Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

«Ο ΠΟΛΙΤΗΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ»





Την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 75 ετών, άφησε τα ξημερώματα της Δευτέρας, ο πρόεδρος του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη (ΔΟΛ) Χρήστος Λαμπράκης, ο οποίος νοσηλευόταν στο «Ωνάσειο», από τα τέλη Νοεμβρίου με καρδιακή ανεπάρκεια.
Όταν πεθαίνει κάποιος μεγάλος άνθρωπος του τύπου, είναι ο ίδιος ο τύπος αυτός που έρχεται να επιβεβαιώσει το μέγεθός του. Όταν μάλιστα το μέγεθος ταυτίζεται με το μέγεθος του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, το μόνο που μπορεί να περιμένει κανείς, είναι ένας ανδριάντας φτιαγμένος από δημοσιογραφικό μελάνι και χειροκρότημα. Κάθε θάνατος φορτισμένος από την απώλεια λειαίνει τα χαρακτηριστικά, τις επιλογές και τα λάθη των ανθρώπων. Και όμως οι άνθρωποι είναι για πάντα αναγνωρίσιμοι από τη θέση τους στην ιστορία, από την κληρονομιά τους από ό, τι αφήνουν πίσω τους.
Ο θάνατος του Χρήστου Λαμπράκη, καταγράφηκε κυρίως ως η απώλεια ενός μεγάλου Έλληνα, ενός μεγάλου εκδότη, ενός μεγάλου φιλόμουσου. Δηλώσεις δημοσίων προσώπων, πολιτικών, καλλιτεχνών έρχονται απλά να επιβεβαιώσουν όσα περιγράφουν τα ρεπορτάζ και τα αφιερώματα. Όπως στην ταινία του Όρσον Γουέλς, ‘’Ο πολίτης Κέην’’, η πραγματικότητα του ανθρώπου που διαμορφώνει την πραγματικότητα, μένει στην σκιά της ασφάλειας που απλώνει το δημιούργημά του.

Η ζωή του Χρήστου Λαμπράκη και του οργανισμού
Ο Χρήστος Λαμπράκης, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1934. Ήταν γιος του Δημητρίου Λαμπράκη, εκδότη των εφημερίδων «Το Ελεύθερο Βήμα», «Τα Αθηναϊκά νέα’» και του «Οικονομικού Ταχυδρόμου». Μετά από κύκλο σπουδών στη Αγγλία, επέστρεψε στην Ελλάδα υπηρέτησε στο ναυτικό και άρχισε να αρθρογραφεί στο «Ελεύθερο Βήμα’». Από το 1955, αναλαμβάνει τη διεύθυνση του πολιτικο-φιλολογικού (τότε) περιοδικού, «Ο Ταχυδρόμος». Δύο χρόνια μετά, το 1957, ο πατέρας του πεθαίνει και ο ίδιος αναλαμβάνει την διεύθυνση του οργανισμού. Τα χρόνια που ακολουθούν διευρύνει τις δραστηριότητες του ομίλου, εκδίδοντας το αθλητικό εβδομαδιαίο περιοδικό «Ομάδα» το 1959 και το 1963 το περιοδικό φιλολογικής κριτικής και γενικής παιδείας «Εποχές», ανάμεσα σε άλλα. Με τον ερχομό της δικτατορίας, παρά τα προβλήματα τους με το καθεστώς των συνταγματαρχών, το «Βήμα» και τα «Νέα» συνεχίζουν να εκδίδονται. Το 1970 ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη (ΔΟΛ) μετατρέπεται από ατομική σε ανώνυμη εταιρεία και ο ίδιος αναλαμβάνει τη θέση του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου.
Το 1981, εκδίδεται το τριμηνιαίο επιστημονικό περιοδικό «Αρχαιολογία». Την ίδια χρονιά ο οργανισμός επεκτείνεται στον τουριστικό κλάδο, ιδρύοντας το γραφείο εσωτερικού και εξωτερικού τουρισμού «Travel Plan». Στον ίδιο κλάδο θα ενταχθεί αργότερα και η θυγατρική εταιρεία «Freegate Tourism Co. Inc.»
Το 1987, ο οργανισμός συνδέεται για πρώτη φορά με την τηλεοπτική δραστηριότητα, αφού αναλαμβάνει την πλειοψηφία των μετοχών της εταιρείας τηλεοπτικών παραγωγών «Studio AΤΑ A.E.», ενώ εξαγοράζει και την εκδοτική επιχείρηση «Ν. Θεοφανίδης Α.Ε.», η οποία εκδίδει τα περιοδικά «Ρομάντσο», «Βεντέτα», «Πάνθεον» και «Γάμος». Η σχέση του ομίλου με την τηλεόραση, θα γίνει ακόμα στενότερη, όταν το 1989 θα ιδρυθεί ο πρώτος ελληνικός ιδιωτικός τηλεοπτικός σταθμός, το «Mega Channel» από την εταιρεία «Τηλέτυπος Α.Ε.», στην οποία ο οργανισμός συμμετέχει μέχρι σήμερα έχοντας το 22,11 % των μετοχών. Ο Χρήστος Λαμπράκης διετέλεσε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου μέχρι την ημέρα του θανάτου του.

Το 1991, ο Χ. Λαμπράκης ιδρύει το Ίδρυμα Μελετών Λαμπράκη, έναν κοινωφελή μη κερδοσκοπικό οργανισμό και δημιουργεί το πρώτο μουσικό κέντρο διεθνών διαστάσεων της χώρας στην Αθήνα, το Μέγαρο Μουσικής. Την ίδια χρονιά εξαγοράζει κατά 100% την εταιρεία «Freegate Tourism Co. Inc.».
Το 1994, ολοκληρώνεται και τίθεται σε πλήρη λειτουργία η μεγάλη εκτυπωτική μονάδα του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη A.E.
Το 1997 αρχίζει να λειτουργεί η ηλεκτρονική σελίδα, In.gr. ενώ δημιουργείται ειδική υπηρεσία για την ολοκλήρωση της μελέτης και τη σταδιακή υλοποίηση της ηλεκτρονικής διαφύλαξης του αρχείου των εντύπων του οργανισμού.
Ο Χρήστος Λαμπράκης αφήνει πίσω του την μεγαλύτερη ελληνική εταιρεία στο χώρο των μέσων μαζικής ενημέρωσης με 4 εφημερίδες, 24 περιοδικά ( ανάμεσά τους «Το Βήμα», «Τα Νέα», «Αγγελιοφόρος», «Εξέδρα» και τα περιοδικά «Vita», «Αρχαιολογία Διακοπές», «TV Zαπινγκ», «Μarie Claire», «Cosmopolitan», κ.ά.), ενώ οι δραστηριότητες του Ομίλου επεκτείνονται με συμμετοχές στον κλάδο της τηλεόρασης (Mega και εταιρία παραγωγής studio ATA), της έκδοσης βιβλίων( Ελληνικά Γράμματα) ,στην αλυσίδα τεχνικών βιβλιοπωλείων Παπασωτηρίου, στην ανάπτυξη και λειτουργία ιντερνετικών πυλών και τη διενέργεια ηλεκτρονικού εμπορίου μέσω του διαδικτύου, στην παροχή τουριστικών υπηρεσιών με τη συμμετοχή του σε δύο τουριστικά πρακτορεία, στις εκτυπώσεις μέσω της θυγατρικής IRIS, στη Διανομή Τύπου, μέσω της συμμετοχής του στο πρακτορείο διανομής «Άργος» κ.ά.

Η ταυτότητα του ΔΟΛ

Η ιστορία της οικογένειας Χρήστου Λαμπράκη και του συγκροτήματος ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με την ιστορία της ελληνικής αστικής τάξης. Από την πρώτη της εμφάνιση μέχρι και την σημερινή μεταμοντέρνα εκδοχή της. Το «Ελεύθερον Βήμα», η πρώτη εφημερίδα του Δημητρίου Λαμπράκη και η ουσιαστική ναυαρχίδα του συγκροτήματος μέχρι και σήμερα, ιδρύθηκε το 1922, ώστε να αποτελέσει έντυπη έκφραση του Κόμματος των Φιλελευθέρων» του Ελευθερίου Βενιζέλου. Το συγκρότημα ήρθε να εκφράσει ακριβώς αυτή τη συνείδηση της ανερχόμενης αστικής τάξης.
Οι θέσεις του ΔΟΛ, κινούνται ουσιαστικά στον χώρο του κέντρου. Ένα κέντρο το οποίο δεν ταυτίζεται με το Πασοκ ή τον σοσιαλισμό, αλλά περισσότερο με τις αστικές κατακτήσεις και τις φιλελεύθερες απαιτήσεις. Η ιδιαίτερη συνθήκη που δημιουργεί η έλλειψη τυπικής αστικής επανάστασης στην χώρα μας, αλλά και το ιδιαίτερο της μεταπολεμικής ελληνικής ιστορίας, διαμορφώνει τις θέσεις αυτές σε μεγάλο βαθμό, αλλά ταυτόχρονα περιγράφει και τις αντιφάσεις της.
Όλες οι επί μέρους πτυχές και δραστηριότητες του συγκροτήματος έχουν να κάνουν ακριβώς με την πορεία της ελληνικής αστικής συνείδησης από την χρονικά καθυστερημένη άνοδό της και μη ολοκλήρωσή της, στη σύγχρονη κατάσταση της πολιτιστικής ομοιογένειας, της επιβολής προτύπων και της μιντιακής ηγεμονίας. Το Μέγαρο Μουσικής αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: ένα κομμάτι πολιτισμού το οποίο σε άλλες χώρες θα προέκυπτε φυσικά μέσα από μια ιστορία χωρίς διακοπές, ως κατάκτηση πολιτικών και πολιτιστικών διεργασιών, φτάνει στην Ελλάδα με καθυστέρηση πολλών ετών, ως δάνειο ξενόφερτο και αγκαλιάζεται ως κατόρθωμα μέσα στη ανιστορικότητά του.
Από την περίοδο των «Εποχών» και του «Ταχυδρόμου» (βλ. παρακάτω) μέχρι την σημερινή περίοδο της διαδικτυακής επικοινωνίας, ο ΔΟΛ κινήθηκε παράλληλα με τον μεσαίο χώρο διαμορφώνοντάς τον και ταυτόχρονα αλλάζοντας ανάλογα με αυτόν. Έτσι, από το προχουντικό κύρος των λογοτεχνικών εντύπων, πέρασε στην δεκαετία του ‘80 και την άνοδο του ατομισμού, βγάζοντας το «Κλικ» και μια σειρά από εξειδικευμένα περιοδικά για το αμάξι, το γάμο, τις διακοπές κτλ. Στη συνέχεια πέρασε στην εποχή της ιδιωτικής τηλεόρασης και τελικά στην εποχή του Ίντερνετ, των περιοδικών για υπολογιστές (RAM, ROM, Hi-Tech), της δικτυακής πύλης in-gr και της ψηφιοποίησης αρχείων. Καλύπτοντας και δημιουργώντας επιθυμίες, προβλέποντας και ανακαλύπτοντας διαθέσεις.

Ο ΔΟΛ και η πολιτική

Στην σημερινή μαζική δημοκρατία, η δυνατότητα να διαμορφώνεις συνειδήσεις μεταφράζεται σε δυνατότητα να διαμορφώνεις πολιτικές αποφάσεις. Το μέγεθος του συγκροτήματος, ο αριθμός των εντύπων και των πωλήσεων, ορίζει και το πολιτικό μέγεθος της εξουσίας του. Ο ίδιος ο Χρήστος Λαμπράκης, μορφή ταυτισμένη απόλυτα με τον οργανισμό, προέβαλε συχνά στον καθημερινό νου ως μια ενσάρκωση της ίδιας της εξουσίας, ως ένας χαρακτήρας που κινούσε τα νήματα, ανέβαζε και κατέβαζε κυβερνήσεις, ως αυτός που έπαιρνε τις αποφάσεις στα παρασκήνια. Άλλες από τις υποθέσεις αυτές μπορεί να πατούσαν στο στέρεο έδαφος άλλες να κινούνταν στο όριο της θεωρίας συνομωσίας. Δύο είναι ίσως οι πιο ξεκάθαρες περιπτώσεις, όπου ο ίδιος ενεπλάκη με τρόπο χαρακτηριστικό στις πολιτικές εξελίξεις: στα Ιουλιανά και στην υπόθεση Κοσκωτά. Στην μία περίπτωση έχασε και στην άλλη βγήκε κερδισμένος.
Στις 16 Ιουλίου του 1965, ο Γεώργιος Παπανδρέου παραιτείται μετά από σύγκρουση με τον βασιλιά Κωνσταντίνο για τη θέση του υπουργού Εθνικής Άμυνας και ουσιαστικά για την άμεση παρέμβαση του παλατιού στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας. Την ίδια μέρα ορκίζεται ο πρώτος «αποστάτης» πρωθυπουργός, ο τότε πρόεδρος της Βουλής, Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας. Αρχίζουν τα Ιουλιανά. Θα ακολουθήσουν παραιτήσεις επί παραιτήσεων, μαζικές πορείες και συμπλοκές μεταξύ βουλευτών της Ένωσης Κέντρου και αποστατών μέσα στη Βουλή. Στην περίπτωση αυτή το συγκρότημα θα πάρει σε κάποια φάση το μέρος των αποστατών. Στις πορείες που θα γίνουν τις μέρες εκείνες, οι διαδηλωτές καίνε φύλλα των «Νέων». Τελικά ο Λαμπράκης θα ανασκευάσει, παραδεχόμενος εμμέσως τη λανθασμένη επιλογή.
Τη δεκαετία του 80, το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν πανίσχυρο στην εξουσία. Η άνοδος των ‘’νέων τζακιών’’ απειλούσε περισσότερο από κάθε άλλον το συγκρότημα. Ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου, ακριβώς, λόγω των Ιουλιανών, δεν είχε την καλύτερη σχέση με το συγκρότημα. Η κατάσταση αυτή θα μείνει αμετάβλητη μέχρι το 1988, όταν θα ξεσπάσει το σκάνδαλο Κοσκωτά. Την περίοδο αυτή είναι ο συμπολιτευόμενος τύπος αυτός που θα ασκήσει την πιο δριμεία κριτική («Ελευθεροτυπία», «Έθνος», «Νέα», «Βήμα»), η οποία θα οδηγήσει στις δίκες του 1991. Από την κατάσταση αυτή, ο Χρήστος Λαμπράκης θα βγει κερδισμένος ορίζοντας την πολιτική δύναμη του συγκροτήματος και ταυτόχρονα εξασφαλίζοντας τους όρους με τους οποίους θα λειτουργούσε η ιδιωτική τηλεόραση, η οποία σε σύντομο χρονικό διάστημα θα αποτελούσε τον νέο μεγάλο πόλο εξουσίας.

Πολιτισμός
ή βιομηχανία πολιτισμού


Περιγράφοντας τον Χρήστο Λαμπράκη μετά τον θάνατό του, τα περισσότερα αφιερώματα έδωσαν περισσότερο βάρος στην προσωπικότητα του. Αυτό είχε ως συνέπεια η εκδοτική του δραστηριότητα και η εξουσία που αυτή κουβαλά να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα και να τονίζεται περισσότερο η σχέση του με τον πολιτισμό, το Μέγαρο Αθηνών και το Ίδρυμα Λαμπράκη. Ποιος είναι όμως ο πολιτισμός που στην πραγματικότητα παρήγαγε η μεγαλύτερη βιομηχανία κουλτούρας στην σύγχρονη Ελλάδα;
Κάνουμε συχνά το λάθος όταν χρησιμοποιούμε τις λέξεις πολιτισμός και κουλτούρα να τις χρησιμοποιούμε αξιακά, με ένα σιωπηλό αλλά έντονα θετικό πρόσημο. Έτσι ο πολιτισμός ταυτίζεται με τον υψηλό πολιτισμό, τις ορχήστρες του μεγάρου, τα νόμπελ, τα αρχαία μνημεία. Και όμως ο πολιτισμός και η κουλτούρα είναι συνολικές διαστάσεις μιας κοινωνίας ή μιας δραστηριότητας και περιγράφουν απλά μια κατάσταση από την πιο ταπεινή, μέχρι την πιο θορυβώδη πτυχή της. Υπό το πρίσμα αυτό θα είχε ενδιαφέρον να δούμε τι πολιτισμό παρήγαγε το συγκρότημα.
Πριν από το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, το συγκρότημα διένυε τη χρυσή του δεκαετία. Δύο περιοδικά μπορούν να περιγράψουν την θέση του για τον πολιτισμό: ο «Ταχυδρόμος» και οι «Εποχές» (και ένα τρίτο το «Θέατρο» του Κώστα Νίτσου, το οποίο συνδεόταν μόνο έμμεσα με τον ΔΟΛ). Σε μια περίοδο που η αριστερά ηγεμόνευε απόλυτα στον χώρο του πολιτισμού, τα περιοδικά αυτά ήταν αρκετά ώστε να αποτελέσουν ένα σημαντικό αντίβαρο του αξιολογότερου ρεύματος της αστικής κουλτούρας. Είναι χαρακτηριστικά τα ονόματα που βγήκαν ή συνεργάστηκαν με αυτά τα δύο περιοδικά. Στον «Ταχυδρόμο», διευθυντής σύνταξης ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα ο Γ.Π. Σαββίδης και ανάμεσα στους συνεργάτες συγκαταλέγονταν οι: Nίκος Tσιφόρος, η Oριάνα Φαλάτσι, ο Δημήτρης Ψαθάς, ο Kώστας Mητρόπουλος, ο Γιάννης Mπεράτης, ο Στρατής Tσίρκας, ο Kοσμάς Πολίτης και αργότερα ο B. Bασιλικός. Όσο για τις «Εποχές» αρκεί κάποιος να δει τους συμβούλους έκδοσης: Γιώργος Σεφέρης, Κ.Θ. Δημαράς, Γιώργος Θεοτοκάς, Κωστής Σκαλιόρας, με διευθυντή τον Άγγελο Τερζάκη. Ονόματα μεγάλου μεγέθους, προοδευτικά, αλλά κατά κύριο λόγο όχι της αριστεράς. Τα δύο αυτά περιοδικά αποτέλεσαν ξεκίνημα για πολλούς νέους λογοτέχνες διαμορφώνοντας σε μεγάλο βαθμό την άνθιση μιας πλευράς της ‘’χαμένης άνοιξης’’ που κόπηκε απότομα από τα τανκς των συνταγματαρχών.
Στη μεταπολίτευση και όσο περισσότερο πλησιάζουμε την δεκαετία του ’80, το συγκρότημα περνά κρίση, με αποτέλεσμα να στραφεί περισσότερο προς πιο επιχειρηματικές δραστηριότητες, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα το κύρος των πολιτιστικών εγχειρημάτων, ώστε να καταφέρει να επιβιώσει. Το 1991, η ίδρυση του Μεγάρου Μουσικής αλλά και του Ιδρύματος Λαμπράκη, προσπαθούν με αρκετά θορυβώδη τρόπο να ανακτήσουν αυτή την χαμένη αίγλη. Παρ’ όλα αυτά, μπορεί κάποιος να παρατηρήσει πως τα δύο αυτά ιδρύματα, δεν κατάφεραν να παράγουν πρωτότυπο πολιτιστικό έργο, αλλά λειτούργησαν μόνο ως θεσμοί.
Είναι ενδεικτική η παράλληλη δραστηριότητα του ομίλου και πώς αυτή μεταφράζεται σε πολιτισμό. Έτσι, σήμερα, δίπλα στο Μέγαρο Μουσικής (και αλήθεια, πόσο πολιτισμένο είναι το γεγονός πως η ανέγερση του πληρώθηκε στην μεγάλη πλειοψηφία της από το ελληνικό δημόσιο πριν παραχωρηθεί και πραγματοποιήθηκε διχοτομώντας και πληγώνοντας ανεπανόρθωτα το Πάρκο Ελευθερίας, μπορούμε να αντιπαραθέσουμε τον πολιτισμό των παραθύρων στα δελτία του Μέγκα, τα σίριαλ( όπως π.χ. «Το καφέ της Χαράς») και τα ριάλιτι (όπως π.χ. το Survivor Ελλάδα -Τουρκία) των Studio ATA (ΔΟΛ 100% μέτοχος), ή περιοδικά όπως το «Men” και το «Κλικ». Και όταν μιλούμε για πολιτισμό, ας αναρωτηθούμε ποια από τις δύο δραστηριότητες του ομίλου διαμορφώνει περισσότερη καθημερινότητα, περισσότερα πρότυπα, περισσότερη πραγματικότητα;
Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι το πλέγμα που διαμορφώνεται από τις πολλαπλές δραστηριότητες του ομίλου. Ένα βιβλιό π.χ. θα εκδοθεί από τον εκδοτικό οίκο που κατέχει ο όμιλος, θα διανεμηθεί στα βιβλιοπωλεία του ομίλου όπου θα καταλάβει περίοπτη θέση, θα διαφημιστεί στα πλείστα τόσα έντυπα και αργότερα θα κατοχυρωθεί από κριτικούς του εντύπου. Κάτι τέτοιο μπορεί φυσικά να ισχύσει με παρόμοιους όρους για ένα σίριαλ, έναν μουσικό ή -γιατί όχι;- για ένα δημοσιογράφο του οργανισμού που επιθυμεί να πολιτευτεί. Το συγκρότημα, λοιπόν, δημιουργεί μια αυτοαναφορική πραγματικότητα που αλληλοτροφοδοτείται, μια βιομηχανία πολιτισμού άκαμπτη στη φιλαρέσκειά της. Αλήθεια, τι όρους πολιτισμού διαμορφώνουν αυτά τα μεγέθη και αυτή η βιομηχανία;

Το μέλλον του ΔΟΛ
στο χώρο του Τύπου
και στην πολιτική


Ο ΔΟΛ αποτελεί σήμερα μια αυτοκρατορία τροφοδοσίας πληροφοριών, ενημέρωσης και κουλτούρας και ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες διαμόρφωσης της κοινής γνώμης και των κάθε είδους αποφάσεων, ένας ισχυρότατος πόλος εξουσίας. Σύμφωνα με δημοσιεύματα πιθανότερος διάδοχος για την προεδρία του ΔΟΛ φέρεται ο Σταύρος Ψυχάρης (ήδη στην ταυτότητα των εντύπων του ΔΟΛ αναφέρεται ως πρόεδρος ο Στ. Ψυχάρης με εκτελεστικό αντιπρόεδρο τον γιο Ψυχάρη), ο οποίος κατέχει και το 25% των μετοχών του οργανισμού. Στη θέση του αντιπροέδρου και διευθύνοντος συμβούλου φαίνεται ο δημοσιογράφος και διευθυντής σύνταξης του «Βήματος» Γιάννης Πρετεντέρης. Ο Γ. Πρετεντέρης φέρεται να χαίρει της εκτίμησης και του μεγαλομετόχου εφοπλιστή Βίκτωρα Ρέστη (17,6%), ο οποίος έχει θέση στο συμβούλιο του ΔΟΛ, (στο Δ.Σ. συμμετέχουν επίσης οι Τ. Γιαννίτσης, Π. Καψής, Τρ. Κουταλίδης, Γ. Μάνος, Στ. Νέζης, Γ. Παράσχης, Ν. Πεφάνης, Αντ. Τριφύλλης και Π. Ψυχάρης).
Η τύχη του ΔΟΛ δεν είναι απλά η τύχη μιας εταιρείας, αλλά ένα ερώτημα για την πολιτική ισορροπία στον κεντρώο χώρο και ουσιαστικά στη σύγχρονη ελληνική πολιτική κατάσταση. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ φαίνεται να δείχνει τα όρια και τις δυνατότητες της πολύ σύντομα, έχοντας εξαντλήσει προ πολλού την περίοδο χάριτος ενώ η χώρα βρίσκεται σε κρίση. Τα μέτρα που η κυβέρνηση θέλει να περάσει, εξαιτίας της ρευστής οικονομική και πολιτικής κατάστασης, χρειάζονται υποχρεωτικά τη νομιμοποίηση από την κοινή γνώμη, άρα και από τους διαμορφωτές της. Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με την κρίση του τύπου, κάνει τις εξελίξεις στον οργανισμό ακόμα πιο σημαντικές.
Όταν κάθε αφιέρωμα περιγράφει τον Χρήστο Λαμπράκη ως τον τελευταίο των παραδοσιακών εκδοτών, αυτό που τονίζεται είναι στην πραγματικότητα η συγκεκριμένη ιδεολογία, η θέση. Παραδοσιακός υποστηρικτής του μεσαίου χώρου, ο Λαμπράκης εξασφάλιζε, έστω και με τη φυσική του παρουσία μια ιδεολογική σταθερά. Σε έναν κόσμο όπου τα ΜΜΕ ανήκουν αποκλειστικά σε ανθρώπους που είναι και πράττουν ως επιχειρηματίες, η κατάσταση γίνεται σίγουρα πιο ρευστή. Τι αποκλίσεις και τη συμμαχίες θα φέρει η αλλαγή στο τιμόνι του ΔΟΛ θα το δείξει το μέλλον. Σίγουρα όμως μπορούμε να μιλήσουμε για ανακατατάξεις που περιγράφουν ένα τέλος μιας εποχής.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009

Ψάχνοντας την ταυτότητα μέσα στην κρίση



Η ταυτότητα επιλέγεται μέσα από μια σειρά αντανακλάσεων, παρερμηνειών και υπερβολών. Προθέσεις, φόβοι και επιθυμίες προβάλλονται σε ένα είδωλο που λέει περισσότερα γι’ αυτό που κρύβεται, παρά γι αυτό που αποκαλύπτεται με την πρώτη ματιά. Το λάθος δεν είναι επιλογή. Ακόμα και μακριά από το αντικειμενικά ορθό, μια νέα πραγματικότητα αρκεί ώστε να υποστηρίξει τον εαυτό της ως το μόνο αληθινό. Ποιο είναι το είδωλο που αντικρίζει ο σύγχρονος νεοέλληνας; Πώς ετεροπροσδιορίζεται ως μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας και πολύ περισσότερο, πόσο μέλος της αισθάνεται; Είναι κοινός ο τρόπος θέασης σε σχέση με την κάθε γενιά;
Τόσο συχνά στην πολλαπλότητα της καταγωγής του και στις διάφορες γεωγραφίες και χρονολογίες που τον προσδιορίσανε, ο Νεοέλληνας θα ψάχνει την ταυτότητά του συνεχώς. Βαλκάνια, ανατολή, αρχαία Ελλάδα, εκκλησία, Ευρώπη, παγκοσμιοποίηση. Από το Αιγαίο του Ελύτη μέχρι το Αιγαίο των rooms to let, υπάρχει ένα νήμα που περιγράφει, άλλοτε συγκροτημένα και στοχαστικά και άλλοτε άθελά του, το δύσκολο της ταυτότητας σε έναν κόσμο που αλλάζει απότομα στο παρελθόν και το παρόν του. Αυτό που έχει ως βασική προϋπόθεση τη σταθερότητα στο χρόνο παρασύρεται στο ρευστό του πραγματικού, με την κάθε συγκυρία να αλλάζει τις συντεταγμένες. Πέρα από τις ενδογενείς αντινομίες της ελληνικής συνείδησης, οι εξελίξεις στον πέρα των συνόρων κόσμο επηρεάζουν την ταυτότητα.
Χώρα περιφερειακή και οικονομικά εξαρτημένη (άρα κατ’ επέκταση πολιτικά και πολιτιστικά), η Ελλάδα πάντα είχε τη διττή στάση απέναντι στους ξένους. Από τη μία να ορίζεται σε σχέση με τις επιλογές της, από την άλλη να τους αντιμετωπίζει εχθρικά και αρκετά συχνά απαξιωτικά. Από τα θεατρικά έργα του Χουρμούζη μέχρι τον ελληνοκεντρισμό (συχνά υπερβολικό) της γενιάς του 30, η αναζήτηση της ταυτότητας είχε έντονο το στοιχείο του διαχωρισμού. Και αν κάτι τέτοιο είναι λογικό και αναμενόμενο, παίρνει άλλες διαστάσεις όταν γίνεται επιθετικό. Η ανωτερότητα της ελληνικής καθημερινότητας, του ελληνικού παρελθόντος, της ελληνικής κουζίνας κ.τ.λ αποτελούν κοινό τόπο της καθημερινής συνθήκης.
Τη δεκαετία του 80 με την άνοδο της γλώσσας του λαϊκισμού, η λογική αυτή αποθεώθηκε. Τόσο συχνά η αδυναμία έγινε περήφανη εσωστρέφεια, ο λαϊκίστικος εθνοκεντρικός λόγος, ταυτίστηκε με τον αντιιμπεριαλιστικό λόγο της εθνικής ανεξαρτησίας, το ναΐφ και το φολκλόρ έγινε απάντηση στην παγκοσμιοποίηση. Άκριτα και φανατικά. Ο κουτόφραγκος στέκει με άγνοια μπροστά στην ακρόπολη θαυμάζοντας το ελληνικό μεγαλείο. Και εμείς προπονημένοι από καιρό στις έξυπνες κινήσεις του, την πουλάμε για κάποιο αστείο ποσό. Αυτός –τόσο κουτός είναι- που την αγοράζει. Την ακρόπολη που δεν γνωρίζουμε, την ακρόπολη που δεν μας ανήκει….
Και όμως φαίνεται πως κάτι τόσο βαθιά ριζωμένο μπορεί να αλλάξει. Το 2004 η ίδια η χώρα κατήγγειλε τον εαυτό της για δημιουργική λογιστική. Φέτος τον κατήγγειλε ξανά για ψευδή στοιχεία και κρυμμένα ελλείμματα. Αυτό που κάποτε ονομαζόταν απειθαρχία, με τόνο στην χροιά της αντίστασης, τώρα καταλήγει να μεταφράζετε απλά ως αναξιοπιστία. Χρέη, επιτήρηση, έλλειμμα. Πόσο προσδιορίζει τον σύγχρονο Έλληνα το γεγονός ό,τι μια σειρά από αβέβαιες ηθικά επιλογές αποκαλύπτονται; Και αν και επιλογές λίγων προνομιούχων άλλων, τελικά έρχονται να προσδιορίσουν και αυτό τον ίδιο; Τα ξένα δημοσιεύματα περιγράφουν την έλλειψη αξιοπιστίας, την Ελλάδα ως το αυτονόητο της διαφθοράς, το υποψήφιο θύμα της κατάρρευσης, τη νέα Ισλανδία, το νέο Ντουμπάι. ‘’Θα μπορούσε η κατάσταση να είναι χειρότερη. Στην Ελλάδα είναι!’’, έγραφαν πρόσφατα οι Times του Λονδίνου. Ταυτόχρονα όλο και περισσότεροι νέοι άνθρωποι έρχονται σε επαφή με τον έξω κόσμο. Μεταπτυχιακά, Erasmus, διαδίκτυο, όλα αποκαλύπτουν αυτό που μέχρι χθες δεν έπειθε κανέναν αλλά τώρα διαδίδεται ψιθυριστά ανάμεσά μας: η Ελλάδα δεν είναι το κέντρο του κόσμου. Ένα στερεότυπο βουλιάζει σε ελάχιστο χρόνο, παρασυρμένο από το βάρος του κενού του. Και ανάμεσα στις άλλες παραμέτρους, ο Δεκέμβρης ακόμα απροσδιόριστος σε μεγάλο βαθμό, αμφισβητεί το αυτονόητο των αξιών της ίδιας κοινωνίας, περιγράφοντας και υπενθυμίζοντας τις αμείλικτες διαστάσεις της: ανεργία, φτώχια, ανασφάλεια, μερική απασχόληση.
Πέρασε ο καιρός που ο φτωχοδιάβολος ήταν μια φιγούρα συμπαθής, απόγονος του Καραγκιόζη, συγγενής του αρχετύπου του Οδυσσέα. Οι εγχώριες ελίτ, απαξιωμένες από τη μεγάλη αλυσίδα σκανδάλων, καλούνται από τις Βρυξέλλες να πάρουν τα αναμενόμενα μέτρα που θα στήσουν την χώρα στα πόδια της. Εθνική ομοψυχία, συναίνεση, συμβιβασμοί. Αλλά τελικά σε ποιόν αναφέρονται όλα αυτά; Ποιος είναι αυτός που θα πληρώσει; Σε μεγάλο βαθμό γνωστό. Πώς, όμως, μπορείς να ξεπεράσεις μια κρίση όταν πέρα από την οικονομική της διάσταση ταυτίζεται και με μια κρίση ταυτότητας;

(στην εφημερίδα Εποχή)

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009

Δοκιμή 3


- Δώσε μου το πορτοφόλι σου.
-Όχι.
-Εντάξει, τότε δώσε μου τα παπούτσια σου.
-Τι να τα κάνεις τα παπούτσια μου;
-Να τα πουλήσω. Έχω βρει έναν κουτσό που κάνει συλλογή από παπούτσια.
-Συλλογή; Και πόσα έχει;
- Ένα.
- Καλά, και τι τα κάνει ο κουτσός τα παπούτσια;
-Τα μισεί.

(από την παράσταση στο Μουσικό Καφενείο)

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ: Το συναίσθημα ως κατασταλτικός μηχανισμός




Πολλά ακούστηκαν περιμένοντας την επέτειο της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Φόβοι για επεισόδια, προσδοκίες επανάληψης, αναμονή για εντάσεις. Περιμένοντας τον Δεκέμβρη, τα περσινά γεγονότα νοηματοδοτήθηκαν από την αρχή, περιγράφηκαν ξανά από διαφορετικές σκοπιές, ζωγραφίζοντας νέα ερωτηματικά και νέες (τόσο συχνά βιαστικές) απαντήσεις. Αυτή είναι η πορεία ενός γεγονότος προς τον ιστορικό χρόνο, η συνεχής μεταμόρφωσή του στο επίπεδο της μνήμης και της καταγραφής, η μάχη του παρελθόντος που δίνεται στο παρόν προσδοκώντας το μέλλον.
Ο Δεκέμβρης, βρίσκεται ακόμα πολύ κοντά ώστε να μιλήσει κανείς με ασφάλεια για αυτόν, παρ όλα αυτά η ελάχιστη αυτή απόσταση αποκαλύπτει κάποιες πτυχές, που ίσως η φωτιά των γεγονότων να κάλυπτε. Και ενώ κεντρικό θέμα ήταν για πολλούς τα αίτια τα οποία πυροδότησαν τα γεγονότα έχει εξίσου ενδιαφέρον να δούμε γιατί και πώς τα γεγονότα σταμάτησαν.

Η δολοφονία ενός παιδιού
Ανάμεσα σε άλλα στοιχεία που ήρθαν στην επιφάνεια, η ένταση του μήνα αποκάλυψε μια σειρά από χαρακτηριστικά, που σε άλλες περιπτώσεις απλά υπήρχαν με τρόπο διακριτικό ή κεκαλυμμένο. Τη δύναμη των μέσων μαζικής ενημέρωσης, τους τρόπους της καταστολής και τελικά τις αδυναμίες της αριστεράς. Το συναίσθημα ήταν το κυρίαρχο στοιχείο από την αρχή των αναταραχών. Η δολοφονία ενός παιδιού, πέρα από την σκληρότητα που παρουσιάζει σαν πράξη, εμπεριέχει το μη αποδεκτό και εξόριστο από κάθε είδους κοινωνία, την υπέρβαση ενός ανθρώπινου ορίου. Η πράξη της δολοφονίας περιγράφηκε από την ίδια την αντίδραση της κοινωνίας ως ύβρις. Ήταν ορατό ήδη από τις πρώτες ώρες πως και η απάντηση θα έπαιρνε διαστάσεις Νέμεσις.
Δεν ήταν η δικαιολογημένη έκρηξη απόγνωσης της νεολαίας αυτή που έκανε τον Δεκέμβρη να έχει τόση διάρκεια, τόση ένταση και τέτοια σημασία. Ήταν η ίδια η απόγνωση που εκφραζόταν στις διάφορες περιόδους του φοιτητικού κινήματος και μάλιστα με τρόπο πολιτικά συγκεκριμένο και αιτήματα ξεκάθαρα. Το πρόσωπο του θύματος ήταν αυτό που ήρθε να εκφράσει όλη την απόγνωση μιας γενιάς και να την παρουσιάσει ως ένα παιδί άδικα χαμένο στη γωνία Τζαβέλα και Μεσολογγίου.
Ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος αποτέλεσε ένα πρόσωπο με το οποίο ο καθένας θα μπορούσε να ταυτιστεί. Οι νέοι, γιατί αναγνώριζαν στην ηλικία του τη δική τους ηλικία, στην τύχη του τη δική τους τύχη. Οι μεγαλύτεροι γιατί αναγνώριζαν σε αυτόν το παιδί τους ή έστω την παιδικότητα που οι ίδιοι κουβάλαγαν και έχασαν σε μια πορεία ευθυνών, ρουτίνας και επιβίωσης. Η ένταση του αρχικού πλήθους έγινε μια ένταση δίκαιη, αφού με τόσους διαφορετικούς τρόπους αφορούσε το σύνολο. Οι μέρες περνούσαν και η έκφραση της απόγνωσης δεν μειωνόταν.

Πέρα από τα όρια
του τηλεοπτικού καθωσπρεπισμού


Ο τρόπος με τον οποίο κινήθηκαν τα μέσα ενημέρωσης, περιγράφει την αμηχανία του ίδιου του συστήματος να προβλέψει κοινωνικά αντανακλαστικά που πίστευε πως είχαν μουδιάσει στην ακινησία. Η στάση τους αρχικά υπήρξε σπασμωδική. Ήταν χαρακτηριστική η καθυστέρηση με την οποία το νέο μεταδόθηκε. Η ένταση όμως των επεισοδίων δεν άφηνε περιθώρια. Έτσι οι δημοσιογράφοι μετατράπηκαν για άλλη μια φορά σε καλοπροαίρετους ερευνητές, εξετάζοντας τις πτυχές του γεγονότος αφήνοντας όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά. Η οργή όμως είχε ξεπεράσει τα όρια του τηλεοπτικού καθωσπρεπισμού, οι απαντήσεις στα δημοσιογραφικά ερωτήματα δίνονταν με τρόπο ξεκάθαρο. Η αστυνομία, παρά το μέγεθος της καταστολής που εφάρμοσε, δεν φαινόταν ικανή να ελέγξει τις αντιδράσεις. Πολύ περισσότερο, όταν τόσο συχνά είχε να αντιμετωπίσει παιδιά στην ηλικία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Στο σημείο αυτό ήταν οι φωνές των καναλιών που αναλάμβαναν το παιχνίδι.
Στην προσπάθειά τους να ελέγξουν την κατάσταση, τα μέσα αποδέχτηκαν αυτό που η κοινωνία αντιμετώπιζε ως αυτονόητο, τη δολοφονία σε όλο το παράλογο και τη σκληρότητά της. Ο δημοσιογράφος έγινε και αυτός ένας απεγνωσμένος, συχνά ενοχικός, πολίτης. Ο πολιτικός κάθε απόχρωσης ακολούθησε την ίδια στάση. Έτσι τα δελτία άρχισαν να μιλούν με φράσεις γεμάτες συγκίνηση, παρουσιάζοντας με την συνοδεία μελαγχολικών τραγουδιών, λέξεις κακόγουστες στο μέγεθος τους, ένα αλφάβητο φθαρμένο από τις αντίστοιχες σκηνές των σίριαλ, έναν θρήνο που θύμιζε τηλεοπτικό βιντεοκλίπ. Και όμως στους δρόμους ο θρήνος ανέπνεε σε όλη την οργή και την απόγνωσή του. Το συναίσθημα επικράτησε ακριβώς για να μην μετατραπεί σε πολιτικό αίτημα και κοινωνική διεκδίκηση. Τα αίτια, οι θύτες και οι ευθύνες έμειναν σε ένα σημείο απομακρυσμένο, θολό και ανέγγιχτο. Το κοινό αίσθημα με την ενσωμάτωση αυτή ως ένα σημείο εκτονώθηκε. Το μόνο που έμενε ήταν, σπασμένες βιτρίνες, φωτιά, μια πόλη με δρόμους κλειστούς, μια πόλη κλεισμένη στον φόβο του πλήθους.
Η οργή έγινε θρήνος και ο θρήνος τηλεοπτική μελαγχολία. Έτσι σύντομα μπήκαν και οι κανόνες. Ότι προφανώς κάποιος μπορεί να εκδηλώνει την απόγνωση του αλλά με τρόπο φιλειρηνικό. Ότι προφανώς κάποιος μπορεί να νιώθει το αδιέξοδο, αλλά όχι την απελπισία. Και, τελικά, ότι προφανώς κάποιος μπορεί να ζητά ένα καλύτερο μέλλον, αλλά όχι να το διεκδικεί ή πολύ περισσότερο να το απαιτεί.
Αυτή η στάση έγινε ορατή περισσότερο από οπουδήποτε στην επετειακή πορεία της Κυριακής. Η κυβέρνηση καλωσόρισε τις εκδηλώσεις μνήμης, ασκώντας ταυτόχρονα έντονη καταστολή, χτυπώντας την πορεία, φιμώνοντας ουσιαστικά κάθε αντίθετη φωνή και κάθε διεκδίκηση.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2009

Ο Δεκέμβρης και η αισθητική του αυθόρμητου


Ένας χρόνος πέρασε και ο Δεκέμβρης αφήνει έντονα το αποτύπωμά του. Για άλλους ως ανάμνηση, για άλλους ως φόβος, για άλλους ως σύγχρονη πραγματικότητα. Το μέγεθος και η ένταση του γεγονότος καθώς και η πρωτοφανής του έκταση (οι μέρες που κράτησε, η αποκεντρωμένη συνολική δράση, καθώς και το μέγεθος που πήρε στο εξωτερικό είτε με τις πορείες συμπαράστασης είτε με την προβολή του από τα ΜΜΕ) ορίζουν το γεγονός ως μια ρήξη συγκεκριμένη. Πέρα από τις περιγραφές ή τις αναλύσεις, πως παρουσιάζει ο ίδιος ο Δεκέμβρης τον εαυτό του, το σύνολο των θεμάτων που ήθελε να εκφράσει ;
Ο χρόνος ζητά να συμπυκνώνει. Με λίγες φράσεις συνθήματα, με λίγες εικόνες που εμπεριέχουν πολύ περισσότερα. Αν έπρεπε να επιλέξουμε μια εικόνα που να περιγράφει καλύτερα εκείνες τις ημέρες, εκείνες τις διαθέσεις και εκείνα τα γεγονότα, θα επιλέγαμε το φλεγόμενο χριστουγεννιάτικο δέντρο στην πλατεία συντάγματος. Σύμβολο του ατάραχου καταναλωτισμού, που επιβάλλεται με το μέγεθός του, συνδέοντας τον κοινοβουλευτισμό της βουλής με την εμπορικότητα της Ερμού. Σύμβολο το οποίο ταυτίζει τις αγορές με την γιορτινή χαρά και μακαριότητα, την κακογουστιά των επιβεβλημένων ημερολογιακών εορτών, με τα τόσα πρότυπα που αφήσαμε να υπάρχουν χωρίς κριτική. Τα Χριστούγεννα που κάηκαν μπροστά στη βουλή, πέρα από τις όποιες προθέσεις, έφτιαξαν μια δήλωση πολύ πιο έντονη και ξεκάθαρη μέσα στην αντίθεση της εικόνας. Την αντίθεση των συνθημάτων που μιλούσαν για ένα δολοφονημένο παιδί και ένα δολοφονημένο μέλλον, με τα τραγουδάκια μιας πλαστικής θρησκευτικότητας που προσφέρει στολίδια και φάτνες. Την αντίθεση ενός πλήθους ριγμένου στην ανεργία και την ανασφάλεια, με τις υπερπροσφορές και τις γιορτινές εκπτώσεις. Την αντίθεση ενός κοινοβουλευτισμού ατάραχου ανάμεσα σε μια σειρά σκανδάλων, με μια πολιτική του δρόμου, της απελπισίας, της φαντασίας.
Το βλέμμα πολλών τις μέρες εκείνες δεν είδε άλλο από σπασμένες βιτρίνες και αμάξια να καίγονται. Και όμως ανάμεσά τους μια σειρά από τοίχους χρωματισμένους με πρόχειρη ποιητικότητα προσπάθησε να εκφράσει μια γενιά που μετρούσε είδη νεκρούς. Και ήταν πολλά αυτά που εκείνες οι μέρες θέλησαν να εκφράσουν, με την αυθόρμητη αισθητική τους. Την ρήξη με την αυθεντία του ιστορικά συντελεσμένου (fuck May 68, fight now) και την ταυτόχρονη ιστορική συνέχεια (Βάρκιζα Τέλος). Την απελπισία μιας γενιάς (Ξυπνήστε! Πεθαίνω!). Το βάρος και το όραμα της συγκεκριμένης στιγμής, της συγκεκριμένης ζωής (Ιστορία ερχόμαστε! κοίτα τον ουρανό!). Και κυρίως τον θρήνο για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου (Αυτές οι μέρες είναι του Αλέξη. Μην μας ρίχνετε δακρυγόνα, εμείς κλαίμε από μόνοι μας, και τόσα άλλα).
Ήταν πολλές οι παρεμβάσεις τις μέρες εκείνες, που πέρα από πολιτική είχαν και αισθητική διάσταση. Η λέξη αντίσταση που κρεμάστηκε στην ακρόπολη, η παρέμβαση στην ΕΡΤ κατά την ομιλία του πρωθυπουργού, η διακοπή των θεατρικών παραστάσεων. Και κυρίως τα πανό των πορειών και των καταλήψεων, οι χρωματισμένοι τοίχοι και η οδός Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου.
Η παρακαταθήκη του Δεκέμβρη, φάνηκε από τις επόμενες κιόλας μέρες. Τοπικές καταλήψεις, το πάρκο Κύπρου και Πατησίων, το πάρκο στη Ζωοδόχου πυγής και κυρίως η κατάληψη της λυρικής, σηματοδότησαν την επιθυμία για ανατροπή της καθημερινότητας και της κανονικότητας. Ήταν περίεργες και όμορφες εκείνες οι ημέρες. Στα παρκινγκ φύτρωσαν Πάρκα. Η Πατησίων κλειστή από χορεύτριες κάτω από τον ήχο του Μπολερό, η ακαδημίας κλειστή από αυτοσχέδιες ορχήστρες λαϊκών οργάνων. Προβολές, συζητήσεις και συναυλίες, σε κάθε σημείο.
Για μια γενιά που μεγάλωσε με δανεικά όνειρα και εμπειρίες παλαιοτέρων γενεών, ο Δεκέμβρης δίδαξε πέρα από την καθαρά πολιτική σύγκρουση (η οποία βέβαια ήταν γνωστή από τα φοιτητικά και άλλα πρόσφατα κινήματα), τη σύγκρουση με το παγιωμένο της κάθε μέρας. Το πώς το μαζικό μπορεί να γίνει δημιουργικό. Η αισθητική του Δεκέμβρη, αν και σκόρπια σε εικόνες, σημειώσεις και αναμνήσεις, περιγράφει το αντίστροφο της επίσημης εικόνας. Δίπλα στην καμένη γη, την αναταραχή και το χάος της τηλεοπτικής αλήθειας στέκει ένα πρόσημο απόλυτα θετικό, ελάχιστα παιγμένο και εντελώς συγκεκριμένο. Η δημιουργία του εξεγερμένου, η φωνή των παιδιών του Δεκέμβρη.
(Στο αφιέρωμα της Εποχής για τον Δεκέμβρη)

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2009

ΔΟΚΙΜΗ 1.


10 ηθικά διδάγματα από μια παράσταση Stand up

1. Μην οδηγείτε μεθυσμένοι
2. Να βουρτσίζετε τα δόντια σας πάντα μετά από κάθε γεύμα
3. Μην δέρνετε τους γονείς σας εκτός εάν τους αξίζει
4. Μην καθαρίζετε την μύτη σας χρησιμοποιώντας ένα τιρμπουσόν
5. Μην κυκλοφορείτε γυμνοί στην βουλή (Επίσης γουφ-γουφ)
6. Μην θυμώνετε τον φίλο μου τον Σκλεπ
7. Μην βάζετε την γάτα στον φούρνο μικροκυμάτων εκτός και αν θέλετε να κάνετε κάποιον να γελάσει
8. Μην απαγάγετε τον Mc Hammer
9. Μην κάνετε σεξ την σαρακοστή. Το σεξ είναι φτιαγμένο από κρέας.
10. Μην προδίδετε τις αρχές σας. Οι αρχές είναι το ήμισυ του παντός. Και αν η καθαριότητα είναι η μισή αρχοντιά, η βρόμα είναι η άλλη μισή

(από την παράσταση στο Μουσικό καφενείο)

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

Το γέλιο, ως μοναδική λάμψη στο σκοτάδι


100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΙΟΝΕΣΚΟ


Στις 26 Νοεμβρίου έκλεισαν εκατό χρόνια από τη γέννηση του γαλλορουμάνου συγγραφέα Ευγένιου Ιονέσκο. Μορφή ξεχωριστή ανάμεσα στον μοντερνισμό του εικοστού αιώνα, ο Ιονέσκο άφησε το στίγμα του στην εξέλιξη του θεάτρου σημαδεύοντάς την με το χιούμορ, την ελλειπτικότητα και την αγωνία των έργων του.
Γεννημένος το 1909, στη Ρουμανία από Ρουμάνο πατέρα και μητέρα γαλλικής και ρουμανοελληνικής καταγωγής, ο Ιονέσκο πέρασε τα παιδικά του χρόνια κυρίως στη Γαλλία. Το 1925 γυρνά στη Ρουμανία με τον πατέρα του και από το 1928 μέχρι το 1933, φοιτά στο πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου στο τμήμα της γαλλικής λογοτεχνίας. Το 1936, παντρεύεται την Rodica Burileanu και δύο χρόνια μετά φεύγουν μαζί για τη Γαλλία. Εκεί θα αρχίσει και η λογοτεχνική καριέρα του Ιονέσκο, μετά τον πόλεμο.

Το έργο του Ιονέσκο

Στις 11 Μαΐου του 1950, ανεβαίνει το πρώτο του έργο «Η φαλακρή τραγουδίστρια», στο Παρίσι σε σκηνοθεσία του Νικολά Μπατάιγ. Το έργο θα αποτελέσει σκάνδαλο και ταυτόχρονα θα σηματοδοτήσει την αρχή μιας νέας εποχής στο θέατρο. «Η φαλακρή τραγουδίστρια» δανείζεται στοιχεία από το βουλεβάρτο, την παράδοση τον κλόουν και τις μεθόδους εκμάθησης Αγγλικών ώστε να αποκαλύψει με την ασυνάρτητη γλώσσα και δομή του, τη γελοιότητα και την κενότητα του αστικού τρόπου ζωής, την συμβατικότητα της γλώσσας, τα όρια της ανθρώπινης επικοινωνίας.
Τα μονόπρακτα έργα που θα ακολουθήσουν τη «φαλακρή τραγουδίστρια», (πιο γνωστά ανάμεσά τους «Το μάθημα» και «Οι καρέκλες») θα κινηθούν στα ίδια πλαίσια: έλλειψη επικοινωνίας, κουρέλια χαρακτήρων βουτηγμένα σε μια χαμογελαστή απελπισία, με την συμβατικότητα της δομής και της γλώσσας του αστικού θεάτρου παρούσα στη σακατεμένη της μορφή.
Το 1954, ο Ιονέσκο γράφει το πρώτο πολύπρακτο έργο του, το «Αμεδαίος ή πώς να το ξεφορτωθούμε». Στο επόμενο έργο του «ο δολοφόνος» κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή του ο Μπερανζέ, ένας ημιαυτοβιογραφικός ήρωας, που θα εμφανιστεί και σε επόμενα έργα και διηγήματα. Πιο γνωστό ανάμεσά τους (και ίσως το γνωστότερο έργο του Ιονέσκο), ο «Ρινόκερος» γραμμένο το 1959.
Σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Γαλλίας, εμφανίζεται ο ιός της ρινοκερίτιδας. Ο Μπερανζέ βλέπει έναν προς έναν τους κατοίκους της πόλης να μετατρέπονται σε ρινόκερους. Μόνος του, περικυκλωμένος από τους βρυχηθμούς και την βία των ζώων, ο Μπερανζέ αποφασίζει πως θα μείνει άνθρωπος, πως δεν θα παραδοθεί παρόλο το βάρος της μοναξιάς του. «Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος και θα παραμείνω μέχρι το τέλος. Δεν θα συνθηκολογήσω». Το έργο αποτελεί μια παραβολή για την άνοδο του ολοκληρωτισμού, την βία της μάζας, την εξαφάνιση της προσωπικότητας μέσα στην ομοιόμορφη φωνή του πλήθους.
Το 1962, ο Ιονέσκο γράφει το «Ο Βασιλιάς πεθαίνει». Στο έργο αυτό ο Μπερανζέ (και στο πρόσωπό του ο κάθε άνθρωπος) είναι βασιλιάς, διατάζει τις δυνάμεις της φύσης και είναι πάνω από τετρακοσίων χρονών. Στην αρχή του έργου ο βασιλιάς πληροφορείται πως πεθαίνει, οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν, το βασίλειό του μαραζώνει μέσα σε λίγα λεπτά. Σε έναν κόσμο που καταρρέει, ο βασιλιάς προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου, να συμφιλιωθεί με την ζωή του, να δεχτεί την κοινή ανθρώπινη μοίρα.
Το 1970 ο Ιονέσκο θα γίνει μέλος της γαλλικής ακαδημίας. Τα επόμενα χρόνια, θα συνεχίσει να γράφει δοκίμια και θεατρικά έργα χωρίς όμως να φτάσει την επιτυχία των μεγάλων του δημιουργημάτων. Πιο σημαντικά ανάμεσά τους: «Η πείνα και η δίψα»(1964), «Το παιχνίδι της σφαγής» (1970) «Μακμπέτ» (1972). Το 1994, θα φύγει από τη ζωή, στην ηλικία των 84.

Το θέατρο του παραλόγου

Μαζί με τον Σάμουελ Μπέκετ, τον Αρθούρ Αντάμοφ και τον Ζαν Ζενέ, ο Ιονέσκο αποτέλεσε μέρος του θεάτρου του παραλόγου. Βγαλμένο μέσα από τον παραλογισμό των χαρακωμάτων του Β’ παγκοσμίου πολέμου και της ψυχροπολεμικής ισορροπίας του τρόμου, το νέο αυτό ιδίωμα θα μιλήσει με νέο τρόπο για τον δυτικό άνθρωπο. Τα έργα, δομημένα ως ανεστραμμένες παραβολές δεν έχουν πρόθεση να διδάξουν αλλά να παρουσιάσουν. Ο Χρόνος και ο χώρος, πάντα συμβατικοί, μεταφέρουν το τοπίο της σκηνής σε κάθε χρόνο και κάθε χώρο. Η γλώσσα κομματιασμένη, υπονομεύει τον εαυτό της ώστε να δείξει τα όριά της. Ο κόσμος έχει χάσει το κέντρο του. Ο άνθρωπος, πεταμένος τυχαία στην πραγματικότητα είναι αναγκασμένος να ζήσει μια ζωή που το νόημά της συνεχώς θα του διαφεύγει. Το παράλογο κατακλύζει τα πάντα, είτε ως ματαιότητα είτε ως απαισιοδοξία. Και ανάμεσα στο σκοτάδι που τα έργα κουβαλούν, μοναδική λάμψη που κάνει τους ανθρώπους να μπορούν να συνεχίσουν, είναι το γέλιο. Τα έργα του Ρουμάνου συγγραφέα αν και σκιαγραφούν ένα τοπίο δύσκολο για τον άνθρωπο, ταυτόχρονα κάνουν το κοινό να γελά. Η απελπισία μετατρέπεται από τον θεατή σε συμπόνια. Είναι σίγουρο πως ο Σίσυφος του Ιονέσκο σπρώχνει την πέτρα του μέσα στην μάταιη αιωνιότητα. Είναι όμως επίσης σίγουρο πως παραμένει χαμογελαστός.
(στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΜΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟ


Αναμέτρηση με το παρελθόν

Μετά τους εορτασμούς για την επετείο του Πολυτεχνείου, τις εκδηλώσεις, τις πορείες και τα διατυπωμένα οράματα, τα συνθήματα καταλαγιάζουν, τα μεγάφωνα σιωπούν και οι δρόμοι αδειάζουν από επετειακές πορείες. Η σιωπή που ακολουθεί τα γεγονότα πλήθους επιβάλλει τον αναστοχασμό, την κριτική, την ησυχία του προβληματισμού.
Κάθε γεγονός που συνέβη στο παρελθόν και συνεχίζει να συγκινεί και να εμπνέει, διατρέχει τον κίνδυνο να τοποθετήσει τον εαυτό του στο χώρο της μυθολογίας. Εκεί όπου επικρατεί η αισθητικοποίηση της πραγματικότητας, συμβολισμοί δίνουν τη θέση τους σε αυστηρές πραγματικότητες, οι πολιτικές αναλύσεις δίνουν τη θέση τους στα τραγούδια του παρελθόντος, η διαλεκτική της συζήτησης στα συνθήματα. Το Πολυτεχνείο περνά στο βασίλειο του ατελείωτα θετικού πρόσημου ζητώντας να απαλλαγεί μια και καλά από την κριτική, την αμφιβολία και τελικά το βάρος του παρόντος χρόνου.
Ο εορτασμός εμφανίζεται, λοιπόν, καταρχάς και πρώτα απ´ όλα με όρους αισθητικούς προβάλλοντας κομμάτια μιας συγκεκριμένης κουλτούρας. Με τον τρόπο αυτό ζούμε ένα διπλό εορτασμό. Την ίδια την εξέγερση του Πολυτεχνείου, αλλά ταυτόχρονα και τη νίκη της αριστεράς στο αισθητικό επίπεδο και στο χώρο τον ιδεών τα μετεμφυλιακά χρόνια. Όμως, όσο πιο έντονη είναι μια επιβεβαίωση για κάτι που πέρασε, τόσο πιο έντονα θέτει την αμφιβολία για κάτι που έρχεται. Ποια η θέση της αριστεράς στο σήμερα, στην πάλη των ιδεών, στην καθημερινή κουλτούρα; Πώς μπορεί η αριστερά να αναμετρηθεί με τον κόσμο του σήμερα;
Η σύγχρονη κυρίαρχη κουλτούρα αναζητά και πετυχαίνει την ηγεμονία αισθητικοποιώντας ιδεολογήματα, προβάλλοντας καθημερινούς όρους χρήσης τους, επιβάλλοντας πρότυπα ατομισμού, μιλώντας μέσα από διαφημίσεις, συνεντεύξεις αστέρων, θεάματα αρένας και έντυπο ημίγυμνο κυνισμό. Πιο οργανωμένη από ποτέ εφευρίσκει τον εαυτό της από την αρχή όλο και πιο γρήγορα αντικαθιστώντας με νέες εκδοχές στοιχεία πρόωρα γερασμένα. Αυτό που ξεκίνησε ως πρόταση επιβάλλεται μετά την κυριαρχία του με το βάρος του αμετακίνητου αυτονόητου. Ενσωματώνει το αντίθετο στα πλαίσια μιας ανεκτικότητας που δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης ή αναμέτρησης. Στο ουδέτερο τοπίο του everything goes η μάχη δεν μπορεί να κερδηθεί, γιατί η μάχη δεν δίνεται ποτέ. Είναι το παρελθόν της αριστεράς αρκετό για να αναμετρηθεί με αυτήν τη σύγχρονη κατάσταση;

Μπροστά από το παρελθόν
ή πίσω από αυτό;

Η αριστερά μοιάζει για καιρό αναπαυμένη στις δάφνες της. Περήφανη για παλαιότερες κατακτήσεις, τις οποίες επαναλαμβάνει επετειακά, γιορτάζοντας με τρόπο μουσειακό, μια πραγματικότητα που παραχωρεί ζωτικό χώρο στη νοσταλγία, στην αναπόληση, στον εξωτισμό του περασμένου.
Συνεχίζουμε να πιστεύουμε πως η αριστερά έχει προνομιακή σχέση με την κουλτούρα, την ποίηση, το θέατρο, τις τέχνες γενικά. Και αν η ίδια η φύση της, η ιστορία της και οι επιλογές της αποδεικνύουν κάτι τέτοιο, δεν μπορούν στην πραγματικότητα να αντικαταστήσουν την αναγκαιότητα μιας κουλτούρας σύγχρονης, σε συνέχεια, μονίμως νέας.
Συνεχίζουμε να κερδίζουμε μάχες του παρελθόντος που έχουν τελειώσει. Γιατί, αν και για δεκαετίες η αριστερά ηγεμόνευσε, το σήμερα έχει σχέση περισσότερο με τη φευγαλέα στιγμή του παρόντος και λιγότερο με ζωντανές παρακαταθήκες. Τα φαινόμενα που αναδύονται επιβάλλουν νέους όρους, νέα πεδία αναμέτρησης, νέες επιταγές. Και προφανώς νέες ήττες και νέους ήρωες.
Μέσα από τις εκδηλώσεις πολιτικών ομάδων, παρατάξεων ή κομμάτων, μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε ένα κενό. Μια εκδήλωση για την ποίηση, θα επικεντρωθεί στο έργο του Μαγιακόφσκι, του Νερούδα ή του Λειβαδίτη. Μια αντίστοιχη εκδήλωση για το θέατρο, στο έργο του Μπρεχτ. Ακόμα και στη γραφιστική πολλών πολιτικών αφισών, βλέπουμε πως κυριαρχούν οι έντονες ευθείες του ρωσικού φουτουρισμού. Ας αναρωτηθούμε: από ποιο σημείο και μετά η επανάληψη γίνεται συντήρηση; Από ποιο σημείο και μετά το παρελθόν έρχεται αντιμέτωπο με το παρόν και τελικά με τον ίδιο τον εαυτό του;
Ο χρόνος δίνει νέες διαστάσεις σε ό,τι περνά. Τοποθετεί σε εικονοστάσια τις φωνές ανθρώπων που διεκδίκησαν ακριβώς την καθημερινότητα του έργου τους, την τριβή με το απλό. Οι διαστάσεις αυτές, αντί να φέρνουν πιο κοντά τα έργα του Ρίτσου, του Θεοδωράκη ή του Ντάριο Φο (για να μιλήσουμε τελικά μόνο για στρατευμένες εκδοχές), τα εξορίζουν στην οικουμενικότητα της αιωνιότητας. Σε ένα τέτοιο τοπίο ποια είναι ή ποια θα μπορούσε να είναι η σχέση της αριστεράς με τις performing arts, τις εγκαταστάσεις ή το hip hop; Ποια η θέση ενός νέου ποιητή με λίγες σελίδες στο βιογραφικό του;
Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πολλαπλό ερώτημα. Θα μπορέσει η αριστερά να δημιουργήσει μια νέα, δική της κυρίαρχη κουλτούρα; Μπορεί η αριστερά να αναμετρηθεί με το παρελθόν της χωρίς ταυτόχρονα να το ξεχνά. Χωρίς να επιβάλλει ή έστω να αναζητά την ενσωμάτωση στοιχείων που επιθυμούν την αυτονομία τους, χωρίς να χαρακτηρίζει αυτονόητο ό,τι κερδισμένο και ξένο ό,τι μακρινό. Η αναγκαιότητα μιας τέτοιας κουλτούρας μοιάζει επιτακτική, όμοια με την αναγκαιότητα της αριστεράς.
(στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009

Το τέλος του παιχνιδιού και το αμείλικτο του χώρου



Μια από τις σημαντικές τομές που συντελέστηκαν στην ιστορία του θεάτρου με την εμφάνιση του θεάτρου του παραλόγου, είναι η χρήση του χώρου και του χρόνου . Θέλοντας να περιγράψουν την ύπαρξη του ανθρώπου στο σύνολο της, οι συγγραφείς σχετικοποιούν τις δύο διαστάσεις δίνοντας στις επιμέρους περιπτώσεις, χαρακτηριστικά σχεδόν οικουμενικά. Το που και το πότε δεν απαντιούνται. Όμοια με τις παραβολές ή τους μύθους, τα έργα συντελούνται σε θολές διαστάσεις, οικείες αλλά ταυτόχρονα και ονειρικές , με χαρακτηριστικά συχνά σύγχρονα όπως ένα μαγνητόφωνο και άλλοτε μυθικά όπως ένας πύργος. Όμοια και οι ήρωες εμφανίζονται άλλοτε ως καρικατούρες της καθημερινότητας ενώ άλλες φορές ως αρχέτυπα των ανθρωπίνων καταστάσεων.
Αν και σύμβολο του μοντερνισμού, ο Σάμουελ Μπέκετ αντλεί στοιχεία γραφής από μια ευρεία κουλτούρα που εμπεριέχει το σύνολο του Δυτικού κανόνα της λογοτεχνίας. Κλασικοί συγγραφείς θα ορίσουν τον μοντερνισμό του σε βαθμό αντίστοιχο με την επιρροή του Προύστ και του Τζόυς. Επιρεασμένος από μια μακροχρόνια σχέση με το έργο του Ρακίνα και ενώ βρίσκεται είδη σε μια φρενίτιδα γραψίματος, ο συγγραφέας καταλήγει πως πρέπει να περιορισθεί στα ουσιώδη συστατικά στοιχεία του θεάτρου: το Χώρο, τον χρόνο και το λόγο. Τα τρία αυτά στοιχεία θα παίξουν ρόλο πρωταγωνιστικό, παράλληλα, καθένα στην έκταση του.

Ο Χώρος

Όπως και στον Ρακίνα, στον κλειστό χώρο του Μπέκετ δεν συντελούνται αλλαγές. Στα έργα του, ο χώρος συμβολίζει χωρίς να δείχνει, απεικονίζει χωρίς να αποκαλύπτει, περιγράφει χωρίς να δηλώνει. Τα διάφορα αντικείμενα που βρίσκονται σπαρμένα στη σκηνή, λειτουργούν συχνά ως σύμβολα, νύξεις προς το ασαφές της κατεύθυνσης και όχι το συγκεκριμένο του στόχου.
Ο Μπέκετ είναι ένας συγγραφέας εξόχως γεωμετρικός. Στα έργα του οι συμμετρίες είναι εμφανείς στους αριθμούς και τις σχέσεις των ηρώων, στον χρόνο των πράξεων, ακόμα και στο μοίρασμα του λόγου. Οι σκηνοθετικές του οδηγίες είναι σαφείς και απαράβατες, ο χώρος και τα αντικείμενα αυστηρές επιλογές, δομικές για το έργο. Η γεωμετρικότητα αυτή είναι περισσότερο από οπουδήποτε εμφανής, τόσο στο μοίρασμα όσο και στη σημασία του χώρου.

Στο ‘’Τέλος του παιχνιδιού’’, το σκηνικό είναι λιτό. Δυο παράθυρα, δύο σκουπιδοτενεκέδες, ένα κάδρο αναποδογυρισμένο, μια πόρτα. Και έξω από το δωμάτιο ένας κόσμος κατεστραμμένος και έρημος, μία έκταση όπου το παιχνίδι έχει ήδη τελειώσει. Οι ήρωες του έργου είναι ή πιστεύουν πως είναι, οι τελευταίοι επιζώντες. Ο χώρος παίρνει το ρόλο του πρωταγωνιστή. Το αχανές τίποτα του έξω κόσμου βαραίνει και ορίζει τους ήρωες, με τον Χαμ συνεχώς να ρωτά για το έξω και τον Κλοβ συνεχώς να το κοιτά. ‘’Τα κύματα μολύβι και ο ήλιος ανύπαρκτος’’ περιγράφει. Είναι το έξω αυτό, που περιγράφει τους ήρωες, το πέρασμα και το αμείλικτο του χρόνου, το ακατόρθωτο της επικοινωνίας, την πραγματικότητα που συνεχώς διαφεύγει. ‘’ Τίποτα δεν σαλεύει όλα είναι ψόφια’’, περιγράφει ξανά ο Κλοβ για όσα βλέπει πέρα από το δωμάτιο, περιγράφοντας όμως ταυτόχρονα ό, τι εμείς βλέπουμε σε αυτό: την κλειστοφοβία, τη φθορά, την παραίτηση των τεσσάρων ηρώων. Κουρέλια ζωής, σκέψης, αισθήματα συντελεσμένα. Ό, τι βλέπουμε ή μαθαίνουμε ως θεατές πεθαίνει.

Ο Εγκλεισμός και η αλληλεξάρτηση

Καθ όλη τη διάρκεια του έργου, οι ήρωες παραμένουν στο εσωτερικό. Οι τρεις καθηλωμένοι και ο Κλοβ αδυνατώντας. Η πόρτα που ο Κλοβ δεν περνά στο τέλος του έργου, είναι το όριο της σχέσης του με τον Χαμ. Ο Κλοβ δεν περνά την πόρτα, η σχέση μένει σταθερή, ως κάτι που έχει τελειώσει αλλά ταυτόχρονα εκκρεμεί. Το πραγματικό έξω περιγράφεται από τους ήρωες μόνο ως ανάμνηση, ως κάτι που έχει παρέλθει. Η δυνατότητα του Κλοβ να βγει στον έξω κόσμο,(όπως φανερώνεται από τα λόγια του ίδιου αλλά και του Χαμ) δεν επιβεβαιώνεται. Το μέσα είναι ο μόνος υπαρκτός χώρος.
Σε όλο το έργο συναντούμε πολλαπλά εσωτερικά και εξωτερικά. Το ίδιο το δωμάτιο σε σχέση με τον έξω κόσμο, το μέσα των σκουπιδοτενεκέδων, το μέσα πίσω από το κουρελάκι του Χαμ, η κουζίνα του Κλοβ που επιβεβαιώνει το ρόλο του μια και είναι ο μόνος που μπορεί να βρεθεί εκεί. Οι ήρωες λοιπόν όχι μόνο ορίζονται από τον χώρο, αλλά και από τις δυνατότητές τους ως προς αυτόν. Οι τρεις περιορισμένοι σε ακινησία, ο Κλοβ αδυνατώντας να σταματήσει να κινείται. Η αδυναμία σε σχέση με τον χώρο είναι αυτή που γεννά τη σχέση της αλληλεξάρτησης, τον πυρήνα δηλαδή του έργου.

(στο πρόγραμμα της παράστασης του θεάτρου Τόπος Αλλού)

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

ΣΤΗΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ :Η πτώση του τείχους ως βιωματικό παρόν


Ζούμε σε μια εποχή που τα ημερολόγια πυκνώνουν απειλητικά. Γιορτές, επέτειοι, μέρες αφιερωμένες θεματικά, έτη αφιερωμένα σε συγγραφείς και ποιητές. Η μνήμη καταχωρείται και βιώνεται ως συλλογική ανάμνηση συχνά πέρα από την ιστορία, συχνά πέρα από την πραγματικότητα. Η διάσταση του χρόνου τακτοποιείται πλήρως. Στις 9 Νοέμβρη, κλείνουν 20 χρόνια από την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Σε όλο το δυτικό κόσμο αρχίζουν γιορτές, εκδηλώσεις, συνέδρια και πάνελ, επανακαταγραφές, αναθεωρήσεις, συζητήσεις τυχαίες ή συστηματικές. Πώς είναι, όμως, δυνατόν να βιώνουμε ως επέτειο κάτι το οποίο μας ορίζει σε καθημερινή βάση ως πραγματικότητα, κάτι που από τη στιγμή που συντελέστηκε επανέρχεται περιγράφοντας την πολιτική, την ιδεολογία, τον τρόπο ζωής μας;
Το παρόν έχει την τάση να απλώνει τον εαυτό του στο παρελθόν και το μέλλον. Αλλάζει τις χρονικές αποστάσεις, ορίζει τη διάρκεια, επανατοποθετεί τα γεγονότα. Το παρελθόν και το μέλλον έρχονται απλά να το επιβεβαιώσουν, ενώ αυτό μετατρέπει το πρώτο σε κάτι θολό, σαν προϊστορία, το δεύτερο σε κάτι θολό σαν όνειρο. Το παρόν ξεχνά ενθυμούμενο, έχοντας σαν γνώμονα αποκλειστικά τον εαυτό του. Έτσι κάθε γεγονός το οποίο πέρασε, είναι εξαρτημένο από το τώρα, αυτό που βιώνουμε, είναι το σύγχρονο παρελθόν. Όλα αυτά στη πιο συμπαγή μορφή τους εμφανίζονται στη λειτουργία της επετείου. Η επέτειος είκοσι χρόνων από την πτώση του τείχους δεν έχει να κάνει με το γεγονός καθεαυτό, αλλά ουσιαστικά με το πώς βιώνουμε εμείς την πτώση του τείχους 20 χρόνια μετά, ως παρόν.

Συμβολισμός της Νέας Εποχής

Κάθε εποχή γεννιέται ή πεθαίνει, όχι με έναν λυγμό αλλά με έναν κρότο. Ένα γεγονός αναζητείται ως σύμβολο, ως χρονική τομή για να περιγράψει σημαντικές ή λιγότερο σημαντικές περιόδους. Η πτώση της Βαστίλης συμβολίζει το θρίαμβο και την αρχή της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ο ψυχρός πόλεμος είχε γενεσιουργό πράξη τη Χιροσίμα, τα χρόνια του μολυβιού στην Ιταλία τις βόμβες στην πιάτσα Φοντάνα. Η δική μας Νέα Εποχή ορίζεται τόσο χρονολογικά όσο και σημασιολογικά, από την πτώση του τείχους του Βερολίνου, στις 9 Νοέμβρη του 1989.
Το βράδυ εκείνο, ο Γκύντερ Σαμπόφσκι, μέλος του πολιτικού γραφείου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας, θα ανακοίνωνε την απόφαση για ελεύθερη διακίνηση μέσω των συνόρων και για χορήγηση βίζας χωρίς δικαιολογητικά. Οι απόγονοι του Έρικ Χόνεκερ προσπαθούσαν να πάρουν μέτρα αποσυμπίεσης του οργισμένου πλήθους που ζητούσε ελευθερίες. Το ανατολικό μπλοκ είχε στην πραγματικότητα αρχίσει να τρεμοσβήνει αρκετά νωρίτερα. Από το άνοιγμα των συνόρων της Ουγγαρίας, από τις εκλογές στην Πολωνία τον Ιούνιο του 1989, από τις αλλαγές στη Σοβιετική ένωση που είχαν ξεκινήσει το 1985. Το Βράδυ εκείνο σε ζωντανή τηλεοπτική σύνδεση ο Σαμπόφσκι ανακοίνωσε τις αποφάσεις του κόμματος. Τα σύνορα άνοιγαν. Μια παρεξήγηση θα έδινε την χαριστική βολή:
Δημοσιογράφος: Το άνοιγμα των συνόρων ισχύει και για το Δυτικό Βερολίνο;
Σαμπόφσκι: Ασφαλώς. Για κάθε σημείο των συνόρων.
Δημοσιογράφος: Από πότε ισχύει αυτό το μέτρο;
Σαμπόφσκι: Από όσο καταλαβαίνω ισχύει από τώρα. Αμέσως τώρα.
Λίγα λεπτά μετά, πλήθος κόσμου μαζεύτηκε μπροστά από το τείχος ζητώντας να περάσει στη δυτική όχθη. Με τις συνοριακές δυνάμεις ανέτοιμες και χωρίς καμία ενημέρωση για το πώς έπρεπε να συμπεριφερθούν, το πλήθος σήκωσε τις μπάρες και διάνυσε τα λίγα μέτρα που χώριζαν τον ανατολικό από τον δυτικό τομέα. Αυτά τα λίγα μέτρα αποτέλεσαν την απόσταση που διένυσε η ίδια η ιστορία από τον 20ο προς τον 21ο αιώνα. Το τείχος είχε πέσει. Ο κατά Έρικ Χομπσμπάουμ, σύντομος εικοστός αιώνας είχε λήξει.
Η πτώση του τείχους δεν αποτέλεσε μόνο τη λήξη του ψυχρού πολέμου. Στον πυρήνα της γένεσης της εποχής μας, βρίσκεται η ήττα του κομμουνισμού. Πέρα από τις γεωγραφικές ανακατατάξεις στη Γερμανία, την αλλαγή των πολιτευμάτων στις ανατολικές χώρες και την αναδιαμόρφωση των παγκόσμιων ισορροπιών, θέματα καταγεγραμμένα και ορατά, τι άλλο έφερε η πτώση;

Το «τέλος» της ιδεολογίας
και της ιστορίας

Η δεκαετία του 80 είδε την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού και της ελεύθερης αγοράς, με κύριους εκφραστές τον Ρόναλντ Ρέιγκαν και τη Μάργκαρετ Θάτσερ. Ο ατομισμός επικράτησε ως κυρίαρχο ιδεολόγημα και η ελευθερία του ατόμου ταυτίστηκε με την ελευθερία της αγοράς και της κατανάλωσης. Πάνω από όλα, η δεκαετία του 80 απενοχοποίησε τον κυνισμό του προσωπικού συμφέροντος κόντρα στο κοινό όφελος. Τα κράτη πρόνοιας συρρικνώθηκαν ή εξαφανίστηκαν. Με την πτώση του τείχους, ο κυρίαρχος δυτικός πολιτισμός θα περιγράψει τον εαυτό του ως οικουμενικό και αυτονόητο. Ο «ελεύθερος κόσμος» πέτυχε μια πολιτική αλλά πάνω από όλα μια ηθική νίκη, ταυτίζοντας τις επιθυμίες των κατοίκων της Ανατολικής Ευρώπης με όσα αυτός μπορούσε ή περισσότερο ήταν διατεθειμένος να προσφέρει.
Στην προσπάθεια του δυτικού κόσμου προς αυτή την οικουμενικοποίηση, η ηθική, πολλές φορές στα όρια της μεταφυσικής, θα παίξει κεντρικό ρόλο. Ο κομμουνισμός θα ταυτιστεί με τον σταλινισμό, ο σταλινισμός με το ναζισμό. Όλες οι πολιτικές διαφορές, προθέσεις και καταβολές θα κονιορτοποιηθούν, ώστε το μεγάλο όνειρο του εικοστού αιώνα (ακόμα και στις πέρα από την πρακτική του εφαρμογή διαστάσεις), να ταυτιστεί με το απόλυτο κακό. Ένα κακό που φοβίζει με την απολυτότητά του και δεν περιγράφεται πια με όρους πολιτικούς. Παραμένει θολό, ως εκτροπή από έναν κανόνα που επιβάλλεται ως απαράβατος με όρους δόγματος. Ο κουρνιαχτός από την πτώση, κάλυψε έννοιες και διαχωρισμούς, την αριστερά, τη δεξιά, την πολιτική και την ιστορία. Η ιστορία και οι ιδεολογίες ανακηρύχτηκαν νεκρές, ώστε να περιγράψουν, στην πραγματικότητα, την κυριαρχία της μίας ιστορίας, της μίας ιδεολογίας. Οι ορολογίες άλλαξαν, οι λέξεις φορτίστηκαν από την αρχή.
Και η αριστερά; Η πτώση του τοίχους έφερε την άμεση πτώση, ή σε αρκετές περιπτώσεις την άμεση μετάλλαξη, της επίσημης αριστεράς (με την Ελλάδα να αποτελεί μια εξαίρεση προς έρευνα). Η άλλη αριστερά, εκείνη που όχι μόνο δεν ταυτιζόταν με το σοβιετικό μοντέλο, αλλά του ασκούσε σκληρή κριτική. Ήδη από το 56 και πολύ περισσότερο από το 68, είδε θετικά την πτώση του τείχους, το τέλος της σοβιετικής ανελευθερίας, του κομμουνιστικού κακέκτυπου. Δεν αντιλήφθηκε όμως ταυτόχρονα και το κόστος που θα προέκυπτε από τη μακρινή της συγγένεια. Χωρίς ένα διαστρεβλωμένο κυρίαρχο μοντέλο, έκθετο στην αριστερή κριτική, οι εναλλακτικές δεν θα ήταν εύκολο να σταθούν ανέπαφες. Έτσι, η αριστερά χτυπήθηκε στο σύνολό της, βιώνοντας λαβωμένη την άνοδο της νέας Ευρώπης, του νέου κόσμου, της νέας Εποχής.
Δεν είναι λοιπόν τα ημερολόγια, ή τα αφιερώματα αυτά που θα μας υπενθυμίσουν την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Είναι η ίδια η καθημερινή πραγματικότητα, οι κανόνες και, ευτυχώς, οι αποκλείσεις από αυτή.
(στην εφημεριδα Εποχή)

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

«Ψυχή Βαθιά», ο εμφύλιος και το μελόδραμα




H «Ψυχή βαθιά» του Παντελή Βούλγαρη, έρχεται να προστεθεί σε μια μεγάλη σειρά ταινιών και μυθιστορημάτων, που επιλέγουν τον εμφύλιο ως το ιστορικό γίγνεσθαι στο οποίο διαδραματίζεται μια σειρά γεγονότων. Από το «Κιβώτιο» του Αλεξάνδρου μέχρι την «Κάθοδο των 9» του Βαλτινού και από τον «Θίασο» του Αγγελόπουλου μέχρι τη «Βασιλική» του Σερντάρη, το ερώτημα παραμένει γιατί κάποιος επιλέγει τον εμφύλιο ως ιστορικό περιβάλλον ενός καλλιτεχνικού έργου; Είναι αυτή η επιλογή δομική για το έργο ή απλά ένα παρελθόν χαμένο στα αυλάκια του μυαλού τοποθετημένο ως εξωτικό φόντο, μια σύμβαση που απλά χρωματίζει την ιστορία; Στην συγκεκριμένη ταινία, ο εμφύλιος επιλέγεται ως μία ευκαιρία για εύκολη συγκίνηση, πολεμικό θέαμα και ανέξοδα συμπεράσματα.
Η υπόθεση της ταινίας σχετικά απλή. Στις τελευταίες μέρες του εμφυλίου, το 1949, ο Εθνικός και ο Δημοκρατικός στρατός δίνουν τις τελευταίες τους μάχες στο Γράμμο. Δύο αδέρφια, ο 17χρονος Ανέστης και ο 14χρονος Βλάσης, βρίσκονται από τύχη αντιμέτωποι, βιώνοντας ως αντίπαλοι τις συγκρούσεις. Μια μικρή ιστορία μέσα σε μια μεγαλύτερη και το σύνολο ενταγμένο στην ιστορική στιγμή του εμφυλίου. Αναπόφευκτα λόγω της γεωμετρικής τους δομής, τα τρία πλαίσια ταυτίζονται και η μικρογραφία καταλήγει να περιγράφει την μεγάλη Ιστορία. «Δεν είναι πόλεμος ετούτο που μας βρήκε, Έλληνες να τουφεκάνε Έλληνες;» το επιμύθιο της ταινίας. Είναι όμως το μελό (και μάλιστα ένα μελό χιλιοειπωμένο) ο καλύτερος τρόπος να χειριστείς την ελληνική ιστορία και μάλιστα τις πιο σκοτεινές στιγμές της;

Απουσία της Ιστορίας

Ο Βούλγαρης επιλέγει να κρατήσει ίσες αποστάσεις από τα δύο στρατόπεδα. Η ιδεολογία που διαχώριζε δεν περιγράφεται, οι στόχοι των δυο στρατοπέδων είναι θολοί, ακόμα και οι τύχες των πρωταγωνιστών χάνονται ανάμεσα στα πτώματα και τα πυροτεχνήματα του φινάλε. Αυτό που απουσιάζει από την ταινία είναι η ιστορία. Ξεγυμνωμένα από το περιβάλλον τους, τα γεγονότα απλά συμβαίνουν αποφεύγοντας να απαντήσουν. Από που προήλθε ο εμφύλιος και που κατέληξε; Ήταν όμοιοι οι δύο στρατοί στην σύνθεση τους; Ποια η τύχη των ηττημένων; Ο εμφύλιος παρουσιάζεται χωρίς παρελθόν, χωρίς μέλλον, χωρίς ουσιαστικούς νικητές και ηττημένους. Οι δύο άτυχοι στρατοί βρίσκονται αντιμέτωποι σε ένα περίεργο κάπου σε ένα μη συγκεκριμένο κάποτε. Σε μια νεκρή ζώνη, σε ένα χρονικό κενό.
Αδέλφια σκοτώνουν αδέλφια. Γιατί όμως; Στην συγκεκριμένη περίπτωση, το μοτίβο της αδελφοκτονίας δεν ορίζεται από την μοίρα ή έστω την επιλογή. Δεν έχουμε να κάνουμε με αρχαία τραγωδία. Η μοίρα που όριζε θεούς και ανθρώπους γίνεται εδώ τύχη (ή μάλλον ατυχία) και κινητήρια ιστορική δύναμη είναι ο ξένος δάκτυλος.
Το μόνο καθαρά πολιτικό σχόλιο της ταινίας είναι η παρέμβαση των ξένων δυνάμεων. Η πρώτη σκηνή στην οποία περιγράφονται τα σχέδια και οι επιθυμίες των Αμερικάνων, ορίζει όλο το πολιτικό πλαίσιο της ταινίας. Η άμεση εμπλοκή των δυτικών και η αδιαφορία των σοβιετικών και των Γιουγκοσλάβων. Έλληνες και Ξένοι, αυτός είναι και ο μόνος διαχωρισμός που κάνει η ταινία. Τα μέλη των δύο στρατών εμφανίζονται σαν πιόνια μιας παρτίδας σκάκι. Αντίπαλοι αλλά εξίσου άτυχοι, αγαθοί και κυρίως εξίσου Έλληνες, πιασμένοι στα γρανάζια της ιστορίας. Η ιδεολογία της ταινίας εκπίπτει στο λαϊκισμό. Στο χειροκρότημα της τρέχουσας αντίληψης πως για ό,τι κακό σε αυτόν το τόπο ευθύνονται οι ξένοι. Άλλοτε οι αμερικάνοι, άλλοτε οι σύμμαχοι γενικά, άλλοτε οι Εβραίοι. Χαρακτηριστική η σκηνή του Ναπάλμ όπου όταν ο Αμερικάνος στρατηγός επιβάλλει τη χρήση του φονικού όπλου, ο έλληνας στρατηγός πλημμυρισμένος συμπόνια προς τα αδέρφια του αντίπαλου στρατοπέδου ζητά να το αποφύγουν. Ο άκαρδος ξένος επιμένει και αντάρτες γίνονται κάρβουνο. Και εδώ τίθεται ένα ερώτημα καθαρά ιστορικό: Θα είχε αποφευχθεί ο εμφύλιος αν δεν παρενέβαιναν οι ξένες δυνάμεις;

Ο Χολιγουντιανός ανθρωπισμός

Το εντυπωσιακό στοιχείο της ταινίας είναι ακριβώς η αντίθεση ανάμεσα στην ήπια ξενοφοβία και τα αισθητικά και ιδεολογικά δάνεια από το αμερικανικό σινεμά. Οι σκηνές της μάχης, είναι μεγάλες και αιματηρές. Η βία, χορογραφημένη και γεωμετρική λειτουργεί ως θέαμα προς τέρψη με όγκο και μέγεθος. Ο ρεαλισμός στην καταγραφή, ταυτίζεται με την ανατριχιαστική και γκρανγκινιόλ σκληρότητα. Ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η υιοθέτηση ενός σύγχρονου ιδεολογήματος. Του Χολιγουντιανού ανθρωπισμού. Γενικόλογος, ρηχός και ακατέργαστος, ο ανθρωπισμός αυτός αναμασά το αυτονόητο, προτείνοντάς το ως οικουμενικό και πανανθρώπινο. Ο θάνατος είναι κακός, ο πόλεμος είναι κακός, ο έρωτας είναι καλός, η φιλία είναι καλή. Και κάτω από την προσωπίδα ένα κενό, μια πόζα του μηχανισμού της συγκίνησης, απαραίτητη για κορυφώσεις, φινάλε και διδάγματα που δεν έχουν κάτι να διδάξουν. Ένας μηχανιστικός, μανιχαϊστικός και τελικά απάνθρωπος ανθρωπισμός.
Ο κινηματογράφος, ακόμα και όταν είναι ιστορικός, δεν οφείλει να διδάσκει ιστορία. Δεν οφείλει καν να είναι ιστορικά ακριβής. Η μυθοπλασία δεν μπορεί να ταυτίζεται με το ντοκιμαντέρ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν συμμετέχει στην διαμόρφωση μιας ιστορικής εντύπωσης, μιας τρέχουσας αν και ανεπεξέργαστης αίσθησης του παρελθόντος. Ως βασικό κομμάτι της μαζικής κουλτούρας, ο κινηματογράφος εγγράφει και διαμορφώνει, παραλλάσει και διαστρεβλώνει. Με την συγκεκριμένη ταινία ο εμφύλιος περνά σε μια νέα εποχή. Σε μια εποχή που θα τον αντιμετωπίσει κυνικά ως μια αιματοβαμμένη σύμβαση προς εκμετάλλευση, θεαματικά και χωρίς ενοχλητικές πολιτικές προεκτάσεις. Με ακριβά μπάτζετ και εξασφαλισμένη διαφήμιση και διανομή στο κοινό των multiplex. Ο εμφύλιος περνά από την εποχή της μνήμης στην εποχή της διαστρεβλωμένης ανάμνησης, στην εποχή της μεταμοντέρνας λήθης.
Πότε αλήθεια τελείωσε ο εμφύλιος; Το ΄49 με το τέλος της πολεμικής σύρραξης; Το ΄74 με την πτώση της χούντας; Το ΄81 με τη καταστροφή των φακέλων των αριστερών; Το ΄89 με τον ιστορικό συμβιβασμό; Η ταινία αποφεύγει να απαντήσει. Μήπως ο εμφύλιος τελειώνει όταν η ιστορία και η πολιτική αντικαθίστανται από τις στρογγυλοποιήσεις και τις υπεραπλουστεύσεις του θεάματος; Όταν το προσωπικό δράμα, οι φυλακές, τα ξερονήσια, αντικαθίστανται από χοντροκομμένα κλισέ και μελοδράματα; Σε αυτό η «Ψυχή Βαθιά» απαντάει ξεκάθαρα.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009

Η τέχνη ως συνοδευτικό





‘’οι τουρίστες είναι κατακτητές χωρίς όπλα’’
Ζαρκο Πετάν

Στη σειρά των αλλαγών που καταγράφηκαν με την ονοματοδοσία των υπουργείων, συναντούμε και αυτή του υπουργείου πολιτισμού και τουρισμού. Με απόφαση της νέας κυβέρνησης, ο πολιτισμός πρέπει να συγκατοικεί με τον τουρισμό. Η απόφαση αυτή ταυτίζει τα ανόμοια, δείχνοντας ουσιαστικά και τον τρόπο με τον οποίο τόσο η κυβέρνηση, όσο και ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, μετρά και αντιμετωπίζει τον πολιτισμό. ‘’Ο πολιτισμός’’ έλεγε ο πρώην πρωθυπουργός (από τη θέση μάλιστα του υπουργού πολιτισμού)’’ είναι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας’’. Όσο υπερβολική και κενή νοήματος κι αν είναι αυτή η φράση, μπορεί να διαβαστεί και ανάποδα. Έστω και ως μεταφορά, η τέχνη και ο πολιτισμός μεταφράζονται σε προϊόντα προς κατανάλωση, χάνουν την αυταξία τους και οφείλουν να υπακούσουν σε κάποιο σκοπό. Όταν ο σκοπός αυτός ορίζεται από το ίδιο το κράτος (και όχι τουλάχιστον από κάποια καλλιτεχνική κοινότητα με κάποιες συγκεκριμένες αρχές), τότε η μόνη παράμετρος που μπορεί να τον προσδιορίσει είναι η εκμετάλλευση του.
Στις προγραμματικές του δηλώσεις ο νέος υπουργός πολιτισμού, Παύλος Γερουλάνος, έριξε το βάρος του λόγου του στη διαφάνεια, την σωστή διαχείριση, και την ηλεκτρονική διακυβέρνηση. Εξαγγελίες θετικές, αν και χιλιοειπωμένες είναι η αλήθεια. Πόση σχέση έχουν όμως όλα αυτά με τον πραγματικό πολιτισμό; Με τα προβλήματα, τη θέση του στην κοινωνία, την καθημερινή ροή του; Ποια είναι η σημερινή θέση του στην κοινωνία και ποια η σχέση του με το κράτος;
Μέχρι και τις αρχές του αιώνα, η τέχνη ήταν κρυμμένη, στις αυλές των ευγενών και αργότερα των μεγαλοαστών, στις αίθουσες συναυλιών, στα αστικά θέατρα. Έχοντας έντονο το ταξικό πρόσημο, απευθυνόταν σε λίγους, λίγο έως πολύ ειδικούς. Με την άνοδο και τη διάδοση της βιομηχανίας, η τέχνη περνά στην εποχή της τεχνικής της αναπαραγωγιμότητας. Πολλαπλασιάζεται, ταξιδεύει σε όλο και μικρότερους χρόνους, διαδίδεται ανέξοδα τόσο στο χώρο όσο και σε μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων. Η πόλη, μια περιοχή βουβή από εικόνες μέχρι και τις αρχές του αιώνα, τώρα κατακλύζεται από την υπερπληροφορία της αποτύπωσης, της γραφιστικής, της διαφήμισης. Το προνόμιο της μουσικής μέσα από τις ορχήστρες, καταργείται και ο ήχος μεταδίδεται παντού. Ο σύγχρονος άνθρωπος έρχεται καθημερινά σε επαφή με τη μουσική, ακόμα και αν δεν το επιλέγει, από τις καφετέριες, τα ραδιόφωνα των αυτοκινήτων, τους τυποποιημένους ήχους των κινητών. Η αναπαράσταση, μέσω του κινηματογράφου και τις τηλεόρασης, βγαίνει από τα κτήρια του θεάτρου και συγκατοικεί με την καθημερινή τριβή. Η ‘’αύρα’’ της τέχνης διαλύεται.
Αυτός ο εκδημοκρατισμός της τέχνης και του πολιτισμού καταγράφηκε σαν κάτι το δημοκρατικό, αφού καταργούσε τα προνόμια των ελίτ ως προς την πρόσβασή τους στη δημιουργία. Ταυτόχρονα όμως άλλαξε και τις συνθήκες αλλά και τους λόγους για τους οποίους υπάρχει η ίδια η τέχνη. Στη γραμμή παραγωγής, η έμπνευση και η χρονοβόρα καλλιτεχνική απόσταξη δίνει τη θέση της στο εύκολο, το απότομο , το εύκολα προσβάσιμο. Σε αυτό που μπορεί να αναμετρηθεί με τις επιταγές της ταχύτητας και της κακομασιμένης κατανάλωσης. Η τέχνη γίνεται ένα συνοδευτικό της καθημερινότητας. Υπάρχει παντού αλλά ταυτόχρονα και πουθενά. Ο λαϊκός πολιτισμός, ο οποίος υπήρχε πάντα παράλληλα με τον αστικό, γίνεται ατροφικός και παραγκωνίζεται από την Pop culture. Πλαστική, γρήγορη και σε αφθονία η νέα κουλτουρα αφορά τους πάντες, μη κάνοντας διακρίσεις. Πόσο εύκολο είναι να μετρήσεις την ποιότητα ενός πολιτισμού όταν ο ίδιος ορθώνει την ποσότητά και τον αριθμό του τόσο έντονα και χαρακτηριστικά;
Το υπουργείο εναρμονιζόμενο με τους καιρούς και την κατάσταση που περιγράψαμε παραπάνω, μεταφράζει την λειτουργία σε λειτουργικότητα, ζητά το χειροπιαστό και επικυρώνει το πρακτικό. Τα δυο υπουργεία ενώνονται, όχι λόγο της δυνατότητας κοινής διαχείρισης δύο θεμάτων, αλλά από την αδυναμία της κυβέρνησης να διαχειριστεί ένα κοινωνικό φαινόμενο όπως ο πολιτισμός. Ουσιαστικά πρακτικοποιεί όλες τις πολιτιστικές εκφάνσεις ώστε να μπορεί να τις μετρήσει να τους δώσει διαστάσεις, να τις καταχωρήσει με όρους ζημιάς και κέρδους. Ο τουρισμός λειτουργεί ως η πιο χυδαία πρακτικοποίηση του πολιτισμού. Ο τουρίστας γίνεται το υποκείμενο στο οποίο απευθύνεται το παρελθόν, η ιστορία, η καλλιτεχνική παραγωγή μιας χώρας, το μέτρο στο οποίο απευθύνονται όλες οι προθέσεις . Ο Παρθενώνας καταλήγει να είναι ένα συνοδευτικό στον πίνακα των Greek salads, του sirtaki και των πορσελάνινων τσολιάδων. Απλά γιατί είναι ο μόνος τρόπος να μετρηθεί. Ως θέα, ως εισιτήριο επίσκεψης, ως φόντο σε γραμματόσημα εθνικής ταυτότητας.
(στην εφημεριδα Εποχη)

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

Βαφτίζοντας υπουργεία: το Πασοκ και η μετανεοτερικότητα




Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, πέρα από την αντιπαράθεση δύο κυρίαρχων κομμάτων, βιώνουμε και την αντιπαράθεση, δύο κυρίαρχων πολιτικών. Κωδικοποιημένες, οι πολιτικές εμφανίζονται σε μια σειρά φράσεων-συνθημάτων, ή και μονολεκτικά, σαν θυρεοί κατευθύνσεων, διευθύνσεις οραμάτων: μη προνομιούχοι, αλλαγή, εκσυγχρονισμός, κάθαρση κ.τ.λ. Όταν όμως οι δύο αυτές πολιτικές πλησιάζουν η μια την άλλη προς μια επικίνδυνη ταύτιση, άρα δεν μπορούν να έρθουν σε αντιπαράθεση, είναι τα σημεία που επιστρατεύονται, για να δώσουν τη μάχη αποφεύγοντας και καλύπτοντας το περιεχόμενο. Μια μάχη ουσίας, που μετατρέπεται σε έναν αγώνα σημείων, ώστε να καλυφθεί η απουσία της διαφοράς.
Τα μοντέλα του εκλογικού Πασοκ, το 2004 και 2007 δεν κατάφεραν να διαχωριστούν και τελικά να πείσουν. Στις δύο αυτές εκλογικές αναμετρήσεις δεν υπήρξε κυρίαρχο σύνθημα που να συμπυκνώνει τις διαφορετικές κατευθύνσεις, να πείθει για τη χρησιμότητά του, να μπορεί να αντιπαρατεθεί, (περισσότερο με την ηθική απαξίωση που προκάλεσαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις Σημίτη και λιγότερο με την κυρίαρχη συνθηματολογία της Νέα δημοκρατίας). Η Ελλάδα του 2009, ήταν μια ευκαιρία διαφορετική για το Πασοκ. Τα συνεχόμενα σκάνδαλα, η διαφθορά, η ατιμωρισία, έδειχναν την κυβέρνηση να κατρακυλά, χωρίς καν να χρειαστεί σπρώξιμο από την αξιωματική αντιπολίτευση. Στις βουλευτικές εκλογές του 2009, η πτώση της κυβέρνησης ήταν βεβαία. Το μόνο που χρειαζόταν η αξιωματική αντιπολίτευση ήταν υπομονή και ένα νέο πρόσωπο στην επικράτεια των σημείων. Και οι εκλογές κερδήθηκαν, έστω χωρίς σαφήνεια, έστω χωρίς πρόγραμμα (δόθηκε στην δημοσιότητα 3 μόλις μέρες πριν το στήσιμο της κάλπης). Τώρα, τα σύμβολα καλούνται να γίνουν πολιτικές, από το επίπεδο της θολής φωνασκίας να περάσουν στο επίπεδο του αυστηρά πραγματικού. Πρώτη τους στάση, η ονοματοδοσία των υπουργείων.
Στις 6 Οκτωβρίου ανακοινώθηκε η νέα σύνθεση των υπουργείων, οι αναθέσεις, τα αποκαλυπτήρια του νέου κυβερνόντος προσώπου. Πρόσωπο αυστηρά σύγχρονο, φιτ, με την ψυχρότητα του μη εκλεγμένου τεχνοκρατισμού και το απαραίτητο καρύκευμα της εύκολης ευαισθησίας. Πολιτικά ορθό, με 8 γυναίκες στην σύνθεσή του, με πρόσωπα νέα και άφθαρτα, χαμηλόφωνα και έτοιμα για δουλεία.
Από τις αλλαγές στα υπουργεία, μπορούμε να κρατήσουμε μια σειρά από ενδιαφέρουσες περιγραφές: Αποκέντρωση, Ηλεκτρονική διακυβέρνηση, περιβάλλον, ενέργεια και κλιματική αλλαγή, δια βίου μάθηση, μεταφορές και δίκτυα, προστασία του πολίτη κοινωνική αλληλεγγύη. Περιγραφές που περιέχουν λιγότερο πολιτικές παραμέτρους και περισσότερο κομμάτια από το προφίλ μιας κυβέρνησης. Τρόποι διακυβέρνησης, ηθικές επιταγές, παγκόσμια προβλήματα και κοινά αποδεκτές πραγματικότητες, έρχονται να βαφτίσουν με την ασάφειά τους, αυτό που θα έπρεπε να είναι συγκεκριμένο και ξεκάθαρο: την πολιτική μιας κυβέρνησης. Το υπουργείο απασχόλησης μετονομάζεται ξανά σε υπουργείο εργασίας. Θετικό θα πείτε, αλλά μην ξεχνάμε πως ήταν οι κυβερνήσεις Πασοκ που άλλαξαν την ονομασία και το σημαντικότερο αυτές που εφεύραν την απασχόληση και τους συμβασιούχους. Ενδιαφέρον επίσης προκαλεί και η αρκετά ξένη θέση του αντιπροέδρου, θέση που τυπικά υπήρξε και σε παλαιότερες κυβερνήσεις Πασοκ, χωρίς όμως ουσιαστικό ρόλο. Η χρήση της θα αποκαλύψει λογικά και τον ασαφή της ρόλο.
Η ονοματοδοσία περιγράφει το Πασοκ της τρίτης Εποχής. Χωρίς έντονο το στοιχείο της ιδεολογίας, με κομμάτια από σοσιαλισμό του 80 στη ρητορική, λίγο από Κεϋνσιανή ρύθμιση , εν μέσω οικονομικής κρίσης κα λίγο από τριτοδρομικό Γκίντενς. Λίγο οβάλ αμερικάνικό και λίγο πράσινο Σκανδιναβικό. Και όπως και παλαιότερα με έντονο το στοιχείο της ενσωμάτωσης ξένων στοιχείων.
Το Πασοκ, του Ανδρέα Παπανδρέου, ενσωμάτωσε την επιφάνεια της αριστεράς. Την φρασεολογία, τη συνθηματολογία, τα σημεία της. Από τα ζιβάγκο και τα μουστάκια, μέχρι την επίκληση της συντροφικότητας, την δομή των οργανώσεων και την εξωτερική πολιτική. Το σύγχρονο Πασοκ στην προσπάθεια του να διαφέρει, ενσωματώνει άτακτα και επιλεκτικά στοιχεία της νέας πραγματικότητας με έντονο τον επικαιρικό χαρακτήρα. Την οικολογική ευαισθησία όπως φάνηκε μετά από τη σειρά των πυρκαγιών και την άνοδο των Οικολόγων Πρασίνων, το διαδίκτυο όπως φανερώθηκε με το κύμα των bloggers, τα υβριδικά αμάξια της αμερικανόστροφης οικολογικής ευαισθησίας, την νεολαγνεία και το πολιτικά ορθό. Με τις πρόσφατες δηλώσεις τόσο του Γιώργου Παπανδρέου, όσο και του υπουργού προστασίας του πολίτη Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, το Πασοκ οικειοποιείται ακόμα και τον όρο αντιεξουσιαστής(!) που τόσο συχνά ακούστηκε τον τελευταίο χρόνο. Ενώ λοιπό το πρώτο Πασόκ αντλούσε από μια συμπαγή δεξαμενή, με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά , την οποία κατάφερε να αδειάσει, το σύγχρονο Πασόκ αρπάζει από όπου βρει, ράβοντας μια μεταμοντέρνα κουρελού, ασαφούς πολιτικού στίγματος. Συνδυασμός και όχι σύνθεση, το Πασόκ στην εποχή της μετανεοτερικότητας.
Τα ονόματα των υπουργείων, δεν περιγράφουν το σαφές της νέας πολιτικής, αλλά την ιδεολογική κρίση ενός χώρου που προσπαθεί να περιγράψει τον εαυτό του, μεταξύ ενός συμπαγούς παρελθόντος και ενός ρευστού μέλλοντος. Το αν πείθει είναι άλλο θέμα…

(στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

Το Λάος στο μετεκλογικό τοπίο






Η αλλαγή κυβέρνησης στις πρόσφατες εκλογές της Κυριακής , δεν σηματοδοτεί υποχρεωτικά και αλλαγή του πολιτικού σκηνικού. Όμως η όποια ανακατανομή εξουσίας, μετατρέπει τις ισορροπίες μέσα στα υπόλοιπα κόμματα και τα επανατοποθετεί στον πολιτικό χάρτη, με διαφορετικούς όρους. Αυτό ισχύει για όλα τα κόμματα ανεξαίρετος, συμπεριλαμβανομένου και του Λάος.
Από την ίδρυσή του, το Σεπτέμβρη του 2000, το κόμμα του Καρατζαφέρη αποτέλεσε έκφραση της ακροδεξιάς μετατροπής, που συνέβη στα αντίστοιχα κόμματα της Ευρώπης, μετά την πτώση του κουμμουνισμού. Η δεξιά ρητορική μετατοπίστηκε, από την αντικομουνιστική υστερία (η οποία βέβαια επιβιώνει στις συζητήσεις σχετικά με τους κουκουλοφόρους, αλλά συχνά πυκνά και σε σχέση με τον Σύριζα), σε μια ξενόφοβη προσέγγιση λεπενικού χαρακτήρα, με κυρίαρχη την ξενοφοβία. Βέβαια, το παλαιό τρίπτυχο αξιών, πατρίς- θρησκεία –οικογένεια της λαϊκής δεξιάς, μένει σταθερό στον πυρήνα της.
Το ίδιο το κόμμα, υπέστη πολλές μεταβολές και μετατοπίσεις, μέχρι να καταφέρει να αποκτήσει την πολυπόθητη είσοδό του στη βουλή. Τον ακραίο λόγο και τις ακραίες προσεγγίσεις που το άφησαν εκτός, στις βουλευτικές εκλογές του 2004, αντικατέστησε ένας λαϊκίστικος λόγος τέτοιος ώστε να μην τρομάζει αλλά ταυτόχρονα να αποκαλύπτει, έστω και διακριτικά, την καταγωγή του.
Το βασικό χαρακτηριστικό του Λάος από την είσοδό του στη βουλή, υπήρξε ο ετεροπροσδιορισμός του από τη Νέα Δημοκρατία. Αν και αποτελούμενος και από κομμάτια που δεν ανήκαν ποτέ σε αυτή(Ελληνικό Μέτωπο και κομμάτια από την Πρώτη Γραμμή του Πλεύρη), το κόμμα προσδιορίστηκε κοινοβουλευτικά, με όρους ιδεολογικής συνύπαρξης με την κυβέρνηση, κρίνοντας, πιέζοντας και συχνά βοηθώντας.
Η δεξιά αντιπολίτευση του Λάος στη Νέα Δημοκρατία, ήταν αποτελεσματική. Κόμμα χωρίς συγκεκριμένη πρόταση, αλλά με ατζέντα θεμάτων, διεκδίκησε και κατάφερε να πετύχει σχεδόν όλους τους στόχους του. Βιβλίο ιστορίας έκτης δημοτικού, σκληρή στάση στο μεταναστευτικό, θέμα ασύλου- κουκούλας- καταστολής, Μακεδονικό κ.τ.λ . το Λάος απέδειξε ότι η Νέα Δημοκρατία δεν μπορούσε να δεχτεί αντιπολίτευση από τα δεξιά. Η τακτική που ακολούθησε ώστε να το αντιμετωπίσει, ήταν να βαφτίζει άκρο τον κοντινό της συγγενή υιοθετώντας ταυτόχρονα ως αναγκαία την ακρότητα του. Με κυβέρνηση τη Νέα δημοκρατία το Λάος απέδειξε πως είχε την πολιτική ηγεμονία. Αυτό εκφράστηκε και στις τελευταίες ευρωεκλογές. Η χαλαρή ψήφος, βοήθησε να αποτυπωθούν δύο πράγματα. Η επικείμενη κατάρρευση της Νέας δημοκρατίας και η επιβράβευση της σταθερής στάσης του Λάος με την εκτίναξή του στο 7,15.
Πλησιάζουμε λοιπόν στις εκλογές. Ήταν πολλοί αυτοί που έλεγαν πως τα ποσοστά του Συναγερμού θα είναι ανάλογα, αν όχι μεγαλύτερα από αυτά των ευρωεκλογών και ότι μπορεί να φτάσει μέχρι και την τρίτη κοινοβουλευτική θέση. Άλλοι πάλι, έλεγαν πως ο Καρατζαφέρης δεν θα θελήσει να χρεωθεί την κατάρρευση της Νέας Δημοκρατίας, γεγονός που θα τον απέκλειε από ένα μεγάλο δεξιό ακροατήριο. Κάπου ανάμεσα στις δύο προβλέψεις, ήρθε η πραγματικότητα των εκλογών. Το 5,6% στις 9 Οκτώβρη, δεν αποτελεί επιβράβευση, αλλά το μέγιστο που το Λάος μπορεί να εισπράξει από ένα κόμμα που καταρρέει. Η αλλαγή κυβέρνησης σηματοδοτεί και την αλλαγή της τύχης του κόμματος.
Όσο η Νέα Δημοκρατία, βρίσκεται σε κρίση ο Καρατζαφέρης είναι ελεύθερος να ασκεί αντιπολίτευση. Όταν όμως ανασυγκροτηθεί, το Λάος θα βρεθεί μπροστά στον κίνδυνο της αντιπολιτευτικής ταύτισης, με ένα κόμμα μεγαλύτερο, πιο συγκεκριμένο στις θέσεις του, πιο προνομιούχο στην δικτύωσή του. Έτσι, για να επιβιώσει, θα πρέπει να επιλέξει το διαχωρισμό, ο οποίος θα το φέρει λογικά και πάλι σε θέσεις και εκφράσεις πιο ακραίες. Ήδη με την συγχώνευση του υπουργείου Μακεδονίας Θράκης, έγιναν ορατές οι πρώτες κατευθυντήριες της αντιπολιτευτικής του λογικής: light συνωμοσιολογία (δήλωση για Νίμιτς) και ένας πατριωτικός αντιπασοκισμός, λαικίστικου τύπου(‘’ κυβέρνηση George an friends’’ στην ίδια δήλωση).
Αυτή η οριοθέτηση του Λάος ως άκρου, εξυπηρετεί στην πραγματικότητα το Πασοκ. Σε αντίθεση με τη Νέα Δημοκρατία, το κυβερνών κόμμα δεν έχει διαύλους επικοινωνίας, άρα ουσιαστική πίεση. Η ύπαρξη της ακροδεξιάς, βοηθά στην πραγματικότητα το κόμμα του κυρίου Παπαντρέου να τοποθετήσει τον εαυτό του στο κέντρο, ως αντίπαλος της δεξιάς, άσχετα με τις πολιτικές επιλογές του ως κυβέρνηση. Το Λάος μετατρέπεται έτσι από ένα κόμμα που μετατόπιζε την κυβέρνηση υπέρ του, σε ένα κόμμα που χρησιμοποιείται (με τη φυσική του παρουσία και μόνο) και μετατοπίζετε, ανάλογα με τα συμφέροντα άλλων.

(στην εφημερίδα εποχή)

Η Χέρτα Μύλερ κερδίζει το Νόμπελ λογοτεχνίας για το 2009






Η σουηδική ακαδημία αποφάσισε να απονείμει το βραβείο για τη λογοτεχνία, στην 56χρονη Ρουμανογερμανίδα, ποιήτρια, πεζογράφο και δοκιμιογράφο, Χέρτα Μύλερ. Σύμφωνα με την Ακαδημία, η συγγραφέας ‘’με την πυκνότητα της ποίησής της και την ειλικρίνεια της πρόζας της, σκιαγραφεί το σύμπαν των στερημένων’’
Η Μύλερ, γεννήθηκε στο Νίτσκιντορφ τις Ρουμανίας, το 1953. Η οικογένεια της ανήκε στη Γερμανική μειονότητα. Σπούδασε Ρουμανική λογοτεχνία και Γερμανικές σπουδές, στο πανεπιστήμιο της Τιμισοάρα. Μετά τις σπουδές της δουλεύει ως μεταφράστρια, νηπιαγωγός και παραδίδει ιδιωτικά μαθήματα γερμανικών. Την περίοδο αυτή αρχίζουν και τα πρώτα της προβλήματα με την Σεκιουριτάτε, την μυστική αστυνομία του καθεστώτος Τσαουσέσκου. Το πρώτο της βιβλίο, γραμμένο στα Γερμανικά εκδίδεται στη Ρουμανία το 1982, λογοκριμένο. Πέντε χρόνια αργότερα, φεύγει με τον άντρα της, επίσης συγγραφέα στη Γερμανία και εγκαθίσταται μόνιμα στο Βερολίνο. Εκεί θα εκδώσει μυθιστορήματα(το πρώτο της μυθιστόρημα ονομαζόταν Η Συνάντηση. Άλλα έργα της είναι Η αλεπού ήταν κιόλας ο κυνηγός, Το Ζώο της Καρδιάς, και οι Μετέωροι Ταξιδιώτες), θα κερδίσει βραβεία (ανάμεσα σε αυτά το βραβείο Impac στην Ιρλανδία το 1998 ) και θα γίνει μέλος της Γερμανικής ακαδημίας, συγγραφής και ποίησης το 1995.
Στα μυθιστορήματά της, η Μύλερ περιγράφει τα βιώματά της, από την δικτατορία του Τσαουσέσκου, την καταπίεση, τις δύσκολες συνθήκες επιβίωσης. Για το πιο γνωστό της μυθιστόρημα, το ‘’Η γη των Πράσινων φοινίκων’’ είπε: ‘’έγραψα αυτό το βιβλίο στη μνήμη των Ρουμάνων φίλων μου που πέθαναν κατά τη δικτατορία του Τσαουσέσκου. Ένοιωσα πως ήταν το καθήκον μου’’.
Λιγότερο γνωστή, από άλλα μεγάλα ονόματα που διεκδικούσαν το βραβείο, όπως ο Ισραηλινός Άμος Οζ ή ο Αμερικάνος Φίλιπ Ροθ, η βράβευση της Μύλερ αποτελεί μία έκπληξη στα λογοτεχνικά πράγματα, μια έκπληξη που επιβεβαιώνει τον ομολογημένο ευρωπαϊκοκεντρισμό του θεσμού.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009

Με το βλέμμα στην Ελλάδα




ΠΟΡΕΙΕΣ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΠΑΝΤΟΥ, ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ ΣΕ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ ΚΑΙ ΚΟΠΕΓΧΑΓΗ

Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών έγιναν πρωτοσέλιδο σε κάθε δυτική εφημερίδα, ενώ κανάλια όπως το BBC ή το CNN, τοποθέτησαν το θέμα υψηλότερα από τον λόγο του Ομπάμα για την οικονομική κρίση. Η μετάδοση των γεγονότων από τα διεθνή μέσα αποτέλεσε κύριο θέμα για τα εγχώρια μέσα, τα οποία έκαναν λόγο για εθνικό διασυρμό και αμαύρωση της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό. Πρέπει να διευκρινίσουμε πως στην πραγματικότητα μιλούμε για αναμετάδοση μιας είδησης και όχι για πρωτότυπη κάλυψη, αφού οι περισσότεροι τηλεοπτικοί σταθμοί συνεργάζονται με εγχώριους (σε συντριπτικό ποσοστό με τον Σκάι και την Καθημερινή), δανειζόμενοι όχι μόνο εικόνες και καταγραφή, αλλά ταυτόχρονα σχόλια και απόψεις. Πέρα από τους τίτλους των ειδήσεων που έκαναν βόλτα στους δέκτες και τελικά μικρή σημασία έχουν, μια άλλη πιο σύνθετη πραγματικότητα κάνει την εμφάνισή της.
Σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, όλες ανεξαιρέτως οι μεταδώσεις κάνουν λόγο για την ανυπαρξία του ελληνικού κράτους, για το μέγεθος των καταστροφών και το ανεξέλεγκτο των καταστάσεων. Πέρα όμως από το αναμενόμενο, τα γεγονότα στην Ελλάδα φαίνεται πως δεν καταγράφονται ως κάτι το μακρινό για την Ευρώπη. Οι εξεγέρσεις συνδέονται (κυρίως μετά την κηδεία του Αλέξη) όχι με το συμβάν της δολοφονίας αλλά με την νέα γενιά γενικότερα. Μια γενιά που περιγράφεται ως απογοητευμένη, εγκλωβισμένη στην ανεργία, έκθετη περισσότερο από τον καθένα στην οικονομική κρίση.
Ο λόγος του πρωτοφανούς ενδιαφέροντος είναι η κοινή μοίρα των νέων σε κάθε δυτική κοινωνία. Μια μοίρα που όπως φαίνεται μπορεί να προκαλέσει παρόμοιες αντιδράσεις. Είναι πολλοί αυτοί που καταγράφουν τις εικόνες στην Ελλάδα ως έναν φόβο ή μια ελπίδα από το μέλλον. Η αίσθηση αυτή γίνεται πιο έντονη από τις διάφορες πορείες συμπαράστασης στις μεγαλύτερες πόλεις της Ευρώπης. Στη Βαρκελώνη έγιναν 11 συλλήψεις, καταλήψεις πρεσβειών και προξενείων σε Αγγλία και Γερμανία, φωτιές και πυρπολημένα αμάξια στο Μπορντό της Γαλλίας, 63 συλλήψεις στην Κοπεγχάγη σε εκδηλώσεις συμπαράστασης για τους Έλληνες φοιτητές, μέχρι και στο Μανχάταν το Ελληνικό προξενείο δέχτηκε επίθεση με πέτρες και τούβλα. ''Είναι ένας από εμάς'' ήταν το κυρίαρχο σύνθημα στην πορεία της Ρώμης έξω από την ελληνική πρεσβεία.
Μια άλλη όψη της μετάδοσης των γεγονότων, που τα ελληνικά μέσα δεν έπιασαν, είναι τα εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης, οι σταθμοί ή οι ιστοσελίδες του διαδικτύου. Το μεγαλύτερο από αυτά, το αμερικανικό Democracy Now! έχει τα γεγονότα στην Ελλάδα ως πρώτο θέμα, κάνει λόγο για λαϊκό ξεσηκωμό, ενώ φιλοξενεί και μια εκτενή συνέντευξη με έναν έλληνα φοιτητή που συμμετέχει στις κινητοποιήσεις. Χαρακτηριστικό είναι και το μέγεθος της είδησης στo Indymedia. Σε κάθε κόμβο του, από την Βαρκελώνη μέχρι το Σαν Φραντσίσκο και από το Κεμπέκ μέχρι την Αυστραλία, τα γεγονότα τις Ελλάδας αποτελούν την πρώτη είδηση και καλύπτονται με φωτογραφίες και σχόλια. Οι ιστοσελίδες δηλώνουν συμπαράσταση στους Έλληνες διαδηλωτές και καλούν σε πορείες και καταλήψεις των πρεσβειών. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικός ο ρόλος που έπαιξε το διαδίκτυο στις διαδικασίες τόσο ως μέσο συντονισμού, οργάνωσης και συνεννόησης των διαδηλωτών όσο και ως χώρος αναμετάδοσης ειδήσεων μη φιλτραρισμένων.
Έχει επίσης ενδιαφέρον να δει κανείς και τα σχόλια του απλού κόσμου για τα γεγονότα της Ελλάδας, όπως καταγράφονται στις διάφορες ιστοσελίδες περιοδικών, εφημερίδων, ή ακόμη και στο You Tube, κάτω από βίντεο με στιγμιότυπα από πορείες. Στην πλειοψηφία τους θετικά, τα σχόλια αυτά περιγράφουν με τον καλύτερο τρόπο το ενδιαφέρον και την συμπαράσταση όπως απλώνεται στο εξωτερικό. '' Οι Έλληνες και οι Γάλλοι είναι οι μόνοι που τιμούν τους νέους τους. Εξέγερση, πορείες καταλήψεις.'', σχόλιο στο You Tube από την Ισπανία. ''Τα παιδιά αυτά έχουνε κάθε δίκιο. Η ζωή επιβιώνει κόντρα σε πολιτικούς, στην αστυνομία και τους δημοσιογράφους. Η οργή αυτών των παιδιών είναι η αγάπη για τη ζωή'', σχόλιο αναγνώστη από την εφημερίδα ''Reppublica''. ''Ελλάδα ερχόμαστε'' (σχόλιο που μια μέρα μετά σβήστηκε.)


(στην εφημερίδα Εποχή)

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009

Πάμπλο Νερούδα, 23 Σεπτέμβρη 1973





Στις 23 Σεπτέμβρη, συμπληρώθηκαν 36 χρόνια από το θάνατο του ποιητή Πάμπλο Νερούδα.
Δύο χρόνια πριν, είχε διοριστεί από τον Σαλβαντόρ Αλιέντε, πρέσβης της Χιλής στο Παρίσι. Στις 21 του Οκτώβρη του απενεμήθη το Νόμπελ λογοτεχνίας. Βαριά άρρωστος, αγωνίζεται για τη δημοκρατία της Χιλής η οποία κινδυνεύει. Γυρίζει στην πατρίδα του θέλοντας να βοηθήσει την κυβέρνηση. Ο Αλιέντε τον καλεί να διαβάσει τα ποιήματά του στο Εθνικό στάδιο της Χιλής. Το κοινό θα φτάσει τα 70.0000 άτομα. Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του θα γράψει 6 βιβλία, με τελευταίο το ‘’Παρακίνηση σε Νιξονκτονία και εγκώμιο στη Χιλιανή επανάσταση’’ (το βιβλίο θα κυκλοφορήσει, πρώτα από όλο τον εκτός Χιλής κόσμο, στην Ελλάδα). Τα χαράματα της 24ης Σεπτέμβρη του 1973, ο ποιητής πεθαίνει στην ηλικία των 69 χρόνων, από καρδιακή προσβολή, δώδεκα μέρες μετά τον θάνατο του Αλιέντε. Το σπίτι του, ερημωμένο, λεηλατημένο και φρουρούμενο από στρατιώτες τις δικτατορίας. Μόνη δίπλα στο φέρετρό του, η γυναίκα του Ματίλντε Ουρρούτια. Έξω, στους δρόμους και τις πλατείες, τα βιβλία του καίγονται. Η κηδεία του, περιφρουρούμενη από μεγάλη δύναμη της αστυνομίας, έδωσε αφορμή για την πρώτη πορεία διαμαρτυρίας κατά του καθεστώτος Πινοσέτ.
Ο Νερούδα υπήρξε ποιητής των γήινων τροφών. Ερωτικός, ανθρωπιστής, κομουνιστής, συνέταξε έναν ποιητικό λόγο παναμερικανικό, ο οποίος θα κατέληγε στην οικουμενικότητα. Αρχίζοντας από τον μοντερνισμό (modernismo) του Ρουμπέν Νταρίο, το ποιητικό του ύφος επηρεάστηκε και ενσωμάτωσε στοιχεία από τον σουρεαλισμό, τη στράτευση και την προγραμματική ποίηση, τον πολιτισμό της προκολομβιανής Αμερικής και τις τοιχογραφίες του Μεξικού καταλήγοντας σε ένα συμπαγές αν και πολύμορφο καλλιτεχνικό σώμα. Ο μοντερνισμός του Νερούδα (όπως και αυτός των ισπανόφωνων Λόρκα, Αλπέρτι, Παζ και Βαγιέχο), συμπλέει με τις ελευθερίες της σύγχρονης τέχνης, χωρίς να αποβάλλει τα συστατικά στοιχεία της ισπανόφωνης ποίησης: εκφραστική καθαρότητα, μουσική απλότητα, εξωστρέφεια, ποιητική ένταση της λέξης, ένας λόγος κοντά στον αισθητικό ανιμισμό. Το έργο του Νερούδα αποτέλεσε μια μόνιμη ποιητική βιβλιογραφία της αριστεράς. Στη διαδοχή των στίχων, το ατομικό του ποιητικό όραμα, ταυτίζεται με το όραμα του σοσιαλισμού.
Γεννημένος ως Neftalí Ricardo Reyes Basoalto, ο ποιητής θα δει για πρώτη φορά το φως στα 1904, στη μικρή πόλη του Παράλ της Χιλής, 350 χιλιόμετρα νότια του Σαντιάγκο. Θα αρχίσει να γράφει από την παιδική του ηλικία. Από τους πρώτους που θα τον υποστηρίξουν στα ποιητικά του βήματα θα είναι η Γκαμπριέλα Μιστράλ(Νόμπελ λογοτεχνίας το 1945), η οποία θα τον φέρει σε επαφή με την Γαλλική ποίηση και το Ρωσικό μυθιστόρημα. Στα 19 του μόλις χρόνια θα γνωρίσει την ποιητική καταξίωση με τη δεύτερη συλλογή του ‘’20 ερωτικά ποιήματα και ένα τραγούδι της απελπισίας’’ .
Η οικονομικές του δυσκολίες θα τον οδηγήσουν στο διπλωματικό σώμα αμέσως μετά τις σπουδές του στη γαλλική φιλολογία. Τα επόμενα χρόνια, ο Νερούδα ταξιδέυει στην Μπούρμα, την Κεϋλάνη, την Ιάβα και την Σιγκαπούρη. Μελετά την ποίηση συστηματικά και πειραματίζετε με νέες τεχνοτροπίες και στυλ. Η διπλωματική του καριέρα θα τον οδηγήσει στο Μπουένος Άιρες και στην Βαρκελώνη. Στην Ισπανία θα έρθει σε επαφή με τους ποιητές, Ραφαέλ Αλμπέρτι, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και τον Περουβιανό Καίσαρα Βαγιέχο. Ο ισπανικός εμφύλιος και κυρίως η εκτέλεση του φίλου του Λόρκα από τους στρατιώτες του Φράνκο θα τον στρέψουν στον κομουνισμό. Αργότερα ως διπλωμάτης στη Χιλιανή πρεσβεία στο Παρίσι, θα βοηθήσει 2.000 Ισπανούς πολιτικούς πρόσφυγες, δίνοντας τους καταφύγιο.
Στη συνέχεια, το διπλωματικό σώμα θα τον οδηγήσει στο Μεξικό και πίσω στη Χιλή. Το 1945, θα εκλεγεί γερουσιαστής με το κομουνιστικό κόμμα της χώρας του. Το 1948, θα εκφωνήσει το περίφημο ‘’κατηγορώ’’ του, κατά του πρωθυπουργού Βιντέλα και της στάσης του απέναντι στους απεργούς ανθρακωρύχους, οι οποίοι συνελήφθηκαν και μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο ποιητής οδηγείται στην παρανομία και τελικά καταφέρνει να φύγει από την χώρα. Αργεντινή, Γαλλία, Μεξικό. Εκεί θα εκδώσει την δέκατη και γνωστότερη συλλογή του ‘’Γενικό άσμα’’ το γνωστό ‘’Canto general’’. Σε περισσότερους από 15.000 στίχους ο Νερούδα, εξιστορεί την Λατινική Αμερική, την γεωγραφία, την ιστορία και τους ανθρώπους της, με μια φωνή σχεδόν επική, στα βήματα του Γουώλτ Ουίτμαν και του Μαγιακόφσκι.
Το 1952, ύστερα από μια σύντομη διαμονή στο Κάπρι, ο ποιητής επιστρέφει στην Χιλή. Θα μείνει στη χώρα μέχρι το θάνατό του, με μόνη εξαίρεση τα δύο χρόνια που θα περάσει στο Παρίσι.
Μεταφρασμένος σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, ο Νερούδα, παρά την έντονη στράτευσή του, θα αποτελέσει μια καλλιτεχνική μορφή οικουμενική πέρα από πολιτικά σύνορα. Είναι ο μόνος λογοτέχνης που κατέκτησε το βραβείο Λένιν(1953) καθώς και το Νόμπελ λογοτεχνίας(1971) ενώνοντας δύο κόσμους (και καλλιτεχνικά )διχασμένους.
Μια επέτειος μπορεί να σημαίνει πολλά πράγματα. Μία γιορτή, μία σημείωση σε ημερολόγιο, ένα μνημόσυνο, ή την επανεκτίμησης μιας ζωής και ενός έργου. Στην συγκεκριμένη περίπτωση βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι διαφορετικό: στην αναμέτρηση της εποχής μας, με το αδιαχώριστο πολιτικό και καλλιτεχνικό όραμα, ενός μεγάλου ανθρώπου.(στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

Debate: η αρχιτεκτονική του μονολόγου


Πολύς λόγος έγινε, για την τηλεμαχία των πολιτικών αρχηγών το περασμένο διάστημα. Για τους όρους με τους οποίους θα διεξαχθεί, για τον αριθμό των debate, για το αν οι αρχηγοί θα είναι όρθιοι, για το αν θα ακολουθηθεί το γαλλικό ή το Γερμανικό μοντέλο κτλ. Τώρα, και ενώ όλα αυτά αποτελούν παρελθόν, η συζήτηση κοπάζει, με τους πάντες να μιλούν θετικά για τις καινοτομίες που έφεραν οι νέοι τηλεοπτικοί όροι διεξαγωγής, την άνοδο του διαλόγου, το κέρδος που αποκόμισε η δημοκρατία μας από την όλη διαδικασία. Είναι όμως έτσι; Και αν τελικά η συζήτηση δεν αποκαλύπτει κάτι για τις πολιτικές των κομμάτων, μήπως στην πραγματικότητα αποκαλύπτει κάτι για μια τάση της πολιτικής λειτουργίας;
Αν και χαρακτηριζόμενη ως πολιτικό γεγονός(και πάνω από όλα δημοκρατικό γεγονός), η τηλεμαχία αποτελεί την πλήρη υπόκλιση της πολιτικής, στην τηλεοπτική αισθητική και λειτουργία. Οι πολιτικοί αρχηγοί καλούνται να κουρδίσουν το λόγο και τη σκέψη τους, στην πρακτική του χρονομέτρου. Η ,έτσι και αλλιώς φθαρμένη, πολιτική γλώσσα και επιχειρηματολογία, μεταφέρονται από την ρητορική στη χρονομετρίσιμη διεκπεραίωση. Οι όροι που τίθενται είναι πιο κοντά σε αυτούς ενός τηλεπαιχνιδιού ή στην καλύτερη περίπτωση, στις προφορικές σχολικές εξετάσεις. Όλα γίνονται λειτουργικά, με την ουσία τους να αφαιρείται. Ο διαγωνιζόμενος πολιτικός, καλείται να απαντήσει αυτόματα, αντανακλαστικά, οριζόμενος περισσότερο από συμβουλές επικοινωνιολόγων παρά από πολιτικές ιδέες και θέσεις. Η φαντασία, η σκέψη, το λάθος είναι υποχρεωτικά εξόριστα, τόσο από το debate, όσο και από την πολιτική κατάσταση που το γεννά. Υπάρχει κάποιος ουσιαστικός πολιτικός λόγος για τον περιορισμό και την ελαχιστοποίηση των ερωταποκρίσεων, πέρα από τον τηλεοπτικό χρόνο; Από πότε το εντυπωσιακό της ετοιμόλογης ρητορικής, έγινε πέρα από στιγμιαίο πυροτέχνημα του λόγου και πολιτική αξία;
Είναι παράδοξο, σε μια χώρα που κυριαρχείται από τον πολιτικό θόρυβο στα παράθυρα των 8, η κορυφαία τηλεοπτική αντιπαράθεση να συμβαίνει στην ησυχία του μονολόγου. Οι λόγοι παράλληλοι, δεν διασταυρώνονται, εξασφαλίζοντας την αυτοτέλειά τους, την μοναξιά του μονοδρόμου και της ατελείωτης ευθείας προς αποφυγή συγκρούσεων. Αλλά τελικά τι άλλο είναι η πολιτική εκτός από σύγκρουση; Και τελικά πόσο δημοκρατικό είναι ένα μέσο που δεν περιέχει την σύγκρουση, αφού η δημοκρατία είναι το μόνο πολιτικό σύστημα που όχι μόνο επιτρέπει αλλά ουσιαστικά, προϋποθέτει την σύγκρουση την αντιπαράθεση ή έστω τον διάλογο ως θεμελιώδες συστατικό;
Ο πολιτικός αρχηγός καλείται απλά να καλύψει το χρονικό κενό που του παραχωρείται. Και τον καλύπτει με φράσεις μονότονες, τυποποιημένες και επαναλαμβανόμενες, συγκεφαλαιώνοντας το ήδη ειπωμένο. Μοντέλα, κλίμακες, ποσοστά, κωδικοποιήσεις, διατυπώνουν με σαφήνεια το ασαφές, αποφεύγοντας να μιλήσουν, πολύ περισσότερο να συζητήσουν. Η πυκνότητα του θορύβου, λειτουργεί εδώ ως σιωπή.
Το debate των δυο υποψήφιων πρωθυπουργών, ήταν ενδεικτικό σε σχέση με την απουσία του διαλόγου. Ενώ την προηγούμενη μέρα οι ερωτήσεις που απεύθυναν μεταξύ τους οι πολιτικοί, θύμιζαν κάτι από διάλογο, αυτή τη φορά το μόνο που έφερνε στο μυαλό αντιπαράθεση, ήταν η χωροταξική τοποθέτηση του ενός απέναντι στον άλλο. Στην πραγματικότητα, ο κάθε αρχηγός δεν απευθυνόταν στον αντίπαλό του, αλλά στο συγκεκριμένο ακροατήριο το οποίο ήθελε να προσεγγίσει. Ο λόγος των Ηγετών ρυθμιζόταν σε αναλογία όχι με όσα προηγήθηκαν από τον αντίπαλο, αλλά σε σχέση με τα συγκεκριμένα target group στα οποία απευθυνόταν τη συγκεκριμένη στιγμή. Έτσι π.χ. ο λόγος του κυρίου Καραμανλή ήταν πιο αποφασιστικός και έντονος όταν διεκδικούσε την προσοχή των δυνάμει ψηφοφόρων του Λάος (σε θέματα όπως το άσυλό, ή η εξωτερική πολιτική) και του κυρίου Παπανδρέου αισιόδοξα οραματικός όταν μιλούσε σε ένα ακροατήριο με οικολογικές ευαισθησίες. Όπως συμβαίνει με κάθε τηλεοπτικό θέαμα, η συγκεκριμένη διαδικασία είχε και αυτή την δραματοποίηση, τους χαρακτήρες της, τις κορυφώσεις της. Ορισμένη πάντα από την πολιτική ορθότητα και τον φόβο του καταστρεπτικού, τηλεοπτικού λάθους.
Το debate δεν είναι μια πιθανότητα προς αντιπαράθεση, αλλά μια ευκαιρία να παρουσιαστεί η σύνοψη της τηλεοπτικής παρουσίας των πολιτικών αρχηγών. Η στάση τους στην διαδικασία ορίζεται από την επικοινωνία της εικόνας τους. Μια διαδικασία που ενδιαφέρετε περισσότερο για το προφίλ και λιγότερο για το Πρόσωπο, περισσότερο για τη στάση του σώματος και λιγότερο για την πολιτική στάση. Μια διαδικασία από την οποία δεν βγαίνουν συμπεράσματα, αλλά μόνο εντυπώσεις. Το debate δεν είναι μια στιγμή της δημοκρατίας αλλά κορυφαίο γεγονός αποκάλυψης, της τηλεοπτικής της στρέβλωσης.
(στην εφημερίδα Εποχή)