Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

«Ψυχή Βαθιά», ο εμφύλιος και το μελόδραμα




H «Ψυχή βαθιά» του Παντελή Βούλγαρη, έρχεται να προστεθεί σε μια μεγάλη σειρά ταινιών και μυθιστορημάτων, που επιλέγουν τον εμφύλιο ως το ιστορικό γίγνεσθαι στο οποίο διαδραματίζεται μια σειρά γεγονότων. Από το «Κιβώτιο» του Αλεξάνδρου μέχρι την «Κάθοδο των 9» του Βαλτινού και από τον «Θίασο» του Αγγελόπουλου μέχρι τη «Βασιλική» του Σερντάρη, το ερώτημα παραμένει γιατί κάποιος επιλέγει τον εμφύλιο ως ιστορικό περιβάλλον ενός καλλιτεχνικού έργου; Είναι αυτή η επιλογή δομική για το έργο ή απλά ένα παρελθόν χαμένο στα αυλάκια του μυαλού τοποθετημένο ως εξωτικό φόντο, μια σύμβαση που απλά χρωματίζει την ιστορία; Στην συγκεκριμένη ταινία, ο εμφύλιος επιλέγεται ως μία ευκαιρία για εύκολη συγκίνηση, πολεμικό θέαμα και ανέξοδα συμπεράσματα.
Η υπόθεση της ταινίας σχετικά απλή. Στις τελευταίες μέρες του εμφυλίου, το 1949, ο Εθνικός και ο Δημοκρατικός στρατός δίνουν τις τελευταίες τους μάχες στο Γράμμο. Δύο αδέρφια, ο 17χρονος Ανέστης και ο 14χρονος Βλάσης, βρίσκονται από τύχη αντιμέτωποι, βιώνοντας ως αντίπαλοι τις συγκρούσεις. Μια μικρή ιστορία μέσα σε μια μεγαλύτερη και το σύνολο ενταγμένο στην ιστορική στιγμή του εμφυλίου. Αναπόφευκτα λόγω της γεωμετρικής τους δομής, τα τρία πλαίσια ταυτίζονται και η μικρογραφία καταλήγει να περιγράφει την μεγάλη Ιστορία. «Δεν είναι πόλεμος ετούτο που μας βρήκε, Έλληνες να τουφεκάνε Έλληνες;» το επιμύθιο της ταινίας. Είναι όμως το μελό (και μάλιστα ένα μελό χιλιοειπωμένο) ο καλύτερος τρόπος να χειριστείς την ελληνική ιστορία και μάλιστα τις πιο σκοτεινές στιγμές της;

Απουσία της Ιστορίας

Ο Βούλγαρης επιλέγει να κρατήσει ίσες αποστάσεις από τα δύο στρατόπεδα. Η ιδεολογία που διαχώριζε δεν περιγράφεται, οι στόχοι των δυο στρατοπέδων είναι θολοί, ακόμα και οι τύχες των πρωταγωνιστών χάνονται ανάμεσα στα πτώματα και τα πυροτεχνήματα του φινάλε. Αυτό που απουσιάζει από την ταινία είναι η ιστορία. Ξεγυμνωμένα από το περιβάλλον τους, τα γεγονότα απλά συμβαίνουν αποφεύγοντας να απαντήσουν. Από που προήλθε ο εμφύλιος και που κατέληξε; Ήταν όμοιοι οι δύο στρατοί στην σύνθεση τους; Ποια η τύχη των ηττημένων; Ο εμφύλιος παρουσιάζεται χωρίς παρελθόν, χωρίς μέλλον, χωρίς ουσιαστικούς νικητές και ηττημένους. Οι δύο άτυχοι στρατοί βρίσκονται αντιμέτωποι σε ένα περίεργο κάπου σε ένα μη συγκεκριμένο κάποτε. Σε μια νεκρή ζώνη, σε ένα χρονικό κενό.
Αδέλφια σκοτώνουν αδέλφια. Γιατί όμως; Στην συγκεκριμένη περίπτωση, το μοτίβο της αδελφοκτονίας δεν ορίζεται από την μοίρα ή έστω την επιλογή. Δεν έχουμε να κάνουμε με αρχαία τραγωδία. Η μοίρα που όριζε θεούς και ανθρώπους γίνεται εδώ τύχη (ή μάλλον ατυχία) και κινητήρια ιστορική δύναμη είναι ο ξένος δάκτυλος.
Το μόνο καθαρά πολιτικό σχόλιο της ταινίας είναι η παρέμβαση των ξένων δυνάμεων. Η πρώτη σκηνή στην οποία περιγράφονται τα σχέδια και οι επιθυμίες των Αμερικάνων, ορίζει όλο το πολιτικό πλαίσιο της ταινίας. Η άμεση εμπλοκή των δυτικών και η αδιαφορία των σοβιετικών και των Γιουγκοσλάβων. Έλληνες και Ξένοι, αυτός είναι και ο μόνος διαχωρισμός που κάνει η ταινία. Τα μέλη των δύο στρατών εμφανίζονται σαν πιόνια μιας παρτίδας σκάκι. Αντίπαλοι αλλά εξίσου άτυχοι, αγαθοί και κυρίως εξίσου Έλληνες, πιασμένοι στα γρανάζια της ιστορίας. Η ιδεολογία της ταινίας εκπίπτει στο λαϊκισμό. Στο χειροκρότημα της τρέχουσας αντίληψης πως για ό,τι κακό σε αυτόν το τόπο ευθύνονται οι ξένοι. Άλλοτε οι αμερικάνοι, άλλοτε οι σύμμαχοι γενικά, άλλοτε οι Εβραίοι. Χαρακτηριστική η σκηνή του Ναπάλμ όπου όταν ο Αμερικάνος στρατηγός επιβάλλει τη χρήση του φονικού όπλου, ο έλληνας στρατηγός πλημμυρισμένος συμπόνια προς τα αδέρφια του αντίπαλου στρατοπέδου ζητά να το αποφύγουν. Ο άκαρδος ξένος επιμένει και αντάρτες γίνονται κάρβουνο. Και εδώ τίθεται ένα ερώτημα καθαρά ιστορικό: Θα είχε αποφευχθεί ο εμφύλιος αν δεν παρενέβαιναν οι ξένες δυνάμεις;

Ο Χολιγουντιανός ανθρωπισμός

Το εντυπωσιακό στοιχείο της ταινίας είναι ακριβώς η αντίθεση ανάμεσα στην ήπια ξενοφοβία και τα αισθητικά και ιδεολογικά δάνεια από το αμερικανικό σινεμά. Οι σκηνές της μάχης, είναι μεγάλες και αιματηρές. Η βία, χορογραφημένη και γεωμετρική λειτουργεί ως θέαμα προς τέρψη με όγκο και μέγεθος. Ο ρεαλισμός στην καταγραφή, ταυτίζεται με την ανατριχιαστική και γκρανγκινιόλ σκληρότητα. Ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η υιοθέτηση ενός σύγχρονου ιδεολογήματος. Του Χολιγουντιανού ανθρωπισμού. Γενικόλογος, ρηχός και ακατέργαστος, ο ανθρωπισμός αυτός αναμασά το αυτονόητο, προτείνοντάς το ως οικουμενικό και πανανθρώπινο. Ο θάνατος είναι κακός, ο πόλεμος είναι κακός, ο έρωτας είναι καλός, η φιλία είναι καλή. Και κάτω από την προσωπίδα ένα κενό, μια πόζα του μηχανισμού της συγκίνησης, απαραίτητη για κορυφώσεις, φινάλε και διδάγματα που δεν έχουν κάτι να διδάξουν. Ένας μηχανιστικός, μανιχαϊστικός και τελικά απάνθρωπος ανθρωπισμός.
Ο κινηματογράφος, ακόμα και όταν είναι ιστορικός, δεν οφείλει να διδάσκει ιστορία. Δεν οφείλει καν να είναι ιστορικά ακριβής. Η μυθοπλασία δεν μπορεί να ταυτίζεται με το ντοκιμαντέρ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν συμμετέχει στην διαμόρφωση μιας ιστορικής εντύπωσης, μιας τρέχουσας αν και ανεπεξέργαστης αίσθησης του παρελθόντος. Ως βασικό κομμάτι της μαζικής κουλτούρας, ο κινηματογράφος εγγράφει και διαμορφώνει, παραλλάσει και διαστρεβλώνει. Με την συγκεκριμένη ταινία ο εμφύλιος περνά σε μια νέα εποχή. Σε μια εποχή που θα τον αντιμετωπίσει κυνικά ως μια αιματοβαμμένη σύμβαση προς εκμετάλλευση, θεαματικά και χωρίς ενοχλητικές πολιτικές προεκτάσεις. Με ακριβά μπάτζετ και εξασφαλισμένη διαφήμιση και διανομή στο κοινό των multiplex. Ο εμφύλιος περνά από την εποχή της μνήμης στην εποχή της διαστρεβλωμένης ανάμνησης, στην εποχή της μεταμοντέρνας λήθης.
Πότε αλήθεια τελείωσε ο εμφύλιος; Το ΄49 με το τέλος της πολεμικής σύρραξης; Το ΄74 με την πτώση της χούντας; Το ΄81 με τη καταστροφή των φακέλων των αριστερών; Το ΄89 με τον ιστορικό συμβιβασμό; Η ταινία αποφεύγει να απαντήσει. Μήπως ο εμφύλιος τελειώνει όταν η ιστορία και η πολιτική αντικαθίστανται από τις στρογγυλοποιήσεις και τις υπεραπλουστεύσεις του θεάματος; Όταν το προσωπικό δράμα, οι φυλακές, τα ξερονήσια, αντικαθίστανται από χοντροκομμένα κλισέ και μελοδράματα; Σε αυτό η «Ψυχή Βαθιά» απαντάει ξεκάθαρα.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009

Η τέχνη ως συνοδευτικό





‘’οι τουρίστες είναι κατακτητές χωρίς όπλα’’
Ζαρκο Πετάν

Στη σειρά των αλλαγών που καταγράφηκαν με την ονοματοδοσία των υπουργείων, συναντούμε και αυτή του υπουργείου πολιτισμού και τουρισμού. Με απόφαση της νέας κυβέρνησης, ο πολιτισμός πρέπει να συγκατοικεί με τον τουρισμό. Η απόφαση αυτή ταυτίζει τα ανόμοια, δείχνοντας ουσιαστικά και τον τρόπο με τον οποίο τόσο η κυβέρνηση, όσο και ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, μετρά και αντιμετωπίζει τον πολιτισμό. ‘’Ο πολιτισμός’’ έλεγε ο πρώην πρωθυπουργός (από τη θέση μάλιστα του υπουργού πολιτισμού)’’ είναι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας’’. Όσο υπερβολική και κενή νοήματος κι αν είναι αυτή η φράση, μπορεί να διαβαστεί και ανάποδα. Έστω και ως μεταφορά, η τέχνη και ο πολιτισμός μεταφράζονται σε προϊόντα προς κατανάλωση, χάνουν την αυταξία τους και οφείλουν να υπακούσουν σε κάποιο σκοπό. Όταν ο σκοπός αυτός ορίζεται από το ίδιο το κράτος (και όχι τουλάχιστον από κάποια καλλιτεχνική κοινότητα με κάποιες συγκεκριμένες αρχές), τότε η μόνη παράμετρος που μπορεί να τον προσδιορίσει είναι η εκμετάλλευση του.
Στις προγραμματικές του δηλώσεις ο νέος υπουργός πολιτισμού, Παύλος Γερουλάνος, έριξε το βάρος του λόγου του στη διαφάνεια, την σωστή διαχείριση, και την ηλεκτρονική διακυβέρνηση. Εξαγγελίες θετικές, αν και χιλιοειπωμένες είναι η αλήθεια. Πόση σχέση έχουν όμως όλα αυτά με τον πραγματικό πολιτισμό; Με τα προβλήματα, τη θέση του στην κοινωνία, την καθημερινή ροή του; Ποια είναι η σημερινή θέση του στην κοινωνία και ποια η σχέση του με το κράτος;
Μέχρι και τις αρχές του αιώνα, η τέχνη ήταν κρυμμένη, στις αυλές των ευγενών και αργότερα των μεγαλοαστών, στις αίθουσες συναυλιών, στα αστικά θέατρα. Έχοντας έντονο το ταξικό πρόσημο, απευθυνόταν σε λίγους, λίγο έως πολύ ειδικούς. Με την άνοδο και τη διάδοση της βιομηχανίας, η τέχνη περνά στην εποχή της τεχνικής της αναπαραγωγιμότητας. Πολλαπλασιάζεται, ταξιδεύει σε όλο και μικρότερους χρόνους, διαδίδεται ανέξοδα τόσο στο χώρο όσο και σε μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων. Η πόλη, μια περιοχή βουβή από εικόνες μέχρι και τις αρχές του αιώνα, τώρα κατακλύζεται από την υπερπληροφορία της αποτύπωσης, της γραφιστικής, της διαφήμισης. Το προνόμιο της μουσικής μέσα από τις ορχήστρες, καταργείται και ο ήχος μεταδίδεται παντού. Ο σύγχρονος άνθρωπος έρχεται καθημερινά σε επαφή με τη μουσική, ακόμα και αν δεν το επιλέγει, από τις καφετέριες, τα ραδιόφωνα των αυτοκινήτων, τους τυποποιημένους ήχους των κινητών. Η αναπαράσταση, μέσω του κινηματογράφου και τις τηλεόρασης, βγαίνει από τα κτήρια του θεάτρου και συγκατοικεί με την καθημερινή τριβή. Η ‘’αύρα’’ της τέχνης διαλύεται.
Αυτός ο εκδημοκρατισμός της τέχνης και του πολιτισμού καταγράφηκε σαν κάτι το δημοκρατικό, αφού καταργούσε τα προνόμια των ελίτ ως προς την πρόσβασή τους στη δημιουργία. Ταυτόχρονα όμως άλλαξε και τις συνθήκες αλλά και τους λόγους για τους οποίους υπάρχει η ίδια η τέχνη. Στη γραμμή παραγωγής, η έμπνευση και η χρονοβόρα καλλιτεχνική απόσταξη δίνει τη θέση της στο εύκολο, το απότομο , το εύκολα προσβάσιμο. Σε αυτό που μπορεί να αναμετρηθεί με τις επιταγές της ταχύτητας και της κακομασιμένης κατανάλωσης. Η τέχνη γίνεται ένα συνοδευτικό της καθημερινότητας. Υπάρχει παντού αλλά ταυτόχρονα και πουθενά. Ο λαϊκός πολιτισμός, ο οποίος υπήρχε πάντα παράλληλα με τον αστικό, γίνεται ατροφικός και παραγκωνίζεται από την Pop culture. Πλαστική, γρήγορη και σε αφθονία η νέα κουλτουρα αφορά τους πάντες, μη κάνοντας διακρίσεις. Πόσο εύκολο είναι να μετρήσεις την ποιότητα ενός πολιτισμού όταν ο ίδιος ορθώνει την ποσότητά και τον αριθμό του τόσο έντονα και χαρακτηριστικά;
Το υπουργείο εναρμονιζόμενο με τους καιρούς και την κατάσταση που περιγράψαμε παραπάνω, μεταφράζει την λειτουργία σε λειτουργικότητα, ζητά το χειροπιαστό και επικυρώνει το πρακτικό. Τα δυο υπουργεία ενώνονται, όχι λόγο της δυνατότητας κοινής διαχείρισης δύο θεμάτων, αλλά από την αδυναμία της κυβέρνησης να διαχειριστεί ένα κοινωνικό φαινόμενο όπως ο πολιτισμός. Ουσιαστικά πρακτικοποιεί όλες τις πολιτιστικές εκφάνσεις ώστε να μπορεί να τις μετρήσει να τους δώσει διαστάσεις, να τις καταχωρήσει με όρους ζημιάς και κέρδους. Ο τουρισμός λειτουργεί ως η πιο χυδαία πρακτικοποίηση του πολιτισμού. Ο τουρίστας γίνεται το υποκείμενο στο οποίο απευθύνεται το παρελθόν, η ιστορία, η καλλιτεχνική παραγωγή μιας χώρας, το μέτρο στο οποίο απευθύνονται όλες οι προθέσεις . Ο Παρθενώνας καταλήγει να είναι ένα συνοδευτικό στον πίνακα των Greek salads, του sirtaki και των πορσελάνινων τσολιάδων. Απλά γιατί είναι ο μόνος τρόπος να μετρηθεί. Ως θέα, ως εισιτήριο επίσκεψης, ως φόντο σε γραμματόσημα εθνικής ταυτότητας.
(στην εφημεριδα Εποχη)

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

Βαφτίζοντας υπουργεία: το Πασοκ και η μετανεοτερικότητα




Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, πέρα από την αντιπαράθεση δύο κυρίαρχων κομμάτων, βιώνουμε και την αντιπαράθεση, δύο κυρίαρχων πολιτικών. Κωδικοποιημένες, οι πολιτικές εμφανίζονται σε μια σειρά φράσεων-συνθημάτων, ή και μονολεκτικά, σαν θυρεοί κατευθύνσεων, διευθύνσεις οραμάτων: μη προνομιούχοι, αλλαγή, εκσυγχρονισμός, κάθαρση κ.τ.λ. Όταν όμως οι δύο αυτές πολιτικές πλησιάζουν η μια την άλλη προς μια επικίνδυνη ταύτιση, άρα δεν μπορούν να έρθουν σε αντιπαράθεση, είναι τα σημεία που επιστρατεύονται, για να δώσουν τη μάχη αποφεύγοντας και καλύπτοντας το περιεχόμενο. Μια μάχη ουσίας, που μετατρέπεται σε έναν αγώνα σημείων, ώστε να καλυφθεί η απουσία της διαφοράς.
Τα μοντέλα του εκλογικού Πασοκ, το 2004 και 2007 δεν κατάφεραν να διαχωριστούν και τελικά να πείσουν. Στις δύο αυτές εκλογικές αναμετρήσεις δεν υπήρξε κυρίαρχο σύνθημα που να συμπυκνώνει τις διαφορετικές κατευθύνσεις, να πείθει για τη χρησιμότητά του, να μπορεί να αντιπαρατεθεί, (περισσότερο με την ηθική απαξίωση που προκάλεσαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις Σημίτη και λιγότερο με την κυρίαρχη συνθηματολογία της Νέα δημοκρατίας). Η Ελλάδα του 2009, ήταν μια ευκαιρία διαφορετική για το Πασοκ. Τα συνεχόμενα σκάνδαλα, η διαφθορά, η ατιμωρισία, έδειχναν την κυβέρνηση να κατρακυλά, χωρίς καν να χρειαστεί σπρώξιμο από την αξιωματική αντιπολίτευση. Στις βουλευτικές εκλογές του 2009, η πτώση της κυβέρνησης ήταν βεβαία. Το μόνο που χρειαζόταν η αξιωματική αντιπολίτευση ήταν υπομονή και ένα νέο πρόσωπο στην επικράτεια των σημείων. Και οι εκλογές κερδήθηκαν, έστω χωρίς σαφήνεια, έστω χωρίς πρόγραμμα (δόθηκε στην δημοσιότητα 3 μόλις μέρες πριν το στήσιμο της κάλπης). Τώρα, τα σύμβολα καλούνται να γίνουν πολιτικές, από το επίπεδο της θολής φωνασκίας να περάσουν στο επίπεδο του αυστηρά πραγματικού. Πρώτη τους στάση, η ονοματοδοσία των υπουργείων.
Στις 6 Οκτωβρίου ανακοινώθηκε η νέα σύνθεση των υπουργείων, οι αναθέσεις, τα αποκαλυπτήρια του νέου κυβερνόντος προσώπου. Πρόσωπο αυστηρά σύγχρονο, φιτ, με την ψυχρότητα του μη εκλεγμένου τεχνοκρατισμού και το απαραίτητο καρύκευμα της εύκολης ευαισθησίας. Πολιτικά ορθό, με 8 γυναίκες στην σύνθεσή του, με πρόσωπα νέα και άφθαρτα, χαμηλόφωνα και έτοιμα για δουλεία.
Από τις αλλαγές στα υπουργεία, μπορούμε να κρατήσουμε μια σειρά από ενδιαφέρουσες περιγραφές: Αποκέντρωση, Ηλεκτρονική διακυβέρνηση, περιβάλλον, ενέργεια και κλιματική αλλαγή, δια βίου μάθηση, μεταφορές και δίκτυα, προστασία του πολίτη κοινωνική αλληλεγγύη. Περιγραφές που περιέχουν λιγότερο πολιτικές παραμέτρους και περισσότερο κομμάτια από το προφίλ μιας κυβέρνησης. Τρόποι διακυβέρνησης, ηθικές επιταγές, παγκόσμια προβλήματα και κοινά αποδεκτές πραγματικότητες, έρχονται να βαφτίσουν με την ασάφειά τους, αυτό που θα έπρεπε να είναι συγκεκριμένο και ξεκάθαρο: την πολιτική μιας κυβέρνησης. Το υπουργείο απασχόλησης μετονομάζεται ξανά σε υπουργείο εργασίας. Θετικό θα πείτε, αλλά μην ξεχνάμε πως ήταν οι κυβερνήσεις Πασοκ που άλλαξαν την ονομασία και το σημαντικότερο αυτές που εφεύραν την απασχόληση και τους συμβασιούχους. Ενδιαφέρον επίσης προκαλεί και η αρκετά ξένη θέση του αντιπροέδρου, θέση που τυπικά υπήρξε και σε παλαιότερες κυβερνήσεις Πασοκ, χωρίς όμως ουσιαστικό ρόλο. Η χρήση της θα αποκαλύψει λογικά και τον ασαφή της ρόλο.
Η ονοματοδοσία περιγράφει το Πασοκ της τρίτης Εποχής. Χωρίς έντονο το στοιχείο της ιδεολογίας, με κομμάτια από σοσιαλισμό του 80 στη ρητορική, λίγο από Κεϋνσιανή ρύθμιση , εν μέσω οικονομικής κρίσης κα λίγο από τριτοδρομικό Γκίντενς. Λίγο οβάλ αμερικάνικό και λίγο πράσινο Σκανδιναβικό. Και όπως και παλαιότερα με έντονο το στοιχείο της ενσωμάτωσης ξένων στοιχείων.
Το Πασοκ, του Ανδρέα Παπανδρέου, ενσωμάτωσε την επιφάνεια της αριστεράς. Την φρασεολογία, τη συνθηματολογία, τα σημεία της. Από τα ζιβάγκο και τα μουστάκια, μέχρι την επίκληση της συντροφικότητας, την δομή των οργανώσεων και την εξωτερική πολιτική. Το σύγχρονο Πασοκ στην προσπάθεια του να διαφέρει, ενσωματώνει άτακτα και επιλεκτικά στοιχεία της νέας πραγματικότητας με έντονο τον επικαιρικό χαρακτήρα. Την οικολογική ευαισθησία όπως φάνηκε μετά από τη σειρά των πυρκαγιών και την άνοδο των Οικολόγων Πρασίνων, το διαδίκτυο όπως φανερώθηκε με το κύμα των bloggers, τα υβριδικά αμάξια της αμερικανόστροφης οικολογικής ευαισθησίας, την νεολαγνεία και το πολιτικά ορθό. Με τις πρόσφατες δηλώσεις τόσο του Γιώργου Παπανδρέου, όσο και του υπουργού προστασίας του πολίτη Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, το Πασοκ οικειοποιείται ακόμα και τον όρο αντιεξουσιαστής(!) που τόσο συχνά ακούστηκε τον τελευταίο χρόνο. Ενώ λοιπό το πρώτο Πασόκ αντλούσε από μια συμπαγή δεξαμενή, με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά , την οποία κατάφερε να αδειάσει, το σύγχρονο Πασόκ αρπάζει από όπου βρει, ράβοντας μια μεταμοντέρνα κουρελού, ασαφούς πολιτικού στίγματος. Συνδυασμός και όχι σύνθεση, το Πασόκ στην εποχή της μετανεοτερικότητας.
Τα ονόματα των υπουργείων, δεν περιγράφουν το σαφές της νέας πολιτικής, αλλά την ιδεολογική κρίση ενός χώρου που προσπαθεί να περιγράψει τον εαυτό του, μεταξύ ενός συμπαγούς παρελθόντος και ενός ρευστού μέλλοντος. Το αν πείθει είναι άλλο θέμα…

(στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

Το Λάος στο μετεκλογικό τοπίο






Η αλλαγή κυβέρνησης στις πρόσφατες εκλογές της Κυριακής , δεν σηματοδοτεί υποχρεωτικά και αλλαγή του πολιτικού σκηνικού. Όμως η όποια ανακατανομή εξουσίας, μετατρέπει τις ισορροπίες μέσα στα υπόλοιπα κόμματα και τα επανατοποθετεί στον πολιτικό χάρτη, με διαφορετικούς όρους. Αυτό ισχύει για όλα τα κόμματα ανεξαίρετος, συμπεριλαμβανομένου και του Λάος.
Από την ίδρυσή του, το Σεπτέμβρη του 2000, το κόμμα του Καρατζαφέρη αποτέλεσε έκφραση της ακροδεξιάς μετατροπής, που συνέβη στα αντίστοιχα κόμματα της Ευρώπης, μετά την πτώση του κουμμουνισμού. Η δεξιά ρητορική μετατοπίστηκε, από την αντικομουνιστική υστερία (η οποία βέβαια επιβιώνει στις συζητήσεις σχετικά με τους κουκουλοφόρους, αλλά συχνά πυκνά και σε σχέση με τον Σύριζα), σε μια ξενόφοβη προσέγγιση λεπενικού χαρακτήρα, με κυρίαρχη την ξενοφοβία. Βέβαια, το παλαιό τρίπτυχο αξιών, πατρίς- θρησκεία –οικογένεια της λαϊκής δεξιάς, μένει σταθερό στον πυρήνα της.
Το ίδιο το κόμμα, υπέστη πολλές μεταβολές και μετατοπίσεις, μέχρι να καταφέρει να αποκτήσει την πολυπόθητη είσοδό του στη βουλή. Τον ακραίο λόγο και τις ακραίες προσεγγίσεις που το άφησαν εκτός, στις βουλευτικές εκλογές του 2004, αντικατέστησε ένας λαϊκίστικος λόγος τέτοιος ώστε να μην τρομάζει αλλά ταυτόχρονα να αποκαλύπτει, έστω και διακριτικά, την καταγωγή του.
Το βασικό χαρακτηριστικό του Λάος από την είσοδό του στη βουλή, υπήρξε ο ετεροπροσδιορισμός του από τη Νέα Δημοκρατία. Αν και αποτελούμενος και από κομμάτια που δεν ανήκαν ποτέ σε αυτή(Ελληνικό Μέτωπο και κομμάτια από την Πρώτη Γραμμή του Πλεύρη), το κόμμα προσδιορίστηκε κοινοβουλευτικά, με όρους ιδεολογικής συνύπαρξης με την κυβέρνηση, κρίνοντας, πιέζοντας και συχνά βοηθώντας.
Η δεξιά αντιπολίτευση του Λάος στη Νέα Δημοκρατία, ήταν αποτελεσματική. Κόμμα χωρίς συγκεκριμένη πρόταση, αλλά με ατζέντα θεμάτων, διεκδίκησε και κατάφερε να πετύχει σχεδόν όλους τους στόχους του. Βιβλίο ιστορίας έκτης δημοτικού, σκληρή στάση στο μεταναστευτικό, θέμα ασύλου- κουκούλας- καταστολής, Μακεδονικό κ.τ.λ . το Λάος απέδειξε ότι η Νέα Δημοκρατία δεν μπορούσε να δεχτεί αντιπολίτευση από τα δεξιά. Η τακτική που ακολούθησε ώστε να το αντιμετωπίσει, ήταν να βαφτίζει άκρο τον κοντινό της συγγενή υιοθετώντας ταυτόχρονα ως αναγκαία την ακρότητα του. Με κυβέρνηση τη Νέα δημοκρατία το Λάος απέδειξε πως είχε την πολιτική ηγεμονία. Αυτό εκφράστηκε και στις τελευταίες ευρωεκλογές. Η χαλαρή ψήφος, βοήθησε να αποτυπωθούν δύο πράγματα. Η επικείμενη κατάρρευση της Νέας δημοκρατίας και η επιβράβευση της σταθερής στάσης του Λάος με την εκτίναξή του στο 7,15.
Πλησιάζουμε λοιπόν στις εκλογές. Ήταν πολλοί αυτοί που έλεγαν πως τα ποσοστά του Συναγερμού θα είναι ανάλογα, αν όχι μεγαλύτερα από αυτά των ευρωεκλογών και ότι μπορεί να φτάσει μέχρι και την τρίτη κοινοβουλευτική θέση. Άλλοι πάλι, έλεγαν πως ο Καρατζαφέρης δεν θα θελήσει να χρεωθεί την κατάρρευση της Νέας Δημοκρατίας, γεγονός που θα τον απέκλειε από ένα μεγάλο δεξιό ακροατήριο. Κάπου ανάμεσα στις δύο προβλέψεις, ήρθε η πραγματικότητα των εκλογών. Το 5,6% στις 9 Οκτώβρη, δεν αποτελεί επιβράβευση, αλλά το μέγιστο που το Λάος μπορεί να εισπράξει από ένα κόμμα που καταρρέει. Η αλλαγή κυβέρνησης σηματοδοτεί και την αλλαγή της τύχης του κόμματος.
Όσο η Νέα Δημοκρατία, βρίσκεται σε κρίση ο Καρατζαφέρης είναι ελεύθερος να ασκεί αντιπολίτευση. Όταν όμως ανασυγκροτηθεί, το Λάος θα βρεθεί μπροστά στον κίνδυνο της αντιπολιτευτικής ταύτισης, με ένα κόμμα μεγαλύτερο, πιο συγκεκριμένο στις θέσεις του, πιο προνομιούχο στην δικτύωσή του. Έτσι, για να επιβιώσει, θα πρέπει να επιλέξει το διαχωρισμό, ο οποίος θα το φέρει λογικά και πάλι σε θέσεις και εκφράσεις πιο ακραίες. Ήδη με την συγχώνευση του υπουργείου Μακεδονίας Θράκης, έγιναν ορατές οι πρώτες κατευθυντήριες της αντιπολιτευτικής του λογικής: light συνωμοσιολογία (δήλωση για Νίμιτς) και ένας πατριωτικός αντιπασοκισμός, λαικίστικου τύπου(‘’ κυβέρνηση George an friends’’ στην ίδια δήλωση).
Αυτή η οριοθέτηση του Λάος ως άκρου, εξυπηρετεί στην πραγματικότητα το Πασοκ. Σε αντίθεση με τη Νέα Δημοκρατία, το κυβερνών κόμμα δεν έχει διαύλους επικοινωνίας, άρα ουσιαστική πίεση. Η ύπαρξη της ακροδεξιάς, βοηθά στην πραγματικότητα το κόμμα του κυρίου Παπαντρέου να τοποθετήσει τον εαυτό του στο κέντρο, ως αντίπαλος της δεξιάς, άσχετα με τις πολιτικές επιλογές του ως κυβέρνηση. Το Λάος μετατρέπεται έτσι από ένα κόμμα που μετατόπιζε την κυβέρνηση υπέρ του, σε ένα κόμμα που χρησιμοποιείται (με τη φυσική του παρουσία και μόνο) και μετατοπίζετε, ανάλογα με τα συμφέροντα άλλων.

(στην εφημερίδα εποχή)

Η Χέρτα Μύλερ κερδίζει το Νόμπελ λογοτεχνίας για το 2009






Η σουηδική ακαδημία αποφάσισε να απονείμει το βραβείο για τη λογοτεχνία, στην 56χρονη Ρουμανογερμανίδα, ποιήτρια, πεζογράφο και δοκιμιογράφο, Χέρτα Μύλερ. Σύμφωνα με την Ακαδημία, η συγγραφέας ‘’με την πυκνότητα της ποίησής της και την ειλικρίνεια της πρόζας της, σκιαγραφεί το σύμπαν των στερημένων’’
Η Μύλερ, γεννήθηκε στο Νίτσκιντορφ τις Ρουμανίας, το 1953. Η οικογένεια της ανήκε στη Γερμανική μειονότητα. Σπούδασε Ρουμανική λογοτεχνία και Γερμανικές σπουδές, στο πανεπιστήμιο της Τιμισοάρα. Μετά τις σπουδές της δουλεύει ως μεταφράστρια, νηπιαγωγός και παραδίδει ιδιωτικά μαθήματα γερμανικών. Την περίοδο αυτή αρχίζουν και τα πρώτα της προβλήματα με την Σεκιουριτάτε, την μυστική αστυνομία του καθεστώτος Τσαουσέσκου. Το πρώτο της βιβλίο, γραμμένο στα Γερμανικά εκδίδεται στη Ρουμανία το 1982, λογοκριμένο. Πέντε χρόνια αργότερα, φεύγει με τον άντρα της, επίσης συγγραφέα στη Γερμανία και εγκαθίσταται μόνιμα στο Βερολίνο. Εκεί θα εκδώσει μυθιστορήματα(το πρώτο της μυθιστόρημα ονομαζόταν Η Συνάντηση. Άλλα έργα της είναι Η αλεπού ήταν κιόλας ο κυνηγός, Το Ζώο της Καρδιάς, και οι Μετέωροι Ταξιδιώτες), θα κερδίσει βραβεία (ανάμεσα σε αυτά το βραβείο Impac στην Ιρλανδία το 1998 ) και θα γίνει μέλος της Γερμανικής ακαδημίας, συγγραφής και ποίησης το 1995.
Στα μυθιστορήματά της, η Μύλερ περιγράφει τα βιώματά της, από την δικτατορία του Τσαουσέσκου, την καταπίεση, τις δύσκολες συνθήκες επιβίωσης. Για το πιο γνωστό της μυθιστόρημα, το ‘’Η γη των Πράσινων φοινίκων’’ είπε: ‘’έγραψα αυτό το βιβλίο στη μνήμη των Ρουμάνων φίλων μου που πέθαναν κατά τη δικτατορία του Τσαουσέσκου. Ένοιωσα πως ήταν το καθήκον μου’’.
Λιγότερο γνωστή, από άλλα μεγάλα ονόματα που διεκδικούσαν το βραβείο, όπως ο Ισραηλινός Άμος Οζ ή ο Αμερικάνος Φίλιπ Ροθ, η βράβευση της Μύλερ αποτελεί μία έκπληξη στα λογοτεχνικά πράγματα, μια έκπληξη που επιβεβαιώνει τον ομολογημένο ευρωπαϊκοκεντρισμό του θεσμού.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009

Με το βλέμμα στην Ελλάδα




ΠΟΡΕΙΕΣ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΠΑΝΤΟΥ, ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ ΣΕ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ ΚΑΙ ΚΟΠΕΓΧΑΓΗ

Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών έγιναν πρωτοσέλιδο σε κάθε δυτική εφημερίδα, ενώ κανάλια όπως το BBC ή το CNN, τοποθέτησαν το θέμα υψηλότερα από τον λόγο του Ομπάμα για την οικονομική κρίση. Η μετάδοση των γεγονότων από τα διεθνή μέσα αποτέλεσε κύριο θέμα για τα εγχώρια μέσα, τα οποία έκαναν λόγο για εθνικό διασυρμό και αμαύρωση της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό. Πρέπει να διευκρινίσουμε πως στην πραγματικότητα μιλούμε για αναμετάδοση μιας είδησης και όχι για πρωτότυπη κάλυψη, αφού οι περισσότεροι τηλεοπτικοί σταθμοί συνεργάζονται με εγχώριους (σε συντριπτικό ποσοστό με τον Σκάι και την Καθημερινή), δανειζόμενοι όχι μόνο εικόνες και καταγραφή, αλλά ταυτόχρονα σχόλια και απόψεις. Πέρα από τους τίτλους των ειδήσεων που έκαναν βόλτα στους δέκτες και τελικά μικρή σημασία έχουν, μια άλλη πιο σύνθετη πραγματικότητα κάνει την εμφάνισή της.
Σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, όλες ανεξαιρέτως οι μεταδώσεις κάνουν λόγο για την ανυπαρξία του ελληνικού κράτους, για το μέγεθος των καταστροφών και το ανεξέλεγκτο των καταστάσεων. Πέρα όμως από το αναμενόμενο, τα γεγονότα στην Ελλάδα φαίνεται πως δεν καταγράφονται ως κάτι το μακρινό για την Ευρώπη. Οι εξεγέρσεις συνδέονται (κυρίως μετά την κηδεία του Αλέξη) όχι με το συμβάν της δολοφονίας αλλά με την νέα γενιά γενικότερα. Μια γενιά που περιγράφεται ως απογοητευμένη, εγκλωβισμένη στην ανεργία, έκθετη περισσότερο από τον καθένα στην οικονομική κρίση.
Ο λόγος του πρωτοφανούς ενδιαφέροντος είναι η κοινή μοίρα των νέων σε κάθε δυτική κοινωνία. Μια μοίρα που όπως φαίνεται μπορεί να προκαλέσει παρόμοιες αντιδράσεις. Είναι πολλοί αυτοί που καταγράφουν τις εικόνες στην Ελλάδα ως έναν φόβο ή μια ελπίδα από το μέλλον. Η αίσθηση αυτή γίνεται πιο έντονη από τις διάφορες πορείες συμπαράστασης στις μεγαλύτερες πόλεις της Ευρώπης. Στη Βαρκελώνη έγιναν 11 συλλήψεις, καταλήψεις πρεσβειών και προξενείων σε Αγγλία και Γερμανία, φωτιές και πυρπολημένα αμάξια στο Μπορντό της Γαλλίας, 63 συλλήψεις στην Κοπεγχάγη σε εκδηλώσεις συμπαράστασης για τους Έλληνες φοιτητές, μέχρι και στο Μανχάταν το Ελληνικό προξενείο δέχτηκε επίθεση με πέτρες και τούβλα. ''Είναι ένας από εμάς'' ήταν το κυρίαρχο σύνθημα στην πορεία της Ρώμης έξω από την ελληνική πρεσβεία.
Μια άλλη όψη της μετάδοσης των γεγονότων, που τα ελληνικά μέσα δεν έπιασαν, είναι τα εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης, οι σταθμοί ή οι ιστοσελίδες του διαδικτύου. Το μεγαλύτερο από αυτά, το αμερικανικό Democracy Now! έχει τα γεγονότα στην Ελλάδα ως πρώτο θέμα, κάνει λόγο για λαϊκό ξεσηκωμό, ενώ φιλοξενεί και μια εκτενή συνέντευξη με έναν έλληνα φοιτητή που συμμετέχει στις κινητοποιήσεις. Χαρακτηριστικό είναι και το μέγεθος της είδησης στo Indymedia. Σε κάθε κόμβο του, από την Βαρκελώνη μέχρι το Σαν Φραντσίσκο και από το Κεμπέκ μέχρι την Αυστραλία, τα γεγονότα τις Ελλάδας αποτελούν την πρώτη είδηση και καλύπτονται με φωτογραφίες και σχόλια. Οι ιστοσελίδες δηλώνουν συμπαράσταση στους Έλληνες διαδηλωτές και καλούν σε πορείες και καταλήψεις των πρεσβειών. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικός ο ρόλος που έπαιξε το διαδίκτυο στις διαδικασίες τόσο ως μέσο συντονισμού, οργάνωσης και συνεννόησης των διαδηλωτών όσο και ως χώρος αναμετάδοσης ειδήσεων μη φιλτραρισμένων.
Έχει επίσης ενδιαφέρον να δει κανείς και τα σχόλια του απλού κόσμου για τα γεγονότα της Ελλάδας, όπως καταγράφονται στις διάφορες ιστοσελίδες περιοδικών, εφημερίδων, ή ακόμη και στο You Tube, κάτω από βίντεο με στιγμιότυπα από πορείες. Στην πλειοψηφία τους θετικά, τα σχόλια αυτά περιγράφουν με τον καλύτερο τρόπο το ενδιαφέρον και την συμπαράσταση όπως απλώνεται στο εξωτερικό. '' Οι Έλληνες και οι Γάλλοι είναι οι μόνοι που τιμούν τους νέους τους. Εξέγερση, πορείες καταλήψεις.'', σχόλιο στο You Tube από την Ισπανία. ''Τα παιδιά αυτά έχουνε κάθε δίκιο. Η ζωή επιβιώνει κόντρα σε πολιτικούς, στην αστυνομία και τους δημοσιογράφους. Η οργή αυτών των παιδιών είναι η αγάπη για τη ζωή'', σχόλιο αναγνώστη από την εφημερίδα ''Reppublica''. ''Ελλάδα ερχόμαστε'' (σχόλιο που μια μέρα μετά σβήστηκε.)


(στην εφημερίδα Εποχή)

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009

Πάμπλο Νερούδα, 23 Σεπτέμβρη 1973





Στις 23 Σεπτέμβρη, συμπληρώθηκαν 36 χρόνια από το θάνατο του ποιητή Πάμπλο Νερούδα.
Δύο χρόνια πριν, είχε διοριστεί από τον Σαλβαντόρ Αλιέντε, πρέσβης της Χιλής στο Παρίσι. Στις 21 του Οκτώβρη του απενεμήθη το Νόμπελ λογοτεχνίας. Βαριά άρρωστος, αγωνίζεται για τη δημοκρατία της Χιλής η οποία κινδυνεύει. Γυρίζει στην πατρίδα του θέλοντας να βοηθήσει την κυβέρνηση. Ο Αλιέντε τον καλεί να διαβάσει τα ποιήματά του στο Εθνικό στάδιο της Χιλής. Το κοινό θα φτάσει τα 70.0000 άτομα. Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του θα γράψει 6 βιβλία, με τελευταίο το ‘’Παρακίνηση σε Νιξονκτονία και εγκώμιο στη Χιλιανή επανάσταση’’ (το βιβλίο θα κυκλοφορήσει, πρώτα από όλο τον εκτός Χιλής κόσμο, στην Ελλάδα). Τα χαράματα της 24ης Σεπτέμβρη του 1973, ο ποιητής πεθαίνει στην ηλικία των 69 χρόνων, από καρδιακή προσβολή, δώδεκα μέρες μετά τον θάνατο του Αλιέντε. Το σπίτι του, ερημωμένο, λεηλατημένο και φρουρούμενο από στρατιώτες τις δικτατορίας. Μόνη δίπλα στο φέρετρό του, η γυναίκα του Ματίλντε Ουρρούτια. Έξω, στους δρόμους και τις πλατείες, τα βιβλία του καίγονται. Η κηδεία του, περιφρουρούμενη από μεγάλη δύναμη της αστυνομίας, έδωσε αφορμή για την πρώτη πορεία διαμαρτυρίας κατά του καθεστώτος Πινοσέτ.
Ο Νερούδα υπήρξε ποιητής των γήινων τροφών. Ερωτικός, ανθρωπιστής, κομουνιστής, συνέταξε έναν ποιητικό λόγο παναμερικανικό, ο οποίος θα κατέληγε στην οικουμενικότητα. Αρχίζοντας από τον μοντερνισμό (modernismo) του Ρουμπέν Νταρίο, το ποιητικό του ύφος επηρεάστηκε και ενσωμάτωσε στοιχεία από τον σουρεαλισμό, τη στράτευση και την προγραμματική ποίηση, τον πολιτισμό της προκολομβιανής Αμερικής και τις τοιχογραφίες του Μεξικού καταλήγοντας σε ένα συμπαγές αν και πολύμορφο καλλιτεχνικό σώμα. Ο μοντερνισμός του Νερούδα (όπως και αυτός των ισπανόφωνων Λόρκα, Αλπέρτι, Παζ και Βαγιέχο), συμπλέει με τις ελευθερίες της σύγχρονης τέχνης, χωρίς να αποβάλλει τα συστατικά στοιχεία της ισπανόφωνης ποίησης: εκφραστική καθαρότητα, μουσική απλότητα, εξωστρέφεια, ποιητική ένταση της λέξης, ένας λόγος κοντά στον αισθητικό ανιμισμό. Το έργο του Νερούδα αποτέλεσε μια μόνιμη ποιητική βιβλιογραφία της αριστεράς. Στη διαδοχή των στίχων, το ατομικό του ποιητικό όραμα, ταυτίζεται με το όραμα του σοσιαλισμού.
Γεννημένος ως Neftalí Ricardo Reyes Basoalto, ο ποιητής θα δει για πρώτη φορά το φως στα 1904, στη μικρή πόλη του Παράλ της Χιλής, 350 χιλιόμετρα νότια του Σαντιάγκο. Θα αρχίσει να γράφει από την παιδική του ηλικία. Από τους πρώτους που θα τον υποστηρίξουν στα ποιητικά του βήματα θα είναι η Γκαμπριέλα Μιστράλ(Νόμπελ λογοτεχνίας το 1945), η οποία θα τον φέρει σε επαφή με την Γαλλική ποίηση και το Ρωσικό μυθιστόρημα. Στα 19 του μόλις χρόνια θα γνωρίσει την ποιητική καταξίωση με τη δεύτερη συλλογή του ‘’20 ερωτικά ποιήματα και ένα τραγούδι της απελπισίας’’ .
Η οικονομικές του δυσκολίες θα τον οδηγήσουν στο διπλωματικό σώμα αμέσως μετά τις σπουδές του στη γαλλική φιλολογία. Τα επόμενα χρόνια, ο Νερούδα ταξιδέυει στην Μπούρμα, την Κεϋλάνη, την Ιάβα και την Σιγκαπούρη. Μελετά την ποίηση συστηματικά και πειραματίζετε με νέες τεχνοτροπίες και στυλ. Η διπλωματική του καριέρα θα τον οδηγήσει στο Μπουένος Άιρες και στην Βαρκελώνη. Στην Ισπανία θα έρθει σε επαφή με τους ποιητές, Ραφαέλ Αλμπέρτι, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και τον Περουβιανό Καίσαρα Βαγιέχο. Ο ισπανικός εμφύλιος και κυρίως η εκτέλεση του φίλου του Λόρκα από τους στρατιώτες του Φράνκο θα τον στρέψουν στον κομουνισμό. Αργότερα ως διπλωμάτης στη Χιλιανή πρεσβεία στο Παρίσι, θα βοηθήσει 2.000 Ισπανούς πολιτικούς πρόσφυγες, δίνοντας τους καταφύγιο.
Στη συνέχεια, το διπλωματικό σώμα θα τον οδηγήσει στο Μεξικό και πίσω στη Χιλή. Το 1945, θα εκλεγεί γερουσιαστής με το κομουνιστικό κόμμα της χώρας του. Το 1948, θα εκφωνήσει το περίφημο ‘’κατηγορώ’’ του, κατά του πρωθυπουργού Βιντέλα και της στάσης του απέναντι στους απεργούς ανθρακωρύχους, οι οποίοι συνελήφθηκαν και μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο ποιητής οδηγείται στην παρανομία και τελικά καταφέρνει να φύγει από την χώρα. Αργεντινή, Γαλλία, Μεξικό. Εκεί θα εκδώσει την δέκατη και γνωστότερη συλλογή του ‘’Γενικό άσμα’’ το γνωστό ‘’Canto general’’. Σε περισσότερους από 15.000 στίχους ο Νερούδα, εξιστορεί την Λατινική Αμερική, την γεωγραφία, την ιστορία και τους ανθρώπους της, με μια φωνή σχεδόν επική, στα βήματα του Γουώλτ Ουίτμαν και του Μαγιακόφσκι.
Το 1952, ύστερα από μια σύντομη διαμονή στο Κάπρι, ο ποιητής επιστρέφει στην Χιλή. Θα μείνει στη χώρα μέχρι το θάνατό του, με μόνη εξαίρεση τα δύο χρόνια που θα περάσει στο Παρίσι.
Μεταφρασμένος σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, ο Νερούδα, παρά την έντονη στράτευσή του, θα αποτελέσει μια καλλιτεχνική μορφή οικουμενική πέρα από πολιτικά σύνορα. Είναι ο μόνος λογοτέχνης που κατέκτησε το βραβείο Λένιν(1953) καθώς και το Νόμπελ λογοτεχνίας(1971) ενώνοντας δύο κόσμους (και καλλιτεχνικά )διχασμένους.
Μια επέτειος μπορεί να σημαίνει πολλά πράγματα. Μία γιορτή, μία σημείωση σε ημερολόγιο, ένα μνημόσυνο, ή την επανεκτίμησης μιας ζωής και ενός έργου. Στην συγκεκριμένη περίπτωση βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι διαφορετικό: στην αναμέτρηση της εποχής μας, με το αδιαχώριστο πολιτικό και καλλιτεχνικό όραμα, ενός μεγάλου ανθρώπου.(στην εφημερίδα Εποχή)