστορία, συχνά πέρα από την πραγματικότητα. Η διάσταση του χρόνου τακτοποιείται πλήρως. Στις 9 Νοέμβρη, κλείνουν 20 χρόνια από την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Σε όλο το δυτικό κόσμο αρχίζουν γιορτές, εκδηλώσεις, συνέδρια και πάνελ, επανακαταγραφές, αναθεωρήσεις, συζητήσεις τυχαίες ή συστηματικές. Πώς είναι, όμως, δυνατόν να βιώνουμε ως επέτειο κάτι το οποίο μας ορίζει σε καθημερινή βάση ως πραγματικότητα, κάτι που από τη στιγμή που συντελέστηκε επανέρχεται περιγράφοντας την πολιτική, την ιδεολογία, τον τρόπο ζωής μας;
Το παρόν έχει την τάση να απλώνει τον εαυτό του στο παρελθόν και το μέλλον. Αλλάζει τις χρονικές αποστάσεις, ορίζει τη διάρκεια, επανατοποθετεί τα γεγονότα. Το παρελθόν και το μέλλον έρχονται απλά να το επιβεβαιώσουν, ενώ αυτό μετατρέπει το πρώτο σε κάτι θολό, σαν προϊστορία, το δεύτερο σε κάτι θολό σαν όνειρο. Το παρόν ξεχνά ενθυμούμενο, έχοντας σαν γνώμονα αποκλειστικά τον εαυτό του. Έτσι κάθε γεγονός το οποίο πέρασε, είναι εξαρτημένο από το τώρα, αυτό που βιώνουμε, είναι το σύγχρονο παρελθόν. Όλα αυτά στη πιο συμπαγή μορφή τους εμφανίζονται στη λειτουργία της επετείου. Η επέτειος είκοσι χρόνων από την πτώση του τείχους δεν έχει να κάνει με το γεγονός καθεαυτό, αλλά ουσιαστικά με το πώς βιώνουμε εμείς την πτώση του τείχους 20 χρόνια μετά, ως παρόν.

Συμβολισμός της Νέας Εποχής

Κάθε εποχή γεννιέται ή πεθαίνει, όχι με έναν λυγμό αλλά με έναν κρότο. Ένα γεγονός αναζητείται ως σύμβολο, ως χρονική τομή για να περιγράψει σημαντικές ή λιγότερο σημαντικές περιόδους. Η πτώση της Βαστίλης συμβολίζει το θρίαμβο και την αρχή της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ο ψυχρός πόλεμος είχε γενεσιουργό πράξη τη Χιροσίμα, τα χρόνια του μολυβιού στην Ιταλία τις βόμβες στην πιάτσα Φοντάνα. Η δική μας Νέα Εποχή ορίζεται τόσο χρονολογικά όσο και σημασιολογικά, από την πτώση του τείχους του Βερολίνου, στις 9 Νοέμβρη του 1989.
Το βράδυ εκείνο, ο Γκύντερ Σαμπόφσκι, μέλος του πολιτικού γραφείου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας, θα ανακοίνωνε την απόφαση για ελεύθερη διακίνηση μέσω των συνόρων και για χορήγηση βίζας χωρίς δικαιολογητικά. Οι απόγονοι του Έρικ Χόνεκερ προσπαθούσαν να πάρουν μέτρα αποσυμπίεσης του οργισμένου πλήθους που ζητούσε ελευθερίες. Το ανατολικό μπλοκ είχε στην πραγματικότητα αρχίσει να τρεμοσβήνει αρκετά νωρίτερα. Από το άνοιγμα των συνόρων της Ουγγαρίας, από τις εκλογές στην Πολωνία τον Ιούνιο του 1989, από τις αλλαγές στη Σοβιετική ένωση που είχαν ξεκινήσει το 1985. Το Βράδυ εκείνο σε ζωντανή τηλεοπτική σύνδεση ο Σαμπόφσκι ανακοίνωσε τις αποφάσεις του κόμματος. Τα σύνορα άνοιγαν. Μια παρεξήγηση θα έδινε την χαριστική βολή:
Δημοσιογράφος: Το άνοιγμα των συνόρων ισχύει και για το Δυτικό Βερολίνο;
Σαμπόφσκι: Ασφαλώς. Για κάθε σημείο των συνόρων.
Δημοσιογράφος: Από πότε ισχύει αυτό το μέτρο;
Σαμπόφσκι: Από όσο καταλαβαίνω ισχύει από τώρα. Αμέσως τώρα.
Λίγα λεπτά μετά, πλήθος κόσμου μαζεύτηκε μπροστά από το τείχος ζητώντας να περάσει στη δυτική όχθη. Με τις συνοριακές δυνάμεις ανέτοιμες και χωρίς καμία ενημέρωση για το πώς έπρεπε να συμπεριφερθούν, το πλήθος σήκωσε τις μπάρες και διάνυσε τα λίγα μέτρα που χώριζαν τον ανατολικό από τον δυτικό τομέα. Αυτά τα λίγα μέτρα αποτέλεσαν την απόσταση που διένυσε η ίδια η ιστορία από τον 20ο προς τον 21ο αιώνα. Το τείχος είχε πέσει. Ο κατά Έρικ Χομπσμπάουμ, σύντομος εικοστός αιώνας είχε λήξει.
Η πτώση του τείχους δεν αποτέλεσε μόνο τη λήξη του ψυχρού πολέμου. Στον πυρήνα της γένεσης της εποχής μας, βρίσκεται η ήττα του κομμουνισμού. Πέρα από τις γεωγραφικές ανακατατάξεις στη Γερμανία, την αλλαγή των πολιτευμάτων στις ανατολικές χώρες και την αναδιαμόρφωση των παγκόσμιων ισορροπιών, θέματα καταγεγραμμένα και ορατά, τι άλλο έφερε η πτώση;

Το «τέλος» της ιδεολογίας
και της ιστορίας

Η δεκαετία του 80 είδε την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού και της ελεύθερης αγοράς, με κύριους εκφραστές τον Ρόναλντ Ρέιγκαν και τη Μάργκαρετ Θάτσερ. Ο ατομισμός επικράτησε ως κυρίαρχο ιδεολόγημα και η ελευθερία του ατόμου ταυτίστηκε με την ελευθερία της αγοράς και της κατανάλωσης. Πάνω από όλα, η δεκαετία του 80 απενοχοποίησε τον κυνισμό του προσωπικού συμφέροντος κόντρα στο κοινό όφελος. Τα κράτη πρόνοιας συρρικνώθηκαν ή εξαφανίστηκαν. Με την πτώση του τείχους, ο κυρίαρχος δυτικός πολιτισμός θα περιγράψει τον εαυτό του ως οικουμενικό και αυτονόητο. Ο «ελεύθερος κόσμος» πέτυχε μια πολιτική αλλά πάνω από όλα μια ηθική νίκη, ταυτίζοντας τις επιθυμίες των κατοίκων της Ανατολικής Ευρώπης με όσα αυτός μπορούσε ή περισσότερο ήταν διατεθειμένος να προσφέρει.
Στην προσπάθεια του δυτικού κόσμου προς αυτή την οικουμενικοποίηση, η ηθική, πολλές φορές στα όρια της μεταφυσικής, θα παίξει κεντρικό ρόλο. Ο κομμουνισμός θα ταυτιστεί με τον σταλινισμό, ο σταλινισμός με το ναζισμό. Όλες οι πολιτικές διαφορές, προθέσεις και καταβολές θα κονιορτοποιηθούν, ώστε το μεγάλο όνειρο του εικοστού αιώνα (ακόμα και στις πέρα από την πρακτική του εφαρμογή διαστάσεις), να ταυτιστεί με το απόλυτο κακό. Ένα κακό που φοβίζει με την απολυτότητά του και δεν περιγράφεται πια με όρους πολιτικούς. Παραμένει θολό, ως εκτροπή από έναν κανόνα που επιβάλλεται ως απαράβατος με όρους δόγματος. Ο κουρνιαχτός από την πτώση, κάλυψε έννοιες και διαχωρισμούς, την αριστερά, τη δεξιά, την πολιτική και την ιστορία. Η ιστορία και οι ιδεολογίες ανακηρύχτηκαν νεκρές, ώστε να περιγράψουν, στην πραγματικότητα, την κυριαρχία της μίας ιστορίας, της μίας ιδεολογίας. Οι ορολογίες άλλαξαν, οι λέξεις φορτίστηκαν από την αρχή.
Και η αριστερά; Η πτώση του τοίχους έφερε την άμεση πτώση, ή σε αρκετές περιπτώσεις την άμεση μετάλλαξη, της επίσημης αριστεράς (με την Ελλάδα να αποτελεί μια εξαίρεση προς έρευνα). Η άλλη αριστερά, εκείνη που όχι μόνο δεν ταυτιζόταν με το σοβιετικό μοντέλο, αλλά του ασκούσε σκληρή κριτική. Ήδη από το 56 και πολύ περισσότερο από το 68, είδε θετικά την πτώση του τείχους, το τέλος της σοβιετικής ανελευθερίας, του κομμουνιστικού κακέκτυπου. Δεν αντιλήφθηκε όμως ταυτόχρονα και το κόστος που θα προέκυπτε από τη μακρινή της συγγένεια. Χωρίς ένα διαστρεβλωμένο κυρίαρχο μοντέλο, έκθετο στην αριστερή κριτική, οι εναλλακτικές δεν θα ήταν εύκολο να σταθούν ανέπαφες. Έτσι, η αριστερά χτυπήθηκε στο σύνολό της, βιώνοντας λαβωμένη την άνοδο της νέας Ευρώπης, του νέου κόσμου, της νέας Εποχής.
Δεν είναι λοιπόν τα ημερολόγια, ή τα αφιερώματα αυτά που θα μας υπενθυμίσουν την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Είναι η ίδια η καθημερινή πραγματικότητα, οι κανόνες και, ευτυχώς, οι αποκλείσεις από αυτή.
(στην εφημεριδα Εποχή)